ΑΠΟΦΑΣΗ
Vasile Pruteanu κ.α. κατά Ρουμανίας της 14.01.2025 (προσφ. αριθ. 9308/18)
Βλ. Εδώ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι προσφεύγοντες (ένα ζευγάρι και ο υιός τους) ήταν ιδιοκτήτες τριών ινστιτούτων μασάζ στη Ρουμανία. Παραπέμφθηκαν και καταδικάστηκαν για μαστροπεία και εμπορία ανθρώπων. Ισχυρίστηκαν ότι οι καταδίκες τους δεν ήταν δίκαιες επειδή βασικοί μάρτυρες – γυναίκες που είχαν στρατολογηθεί στη Δημοκρατία της Μολδαβίας – δεν είχαν ποτέ εξεταστεί στα ακροατήρια ως μάρτυρες, ώστε οι κατηγορούμενοι να μπορέσουν να τους εξετάσουν.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχαν επαρκείς αντισταθμιστικοί παράγοντες για να αντισταθμίσουν την έλλειψη της δυνατότητας να εξεταστούν άμεσα ορισμένοι μάρτυρες στη δίκη από τους κατηγορουμένους.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρχαν και άλλα αποδεικτικά στοιχεία που επιβεβαίωσαν το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες είχαν διευκολύνει σεξουαλικές πράξεις στα ινστιτούτα μασάζ ιδίως ότι είχαν μεταφέρει τα θύματά τους από την Μολδαβία στη Ρουμανία με το πρόσχημα της νόμιμης απασχόλησης και ότι τα απειλούσαν για να ασκήσουν πορνεία. Επιπλέον, οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων να δεχθούν τις προδικαστικές καταθέσεις των απόντων μαρτύρων ήταν αιτιολογημένες και βασίστηκαν σε μια εξαντλητική εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων και όλων των ισχυρισμών που προβλήθηκαν. Συνολικά, η διαδικασία κατά των προσφευγόντων ήταν δίκαιη.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν παραβιάστηκαν το δικαίωμα των προσφευγόντων σε δίκαιη δίκη και το δικαίωμα να εξετάσουν μάρτυρες στο ακροατήριο (6 §§ 1 και 3 (δ)).
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες είναι τρεις Ρουμάνοι υπήκοοι: Vasile και Tatiana Pruteanu, γεννημένοι το 1960 και το 1965, και ο υιός τους, Vasile Pruteanu, που γεννήθηκε το 1987. Ζουν στο Braşov και στο Săcele (Ρουμανία).
Οι προσφεύγοντες ήταν ιδιοκτήτες τριών ινστιτούτων μασάζ στη Ρουμανία. Τον Φεβρουάριο του 2013 δικάστηκαν με την κατηγορία της μαστροπείας και της εμπορίας ανθρώπων. Ήταν ύποπτοι ότι διευκόλυναν ερωτικά μασάζ και σεξουαλική επαφή, με τη συμμετοχή γυναικών που είχαν μεταφερθεί από τη Δημοκρατία της Μολδαβίας.
Τελικά, με απόφαση του Ιουνίου 2016, τα δικαστήρια έκριναν ότι οι προσφεύγοντες είχαν στρατολογήσει γυναίκες στη Δημοκρατία της Μολδαβίας, υποσχόμενοι σ΄αυτές θέσεις εργασίας, φαγητό, κατάλυμα και βοήθεια για την απόκτηση βίζας, και στη συνέχεια τις έβαζαν να εργάζονται ως μασέρ στα ινστιτούτα τους, ασκώντας τους πιέσεις να έχουν σεξουαλικές επαφές με πελάτες. Το προσφεύγον ζεύγος καταδικάστηκε σε φυλάκιση τριών ετών, ενώ στον υιό τους επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δύο ετών με αναστολή.
Τα δικαστήρια βασίστηκαν στις καταθέσεις μαρτύρων που έδωσαν στο δικαστήριο δύο μασέρ από τη Μολδαβία οι οποίες είχαν δηλώσει παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας στη διαδικασία, αλλά και σε καταθέσεις περίπου 20 άλλων – κυρίως ρουμάνων – μασέρ, καθώς και 11 πελατών των ινστιτούτων. Άλλα αποδεικτικά στοιχεία περιελάμβαναν: διαφημίσεις στις Μολδαβικές και Ρουμανικές εφημερίδες- απομαγνητοφωνημένες τηλεφωνικές συνομιλίες των προσφευγόντων – συζητήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μεταξύ πελατών των ινστιτούτων μασάζ- εκθέσεις που συντάχθηκαν από αστυνομικούς, και αντικείμενα που κατασχέθηκαν από τα ινστιτούτα μασάζ, ιδίως προφυλακτικά και σεξουαλικά βοηθήματα.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 παρ. 1,
Άρθρο. 6 παρ. 3 δ
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Αρχικά, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρχαν σοβαροί λόγοι για τις τέσσερις μάρτυρες που δεν παρέστησαν στα δικαστήρια. Όλες ήταν πρώην εργαζόμενες των ινστιτούτων μασάζ των προσφευγόντων και είχαν ανάγκη από προστασία ως φερόμενα θύματα εμπορίας ανθρώπων και σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Πράγματι, ο λόγος για τον οποίο η «Μαρία» δεν παρέστη στη δίκη ήταν τα ψυχικά και σωματικά προβλήματα υγείας που προέκυψαν από την τραυματική της εμπειρία στη Ρουμανία.
Αν και οι καταθέσεις των μαρτύρων αυτών είχαν συμβάλει στην καταδίκη των προσφευγόντων, δεν ήταν τα μοναδικά ή αποφασιστικά αποδεικτικά στοιχεία στην υπόθεση. Τα δικαστήρια είχαν μια σειρά από άλλα αποδεικτικά στοιχεία που τους επέτρεπαν να συμπεράνουν ότι οι προσφεύγοντες είχαν διευκολύνει σεξουαλικές πράξεις στα ινστιτούτα μασάζ. Επιπλέον, τα αποδεικτικά στοιχεία έδειξαν ότι οι προσφεύγοντες είχαν μεταφέρει τα θύματά τους από την Μολδαβία στη Ρουμανία με το πρόσχημα της νόμιμης απασχόλησης, αφήνοντας ορισμένα από αυτά χωρίς ταξιδιωτικά έγγραφα, και στη συνέχεια τα παρακολουθούσαν και τα απειλούσαν για να τα οδηγήσουν στην πορνεία.
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι υπήρχαν επαρκείς εξισορροπητικοί παράγοντες που επέτρεπαν τη διεξαγωγή δίκαιης και ορθής αξιολόγησης των μη ελεγμένων αποδεικτικών στοιχείων. Ειδικότερα, τα δικαστήρια είχαν προσεγγίσει με προσοχή τις καταθέσεις των απόντων μαρτύρων, μόνο όταν κατέστη σαφές ότι η παρουσία τους στο δικαστήριο δεν μπορούσε να διασφαλιστεί και αφού διαπιστώθηκε ότι οι καταθέσεις τους είχαν επιβεβαιωθεί από άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Τα εγχώρια δικαστήρια είχαν επίσης ελέγξει την αξιοπιστία των καταθέσεων των δύο μαρτύρων που δεν μπορούσαν να βρεθούν, και τις είχαν εντάξει στο πλαίσιο της απόφασης για το αν θα τις αποδεχθούν. Επιπλέον, τα δικαστήρια είχαν αναγνωρίσει την εγκυρότητα των καταθέσεων των απόντων μαρτύρων στο πλαίσιο των διεθνών υποχρεώσεων της Ρουμανίας για την προστασία των θυμάτων σεξουαλικών εγκλημάτων.
Επιπλέον, τα δικαστήρια είχαν λάβει επαρκή διαδικαστικά μέτρα για να αντισταθμίσουν την αδυναμία άμεσης εξέτασης των μαρτύρων στη δίκη. Οι καταθέσεις των απουσών μαρτύρων ήταν διαθέσιμες στη δικογραφία, τις οποίες οι προσφεύγοντες και οι συνήγοροί τους είχαν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν στο δικαστήριο.
Γενικότερα, οι προσφεύγοντες και οι συνήγοροί τους ήταν παρόντες και είχαν συμμετάσχει ενεργά στη δικαστική διαδικασία. Οι προσφεύγοντες είχαν τη δυνατότητα να παρουσιάσουν την υπεράσπισή τους, δίνοντας τη δική τους εκδοχή των γεγονότων.
Τέλος, η αιτιολογία των αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων για την αποδοχή των καταθέσεων των απόντων μαρτύρων ήταν εμπεριστατωμένη. Οι αποφάσεις τους βασίστηκαν σε εξαντλητική εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων και όλων των ισχυρισμών που προβλήθηκαν.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι, συνολικά, η διαδικασία ήταν δίκαιη και τα δικαιώματα υπεράσπισης δεν είχαν περιοριστεί σε βαθμό που να διαπιστώνεται παραβίαση των εγγυήσεων, ιδίως της ισότητας των όπλων, βάσει του άρθρου 6 της Σύμβασης.
Συνεπώς, έκρινε ότι δεν παραβιάστηκε το άρθρου 6 §§ 1 και 3 (δ).