ΑΠΟΦΑΣΗ
Souroullas Kay και Ζανέττος κατά Κύπρου της 26.11.2024 (προσφ. αριθ. 1618/18)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο πρώτος προσφεύγων καταδικάστηκε για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και ο δεύτερος για εκβιασμό σε σχέση με μια συμφωνία πώλησης ακινήτου. Σημαντικό βάρος στα αποδεικτικά μέσα είχε αποτελέσει η κατάθεση του Ν.Λ., ενός επιχειρηματία ακινήτων και ιδιοκτήτη μιας ποδοσφαιρικής ομάδας. Στον Ν.Λ. είχε δοθεί ασυλία από την ποινική δίωξη αφού είχε καταθέσει μεταξύ άλλων, ότι οι προσφεύγοντες είχαν εμπλακεί στην υπόθεση.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ειδικότερα ότι η δίκη δεν είχε διακυβευθεί από την λήψη υπόψιν του δικαστηρίου της κατάθεσης του N.Λ. καθώς τα εθνικά δικαστήρια ήταν επιφυλακτικά στη μεταχείριση του εν λόγω αποδεικτικού στοιχείου και έλαβαν υπόψιν τους και άλλα αποδεικτικά στοιχεία που συνέβαλαν στις καταδίκες των προσφευγόντων.
Όσον αφορά το αίτημα των προσφευγόντων να εξεταστεί το αντίγραφο της κατηγορούσας αρχής από τους σκληρούς δίσκους του N.Λ. για να αποδειχθεί η συμπαιγνία, το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν εξετάσει τους ισχυρισμούς επί του θέματος και είχαν απορρίψει το αίτημα αιτιολογημένα. Τα επιχειρήματα των προσφευγόντων στο πλαίσιο αυτό ήταν εντελώς υποθετικά.
Το ΕΔΔΑ έκρινε με 5 ψήφους έναντι 2, ότι δεν παραβιάστηκαν το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη (άρθρο 6 § 1) και το άρθρο 6 §§ 1 και 3 (β) (εύλογος χρόνος και διευκολύνσεις για την προετοιμασία της υπεράσπισης).
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες είναι Κύπριοι υπήκοοι οι οποίοι γεννήθηκαν το 1966 και το 1947 αντίστοιχα και ζουν στη Λάρνακα.
Το 2013 διενεργήθηκε έρευνα για μια ύποπτη συμφωνία πώλησης ακινήτου στη Δρομολαξιά, κοντά στο αεροδρόμιο της Λάρνακας. Οι αρχές υποπτεύθηκαν ότι ο αρχικός ιδιοκτήτης, ένας Τουρκοκύπριος, δεν είχε δικαίωμα να μεταβιβάσει το ακίνητο, και ανησυχούσαν ότι το συνταξιοδοτικό ταμείο της CYTA, ενός κρατικού παρόχου τηλεπικοινωνιών, είχε προβεί σε μια κακή επένδυση.
Ακολούθησε αστυνομική έρευνα στα γραφεία της ιδιωτικής εταιρείας που είχε αγοράσει το ακίνητο και στο σπίτι του διευθυντή της, Ν.Λ. Ο τελευταίος ήταν επιχειρηματίας ακινήτων και πρόεδρος μιας οικονομικά προβληματικής ποδοσφαιρικής ομάδας της Λάρνακας, που συνδέεται με το πολιτικό κόμμα ΑΚΕΛ. Η αστυνομία κατέσχεσε σκληρούς δίσκους ηλεκτρονικών υπολογιστών κατά τη διάρκεια των ερευνών. Ο Ν.Λ. κατηγορήθηκε για δωροδοκία στις 10 Σεπτεμβρίου 2013.
Δύο ημέρες αργότερα, ο Ν.Λ. επικοινώνησε με τους ανακριτές και δήλωσε ότι θα συνεργαζόταν και θα ήταν μάρτυρας κατηγορίας. Τους επόμενους δύο μήνες προέβη σε τέσσερις γραπτές καταθέσεις συνολικά, στις οποίες ανέφερε ότι είχαν δοθεί δωροδοκίες στο πλαίσιο συνωμοσίας για την πώληση του ακινήτου στο συνταξιοδοτικό ταμείο της CYTA σε υψηλή τιμή. Παραδέχτηκε την ενοχή του, ενέπλεξε άλλα επτά άτομα και μια εταιρεία και μεταξύ άλλων κατέθεσε ότι ο πρώτος προσφεύγων είχε ξεπλύνει τα χρήματα της δωροδοκίας που καταβλήθηκαν σε έναν εκπρόσωπο του Συνδικάτου CYTA, και ότι ο δεύτερος, οικονομικός διευθυντής του κόμματος ΑΚΕΛ, είχε απειλήσει να μπλοκάρει τη συμφωνία εκτός εάν ο N.Λ. είχε εξοφλήσει προσωπικά δάνεια που είχαν συνάψει πρώην στελέχη της ποδοσφαιρικής ομάδας προκειμένου να ενισχυθούν τα οικονομικά του συλλόγου.
Οι προσφεύγοντες, μαζί με τους άλλους κατηγορούμενους, συνελήφθησαν. Ο πρώτος προσφεύγων κατηγορήθηκε για συνωμοσία για εκβιασμό, εκβιασμό και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και ο δεύτερος για εκβιασμό.
Μετά από σύσταση του ανακριτή, ο Γενικός Εισαγγελέας αποφάσισε να μην ασκήσει δίωξη στον N.Λ. Προσέφυγαν σε δίκη ενώπιον του Ορκωτού Δικαστηρίου Λάρνακας και στον Ν.Λ. χορηγήθηκε ασυλία από τη δίωξη.
Κατά τη διάρκεια της δίκης, ο N.Λ. κατέθεσε για πέντε ολόκληρες ημέρες. Η εισαγγελία παρουσίασε στοιχεία που βρέθηκαν στους σκληρούς δίσκους του N.Λ. που συνδέονται με μια εταιρεία (της οποίας ο πρώτος προσφεύγων ήταν ο μοναδικός εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος), που υποστήριξε την κατηγορία ότι οι συνωμότες είχαν συντάξει έγγραφα που θα κάλυπταν τη δωροδοκία και ότι ο ίδιος προσφεύγων είχε ως εκ τούτου γνώση της παράνομης προέλευσης των χρημάτων που είχε βρεθεί στον λογαριασμό της εταιρείας. Ο συνήγορος των προσφευγόντων ζήτησε από το δικαστήριο πρόσβαση στον σκληρό δίσκο της εισαγγελίας (εγκληματολογικό αντίγραφο σκληρού δίσκου), αίτημα το οποίο απορρίφθηκε.
Στις 22 Δεκεμβρίου 2014 το Κακουργιοδικείο Λάρνακας καταδίκασε τον πρώτο προσφεύγοντα για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και τον δεύτερο για εκβιασμό. Τους καταδίκασε σε 6,5 και 3,5 χρόνια φυλάκιση, αντίστοιχα. Δέχτηκε τη μαρτυρική κατάθεση του N.Λ. καθώς είχε «απαντήσει υποδειγματικά με συνέπεια και λεπτομέρεια … συμπεριφορά κάποιου που έλεγε ξεκάθαρα την αλήθεια».
Το Ανώτατο Δικαστήριο επανεξέτασε στη συνέχεια την καταδίκη. Δεν ανέτρεψε την απόφαση του Κακουργιοδικείου όσον αφορά τα στοιχεία που έδωσε ο N.Λ. Έκρινε ότι η άρνηση πρόσβασης στον σκληρό δίσκο δεν είχε επηρεάσει την υπεράσπιση αφού η υπεράσπιση είχε το δικό της αντίγραφο του σκληρού δίσκου, που περιείχε όλα τα έγγραφα που χρησιμοποιήθηκαν στη δίκη.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 παρ. 1
Άρθρο 6 παρ. 3
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6 § 1
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι δεν υπάρχουν κανόνες σχετικά με τον τρόπο αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων σύμφωνα με το Άρθρο 6 § 1.
Θα μπορούσε να παρέμβει μόνο όταν ένα εθνικό δικαστήριο είχε αξιολογήσει τα στοιχεία αυθαίρετα ή προδήλως παράλογα. Δεν υπήρχε συγκεκριμένη απαγόρευση να βασιστεί ένα δικαστήριο σε ενοχοποιητική μαρτυρία που δόθηκε από συνεργό. Ωστόσο, καθώς αυτό θα μπορούσε να καταστήσει άδικη μια δίκη, το Δικαστήριο αξιολόγησε το δίκαιο χαρακτήρα των ποινικών διαδικασιών στο σύνολό τους, συμπεριλαμβανομένων των μαρτυρικών καταθέσεων.
Σε αυτή την περίπτωση, οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν ότι είχε υπάρξει οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ του N.Λ. και της δίωξης. Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε κατανοήσει και έλαβε υπόψη τα ζητήματα με τη χρήση τέτοιων μαρτυρικών καταθέσεων. Οι προσφεύγοντες γνώριζαν την ταυτότητα του N.Λ. και τους διακανονισμούς που έγιναν, και μπόρεσαν να εξετάσουν τον Ν.Λ. Το Δικαστήριο σημείωσε τις εκτιμήσεις των κυπριακών δικαστηρίων ότι υπήρχαν και άλλα αποδεικτικά στοιχεία που συνέβαλαν στις καταδίκες. Σημείωσε επίσης ότι το Κακουργιοδικείο εξέτασε προσεκτικά και αιτιολόγησε επαρκώς γιατί δέχθηκε τη μαρτυρία του Ν.Λ. Επιπλέον το Ανώτατο Δικαστήριο είχε στη συνέχεια επανεξετάσει την καταδίκη.
Η δίκη δεν είχε διακυβευτεί από τη μαρτυρία του Ν.Λ. και ως εκ τούτου το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε παράβαση του άρθρου 6 § 1.
Άρθρο 6 § 3 (β) με το άρθρο 6 § 1
Παράλειψη αποκάλυψης στην υπεράσπιση αποδεικτικών στοιχείων που θα μπορούσαν να είχαν επιτρέψει στον κατηγορούμενο να αθωωθεί ή να μειωθεί η ποινή του, θα συνιστούσε παραβίαση του δικαιώματος που εγγυάται το άρθρο 6. Ωστόσο, έπρεπε να υπάρχουν λόγοι ώστε να γίνει δεκτό το αίτημα εξέτασης αποδεικτικών στοιχείων, το οποίο θα μπορούσε να αξιολογηθεί από τα εθνικά δικαστήρια.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα δεδομένα που είχαν ζητηθεί από τους προσφεύγοντες στη δίκη – πρόσβαση στον σκληρό δίσκο της εισαγγελίας – αποτελεί κατ’ αρχήν αποδεικτικό στοιχείο. Σημείωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν απορρίψει το αίτημα των προσφευγόντων με αιτιολογημένες αποφάσεις, αφού εξέτασαν τους ισχυρισμούς τους. Το περιεχόμενο του σκληρού δίσκου ήταν διαθέσιμο στην υπεράσπιση. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η απόκτηση του περιεχομένου του σκληρού δίσκου της εισαγγελίας από μόνη της δεν θα βοηθούσε την υπεράσπιση και ότι, εν πάση περιπτώσει, τα επιχειρήματα των προσφευγόντων στο πλαίσιο αυτό ήταν εντελώς υποθετικά.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 3 (β).
Ξεχωριστές απόψεις
Οι δικαστές Σεργίδης και Zünd εξέφρασαν κοινή αντίθετη γνώμη. Ο δικαστής Σεργίδης εξέφρασε επίσης αντίθετη γνώμη. Οι γνωμοδοτήσεις αυτές επισυνάπτονται στην απόφαση.