Δεν δημιουργείται δεδικασμένο ως προς τα στοιχεία που έγιναν μεν δεκτά από το δικαστήριο, αλλά δεν στηρίζουν το απορριπτικό διατακτικό του δικαστηρίου
Ζητήματα δεδικασμένου σε υπόθεση απόρριψης διεκδικητικής αγωγής ερμήνευσε ο Άρειος Πάγος, κρίνοντας πως όταν το δικαστήριο δέχεται μεν τη συνδρομή ορισμένων στοιχείων του πραγματικού του εφαρμοζόμενου κανόνα δικαίου, τα οποία είναι αναγκαία για να θεμελιωθεί το αίτημα της αγωγής, συγχρόνως όμως αρνείται την ύπαρξη άλλων, επίσης αναγκαίων στοιχείων, δεν δημιουργείται δεδικασμένο ως προς τα στοιχεία που δεν στηρίζουν το απορριπτικό διατακτικό του δικαστηρίου (ΑΠ 98/2024).
Σύμφωνα με το σκεπτικό του ανωτάτου δικαστηρίου, η απόρριψη της διεκδικητικής αγωγής ως αναπόδεικτης, δημιουργεί ζητήματα δεδικασμένου όταν το δικαστήριο δεν περιορίζεται μόνο στο να αρνηθεί τη συνδρομή ορισμένου ή ορισμένων από τα στοιχεία του πραγματικού του κανόνα δικαίου (1094 ΑΚ) που είναι αναγκαία για να θεμελιωθεί το αίτημα της αγωγής, αλλά δέχεται συγχρόνως ότι αποδείχθηκε η ύπαρξη άλλου ή άλλων επίσης αναγκαίων στοιχείων για τη θεμελίωση του, όπως είναι όταν το δικαστήριο απορρίπτει την διεκδικητική αγωγή, δεχόμενο ότι, ενώ αποδείχθηκε η κυριότητα του ενάγοντος επί του επιδίκου ακινήτου, δεν αποδείχθηκε η προσβολή της από τον εναγόμενο με αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος από αυτόν, δηλαδή δεν αποδείχθηκε η κατοχή και νομή του επιδίκου από τον εναγόμενο. Στην περίπτωση αυτή, κατά λογική αναγκαιότητα, η ιστορική αιτία της απορριπτικής απόφασης συγκροτείται μόνο από τα στοιχεία που το δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδεικνύονται.
Τυχόν κρίση ότι αποδεικνύονται άλλα στοιχεία του κανόνα δικαίου βρίσκεται έξω από την ιστορική αιτία δεν ανήκει οργανικά στο δικανικό συλλογισμό διότι δεν είναι αναγκαία για το απορριπτικό διατακτικό. Αυτό δε ισχύει άσχετα από το εάν το στοιχείο που κρίθηκε ότι αποδεικνύεται είναι πραγματικό περιστατικό ή έννομη σχέση όπως η κυριότητα στη διεκδικητική αγωγή. Η απόρριψη της διεκδικητικής αγωγής ως αναπόδεικτης, στηριζόμενη λογικώς στα στοιχεία εκείνα που το δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδεικνύονται, κατά την κρατούσα άποψη, δεν δημιουργεί δεδικασμένο για την κυριότητα του ενάγοντος, την οποία έχει κρίνει, δοθέντος ότι τα περιστατικά που κρίθηκαν ως αποδεικνυόμενα δεν στηρίζουν το διατακτικό της απορριπτικής απόφασης.
Εν προκειμένω, το ανώτατο δικαστήριο έκρινε ότι ορθώς ο Τριμελές Εφετείο απέρριψε την ένσταση δεδικασμένου που είχαν προβάλλει οι αναιρεσείουσες, διαλαμβάνοντας στις παραδοχές του ότι:
α) το δικόγραφο της διεκδικητικής αγωγής των αναιρεσιβλήτων περιείχε και αίτηση αναγνώρισης της κυριότητας των εναγόντων επί των επίδικων ακινήτων και στο σκεπτικό της τελεσίδικης απόφασης έγινε μνεία ότι οι γενόμενες από τον δικαιοπάροχο των αναιρεσειουσών προς τους δύο πρώτους των εναγόντων μεταβιβάσεις της κυριότητας των επίδικων ακινήτων ήταν έγκυρες και επήγαγαν την μεταβίβαση της κυριότητας στους ενάγοντες των ακινήτων αυτών, πλην όμως το αίτημα αποδόσεως των ακινήτων απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι “δεν αποδείχθηκε η επικαλούμενη (κατά το χρόνο εγέρσεως της αγωγής εκείνης) προσβολή της κυριότητας των εναγόντων επί αυτών με αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος”,
β) ότι στο διατακτικό της εν λόγω απόφασης δεν περιλήφθηκε σχετική διάταξη ως προς το αναγνωριστικό αυτό αίτημα, αντιθέτως παρέμεινε ισχύουσα η απορριπτική της διεκδικητικής αγωγής διάταξη της πρωτόδικης απόφασης,
γ) ότι μεταξύ των ως άνω δύο διεκδικητικών αγωγών των αναιρεσιβλήτων, οι οποίες στρέφονται κατά των ιδίων εναγομένων (αναιρεσειουσών) δεν υφίσταται ταυτότητα ιστορικής αιτίας, κατά, το στοιχείο της υπό των εναγομένων, ήδη αναιρεσειουσών, κατακράτησης της νομής και κατοχής των επίδικων ακινήτων και της άρνησης απόδοσής των στους ενάγοντες ήδη αναιρεσιβλήτους, καθόσον στην αγωγή εκτίθενται νέα πραγματικά περιστατικά, ως προς το στοιχείο της κατάληψης της (συν)νομής και (συγ)κατοχής των επιδίκων υπό των αναιρεσειουσών και άρνησης απόδοσης αυτών κατά τον χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής (πέραν εκείνων των πραγματικών περιστατικών που περιέχονταν στην πρώτη αγωγή τους).
Όπως επεσήμανε στη συνέχεια και ο Άρειος Πάγος, η κατ’ουσίαν απόρριψη της πρώτης διεκδικητικής αγωγής των αναιρεσιβλήτων, ως αναπόδεικτης, με την παραδοχή ότι ενώ αποδείχθηκε η κυριότητα (συγκυριότητα) αυτών επί των επίδικων ακινήτων, δεν αποδείχθηκε η προσβολή της από τις αναιρεσείουσες με αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος από αυτές, δηλαδή δεν αποδείχθηκε η κατοχή και νομή του επιδίκου από τις ίδιες, στηριζόμενη, κατά λογική αναγκαιότητα, στα στοιχεία εκείνα που το δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδεικνύονται, δεν δημιουργεί δεδικασμένο για την κυριότητα των αναιρεσιβλήτων, την οποία έχει κρίνει, δοθέντος ότι τα περιστατικά που κρίθηκαν ως αποδεικνυόμενα, σχετικά με την ύπαρξή της δεν στηρίζουν το διατακτικό της απορριπτικής της διεκδικητικής αγωγής απόφασης.
Τα παραπάνω ισχύουν ανεξαρτήτως του ότι στην προκειμένη υπόθεση, δεν συντρέχει η προϋπόθεση της ταυτότητας της ιστορικής βάσης μεταξύ των προαναφερομένων διεκδικητικών αγωγών, εφόσον η ιστορική βάση της ένδικης αγωγής περιείχε νέα περιστατικά ως προς το έτερο αναγκαίο στοιχείο της θεμελίωσης του αιτήματος της, σύμφωνα με το άρθρο 1094 ΑΚ, ήτοι την επικαλούμενη προσβολή της κυριότητας των αναιρεσιβλήτων επί των επιδίκων ακινήτων από τις αναιρεσείουσες, τα οποία δεν αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας της ως άνω τελεσίδικη απόφασης.
Απόσπασμα απόφασης
Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 324 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα, μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία, προκύπτει, ότι το δεδικασμένο προϋποθέτει ταυτότητα αντικειμένου, στο οποίο αναφέρεται το κριθέν και υπό κρίση δικαίωμα, καθώς και ταυτότητα της ιστορικής και νομικής αιτίας. Κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της αποφάσεώς του το δεδικασμένο, που προκύπτει από την απόφαση αυτή, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο, η οποία, αν παρόλα αυτά ασκηθεί, απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Το δεδικασμένο εκτείνεται: α) στο ουσιαστικό ζήτημα για την έννομη σχέση που προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού. Έννομη σχέση κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων είναι το σύνολο των έννομων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσίδικα και όχι τα πραγματικά γεγονότα που τη γέννησαν ή αναλόγως την κατέλυσαν, β) την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή , ταυτότητα δε ιστορικής αιτίας στην περίπτωση αυτή υπάρχει όταν τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό της διατάξεως που εφαρμόσθηκε στην προηγούμενη δίκη είναι τα ίδια με τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό της διατάξεως που πρόκειται να εφαρμοσθούν στη νέα δίκη (ΑΠ 1966/2022, ΑΠ 1224/2022, ΑΠ 266/2022, ΑΠ 1259/2019) γ) τη νομική αιτία, ήτοι το νομικό χαρακτηρισμό που δόθηκε από το δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά κατά την υπαγωγή του στη σχετική διάταξη νόμου που εφάρμοσε. Ο Άρειος Πάγος ελέγχει μόνο την “παράβαση νόμου”, δηλαδή την ψευδή ερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή των περί δεδικασμένου διατάξεων σε σχέση με όσα γίνονται ανελέγκτως δεκτά, ήτοι αν αυτά συνιστούν την έννοια του δεδικασμένου και σε καταφατική περίπτωση αν αυτό έχει την έκταση και το περιεχόμενο που του προσέδωσε η προσβαλλόμενη απόφαση (ΑΠ 1966/2022). Επί πλέον από τη διάταξη του άρθρου 1094 ΑΚ για τη διεκδικητική αγωγή προκύπτει ότι ο κύριος ακινήτου δικαιούται να αιτηθεί την αναγνώριση της κυριότητάς του και την απόδοση του ακινήτου, από τον νομέα ή τον κάτοχο. Ο ενάγων μπορεί να αρκεσθεί στο δεύτερο αίτημα, ή στο πρώτο αίτημα, οπότε η αγωγή έχει το χαρακτήρα αναγνωριστικής. Τα διάφορα στοιχεία του πραγματικού του ως άνω κανόνα δικαίου του άρθρου 1094 ΑΚ, ήτοι α) η αναγνώριση της κυριότητας και β) η απόδοση του ακινήτου από τον νομέα ή κάτοχο, είναι από άποψη θεμελίωσης της διεκδικητικής αγωγής ισοδύναμα, με την έννοια ότι αν δεν αποδειχθεί κάποιο από αυτά, αδιάφορο ποιο, η αγωγή θα απορριφθεί κατ’ουσίαν. Η απόρριψη της διεκδικητικής αγωγής ως αναπόδεικτης, δημιουργεί περαιτέρω ζητήματα δεδικασμένου όταν το δικαστήριο δεν περιορίζεται μόνο στο να αρνηθεί τη συνδρομή ορισμένου ή ορισμένων από τα στοιχεία του πραγματικού του κανόνα δικαίου (1094 ΑΚ) που είναι αναγκαία για να θεμελιωθεί το αίτημα της αγωγής, αλλά δέχεται συγχρόνως ότι αποδείχθηκε η ύπαρξη άλλου ή άλλων επίσης αναγκαίων στοιχείων για τη θεμελίωση του, όπως είναι όταν το δικαστήριο απορρίπτει την διεκδικητική αγωγή, δεχόμενο ότι ενώ αποδείχθηκε η κυριότητα του ενάγοντος επί του επιδίκου ακινήτου δεν αποδείχθηκε η προσβολή της από τον εναγόμενο με αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος από αυτόν, δηλαδή δεν αποδείχθηκε η κατοχή και νομή του επιδίκου από τον εναγόμενο. Στην περίπτωση αυτή, κατά λογική αναγκαιότητα, η ιστορική αιτία της απορριπτικής απόφασης συγκροτείται μόνο από τα στοιχεία που το δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδεικνύονται. Τυχόν κρίση ότι αποδεικνύονται άλλα στοιχεία του κανόνα δικαίου βρίσκεται έξω από την ιστορική αιτία δεν ανήκει οργανικά στο δικανικό συλλογισμό διότι δεν είναι αναγκαία για το απορριπτικό διατακτικό. Αυτό δε ισχύει άσχετα από το εάν το στοιχείο που κρίθηκε ότι αποδεικνύεται είναι πραγματικό περιστατικό ή έννομη σχέση όπως η κυριότητα στη διεκδικητική αγωγή. Η απόρριψη της διεκδικητικής αγωγής ως αναπόδεικτης, στηριζόμενη λογικώς στα στοιχεία εκείνα που το δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδεικνύονται, κατά την κρατούσα άποψη, δεν δημιουργεί δεδικασμένο για την κυριότητα του ενάγοντος, την οποία έχει κρίνει, δοθέντος ότι τα περιστατικά που κρίθηκαν ως αποδεικνυόμενα δεν στηρίζουν το διατακτικό της απορριπτικής απόφασης.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο areiospagos.gr.