ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 4/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Λάζαρο Γιαπαλάκη Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Προϊστάμενο της Τριμελούς Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, οδός ……….. με Α.Φ.Μ. ……….. και το οποίο εκπροσωπήθηκε από την δικαστική πληρεξούσια του Ν.Σ.Κ. Δέσποινα Ντουρντουρέκα με Α.Μ. ……….
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ………… 2) ………….. και οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Κυριακή Κουντούρη του Δ.Σ.Π. με Α.Μ. …….. με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠΟΛΔ.
Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από με αριθμό έκθεσης κατάθεσης αγωγή ………/2023 η οποία εκδικάστηκε κατά την δικάσιμο της 29-1-2024 κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-μισθωτικών διαφορών και εκδόθηκε η με αριθμό 1591/2024 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν με την με αριθ. εκθ. καταθ. ………./2024 έφεσή του ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με αριθμό εκθ. κατ. δικ. …………./2024 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου της οποίας δικάσιμος ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, το εκκαλούν εκπροσωπήθηκε από την ως άνω πληρεξούσια δικηγόρο του η οποία αφού ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις του, ενώ οι εφεσίβλητες κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Στην προκειμένη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η από με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ………./2024 έφεση κατά της με αριθμό 1591/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-μισθωτικών διαφορών αντιμωλία των διαδίκων επί της από με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………./2023 αγωγής των εναγουσών και ήδη εφεσίβλητων κατά του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος. Η ως άνω έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από το εναγόμενο και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495, 511, 513 § 1 β, 516 και 518 § 1 ΚΠολΔ δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στο εναγόμενο στις 25-6-2024 (βλ. την από 25-6-2024 επίδοση της ένδικης απόφασης από τον δικαστικό επιμελητή ……….. στο εναγόμενο)ενώ η έφεση του ασκήθηκε στις 23-6-2024 (βλ την με αριθμό …………/2024 έκθεση κατάθεσης δικογράφου ένδικου μέσου στο Πρωτοδικείο Πειραιά). Πρέπει, λοιπόν, η έφεση που αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 του ΚΠολΔ εισάγεται για να δικασθεί από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει τυπικά δεκτή(άρθρο 533 ΚΠΟΛΔ) και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 524 ΚΠΟΛΔ) κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία των περιουσιακών-μισθωτικών διαφορών. Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό του ως άνω ενδίκου μέσου δεν απαιτείται η καταβολή του τασσόμενου από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ παραβόλου, αφού το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής κάθε τέλους και παραβόλου για την άσκηση ενδίκου μέσου σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ.1 του Καν. Δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 “Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου” (βλ. ΤρΕφΠειρ 50/2020 στο site του Εφετείου Πειραιά, efeteio-peir.gr).
I)Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 28, (όπως τούτο συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 του ΑΝ 1120/1938 και έλαβε τον αριθμό αυτό με το άρθρο 25 του ΑΝ1540/1938), 29 (όπως και έλαβε τον αριθμό αυτό με το άρθρο 25 του ΑΝ1540/1938) και 30 του ΠΔ της 19/1911 1932 “Περί στεγάσεως δημοσίων υπηρεσιών” που διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 34 του ΕΙΣΝΑΚ, προκύπτει ότι, σε μισθώσεις για στέγαση δημόσιων υπηρεσιών αποκλείεται η σιωπηρή αναμίσθωση με την έννοια της σιωπηρής παράτασης της μίσθωσης με τους ίδιους όρους για αόριστο χρόνο. Η παράταση αυτής της σύμβασης είναι δυνατή, για ορισμένο και πάλι χρόνο, με την τήρηση όμως των διατυπώσεων και τη συνδρομή των προϋποθέσεων, τις οποίες τάσσει η του άρθρ. 29 του άνω π.δ/τος. Ειδικότερα, απαιτείται: α) δήλωση του Υπουργού των Οικονομικών (ήδη Νομάρχη), που να έχει κοινοποιηθεί στον εκμισθωτή δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από τη λήξη της μίσθωσης, β) πρόταση της Επιτροπής Στεγάσεως, και γ) διενέργεια δύο τουλάχιστον δημοπρασιών για τη μίσθωση άλλου ακινήτου, οι οποίες να απέβησαν άγονες ή το αποτέλεσμά τους να κρίθηκε ασύμφορο. Η χρησιμοποίηση του μίσθιου ακινήτου από το Ελληνικό Δημόσιο μετά τη λήξη της σύμβασης μίσθωσης, κατά νομικό πλάσμα, θεωρείται σιωπηρή παράταση για το χρονικό διάστημα της χρησιμοποίησης και το δημόσιο υποχρεούται σε καταβολή του συμφωνημένου μισθώματος, μόνον εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρ. 611 ΑΚ, δηλαδή, εφόσον ο εκμισθωτής, παρόλο ότι γνωρίζει ότι το Ελληνικό Δημόσιο συνεχίζει να χρησιμοποιεί το μίσθιο ακίνητο, δεν εναντιώνεται. Ως εναντίωση, κατά την έννοια του νόμου αυτού, νοείται η δήλωση του εκμισθωτή, ότι δεν στέργει στη συνέχιση της μίσθωσης, είτε, γενικώς, είτε, με τους ίδιους όρους, η οποία, ως μονομερής απευθυντέα δήλωση, για την οποία δεν προβλέπεται συστατικός τύπος, μπορεί να είναι όχι μόνο, ρητή, αλλά και σιωπηρή, αρκεί να προκύπτει βούληση του εκμισθωτή, ότι δεν δέχεται την εξακολούθηση της μίσθωσης είτε γενικώς, είτε, με τους ίδιους όρους, γίνεται δε σε οποιοδήποτε. αρμόδιο για τη λήψη της, όργανο του δημοσίου,(ανεξάρτητα από το αν το όργανο αυτό το εκπροσωπεί κατά νόμο), ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνεται ό προϊστάμενος της αρμόδιας ΔΟΥ και η στεγαζόμενη δημόσια υπηρεσία, και δεν είναι απαραίτητο να γίνει αποκλειστικώς προς τον Υπουργό Οικονομικών ή το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, όπως ορίζουν οι διατάξεις των άρθ. 5 και 6 του Διατάγματος της 16-6/10-7-1944 “περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου”, προκειμένου για δικόγραφα εισαγωγικά της δίκης. Τέτοια σιωπηρή εναντίωση αποτελεί, εκτός από την αγωγή απόδοσης του μίσθιου και η δήλωση του εκμισθωτή ότι απαιτεί μίσθωμα μεγαλύτερο από εκείνο που καταβάλλεται κατά τη σιωπηρή παράταση της μίσθωσης. Αυτό δε για το λόγο ότι, εφόσον ως σιωπηρή παράταση νοείται η εξακολούθηση της μίσθωσης με τους όρους της σύμβασης μίσθωσης που έληξε και ουσιώδης όρος κάθε σύμβασης μίσθωσης πράγματος είναι το ύψος του μισθώματος η αναζήτηση μεγαλύτερου μισθώματος δεν αποτελεί τίποτε άλλο από εναντίωση στη συνέχιση της μίσθωσης. Αν παρά την εναντίωση του εκμισθωτή το Ελληνικό Δημόσιο αυθαιρέτως παρακρατεί και χρησιμοποιεί το μίσθιο, ευθύνεται κατά το άρθρο 601 ΑΚ για πλήρη αποζημίωση (ΑΠ 789/2009, ΑΠ 524/2007, ΑΠ 570/2000, ΑΠ 624/2000, ΑΠ 1194/1995, ΑΠ 1062/1992). Εξάλλου, στη διάταξη του άρθρου 601 ΑΚ ορίζεται: “ο μισθωτής, για όσο χρόνο παρακρατεί το μίσθιο μετά τη λήξη της μίσθωσης, οφείλει ως αποζημίωση το συμφωνημένο μίσθωμα, χωρίς αυτό να αποκλείει δικαίωμα του εκμισθωτή να απαιτήσει και άλλη περαιτέρω ζημία”. Κατά τη διάταξη αυτή προϋποθέσεις για απαίτηση του συμφωνημένου μισθώματος, ως αποζημιώσεως χρήσεως, είναι η λήξη της μίσθωσης και η μετά ταύτα παράνομη παρακράτηση του μίσθιου από τον μισθωτή, χωρίς να ερευνάται αν ο εκμισθωτής υπέστη ζημία από την καθυστέρηση της απόδοσης. Εκτός όμως, από την πιο πάνω αποζημίωση χρήσεως ο εκμισθωτής δικαιούται να απαιτήσει για την παρακράτηση του μίσθιου και την αποκατάσταση κάθε άλλης περαιτέρω ζημίας κατά τις γενικές διατάξεις περί υπερημερίας του οφειλέτη (άρθρο 343 επ. ΑΚ), η οποία έχει ως προϋπόθεση το πταίσμα του οφειλέτη, το οποίο τεκμαίρεται και την ανυπαρξία αυτού οφείλει να επικαλεσθεί, κατ` ένσταση και αποδείξει ο οφειλέτης (άρθρα 336, 342 ΑΚ) για να απαλλαγεί. Τέτοια ζημία είναι συνήθως το μίσθωμα, το οποίο θα λάμβανε ο εκμισθωτής από άλλο μισθωτή, εάν του παραδιδόταν το μίσθιο κατά τη λήξη της μίσθωσης.(ΑΠ62/2014 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ).
II) Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η οποία αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητος στις συναλλαγές και γενικώς στην άσκηση κάθε δικαιώματος, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμον να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθεμένη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας. Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Επίσης οι πράξεις του υποχρέου και η κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της κατάστασης προκαλεί συνέπειες για τον υπόχρεο. Το ζήτημα δε αν οι συνέπειες που επάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματός του. Για την κατάφαση της καταχρηστικότητας δεν είναι απαραίτητο η άσκηση του δικαιώματος να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες για τον υπόχρεο, θέτοντας σε κίνδυνο την οικονομική του υπόσταση, αλλά αρκεί να έχει δυσμενείς απλώς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (πρβλ. Ολ Α.Π.6/2016, ΟΛ.ΑΠ 16/2006, ΑΠ1313/2018, 17/1995, 62/1990, Α.Π. 1871/2014, 1504/2013, 1623/2012, 91/2011, 1130/2011, 1521/2009, 279/2008, 298/2008).
Μόνο το γεγονός, ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη έστω και μεγάλη στον οφειλέτη, δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 του ΑΚ, παρά μόνο αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, όπως όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό του δικαίωμα επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντος του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα κατ’ αρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος. Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμά του στο χρόνο που το άσκησε, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική (βλ. ΑΠ 1873/2014, ΑΠ 1504/2014, Μ.ΕΦ. ΠΑΤΡΩΝ 465/2023 δημοσιευμένες στην τράπεζα νομικών πληροφοριών NOMOS).
Με την ένδικη αγωγή τους οι ενάγουσες εκθέτουν ότι δυνάμει του από 19-10-1999 μισθωτηρίου, ο απώτερος δικαιοπάροχος τους εκμίσθωσε στο εναγόμενο το περιγραφόμενο στο ένδικο δικόγραφο και κείμενο στον Πειραιά ακίνητο για να χρησιμοποιηθεί για την στέγαση του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Πειραιά, για χρονικό διάστημα εννέα ετών, αρχόμενο από την ημερομηνία παράδοσης του μίσθιου και δη την 9-12-1999 έως την 9-12-2008, που παρατάθηκε αναγκαστικά έως την συμπλήρωση της δωδεκαετίας, την 9-12-2011 έναντι μηνιαίου μισθώματος 1.600.00 δραχμών, το οποίο έπειτα από μειώσεις διαμορφώθηκε στο ποσό των 4.530,25 ευρώ. Ότι παρά την λήξη της χρονικής διάρκειας της μίσθωσης και της εναντίωσης τους στην συνέχιση αυτής το εναγόμενο εξακολουθεί να κατέχει και να χρησιμοποιεί το μίσθιο ακίνητο χωρίς να έχει προβεί στις νόμιμες διατυπώσεις για την παράταση της. Με βάση αυτά τα περιστατικά οι ενάγουσες επικαλούμενες ότι πλέον το μίσθιο ακίνητο ανήκει αποκλειστικά σ’ αυτές αναφέροντας στο δικόγραφό τους τις εκποιητικές συμβάσεις και την καταχώρηση αυτών στα κτηματολογικά του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά και ως εκ τούτου αυτές υπεισήλθαν στην μισθωτική σχέση ζητούν κυρίως λόγω της λήξης της μισθωτικής σχέσης και επικουρικά έπειτα από καταγγελία αυτής εκ μέρους τους με την κρινόμενη αγωγή να υποχρεωθεί το εναγόμενο και κάθε τρίτος που έλκεi δικαιώματα από αυτό με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, να τους αποδώσει την χρήση του μίσθιου. Τέλος ζητεί να καταδικαστεί το εναγόμενο στην δικαστική τους δαπάνη. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκδικάζοντας την ένδικη αγωγή κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-μισθωτικών διαφορών την έκανε δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη απορρίπτοντας ως μη νόμιμη την προταθείσα από το εναγόμενο ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και υποχρέωσε το εναγόμενο και κάθε τρίτο που έλκει δικαιώματα από αυτόν ή κατέχει στο όνομα και για λογαριασμό του το μίσθιο με προσωρινά εκτελεστή απόφαση να αποδώσει στις ενάγουσες το μίσθιο ακίνητο και δη την υπό στοιχείο Δ1-4ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία (επαγγελματικό χώρο) του τέταρτου υπέρ το ισόγειο ορόφου πολυώροφης οικοδομής (μέγαρο-εμπορικό κέντρο …………..) που βρίσκεται στον ……. Αττικής στην συμβολή των οδών …………. και της …………. (πρώην …………..), αποτελούμενη από ένα ενιαίο χώρο μετά συγκροτήματος w.c. ανδρών και γυναικών και συνορεύει γύρωθεν με φρέαρ ανελκυστήρων …………, με κτήριο δημοτικού σχολείου με ανοικτό εξώστη προς την οδό …., με οδό …….., με εξωτερικό γυάλινο ανελκυστήρα με την λεωφόρο …. ., με ξενοδοχείο ιδιοκτησίας αγνώστων, κοινόχρηστο τμήμα και διάδρομο ορόφου, καθώς και με ακάλυπτο χώρο οικοπέδου, έχει εμβαδό 397,50 τ.μ., στην οποία ανήκει κατ’ αποκλειστική χρήση ημιυπαίθριος χώρος εμβαδού 6,10 τ.μ., και φέρει ΚΑΕΚ ……….. Κατά της απόφασης αυτής με την από με αριθμ. Εκθ. Καταθ. …………./2024 έφεση του παραπονείται το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν για τους περιεχόμενους στην ανωτέρω έφεση του λόγους οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης ώστε να απορριφθεί η ένδικη αγωγή άλλως η απόδοση του μίσθιου ακίνητου να γίνει σύμφωνα με την καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και σύμφωνα με το δημόσιο συμφέρον μόλις ολοκληρωθεί στον απολύτως αναγκαίο και εύλογο προς τούτο χρόνο η εκ του νόμου προβλεπόμενη διαδικασία μίσθωσης για την στέγαση δημόσιας υπηρεσίας και συγκεκριμένα όταν θα προσδιοριστεί ο χώρος που θα στεγαστεί το Γ.Ν.Σ. στον Πειραιά και θα υπογραφεί η σχετική μίσθωση και θα παραδοθεί το νέο μίσθιο στο Ελληνικό Δημόσιο προς χρήση.
Ως προς τον λόγο έφεσης του εκκαλούντος περί εσφαλμένης απόρριψης της ένστασης του άρθρου 281 Α.Κ. περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των εφεσίβλητων λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Το εκκαλούν προς υποστήριξη της ανωτέρω ένστασης του επικαλείται ότι στο μίσθιο ακίνητο στεγάζεται δημόσια υπηρεσία στην οποία υπηρετούν 16 λειτουργοί του Ν.Σ.Κ. και τρεις γραμματείς οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με εκατοντάδες υποθέσεις, ότι η μεταστέγαση του είναι δυσχερής διότι τηρούνται οι όροι του νόμου 3130/2003, ότι η μεταστέγαση του θα προκαλέσει αναστάτωση στην άσκηση των καθηκόντων των λειτουργών αυτών, ότι καταβάλει κανονικά το μίσθωμα καθώς επίσης ότι υπάρχει σωρεία ελαττωμάτων στο μίσθιο που δεν έχουν αποκατασταθεί από τις ενάγουσες. Περαιτέρω το εκκαλούν στηρίζει την ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των εναγουσών στην αδυναμία του να εξεύρει άλλο κατάλληλο για την χρήση του ακίνητο το οποίο να πληρεί τις νόμιμες προϋποθέσεις μίσθωσης του νόμου 3130/2003, ισχυριζόμενο ότι το δικαίωμα του προς απόδοση του ακινήτου συγκρούεται με την συμπεριφορά του να παραμείνει και να χρησιμοποιεί αυτό μετά την λήξη και την έκδοση προσωρινά εκτελεστής απόφασης που του επιβάλει να αποδώσει το μίσθιο ακίνητο στις ενάγουσες όπως επίσης κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας η ικανοποίηση του δικαιώματος των εναγουσών πρέπει να υποχωρήσει μέχρι την εύρεση κατάλληλου χώρου χωρίς να προσδιορίζεται χρονικά ώστε να μεταστεγαστεί.
Όμως τα περιστατικά αυτά και αληθή υποτιθέμενα σύμφωνα και με όσα αναπτύχθηκαν στην νομική σκέψη της παρούσης στο δεύτερο εδάφιο περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος δεν δύνανται να θεμελιώσουν την ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος των εναγουσών καθόσον ο αποκλεισμός της άσκησης του δικαιώματος απόδοσης της χρήσης του μίσθιου για το λόγο ότι σε αυτό στεγάζεται μία υπηρεσία του δημοσίου συνιστά υπέρμετρο βάρος του ιδιοκτήτη που οδηγεί στην ουσιαστική στέρηση του δικαιώματος διαχείρισης της περιουσίας του, όλες οι μεταστεγάσεις δημιουργούν αναστάτωση η οποία είναι εντελώς πρόσκαιρη και ανεκτή, η καταβολή αποζημίωση για όσο χρόνο το εναγόμενο χρησιμοποιεί το μίσθιο ακίνητο αποτελεί νόμιμη υποχρέωση του, σε κάθε δε περίπτωση η ύπαρξη τόσο ουσιωδών πραγματικών ελαττωμάτων του μίσθιου ακινήτου και δη το έντονο πρόβλημα στην ψύξη-θέρμανση του, στους χώρους προσωπικής υγιεινής οι οποίοι βρίσκονται σε πλήρη εγκατάλειψη, η υγρασία στους τοίχους θα αποτελούσε λόγο καταγγελίας της ένδικης σύμβασης μίσθωσης και όχι σε προσπάθεια παράτασης της παραμονής του σε αυτό. Επιπρόσθετα το εκκαλούν δεν επικαλέστηκε αλλά και στην Πρωτόδικη δίκη δεν απέδειξε ότι οι ενάγουσες για μακρό χρονικό διάστημα αδράνησαν να ασκήσουν το δικαίωμα της απόδοσης του μίσθιου ακινήτου τους, ούτε επίσης επικαλέστηκε και απέδειξε την Πρωτόδικη δίκη ότι οι ενάγουσες με την συμπεριφορά τους του δημιούργησαν την πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει το παραπάνω δικαίωμα του. Γεγονός είναι ότι το εκκαλούν υποστηρίζει ότι η μετεγκατάσταση του σε άλλο χώρο δύναται να επιφέρει κίνδυνο απώλειας δικονομικών προθεσμιών λόγω της μεταστέγασης της υπηρεσίας και μεταφορά των φακέλων δικογραφιών πλην όμως ο ανωτέρω ισχυρισμός δεν μπορεί να ευσταθήσει διότι σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής η μεταφορά θα λάβει χώρα οργανωμένα μέσω μίας εταιρίας μετακόμισης εντός ολίγων ημερών και κάθε σύμβουλος μπορεί να σημειώσει τις ανελαστικές προθεσμίες που έχει για αυτό το ελάχιστο χρονικό διάστημα και να μεριμνήσει να έχει μαζί του τις σχετικές δικογραφίες. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο μίσθιο δεν στεγάζεται υπηρεσία που παρέχει δημόσια αγαθά (π.χ. σχολείο, παιδικός σταθμός και κέντρο υγείας), ούτε εξυπηρετεί συναλλαγές με το κοινό (π.χ. Δ.Ο.Υ., τελωνείο, Ε.Φ.Κ.Α.), δεν έχει ιδιαίτερες τεχνολογικές υποδομές, αλλά σε αυτό εκτελούνται αποκλειστικά νομικές εργασίες και συνεπώς δεν παρουσιάζει κάποια δυσχέρεια στην μετακίνηση της, άλλωστε δε θα μπορούσε να συστεγαστεί μαζί με άλλες υπηρεσίες του Δημοσίου. Σε κάθε δε περίπτωση η προσπάθεια των εναγουσών οποίες προσπαθούν να επιτύχουν μετά την λήξη της ένδικης μίσθωσης καλύτερους γι’ αυτές όρους κατά την εκ νέου εκμίσθωση του ακινήτου τους έστω και της γνωστής σ’ αυτές ανάγκης του εναγόμενου προς εξεύρεση νέου μίσθιου ανάγεται στον συνταγματικά κατ’ άρθρο 5 παράγραφο 1 του Συντάγματος προστατευόμενο κύκλο της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας ακολουθεί το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης που διέπει ως βασική αρχή το καθεστώς της ελεύθερης οικονομίας υπό το οποίο λειτουργεί η ελληνική κοινωνία και συνεπώς δεν θεμελιώνει αυτή και μόνη την ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ. Επιπρόσθετα οι ενάγουσες θα υποστούν οικονομική ζημία λόγω της ματαίωσης του από 21-9-2023 προσυμφώνου υπομίσθωσης ακινήτου που έχουν συνάψει με την ναυτιλιακή εταιρία ………….., με αυξημένο μίσθωμα και δη ποσού αρχικά 4.800 ευρώ μηνιαίως για το πρώτο μισθωτικό έτος, καθώς επίσης αυτή θα καλύπτει και τις κοινόχρηστες δαπάνες που αφορούν την λειτουργία και συντήρηση του κοινόχρηστων χώρων του Εμπορικού Κέντρου που βρίσκεται το μίσθιο. Μετά ταύτα ο ανωτέρω ισχυρισμός του εκκαλούντος ως αναλύθηκε ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος.
Με τον σχετικό έφεσης του το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι κατ΄ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κήρυξε την εκκαλουμένη προσωρινά εκτελεστή, καθώς η προσωρινή εκτέλεση σε βάρος του προσκρούει στην διάταξη το άρθρου 909 ΚΠΟΛΔ. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος καθόσον η διάταξη του άρθρου 909 § 1 ΚΠΟΛΔ που απαγορεύει την προσωρινή εκτέλεση κατά του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ, θεωρείται καταργημένη, ως ευρισκόμενη σε αντίθεση με τις αρχές του κράτους δικαίου και της παροχής πλήρους, έγκαιρης και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, που θεμελιώνονται στις διατάξεις των άρθρων 20 § 1, 94 § 4, 95 § 5 Συντ, 6 § 1 της ΕΣΔΑ, 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της, 2 § 3 και 14 § 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (σχετ ΟλΑΠ 17/2002, ΟλΑΠ 21/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Με τις διατάξεις αυτές επιβάλλεται το επιτρεπτό της κατά των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου αναγκαστικής εκτέλεσης, ανεξάρτητα από το είδος του εκτελεστού τίτλου, που αποτελεί το θεμέλιο αυτής. Οι διατάξεις αυτές, που δεν ιδρύουν μόνο διεθνή ευθύνη των συμβαλλόμενων κρατών, αλλά έχουν άμεση εφαρμογή και υπερνομοθετική ισχύ, θεμελιώνουν δικαιώματα υπέρ των προσώπων, που υπάγονται στα πεδίο εφαρμογής τους. Εγγυώνται δε, όχι μόνο την ελεύθερη πρόσβαση στο Δικαστήριο, αλλά και την πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος που επιδικάζεται από το Δικαστήριο η οποία επιτυγχάνεται με την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης, άλλως η προσφυγή στο Δικαστήριο θα απέβαλλε την ουσιαστική αξία και χρησιμότητα της. Από τους πιο πάνω κανόνες δικαίου, που καθιερώνουν την αποτελεσματική δικαστική προστασία, στην οποία περιλαμβάνεται, εκτός από την οριστική και η προσωρινή δικαστική προστασία, προκύπτει, ότι δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 909 ΚΠΟΛΔ, ούτε και η όμοια αυτής διάταξη του άρθρου 46 του πδ 913/1978 διότι είναι επιτρεπτή η αναγκαστική εκτέλεση κατά των ΝΠΔΔ ανεξάρτητα από το είδος του εκτελεστού τίτλου, που αποτελεί το θεμέλιο αυτής, ήτοι και βάσει οριστικών αποφάσεων που έχουν κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστές κατ΄ άρθρο 904 παρ 2 α ΚΠΟΛΔ. Αντίθετη εκδοχή αντιπαρέρχεται την βασική δικονομική προϋπόθεση της ισότητας των διαδίκων.(Μ.ΕΦ.ΠΕΙΡ. 326/2021, Μ.ΕΦ.ΠΕΙΡ.607/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Πρέπει συνεπώς ο ανωτέρω λόγος να απορριφθεί ως μη νόμιμος.
Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα των εναγόμενων που εξετάστηκε στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του από 19-10-1999 ιδιωτικού συμφωνητικού που συνήφθη μεταξύ του ………. και του Προϊσταμένου της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά ως εκπροσώπου του Υπουργείου Οικονομικών, αφετέρου κατόπιν της μειοδοτικής δημοπρασίας και της με αριθμό 4472/6/10/1998 απόφασης έγκρισης πρακτικών δημοπρασίας του Γενικού Διευθυντή Δημόσιας Περιουσίας και Εθνικών Κληροδοτημάτων το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο μίσθωσε μία ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία (επαγγελματικό χώρο), υπό τα στοιχεία Δ1-4 του τέταρτου υπέρ του ισογείου ορόφου πολυώροφης οικοδομής(μέγαρο-εμπορικό κέντρο …..), που βρίσκεται στον Πειραιά στην συμβολή των οδών ….. και ……… και της ………..(πρώην ……..), αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο μετά συγκροτήματος w.c. ανδρών και γυναικών και συνορεύει γύρωθεν με φρέαρ ανελκυστήρων ….., με κτήριο δημοτικού σχολείου με ανοικτό εξώστη προς την οδό …., με οδό …….., με εξωτερικό γυάλινο ανελκυστήρα με την λεωφόρο …………, με ξενοδοχείο ιδιοκτησίας αγνώστων, κοινόχρηστο τμήμα και διάδρομο ορόφου, καθώς και με ακάλυπτο χώρο οικοπέδου, έχει εμβαδό 397,50 τ.μ., στην οποία ανήκει κατ’ αποκλειστική χρήση ημιυπαίθριος χώρος εμβαδού 6,10 τ.μ., και φέρει ΚΑΕΚ …………….. για να χρησιμοποιηθεί για την στέγαση του γραφείου του νομικού συμβούλου Πειραιά. Η διάρκεια της μίσθωσης συμφωνήθηκε εννεαετής, για το χρονικό διάστημα από 9-12-1999, οπότε και παραδόθηκε το μίσθιο στον εκμισθωτή έως την 9-12-2008, αντί μηνιαίου μισθώματος 1.600.000 δραχμών αναπροσαρμοζόμενου ετησίως κατά το ποσοστό του τιμαρίθμου του τελευταίου δωδεκάμηνου πλέον 1 ποσοστιαίας μονάδας. Κατά την διάρκεια της ένδικης μίσθωσης δυνάμει του με αριθμό ……./10/7/2003 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ……….. νόμιμα μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά στον τόμο …. και με αριθμό …. το μίσθιο ακίνητο μεταβιβάστηκε λόγω πώλησης από τον αρχικό εκμισθωτή ……………. στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία …………… με έδρα την …….., νόμιμα εκπροσωπούμενη την ημέρα παράδοσης του η οποία με τον τρόπο αυτό υπεισήλθε στην ένδικη μίσθωση ως εκμισθώτρια. Στην συνέχεια δυνάμει του με αριθμό 1…………/2006 αγοραπωλητήριου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιά …………., νόμιμα μεταγεγραμμένου την 28-7-2006 στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά στον τόμο …. και με αριθμό ….., το μίσθιο ακίνητο μεταβιβάστηκε λόγω πώλησης από την ανωτέρω ανώνυμη εταιρία νόμιμα εκπροσωπούμενη στις ενάγουσες και δη στην πρώτη εξ’ αυτών κατά ποσοστό 45% εξ’ αδιαιρέτου κατά πλήρη κυριότητα και κατά ποσοστό 50% εξ’ αδιαιρέτου κατά ψιλή κυριότητα και στην δεύτερη εξ’ αυτών κατά ποσοστό 5% εξ’ αδιαιρέτου κατά πλήρη κυριότητα και κατά ποσοστό 50% εξ’ αδιαιρέτου στην επικαρπία οι οποίες κατά τον τρόπο αυτό υπεισήλθαν στην ένδικη μίσθωση ως εκμισθώτριες. Περαιτέρω όπως γνωστοποιήθηκε στις ενάγουσες με το με αριθμό πρωτοκόλλου ………./2008 έγγραφο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους η ένδικη μίσθωση παρατάθηκε αναγκαστικά δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 7 παρ.6 ν.2741/1999 έως την συμπλήρωση δωδεκαετίας από την έναρξη αυτής ήτοι έως την 9-12-2011. Το εναγόμενο εξακολούθησε και μετά την λήξη του παραπάνω συμβατικού χρόνου της μίσθωσης να χρησιμοποιεί το μίσθιο χωρίς οι εκμισθώτριες καίτοι το γνώριζαν να εναντιώνονται. Στη συνέχεια όμως δυνάμει της από 1-9-2023 εξώδικης καταγγελίας μίσθωσης-πρόσκλησης απόδοσης μίσθιου ακινήτου οι οποίες κοινοποιήθηκαν στο εναγόμενο στις 5-9-2023 οι εκμισθώτριες εξέφρασαν ρητώς την εναντίωση τους στην συνέχιση της ένδικης μίσθωσης ζήτησαν δε την απόδοση της χρήσης του ανωτέρω μίσθιου. Σύμφωνα με τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά η ανωτέρω μίσθωση έληξε 5-9-2023 και οι ενάγουσες βάσιμα ζητούν την απόδοση του μίσθιου το οποίο έκτοτε αυθαίρετα παρακρατείται από το εναγόμενο. Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε ως μη νόμιμη την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος των εναγουσών, έκανε δεκτή την ένδικη αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και υποχρέωσε το εναγόμενο να παραδώσει το ανωτέρω μίσθιο ακίνητο στις ενάγουσες κηρύσσοντας την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Συνεπώς με βάση τα παραπάνω πρέπει να απορριφθούν οι παραπάνω λόγοι έφεσης και η και η ένδικη έφεση στο σύνολο της. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας κατόπιν σχετικού αιτήματος τους πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του(άρθρο 176 ΚΠΟΛΔ) μειωμένα όμως όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των άρθρων 22 παρ.1 του Ν.3693/1957, 5 παρ. 12 Ν.1738/1987, της παρ. 2 της 134/οικ./08-12-1992 – 20-01-1993 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης και 173 επόμενα του ΚΠΟΛΔ σύμφωνα με την οποία η επιβαλλομένη σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου δικαστική δαπάνη δεν δύναται να υπερβεί το ποσό των 300,00 ευρώ (ΑΠ 725/2011, ΑΠ 1258/2005, ΕφΑθ 2281/2016 Τ.Ν.Π. Νόμος).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ` ουσίαν την με αριθμό ………/2024 έφεση κατά της με αριθμό 1591/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς(διαδικασία περιουσιακών-μισθωτικών διαφορών).
ΕΠΙΒΑΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος την δικαστική δαπάνη των εφεσίβλητων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων(300) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του στον Πειραιά στις 7- 1- 2025 απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ