Αριθμός 7/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ B’ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Β’ Σύνθεσης: Βασιλική Θάνου – Χριστοφίλου, Πρόεδρο Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Μαρία Γαλάνη – Λεοναρδοπούλου, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Γεώργιο Κοντό, Αριστείδη Πελεκάνο, Γεώργιο Λέκκα, Πηνελόπη Ζωντανού, Αρτεμισία Παναγιώτου – Εισηγήτρια, Σοφία Ντάντου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Ιωάννη Μαγγίνα, Δήμητρα Κοκοτίνη, Γεώργιο Χοϊμέ, Νικήτα Χριστόπουλο, Ιωάννη Μπαλιτσάρη, Γεώργιο Παπαηλιάδη, Γεώργιο Μιχολιά, Παρασκευή Καλαϊτζή, Νικόλαο Τσάκο, Θωμά Γκατζογιάννη, Μαρία Γκανιάτσου, Μαρία Τζανακάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης).
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αθανασίου Ακριτίδη (κωλυομένης της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Aγγελικής Ανυφαντή για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων – καλούντων: 1) Τ. Κ. του Κ., 2)Ε. Κ. του Κ., 3) Τ. Ψ. του Σ. και 4) Α. Ψ. του Σ., κατοίκων …. Οι 1ος, 3ος και 4η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σπυρίδωνα Αρώνη και ο 2ος παραστάθηκε με τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο, που κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης – καθής η κλήση: Ε. Σ. του Α. – Ε. – Α., χήρας Ε. Ψ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Δημήτριο Βουκελάτο και Γεώργιο Γιαννακόπουλο, που κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28/12/2010 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 863/2012 του ίδιου Δικαστηρίου και 4071/2013 του Πολυμελούς Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 8/1/2014 αίτησή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η 2160/2014 απόφαση του Γ’ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία παρέπεμψε στη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου την από 8/1/2014 αίτησης των Τ. Κ. κ.λ.π. για αναίρεση της υπ’ αριθ. 4071/2013 απόφασης του Πολυμελούς Εφετείου Αθηνών.
Mε την από 2 Oκτωβρίου 2015 κλήση των αναιρεσειόντων – καλούντων η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων, αφού έλαβαν, κατά σειρά, το λόγο από την Πρόεδρο, ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, οι οποίοι αναφέρονται και στις προτάσεις τους και ζήτησαν ο μεν των αναιρεσειόντων την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, οι δε της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική τους δαπάνη.
Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, πρότεινε να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 4071/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Κατόπιν αυτών η Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε όσα προηγουμένως είχαν αναπτύξει.
Κατά την 27η Απριλίου 2017, ημέρα που συγκροτήθηκε το Δικαστήριο αυτό προκειμένου να διασκεφθεί για την ανωτέρω υπόθεση, ήταν απόντες οι Αρεοπαγίτες Χριστόφορος Κοσμίδης και Νικόλαος Τσάκος, οι οποίοι είχαν δηλώσει κώλυμα αρμοδίως. Παρά ταύτα, παρισταμένων, πλην αυτών, πλέον των δέκα πέντε (15) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση την υπόθεσης, κατ’ άρθρο 23 παρ.2 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει με την τροποποίηση με το άρθρο 44 του ν. 3659/2008, το Δικαστήριο είχε την εκ του νόμου απαρτία για να διασκεφθεί.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 2-10-2015 κλήση των αναιρεσειόντων α) Τ. Κ. του Κ., β) Ε. Κ. του Κ., γ) Τ. Ψ. του Σ. και δ) Α. Ψ. του Σ., φέρονται προς συζήτηση, μετ’ αναβολή από τη δικάσιμο της 21-4-2016, ενώπιον της Β’ Τακτικής Ολομέλειας του Δικαστηρίου τούτου οι παραπεμφθέντες σε αυτήν με την υπ’ αριθ. 2160/2014 ομόφωνη απόφαση του Γ’ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου τρεις, από τους αριθμούς 1(ο πρώτος) και 19 (οι λοιποί) του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγοι, όπως συμπληρώθηκαν με την από 30-3-2014 έκθεση του ορισθέντος εισηγητή (αρθρ, 562 παρ. 4 ΚΠολΔ), της από 8-1-2014 αίτησης για αναίρεση της υπ’ αριθ. 4071/2013 απόφασης του Πολυμελούς Εφετείου Αθηνών (τακτική διαδικασία), γιατί κρίθηκε ότι το ζήτημα που τίθεται με τους λόγους αυτούς έχει γενικότερο ενδιαφέρον (άρθρο 563 παρ. 2 περ. β’ ΚΠολΔ και 23 παρ. 2 του περί Οργανισμού Δικαστηρίων ν. 1756/1988). Ειδικότερα παραπέμπεται στην παρούσα Β’ Τακτική Ολομέλεια το ζήτημα, αν, ενόψει του σκοπού των διατάξεων των άρθρων 1721 παρ. 1 εδ.α” – β” και 3 και 1718 του ΑΚ και με ανάλογη, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, εφαρμογή της εξ αυτών διατάξεως του άρθρου 1721 παρ.3 του ΑΚ, κατά την οποία “ψευδής ή εσφαλμένη χρονολογία δεν επάγεται μόνη της την ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης”, τέτοια (ιδιόγραφη) διαθήκη, από την οποία λείπει ένα από τα ανωτέρω στοιχεία της χρονολογίας της, όπως η ημέρα του αναφερόμενου μήνα και έτους, δεν είναι άκυρη όχι μόνο όταν το ελλείπον στοιχείο της χρονολογίας της μπορεί να αναπληρωθεί από το περιεχόμενο της διαθήκης, λαμβανομένων υπόψη και στοιχείων εκτός του περιεχομένου αυτού, με σκοπό την αποσαφήνιση των διαλαμβανομένων στη διαθήκη, από τα οποία πιθανολογείται η χρονολογία της συντάξεως της αλλά και αν στην περίπτωση που το ελλείπον στοιχείο της χρονολογίας της ιδιόγραφης διαθήκης δεν μπορεί να αναπληρωθεί ως ανωτέρω, η ακυρότητα της διαθήκης θα επέλθει όχι από αυτήν (μόνη) την έλλειψη, παρά μόνο εάν ήθελε διαπιστωθεί, μετά από έρευνα σχετικού ισχυρισμού του ενδιαφερομένου ότι με την έλλειψη αυτή καλύπτεται ελάττωμα της διαθήκης που επάγεται αυτό πλέον την ακυρότητα.
Ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται και όταν το δικαστήριο, που εξέτασε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, εφάρμοσε κανόνα δικαίου, του οποίου, ενόψει των πραγματικών παραδοχών του Δικαστηρίου, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, αρκούμενο (το δικαστήριο) σε λιγότερα από τα απαιτούμενα κατά το νόμο στοιχεία για τη θεμελίωση του ασκηθέντος δικαιώματος. Περαιτέρω, ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 19 του ίδιου ως άνω άρθρου 559 του ΚΠολΔ για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης εξαιτίας ανεπαρκών αιτιολογιών ιδρύεται όταν στο αιτιολογικό της απόφασης, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμο, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απήγγειλε το δικαστήριο ή για την άρνηση της.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1721 παρ. 1 εδ. α’ και β’ ΑΚ ” Η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται και υπογράφεται απ’ αυτόν. Από τη χρονολογία πρέπει να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος”. Με τη διάταξη αυτή ο νομοθέτης ρητά ρυθμίζει το θέμα, μη αρκούμενος στη χρονολογία γενικά αλλά καθορίζοντας αυτή ειδικά, απαιτώντας ότι πρέπει να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος. Από το συνδυασμό της ως άνω διατάξεως, σκοπός της οποίας είναι η παροχή της δυνατότητας ελέγχου της δικαιοπρακτικής ικανότητας του διαθέτη κατά το χρόνο συντάξεως της διαθήκης, της αληθούς βουλήσεως του και των τυχόν ελαττωμάτων της, καθώς και για να μπορεί να καθοριστεί η ισχύς της ιδιόγραφης διαθήκης όταν υπάρχουν και άλλες διαθήκες ανάλογα με τη χρονολογική τους σειρά, προς εκείνη του άρθρου 1718 ίδιου Κωδικός με την οποία ορίζεται ότι “Διαθήκη για τη σύνταξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757, είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά”, συνάγεται ότι η ατελής ή ελλιπής ως προς ένα ή περισσότερα από τα αναγκαία στοιχεία της χρονολογία ιδιόγραφης διαθήκης εξομοιώνεται προς την παντελώς ελλείπουσα και συνεπάγεται την ακυρότητα της διαθήκης, χωρίς τη συνδρομή άλλων προϋποθέσεων, εκτός εάν το στοιχείο που λείπει μπορεί να αναπληρωθεί επιτρεπτώς από το όλο περιεχόμενο της διαθήκης καθεαυτό ή σε συνάρτηση με άλλα εκτός αυτού στοιχεία, τα οποία χρειάζεται να αποδειχθούν και λαμβάνονται υπόψη προς αποσαφήνιση εκείνων που είτε αναφέρονται ως προς την χρονολογία είτε συνάγονται από το κείμενο της διαθήκης (ολΑΠ 1234/1982, ολΑΠ 97/1979, ΑΠ 1349/2014, ΑΠ 993/12, ΑΠ 511/2000, ΑΠ 107/2000, ΑΠ 497/2009, ΑΠ 1811/2009, ΑΠ 1428/1984, ΑΠ 509/1983). Η περίπτωση της ελλιπούς χρονολογίας αντιδιαστέλλεται προς εκείνη της υπάρξεως πλήρους χρονολογίας, η οποία όμως είναι ψευδής ή εσφαλμένη σκοπίμως ή εκ πλάνης του διαθέτου, μόνο δε στην τελευταία αυτή περίπτωση ισχύει ο κανόνας της παρ. 3 του αρθρ. 1721 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία “Ψευδής ή εσφαλμένη χρονολογία δεν επάγεται μόνη της ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης” και κατά την έννοια του οποίου η ακυρότητα της διαθήκης επέρχεται εφόσον η αναλήθεια της χρονολογίας μπορεί να συνδυασθεί με αυτοτελή λόγο ακυρότητας της διατάξεως τελευταίας βουλήσεως που συγκαλύπτεται (ΑΠ 1520/2006, ΑΠ 1028/2002, ΑΠ 107/2000, ΑΠ 511/2000, ΑΠ 986/1990 contra 1752/80). Οι δύο ως άνω περιπτώσεις δεν είναι όμοιες αλλά διαφορετικές μεταξύ τους, προβλέπονται από ξεχωριστές διατάξεις και η μεν πρώτη (αρθ. 1721 παρ. 1 ΑΚ ) προϋποθέτει ελλιπή χρονολογία, μη δυναμένη να συμπληρωθεί από κανένα στοιχείο, που επάγεται ακυρότητα, ενώ η δεύτερη (αρθρ. 1721 παρ. 3 ΑΚ) προϋποθέτει πλήρη μεν χρονολογία (ημέρα, μήνα και έτος), πλην όμως ψευδή ή εσφαλμένη, που δεν επάγεται αυτή και μόνη ακυρότητα, αλλά μόνο εφόσον συνδυασθεί και αποδειχθεί και ο καλυπτόμενος από αυτή αυτοτελής λόγος ακυρότητας της διαθήκης. Άλλωστε, σκοπός της δεύτερης από τις παραπάνω διατάξεις (1721 παρ. 3 ΑΚ) είναι η αποφυγή των ατέρμονων ερίδων ως προς την ακριβή ημερομηνία συντάξεως της ιδιόγραφης διαθήκης, η οποία δεν είναι εύκολο να διαπιστωθεί, λόγω της μυστικότητας με την οποία συντάσσεται. Αν δηλαδή δεν υπήρχε η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1721 ΑΚ, η οποία θέτει τροχοπέδη στους αμφισβητίες της ακρίβειας της χρονολογίας και συνεπώς της ίδιας της διαθήκης, οποιοσδήποτε που θα ήθελε να πλήξει τη διαθήκη, θα ισχυριζόταν ότι η χρονολογία της δεν είναι αυτή που αναγράφει ο ίδιος ο διαθέτης και η οποία κατέχει το τεκμήριο αληθείας, αλλά διαφορετική. Επομένως ο αμέσως παραπάνω σκοπός είναι διαφορετικός αυτού που προαναφέρθηκε και εξυπηρετεί η διάταξη της παρ. 1 του ίδιου άρθρου. Για κάθε μία δε από τις ως άνω δύο περιπτώσεις χωρεί ιδιαίτερη αγωγή, στηριζόμενη σε ιδιαίτερη βάση. Με βάση τα παραπάνω , στην περίπτωση της ελλιπούς χρονολογίας (αρθρ. 1721 παρ. 1 ΑΚ) το δικαστήριο δεν μπορεί να προσφύγει με κατ’ αναλογία εφαρμογή στη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1721 ΑΚ, γενομένου έτσι δεκτού, αν δηλαδή γίνει προσφυγή στην παράγραφο 3 του άρθρου αυτού, ότι μόνη η έλλειψη κάποιου στοιχείου της χρονολογίας, που δεν μπορεί να συμπληρωθεί άλλως, δεν συνεπάγεται από μόνη της ακυρότητα της διαθήκης, αν δεν διαπιστωθεί και η προς κάλυψη αυτής τυχόν υπάρχουσα άλλη ακυρότητα, καθόσον προσφυγή σε αναλογική εφαρμογή διατάξεως προϋποθέτει κενό δικαίου και ομοιότητα της αρρύθμιστης με συναφείς ρυθμισμένες περιπτώσεις. Εάν όμως υφίσταται, ως εν προκειμένω, ρητή ρύθμιση δεν μπορεί να γίνεται λόγος ούτε για κενό ούτε για προσφυγή στη ρύθμιση παρόμοιων περιπτώσεων.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι η επίδικη νομίμως δημοσιευθείσα ιδιόγραφη διαθήκη του θανόντος συζύγου της αναιρεσίβλητης Ε. Ψ., με την οποία ο τελευταίος εγκατέστησε κληρονόμους του τους αναιρεσείοντες ανεψιούς του, είναι άκυρη, λόγω ελλειπούς χρονολογήσεώς της, αφού από την αναφερόμενη στη διαθήκη χρονολογία συντάξεως της “Δεκέμβρης” 91″ λείπει η ημέρα του αναφερομένου μηνός, η οποία και δεν μπορεί, κατά τις ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου, να αναπληρωθεί από το περιεχόμενο της διαθήκης ούτε και από στοιχεία εκτός του περιεχομένου αυτού που θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη για την αποσαφήνιση των διαλαμβανομένων στη διαθήκη και από τα οποία να πιθανολογείται η ημέρα της συντάξεως της διαθήκης και δέχθηκε, μετά ταύτα (το Εφετείο), με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί τα ίδια, την ένδικη από 28-1-2010 αγωγή της αναιρεσίβλητης, με την οποία η τελευταία ζητούσε να αναγνωρισθεί άκυρη η επίδικη διαθήκη λόγω της ελλειπούς, ως ανωτέρω, χρονολογήσεώς της. Ειδικότερα, το Εφετείο δέχθηκε ως αποδειχθέντα τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : “Ο Ε. Ψ. του Τίτου, κάτοικος εν ζωή … , απεβίωσε στην … στις 22-10-2008…. Μετά το θάνατο του, δημοσιεύθηκε με το με αρ.4207/2009 Πρακτικό συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών…., ιδιόγραφη διαθήκη του, με το ακόλουθο περιεχόμενο : “… Δεκέμβρης 91, Διαθήκη Ε. Ψ.. Η ακίνητη περιουσία μου …, επιθυμώ να μην εκποιηθεί και δια αυτό την αφήνω στους τέσσερις ανιψιούς μου α) Τ. Κ., β) Λ. Κ. γ) Α. Ψ. δ) Τ. Ψ., όταν αυτοί ενηλικιωθούν. Έως την ημέρα εκείνη επιθυμώ όπως η περιουσία μου συνεχίζει να αποδίδει καρπούς δια αυτό α) οι γονείς β) η γυναίκα μου, εφόσον πρόκειται να παντρευτώ σύντομα και γ) τα εξ αίματος αδέλφια μου Ε. + Σ. θα συμβουλεύονται αλλήλους και θα αποφασίζουν από κοινού για την αλλαγή ή αλλαγές χρήσης ακινήτων. Η Διαθήκη αυτή εάν δεν ανανεωθεί μέχρι τον Ιούνιο του 1999 σημαίνει ότι έχω εχθρούς μέσα στο σπίτι μου. Ε. Ψ. (δύο υπογραφές)”. Με τη διαθήκη του αυτή ο θανών καταλείπει τα δήλα περιουσιακά του στοιχεία που αναγράφονται σ’ αυτήν στους εναγόμενους ανηψιούς του. Πρόκειται ειδικότερα για τα ακίνητα που βρίσκονται στην …, στις οδούς ……. Η προαναφερόμενη διαθήκη είναι ελλιπής ως προς τη χρονολογία σύνταξης της, διότι λείπει η ακριβής ημέρα σύνταξης αυτής και αναγράφεται μόνο ο μήνας (Δεκέμβριος) και το έτος (1991). Επομένως, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη, πρέπει να ερευνηθεί, αν το ελλείπον αυτό στοιχείο της ημέρας σύνταξης της διαθήκης, μπορεί να αναπληρωθεί από το όλο περιεχόμενο της διαθήκης καθεαυτό ή σε συνάρτηση με άλλα εκτός αυτού στοιχεία, τα οποία αποδεικνύονται και λαμβάνονται υπόψη προς αποσαφήνιση εκείνων που είτε αναφέρονται ως προς τη χρονολογία, είτε συνάγονται από το κείμενο της διαθήκης, άλλως η διαθήκη είναι άκυρη. Μοναδικό στοιχείο στη διαθήκη, που υποδηλώνει χρονικό προσδιορισμό, είναι η φράση που υπάρχει στο κείμενο αυτής “εφόσον πρόκειται να παντρευτώ σύντομα”, με την οποία γίνεται αναφορά στο γεγονός του γάμου του θανόντος με την ενάγουσα, που έγινε στις 31-12-1991. Όμως είναι σαφές ότι η συγκεκριμένη διαθήκη δεν έχει συνταχθεί την ημέρα του γάμου του θανόντος, αλλά πριν από αυτήν, όπως αναγράφεται σ’ αυτή (“σύντομα πρόκειται να παντρευτώ”), ώστε από την ανωτέρω ημερομηνία να μην μπορεί να αναπληρωθεί το στοιχείο που λείπει (η ημέρα). Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι, την ύπαρξη της διαθήκης κανένας άλλος εκτός από τον διαθέτη δεν γνώριζε, μέχρι της ανευρέσεως αυτής, μέσα σε θυρίδα με … του καταστήματος της Τράπεζας “… BANK” …, κατά την απογραφή αυτής (θυρίδας), που διενεργήθηκε στις 17-3-2009, από το συμβολαιογράφο Αθηνών Β. Σ., παρουσία της ενάγουσας, των αδελφών του θανόντος Ε. Ψ. και Σ. Ψ. (μητέρας των πρώτου και δευτέρου των εναγομένων και πατέρα των τρίτου και τετάρτης εναγομένων, αντίστοιχα) και εκπροσώπων της Τράπεζας, της ΔΟΥ … και δικηγόρων. Σύμφωνα με την καρτέλα αυτής (θυρίδας), η θυρίδα μισθώθηκε από τον άνω διαθέτη στις 27-12-1991 και από την ημέρα της μίσθωσης της αυτής από τον θανόντα (27-12-1991), έως τη διενέργεια της απογραφής (17-3-2009), δεν είχε ανοιχθεί ποτέ. Όπως βεβαιώνει ο άνω συμβολαιογράφος που διενήργησε την απογραφή της 17-3-2009…… εντός της θυρίδας βρέθηκε ιδιόγραφη διαθήκη χωρίς φάκελο. Τη διαθήκη αυτή την πήρε ο ίδιος για να την προωθήσει προς δημοσίευση από το Πρωτοδικείο Αθηνών και τίποτα άλλο από την ανωτέρω θυρίδα δεν απογράψανε. Στις 15-2-2013 έγινε νέο άνοιγμα και απογραφή της θυρίδας από τη συμβολαιογράφο Αθηνών Ι. Γ. -Α., παρουσία της ενάγουσας, των αδελφών του θανόντος Ε. Ψ. και Σ. Ψ. και εκπροσώπων της Τράπεζας και της ΔΟΥ … και αφού διαπιστώθηκε ότι αυτή δεν είχε ανοίξει από την απογραφή της 17-3-2009, ανευρέθη μέσα σ’ αυτήν ένας οδικός χάρτης των Αθηνών, άνευ καμιάς αξίας, χωρίς μέσα σ’ αυτόν να εμπεριέχεται οποιαδήποτε άλλη ένδειξη ή έγγραφο …. Η ημέρα αυτή μίσθωσης της θυρίδας (27-12-1991), δεν μπορεί να αναπληρώσει επιτρεπτώς την ακριβή ημέρα σύνταξης της διαθήκης…. αφού δεν έχει την απαρχή της στο κείμενο της διαθήκης, ούτε λαμβάνεται για την αποσαφήνιση του περιεχομένου αυτής, εφόσον δεν γίνεται αναφορά στη διαθήκη, έστω και εμμέσως, στο γεγονός της φύλαξης της, ώστε να οδηγηθούμε στην άνω ημερομηνία. Πλέον συγκεκριμένα, η ημέρα αυτή μίσθωσης της θυρίδας (27-12-1991) δεν αναφέρεται στο κείμενο της διαθήκης, ούτε η ίδια η ημερομηνία (27-12-1991) βρίσκει έρεισμα στο κείμενο της διαθήκης. Κανένας λόγος δεν γίνεται στη διαθήκη, για την πρόθεση του διαθέτη να προβεί σε φύλαξη της διαθήκης σε θυρίδα. Ούτε γίνεται αναφορά στη διαθήκη, εν γένει, περί θυρίδας, “… BANK” ή άλλης Τράπεζας. Εξάλλου, η ίδια η μίσθωση της θυρίδας, καθώς και η τοποθέτηση της διαθήκης σ’ αυτή, ως υλικές ενέργειες, δεν συνδέονται οπωσδήποτε με την ημέρα σύνταξης της διαθήκης, έστω και αν θεωρηθεί ότι η μίσθωση της θυρίδας συνδέεται αποκλειστικά με τη διαθήκη, ώστε εξ αυτών, χωρίς κάποιο άλλο γεγονός που να αναφέρεται στη διαθήκη, να συνάγεται η ημέρα σύνταξης αυτής. Βεβαίως είναι μία ημερομηνία πριν από την τέλεση του γάμου του διαθέτη, η οποία όμως δεν βρίσκει έρεισμα στο κείμενο της, ώστε να θεωρηθεί ότι η διαθήκη συντάχθηκε την ημέρα αυτή, αντί κάποιας εκ των προηγούμενων 26 ημερών του μηνός Δεκεμβρίου 1991. Σε κάθε περίπτωση πάντως, θεωρείται απίθανο, τρεις μόνο ημέρες πριν το γάμο του, ήτοι σε ώρες ευτυχίας, χαράς, αλλά και πλήρους αφοσίωσης στα διαδικαστικά της τέλεσης του γάμου του, που σημειωτέον επρόκειτο για θρησκευτικό γάμο, που ήταν ο πρώτος για αμφότερους τους συζύγους, ο διαθέτης να συνέτασσε διαθήκη, στην οποία μάλιστα απέκλειε από την κληρονομιά του τη (μέλλουσα) σύζυγο του και τα πιθανόν μελλοντικά παιδιά του (δεδομένου ότι ο ίδιος ήταν 41 ετών και η σύζυγος του 31), έστω και υπό το ψυχολογικό βάρος που επικαλούνται οι εκκαλούντες, της δωρεάς εν ζωή της περιουσίας του από τους γονείς του. Εξάλλου, αν η ημέρα αυτή (27-12-1991) ήταν η ημέρα σύνταξης της διαθήκης, ήτοι προ τριημέρου από την τέλεση του γάμου του, ο προσδιορισμός της ημέρας του γάμου του διαθέτη στη διαθήκη, δεν θα γινόταν με το αόριστο “σύντομα”, αλλά με πλέον συγκεκριμένο προσδιορισμό, αφού γνώριζε και την ημέρα, όπως με την αναφορά της ημέρας γάμου (π.χ. την οποία θα παντρευτώ το Σάββατο, ή μεθαύριο ή σε τρεις ημέρες κλπ). Άλλο στοιχείο από το οποίο να μπορεί να συναχθεί η ακριβής ημέρα σύνταξης της διαθήκης, ούτε αναφέρεται στο κείμενο της διαθήκη ούτε συνάγεται από αυτό……και συνεπώς η ανωτέρω ιδιόγραφη διαθήκη του θανόντος παραμένει ελλιπής ως προς το στοιχείο αυτό και άρα, με βάση τα όσα προεκτέθηκαν, είναι άκυρη, μη δυναμένη, η έλλειψη αυτή, να θεραπευθεί ως περιττή στη συγκεκριμένη περίπτωση, εκ του λόγου ότι δεν υπάρχει ισχυρισμός περί ανικανότητας του διαθέτη που να προσδιορίζεται χρονικά εντός του Δεκεμβρίου 1991, ούτε άλλη διαθήκη βρέθηκε, ώστε να τίθεται ζήτημα χρονικής προτεραιότητας σε σχέση με την επίμαχη….. αφού σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη, οι περί του τύπου της ιδιόγραφης διαθήκης διατάξεις είναι περιοριστικές και δεσμευτικές……
Έτσι που έκρινε το Εφετείο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προρηθείσες ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 1721 παρ. 1 και 1718 του ΑΚ, δεν αρκέστηκε δε σε λιγότερα στοιχεία, από εκείνα που απαιτούνται από τις διατάξεις αυτές για τη θεμελίωση του ασκηθέντος με την ένδικη αγωγή, κατά τη σχετική βάση της, δικαιώματος της αναιρεσίβλητης για αναγνώριση της ακυρότητας της επίμαχης ιδιόγραφης διαθήκης, την οποία δέχτηκε το Εφετείο, αφού προς τούτο αρκούσε η παραδοχή ότι το ελλείπον στοιχείο της χρονολογίας της διαθήκης, ήτοι η ημέρα του μηνός Δεκεμβρίου 1991, δεν μπορούσε, κατά την ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου, να αναπληρωθεί από άλλα στοιχεία του περιεχομένου της ή έξω από αυτό, έλλειψη η οποία, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, αρκούσε από μόνη της για να επιφέρει την ακυρότητα της διαθήκης χωρίς την έρευνα και διαπίστωση άλλου, καλυπτόμενου, ελαττώματος σχετιζόμενου με την έλλειψη αυτή. Προσέτι, δεν παρεβίασε τις προαναφερθείσες διατάξεις ούτε εκ πλαγίου, καθόσον διέλαβε στην απόφαση του, πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες αναφορικά με το ουσιώδες ζήτημα της ακυρότητας της επίμαχης, χωρίς ημέρα σύνταξης, ιδιόγραφης διαθήκης και το λόγο για τον οποίο δεν μπορεί να αναπληρωθεί το ελλείπον αυτό στοιχείο από το όλο περιεχόμενο της διαθήκης καθεαυτό ή σε συνάρτηση με άλλα εκτός αυτού στοιχεία, όπως εν προκειμένω η χρονολογία μίσθωσης από τον διαθέτη τραπεζικής θυρίδας, στην οποία την τοποθέτησε προς φύλαξη, αναφέροντας στο αιτιολογικό της απόφασης όλα τα κατά νόμο απαραίτητα στοιχεία για την επέλευση της έννομης συνέπειας (ακυρότητας της ένδικης διαθήκης) που απήγγειλε και έτσι καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή εφαρμογή των ως άνω ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 1721 παρ. 1 και 1718 του ΑΚ. Επομένως, οι περί του αντιθέτου, από το άρθρο 559 αριθ. Ι και 19 ΚΠολΔ, λόγοι της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, οι οποίοι παραπέμφθηκαν στην παρούσα Β’ Τακτική Ολομέλεια, με την προαναφερθείσα υπ’ αριθμ. 2160/2014 απόφαση του Γ’ Τμήματος του Αρείου Πάγου, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Δεδομένου δε ότι δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολο της και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης για όλη την αναιρετική δίκη (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η εισαγωγή του οικείου παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο κατ’ αρθ. 495 παρ.4 ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τους παραπεμφθέντες στη Β’ Τακτική Ολομέλεια λόγους της από 8-1-2014 αιτήσεως αναιρέσεως και στο σύνολο της την αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 4071/2013 απόφασης του Πολυμελούς Εφετείου Αθηνών (τακτικής διαδικασίας). Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή του οικείου παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 27 Απριλίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 25 Μαΐου 2017.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :