ΑΠΟΦΑΣΗ
Παναγιωτόπουλος κ.α. κατά Ελλάδας της 21.01.25 (προσφ. αριθ. 44758/20)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι προσφεύγοντες, Αθανάσιος Παναγιωτόπουλος, Ιωάννης Μπέκος και Βασίλειος Λουκάς, είναι τρεις Έλληνες υπήκοοι. Είναι Ρομά.
Στις 8 Οκτωβρίου 2016 οι προσφεύγοντες συνελήφθησαν μετά από τροχαίο ατύχημα στο οποίο ενεπλάκησαν μετά από καταδίωξη της αστυνομίας, όπου το αυτοκίνητό τους συγκρούστηκε με αυτό της αστυνομίας.
Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι κατά τη σύλληψή τους, υπέστησαν σωματική βία, (κλωτσιές, γροθιές), από αστυνομικούς, για να τους αποσπάσουν ομολογίες για ποινικά αδικήματα και χρησιμοποιήθηκαν εναντίον τους ρατσιστικές προσβολές. Υποστήριξαν επίσης ότι η έρευνα σχετικά με τις καταγγελίες τους ήταν ανεπαρκής και δεν διερευνήθηκε η καταγγελία περί φυλετικών διακρίσεων και ότι οι ενέργειες της αστυνομίας υποκινήθηκαν από την εθνότητά τους ως Ρομά.
Ο πρώτος προσφεύγων, νοσηλεύτηκε δύο ημέρες αργότερα παραπονούμενος για πόνους στο στήθος, με τραύματα στα γεννητικά του όργανα. Οι δεύτερος και τρίτος προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι τραυματίστηκαν επίσης., ο δε τρίτος εμφάνισε ορατά τραύματα, συμπεριλαμβανομένων μώλωπες γύρω από το μάτι.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι υπήρξε: α) αναποτελεσματική έρευνα σχετικά με τους ισχυρισμούς κακομεταχείρισης των τριών προσφευγόντων Ρομά, από την αστυνομία κατά τη σύλληψη, μεταφορά και κράτησή τους στο αστυνομικό τμήμα, β) παράλειψη των αρχών να λάβουν όλα τα δυνατά μέτρα για να διερευνήσουν εάν οι διακρίσεις σε βάρος τους ως Ρομά μπορούσαν να έπαιξε ρόλο στα επίμαχα γεγονότα και διαπίστωσε παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και σε συνδυασμό με το άρθρο 14.
Το ΕΔΔΑ έκρινε επίσης ότι χρησιμοποιήθηκε υπερβολική βία από τους αστυνομικούς για να ξεπεράσουν την υποτιθέμενη αντίσταση του πρώτου και του τρίτου των προσφευγόντων κατά την σύλληψή τους και διαπίστωσε απάνθρωπη μεταχείριση σε βάρος τους και παραβίαση του ουσιαστικού σκέλους του άρθρου 3. Δεν αποδείχθηκε όμως ότι οι ρατσιστικές συμπεριφορές έπαιξαν ρόλο στην κακομεταχείρισή τους.
Το Δικαστήριο τέλος έκρινε ότι οι μικρές εκδορές στον δεύτερο προσφεύγοντα δεν επαρκούσαν για να φτάσουν το απαιτούμενο όριο του άρθρου 3 και ότι δεν παρουσιάστηκαν αποδεικτικά στοιχεία ικανά να μετατοπίσουν το βάρος της απόδειξης στην εναγόμενη κυβέρνηση. Δεδομένης της έλλειψης αποτελεσματικής έρευνας, το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να καταλήξει στο συμπέρασμα εάν ο δεύτερος προσφεύγων υπέστη κακομεταχείριση.
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε για ηθική βλάβη: 20.000 ευρώ στον πρώτο προσφεύγοντα, 12.000 ευρώ στον δεύτερο και 20.000 ευρώ στον τρίτο.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 3,
Άρθρο 14
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες ανήκουν στην εθνοτική ομάδα των Ρομά.
Στις 8 Οκτωβρίου 2016 ήταν επιβάτες σε αυτοκίνητο το οποίο οδηγούσε ένα τέταρτο άτομο. Κάποια στιγμή, η αστυνομία άρχισε να τους καταδιώκει. Οι προσφεύγοντες ζήτησαν από τον οδηγό να σταματήσει το αυτοκίνητο, αλλά εκείνος αύξησε την ταχύτητα και λίγο αργότερα, το αυτοκίνητο της αστυνομίας συγκρούστηκε με το αυτοκίνητό τους. Ο οδηγός και οι τρεις επιβαίνοντες εγκατέλειψαν το σημείο για να αποφύγουν τη σύλληψη και εγκατέλειψαν το αυτοκίνητο στην οδό Καρόλου Κουν στην Αθήνα. Οι τρεις προσφεύγοντες κρύφτηκαν σε μπαλκόνι διαμερίσματος στην οδό Καρόλου Κουν 21. Ένας γείτονας, που τους είδε, ειδοποίησε την αστυνομία. Οι προσφεύγοντες ξάπλωσαν στο έδαφος για να διευκολύνουν τη σύλληψή τους. Ωστόσο, οι αστυνομικοί εξέφρασαν ρατσιστικές ύβρεις και άσκησαν σωματική βία κατά τη σύλληψη των προσφευγόντων, κατά τη μεταφορά τους με περιπολικό στο αστυνομικό τμήμα των Άνω Λιοσίων και κατά τη διάρκεια της κράτησής τους – προκαλώντας τους σοβαρούς τραυματισμούς.
Σύμφωνα με τους προσφεύγοντες, οι αστυνομικοί άσκησαν βία σε μια ανεπιτυχή προσπάθεια να τους αναγκάσουν να ομολογήσουν ότι είχαν διαπράξει ποινικά αδικήματα και προκειμένου να αποσπάσουν το όνομα του οδηγού (ο οποίος είχε διαφύγει). Ο πρώτος προσφεύγων μεταφέρθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2016 στη μονάδα εντατικής θεραπείας του Θριάσιου Νοσοκομείου για δέκα ημέρες με αναφερόμενη καρδιακή προσβολή και τραύματα στα γεννητικά του όργανα.
Στις 12 Οκτωβρίου 2016, το Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι, το οποίο ειδοποιήθηκε για το περιστατικό, έγραψε επιστολή με αποδέκτες τον Αναπληρωτή Υπουργό Προστασίας του Πολίτη, τον Γενικό Γραμματέα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, το Πρωτοδικείο Αθηνών και την Αστυνομική Διεύθυνση Αντιμετώπισης Ρατσιστικής Βίας. Η επιστολή περιέγραφε την εικαζόμενη κακομεταχείριση και ανέφερε ότι οι προσφεύγοντες, σε συνάντηση που είχαν με τον Εισαγγελέα στις 9 Οκτωβρίου 2016, είχαν ζητήσει να παραπεμφθούν για ιατροδικαστική εξέταση – αίτημα το οποίο είχε απορριφθεί, διότι ο Εισαγγελέας τους είχε ενημερώσει ότι θα έπρεπε πρώτα να υποβάλουν μήνυση και να καταβάλουν τα σχετικά δικαστικά έξοδα προτού διαταχθεί ιατροδικαστική εξέταση. Το Παρατηρητήριο του Ελσίνκι (Greek Helsinki Monitor) ζήτησε να θεωρηθεί η επιστολή της ως μήνυση, να διαταχθεί ιατροδικαστική εξέταση για την επόμενη ημέρα, να διοριστεί δικηγόρος στους προσφεύγοντες και να διενεργήσουν οι ανεξάρτητες αρχές προκαταρκτική ποινική και ΕΔΕ. Μετά την παραλαβή της επιστολής, ανοίχτηκε φάκελος της υπόθεσης. Δεν διατάχθηκε ιατροδικαστική εξέταση.
Στις 18 Οκτωβρίου 2016, το Ελληνικό Παρατηρητήριο του Ελσίνκι, με δεύτερη επιστολή που απηύθυνε στον Εισαγγελέα Ρατσιστικής Βίας Αθηνών, ζήτησε από τον τελευταίο να λάβει αντίγραφα των υπερασπιστικών καταθέσεων που έδωσαν οι προσφεύγοντες στις 13 Οκτωβρίου 2016 κατά τη διάρκεια της ποινικής έρευνας εναντίον τους, διότι στις εν λόγω καταθέσεις είχαν περιγράψει τα τραύματά τους και είχαν ζητήσει να υποβληθούν τα τραύματα αυτά σε ιατροδικαστική εξέταση. Το Ελληνικό Παρατηρητήριο του Ελσίνκι τόνισε ότι, δέκα ημέρες μετά τα γεγονότα της υπόθεσης, δεν είχε ακόμη διενεργηθεί ιατροδικαστική εξέταση και επέμεινε ότι και οι τρεις προσφεύγοντες θα έπρεπε να υποβληθούν σε ιατροδικαστική εξέταση το συντομότερο δυνατόν. Στην επιστολή επισυνάπτονταν νοσοκομειακά έγγραφα που αφορούσαν τον πρώτο προσφεύγοντα και φωτογραφίες των άλλων δύο προσφευγόντων που ελήφθησαν στις 13 Οκτωβρίου 2016 από τον εκπρόσωπό τους αφού είχαν δώσει υπερασπιστικές καταθέσεις. Εν κατακλείδι, το Ελληνικό Παρατηρητήριο του Ελσίνκι ζήτησε τη δίωξη των αστυνομικών που εμπλέκονται σε αυτό που περιέγραψε ως βασανιστήρια που είχαν ως κίνητρο το ρατσισμό.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 3
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι καταγγελίες των προσφευγόντων αφορούσαν τόσο τις ουσιαστικές όσο και τις διαδικαστικές πτυχές του άρθρου 3. Το Δικαστήριο θεώρησε σκόπιμο να εξετάσει κατ’ αρχάς αν οι καταγγελίες των προσφευγόντων για κακομεταχείριση διερευνήθηκαν επαρκώς από τις αρχές (βλ. El-Masri κατά πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας [GC], αριθ. 39630/09, § 155 και 181, Kaverzin κατά Ουκρανίας της 15.05.2012, αριθ. 23893/03, § 107, Baklanov κατά Ουκρανίας της 24.10.2013, αριθ. 44425/08, §§ 70, 71 και 91, Dzhulay κατά Ουκρανίας της 03.04.14, αριθ. 24439/06, § 69, – Chinez κατά Ρουμανίας της 17.03.2015, αριθ. 2040/12, § 57και Yaroshovets κ.α. κατά Ουκρανίας της 03.12.2015, αριθ. 74820/10 και 4 άλλες, § 77).
(α) Διαδικαστική πτυχή
Το Δικαστήριο συνόψισε τις γενικές αρχές σχετικά με την αποτελεσματικότητα μιας έρευνας που απαιτείται βάσει του άρθρου 3 στην υπόθεση Bouyid κατά Βελγίου ([GC], αριθ. 23380/09, §§ 114-123).
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η συμμόρφωση με τις διαδικαστικές απαιτήσεις του άρθρου 3 αξιολογείται με βάση διάφορες βασικές παραμέτρους: την επάρκεια των ερευνητικών μέτρων, την αμεσότητα της έρευνας, τη συμμετοχή του θύματος και την ανεξαρτησία της έρευνας. Τα στοιχεία αυτά είναι αλληλένδετα και καθένα από αυτά, χωριστά, δεν αποτελεί αυτοσκοπό. Τα κριτήρια αυτά, από κοινού, επιτρέπουν την αξιολόγηση του βαθμού αποτελεσματικότητας της έρευνας. Σε σχέση με τον σκοπό μιας αποτελεσματικής έρευνας έπρεπε να αξιολογούνται τυχόν επιμέρους ζητήματα (βλέπε R.R. και R.D. κατά Σλοβακίας της 01.09.2020, αριθ. 20649/18, § 178).
Κατά συνέπεια, με σκοπό την αξιολόγηση της συνολικής αποτελεσματικότητας της εν λόγω έρευνας, με βάση τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης το Δικαστήριο θεωρεί ως κρίσιμα τα ακόλουθα.
Η φερόμενη ως κακομεταχείριση των προσφευγόντων έλαβε χώρα στο πλαίσιο της επιχείρησης που διεξήχθη στις 8.10.2016. Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα ιατρικά στοιχεία, οι φωτογραφίες και οι καταγγελίες των προσφευγόντων που υποβλήθηκαν στις αρμόδιες εγχώριες αρχές δημιούργησαν τουλάχιστον εύλογες υποψίες ότι οι τραυματισμοί τους θα μπορούσαν να έχουν προκληθεί από τη χρήση βίας από την αστυνομία. Τούτου δοθέντος, οι καταγγελίες τους συνιστούσαν βάσιμο ισχυρισμό και οι ελληνικές αρχές είχαν, ως εκ τούτου, την υποχρέωση να διεξάγουν αποτελεσματική έρευνα.
Μετά την υποβολή καταγγελίας από τον εκπρόσωπο των προσφευγόντων, ανοίχτηκε φάκελος της υπόθεσης. Η Αστυνομική Διεύθυνση Αερολιμένα Αθηνών διενήργησε προκαταρκτική διοικητική έρευνα , η οποία εξέδωσε πορισματική έκθεση με ημερομηνία 8 Μαΐου 2017. Η εν λόγω έκθεση συμπληρώθηκε στη συνέχεια από την πορισματική έκθεση με ημερομηνία 10 Αυγούστου 2017. Στη συνέχεια, η έρευνα αναβαθμίστηκε σε ΕΔΕ, η οποία διεξήχθη από την υποδιεύθυνση διοικητικών ερευνών της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής και ολοκληρώθηκε με την έκδοση της έκθεσης πορισμάτων με ημερομηνία 18 Δεκεμβρίου 2019 . Στη συνέχεια συμπληρώθηκε, μετά την έκδοση των παρατηρήσεων του Συνηγόρου του Πολίτη, με την έκθεση πορίσματος με ημερομηνία 22 Μαρτίου 2021. Εν τω μεταξύ, στις 10 Ιανουαρίου 2017 ξεκίνησε ποινική έρευνα και ολοκληρώθηκε με διάταξη του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών αριθ. 4953/2019 στις 20 Δεκεμβρίου 2019.
Όσον αφορά την ανεξαρτησία της έρευνας, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η αρχική προκαταρκτική διοικητική έρευνα διεξήχθη από την Αστυνομική Διεύθυνση Αερολιμένα Αθηνών. Η Ένορκη Διοικητική Εξέταση διεξήχθη από την υποδιεύθυνση διοικητικών ερευνών της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής και εποπτεύθηκε από τον Συνήγορο του Πολίτη. Τέλος, η ποινική έρευνα διεξήχθη από την Εισαγγελία Πρωτοδικών και τον Γ’ Ανακριτή του Πρωτοδικείου Αθηνών. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη το επιχείρημα των προσφευγόντων ότι η προκαταρκτική διοικητική έρευνα δεν ήταν ανεξάρτητη, διότι είχε ανατεθεί σε υπηρεσία που υπάγεται στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής – την ίδια υπηρεσία στην οποία υπηρετούσαν οι κατηγορούμενοι. Η Κυβέρνηση δεν αντέκρουσε τον ισχυρισμό αυτό. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο σημείωσε ότι εάν οι αστυνομικοί που διενήργησαν την έρευνα ήταν πράγματι υπαγόμενοι στην ίδια ιεραρχία με τους αστυνομικοί που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας, τότε πρέπει να προκύπτουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς την ικανότητά τους να διεξάγουν ανεξάρτητη έρευνα (βλ. Đurđević κατά Κροατίας, αριθ. 52442/09, § 87).
Όσον αφορά την ΕΔΕ, το Δικαστήριο σημείωσε ότι διεξήχθη από την ειδική υπηρεσία της αστυνομίας που ασχολείται με τις πειθαρχικές έρευνες – δεν ανατέθηκε σε αστυνομικό που υπηρετεί στο ίδιο αστυνομικό τμήμα με τα πρόσωπα που αποτέλεσαν αντικείμενο της πειθαρχικής έρευνας. Επιπλέον, εποπτεύθηκε από ανεξάρτητη αρχή. Ενόψει των προαναφερθέντων παραγόντων, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι το γεγονός αυτό αποτελούσε στοιχείο που ενίσχυσε το επίπεδο ανεξαρτησίας της έρευνας, καθώς ο παράγοντας που τη διενήργησε ήταν, κατ’ αρχήν, ανεξάρτητος από τους εμπλεκόμενους στα γεγονότα (βλέπε Zelilof κατά Ελλάδας της 24.05.2007, αριθ. 17060/03 § 58). Ωστόσο, το Δικαστήριο αμφισβήτησε το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των συστάσεων της ανεξάρτητης αρχής αγνοήθηκε με την αιτιολογία ότι η εν λόγω ποινική έρευνα είχε ήδη ολοκληρωθεί.
Όσον αφορά την ποινική έρευνα, δεν αμφισβητήθηκε από τα μέρη ότι ο Εισαγγελέας, υπό την εποπτεία του οποίου διεξήχθη η έρευνα, ήταν ανεξάρτητη αρχή, ούτε υποβλήθηκε συγκεκριμένη καταγγελία ως προς αυτόν.
Όσον αφορά την επάρκεια της έρευνας, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι προκαλεί εντύπωση η παράλειψη να διαταχθεί ιατροδικαστική εξέταση – παρόλο που οι προσφεύγοντες την ζήτησαν επανειλημμένα. Αίτημα για μια τέτοια εξέταση υποβλήθηκε επίσης από τον πρώτο προσφεύγοντα κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο νοσοκομείο και διαβιβάστηκε από αυτόν στις αρμόδιες αρχές. Το Δικαστήριο σημείωσε περαιτέρω το γεγονός ότι η υποχρέωση των αρχών να παραγγείλουν ιατροδικαστική έκθεση (υπό το πρίσμα των περιστάσεων της παρούσας υπόθεσης) ενεργοποιήθηκε ανεξάρτητα από το αίτημα των προσφευγόντων για μια τέτοια εξέταση, δεδομένης (i) της μαρτυρίας τους ότι είχαν ξυλοκοπηθεί από αστυνομικούς και (ii) των σαφών τραυμάτων τους, όπως απεικονίζονται στις φωτογραφίες που ελήφθησαν την επομένη της σύλληψής τους. Παρ’ όλα αυτά, δεν παραγγέλθηκε καμία εξέταση ιατροδικαστή. Επιπλέον, η πορισματική έκθεση που εκδόθηκε από την ΕΔΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν ζητήσει να υποβληθούν σε εξέταση από ιατροδικαστή – συμπέρασμα που επικρίθηκε από τον Συνήγορο του Πολίτη. Τα μόνα ιατρικά έγγραφα στο φάκελο της υπόθεσης αφορούν τον πρώτο προσφεύγοντα. Συντάχθηκαν μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο και δεν μπορούν να υποκαταστήσουν ιατροδικαστική έκθεση. Η παράλειψη αυτή δεν διορθώθηκε ούτε στα μεταγενέστερα στάδια της ένορκης διοικητικής έρευνας ούτε κατά τη διάρκεια της ποινικής έρευνας. Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα τονίσει σε περιπτώσεις αυτού του είδους ότι είναι ακόμη πιο σημαντικό να εξετάζεται ιατρικά ο εν λόγω συλληφθείς πριν τεθεί υπό αστυνομική κράτηση. Αυτό όχι μόνο θα εξασφάλιζε ότι το πρόσωπο είναι ικανό να ανακριθεί υπό αστυνομική επιτήρηση, αλλά θα επέτρεπε επίσης στην εναγόμενη κυβέρνηση να εκπληρώσει το βάρος της παροχής εύλογης εξήγησης για τα εν λόγω τραύματα (βλ. Andersen κατά Ελλάδας της 26.04.2018, αριθ. 42660/11, § 63).
Επιπλέον, όλες οι εκθέσεις που συνέταξαν οι εγχώριες αρχές – είτε κατά τη διάρκεια της διοικητικής έρευνας είτε κατά τη διάρκεια της ποινικής έρευνας – δεν παρείχαν επαρκείς εξηγήσεις για τους τραυματισμούς των προσφευγόντων και ιδίως για τον τραυματισμό που υπέστη ο πρώτος προσφεύγων, τον οποίο το νοσοκομείο απέδωσε στον πρώτο προσφεύγοντα ότι είχε χτυπηθεί από «αιχμηρό όργανο» στο όσχεο. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, ένας τέτοιος τραυματισμός δεν θα μπορούσε να έχει προκληθεί από τον προσφεύγοντα που φέρεται να πήδηξε από μια γέφυρα ή από αντίσταση κατά τη σύλληψη, όπως αναφέρεται στις σχετικές εκθέσεις. Οι εκθέσεις αυτές απλώς ανέφεραν ότι οι προσφεύγοντες θα μπορούσαν να είχαν τραυματιστεί κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης του αυτοκινήτου τους, κατά την προσπάθειά τους να διαφύγουν από τον τόπο της σύγκρουσης, κατά την πτώση από γέφυρα ή κατά την αντίσταση κατά τη σύλληψη – χωρίς όμως να παρέχουν εξηγήσεις ή έστω περιγραφή των εν λόγω τραυματισμών. Σημειώνεται επίσης ότι οι αστυνομικοί στα αστυνομικά τμήματα κατέθεσαν ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν εμφανή τραύματα , ωστόσο, οι καταθέσεις αυτές έρχονταν σε αντίθεση με τις φωτογραφίες του δεύτερου και του τρίτου προσφεύγοντα που ελήφθησαν από τον εκπρόσωπό τους πέντε ημέρες μετά τη σύλληψή τους, οι οποίες δείχνουν τουλάχιστον μώλωπες στο πρόσωπο του τρίτου. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η αξιοπιστία των καταθέσεων αυτών διακυβεύτηκε, αλλά καμία αναφορά σε αυτό δεν συμπεριλήφθηκε στις διάφορες εκθέσεις.
Οι προσφεύγοντες κατήγγειλαν ότι δεν συμμετείχαν επαρκώς στην έρευνα, καθώς δεν είχαν πρόσβαση στα έγγραφα που συγκεντρώθηκαν κατά τη διάρκεια της διοικητικής έρευνας (τα έλαβαν μόνο στο πλαίσιο της διαδικασίας στο ΕΔΔΑ). Εν προκειμένω, το Δικαστήριο σημείωσε ότι από το υλικό που έχει στη διάθεσή του προέκυψε ότι οι προσφεύγοντες δεν συμμετείχαν στην έρευνα στο βαθμό που ήταν αναγκαίος για τη διασφάλιση των έννομων συμφερόντων τους. Η αποκάλυψη ή η δημοσίευση αστυνομικών εκθέσεων και ερευνητικού υλικού μπορούσε να περιλαμβάνει ευαίσθητα ζητήματα που μπορεί να έχουν επιζήμιες συνέπειες για ιδιώτες ή άλλες έρευνες. Συνεπώς, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως αυτόματη απαίτηση ότι ένα θύμα ή οι πλησιέστεροι συγγενείς του πρέπει να έχουν πρόσβαση σε σχετική έρευνα καθώς αυτή εξελίσσεται. Η απαιτούμενη πρόσβαση μπορούσε να προβλεφθεί σε άλλα στάδια των διαθέσιμων διαδικασιών και οι ανακριτικές αρχές δεν έχουν υποχρέωση να ικανοποιούν κάθε αίτημα για ένα συγκεκριμένο ερευνητικό μέτρο κατά τη διάρκεια μιας έρευνας (βλ. Stevan Petrović κατά Σερβίας της 20.04.2021, αριθ. 6097/16 και 28999/19, § 109).
Λαμβάνοντας υπόψη τις πολλαπλές ελλείψεις σε όλα τα στάδια της έρευνας, την έλλειψη ιατροδικαστικής εξέτασης, τις αποκλίσεις μεταξύ των καταθέσεων των αστυνομικών που συνέλαβαν (οι οποίες θέτουν υπό αμφισβήτηση την πληρότητα της έρευνας) και τη διάρκεια της ποινικής και της διοικητικής έρευνας, το Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση της Κυβέρνησης ως προς την υποτιθέμενη έλλειψη της ιδιότητας του θύματος των προσφευγόντων και διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 3 υπό τη διαδικαστική του πτυχή.
Ουσιαστική πτυχή
- Πρώτος προσφεύγων
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι, σύμφωνα με τα έγγραφα του νοσοκομείου, ο πρώτος προσφεύγων είχε τραυματιστεί σε βάθος δέκα εκατοστών στο όσχεο. Οι εξηγήσεις που δόθηκαν κατά τη διάρκεια της επίσημης έρευνας, ότι δηλαδή, όλα τα τραύματα των προσφευγόντων είχαν προκληθεί είτε ως αποτέλεσμα της πτώσης από γέφυρα ή του τροχαίου δυστυχήματος ή κατά την προσπάθειά τους να αντισταθούν στη σύλληψη, δεν φάνηκαν πειστικές όσον αφορά το συγκεκριμένο τραύμα (το οποίο από τη φύση του δεν θα μπορούσε να είναι αποτέλεσμα αυτών των περιστάσεων). Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του την εξήγηση του ιατροδικαστή ότι ο εν λόγω τραυματισμός προκλήθηκε πιθανότατα από το αιχμηρό άκρο ενός κιγκλιδώματος, ενώ ο προσφεύγων προσπαθούσε να σκαρφαλώσει πάνω από έναν φράχτη. Θεωρεί την εξήγηση αυτή εύλογη. Επιπλέον, δεν παρέβλεψε το γεγονός ότι ο πρώτος προσφεύγων στην κατάθεσή του στις αρχές δεν έδωσε λεπτομέρειες σχετικά με τις ακριβείς συνθήκες της φερόμενης κακομεταχείρισης που είχε ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό του. Εν προκειμένω, ο τρίτος προσφεύγων δήλωσε ότι ο δεύτερος είχε δεχθεί επίθεση με στυλό κατά τη μεταφορά των προσφευγόντων στο αστυνομικό τμήμα – ωστόσο, κανένας από τους προσφεύγοντες δεν προέβαλε τέτοιο ισχυρισμό όσον αφορά τον πρώτο προσφεύγοντα σε κανένα στάδιο των εγχώριων ερευνών. Προκύπτει ότι ο πρώτος προσφεύγων δεν παρέσχε μια συνεπή αφήγηση (που να περιέχει λεπτομέρειες για την κακομεταχείρισή του) και υπάρχουν ανακολουθίες μεταξύ των ισχυρισμών των προσφευγόντων όσον αφορά τον συγκεκριμένο τραυματισμό. Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων, το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να αποδείξει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο εν λόγω τραυματισμός ήταν αποτέλεσμα
κακομεταχείρισης εκ μέρους των αστυνομικών.
Όσον αφορά τον πόνο στο στήθος του πρώτου προσφεύγοντος και την υποκείμενη καρδιακή πάθηση (όπως περιγράφεται στην προαναφερθείσα ιατρική πραγματογνωμοσύνη), μια τέτοια κατάσταση δεν θα μπορούσε να ήταν αποτέλεσμα κακομεταχείρισης, καθώς τα σχετικά συμπτώματα χρειάζονται αρκετούς μήνες – ή και χρόνια – για να αναπτυχθούν – το Δικαστήριο εκτίμησε ότι η εν λόγω κατάσταση δεν είχε σχέση με το προσβαλλόμενο περιστατικό.
Τέλος, όσον αφορά τα υπόλοιπα τραύματα του πρώτου προσφεύγοντος, όπως περιγράφονται στη γνωμάτευση του ιατροδικαστή, το Δικαστήριο σημείωσε ότι έφερε εκδορές στη δεξιά περιοχή της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης και στο δεξί ρουθούνι, καθώς και μια εκχύμωση κάτω από το κάτω αριστερό βλέφαρο. Σύμφωνα με τον πραγματογνώμονα, ο πρώτος τραυματισμός ήταν συμβατός με το γεγονός ότι ο πρώτος προσφεύγων είχε τεθεί σε κεφαλοκλείδωμα (προκειμένου να ακινητοποιηθεί). Τα τραύματα που έφερε ο πρώτος στο πρόσωπό του συνάδουν με τη δική του αφήγηση όσον αφορά την υποτιθέμενη κακομεταχείριση που είχε υποστεί στο λαιμό και το κεφάλι του.
Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη τη γνώμη του ιατρού πραγματογνώμονα ότι ούτε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα ούτε το άλμα του προσφεύγοντος από μια γέφυρα θα μπορούσαν να προκαλέσουν τα εν λόγω τραύματα στον πρώτο προσφεύγοντα. Όσον αφορά την άλλη εξήγηση που έδωσε η Κυβέρνηση – δηλαδή, ότι τα τραύματα στον αυχένα και το πρόσωπο του πρώτου προσφεύγοντος θα μπορούσαν να είναι αποτέλεσμα βίας που ασκήθηκε εναντίον του λόγω της αντίστασής του κατά τη σύλληψη – το Δικαστήριο θεώρησε την εξήγηση αυτή εύλογη. Σημείωσε όμως ότι οι προσφεύγοντες διαφώνησαν έντονα με το ότι αντιστάθηκαν στη σύλληψη στο μπαλκόνι. Όσον αφορά τον ισχυρισμό της Κυβέρνησης ότι η σωματική βία που ασκήθηκε από τους αστυνομικούς ήταν απολύτως αναγκαία λόγω της συμπεριφοράς του πρώτου προσφεύγοντος, το Δικαστήριο σημείωσε περαιτέρω ότι η εγχώρια έρευνα απέτυχε να διευκρινίσει το είδος και το επίπεδο της βίας που είχε χρησιμοποιηθεί εναντίον όλων των προσφευγόντων (συμπεριλαμβανομένου του πρώτου προσφεύγοντος) και απέτυχε να εξετάσει το ζήτημα του κατά πόσον η χρήση βίας ήταν απολύτως αναγκαία υπό τις εν λόγω περιστάσεις. Τα συμπεράσματα της έρευνας, τα οποία βασίστηκαν εξ ολοκλήρου στις καταθέσεις που έδωσαν οι αστυνομικοί (συμπεριλαμβανομένων των φερόμενων ως δραστών της βίας κατά των προσφευγόντων), απέτυχαν να προσδιορίσουν την ακριβή αλληλουχία των γεγονότων, ποιες συγκεκριμένες τεχνικές είχαν εφαρμοστεί και πώς αυτές συσχετίστηκαν με τις συγκεκριμένες ενέργειες του πρώτου προσφεύγοντος (βλ. Dinu κατά Ρουμανίας της 07.02.2017, αριθ. 64356/14, § 77).
(ii) Ο δεύτερος προσφεύγων
Όσον αφορά τον δεύτερο, το Δικαστήριο σημείωσε ότι ελλείψει ιατρικών εγγράφων, τα μόνα αποδεικτικά στοιχεία που είχε ενώπιον του συνίστανται στις φωτογραφίες του που τράβηξε ο δικηγόρος την επομένη της απελευθέρωσης των προσφευγόντων – δηλαδή στις 13 Οκτωβρίου 2016 (η γνησιότητα των οποίων δεν έχει αντικρουστεί από την Κυβέρνηση) και στην έκθεση του ιατρικού πραγματογνώμονα που διατάχθηκε χρόνια αργότερα στο πλαίσιο της αστικής διαδικασίας που κίνησε ο πρώτος προσφεύγων. Σημείωσε επίσης ότι οι φωτογραφίες που ελήφθησαν από την αστυνομία την επομένη της σύλληψης των προσφευγόντων (βάσει των οποίων ο ιατροδικαστής διαμόρφωσε τη γνώμη του στο πλαίσιο της αστικής διαδικασίας) δεν τέθηκαν στη διάθεση του Δικαστηρίου σε ορατή μορφή. Συνεπώς, το Δικαστήριο στηρίχθηκε αναγκαστικά (i) στις φωτογραφίες που έχει στη διάθεσή του και (ii) στη γνωμάτευση του ιατροδικαστή, κατά την εξέταση της εικαζόμενης παραβίασης του ουσιαστικού σκέλους του άρθρου 3.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, βάσει των φωτογραφιών που είχε στη διάθεσή του, ο δεύτερος δεν έφερε ορατά τραύματα. Σύμφωνα με τον ιατρικό εμπειρογνώμονα, έφερε μια μικρή εκδορά μήκους 0,5 εκατοστών στο δεξί ζυγωματικό, μια εκδορά στη δεξιά περιοχή της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης και μια μικρή εκδορά μήκους 0,5 εκατοστών στην αριστερή περιοχή της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης – οι δύο τελευταίες είναι συμβατές με το ότι ο προσφεύγων είχε κρατηθεί από τον λαιμό (ενδεχομένως σε κεφαλοκλείδωμα). Αυτές οι απλές κακώσεις διαπιστώνονταν συχνά σε συλληφθέντες που είχαν ακινητοποιηθεί παρά τη θέλησή τους.
Το Δικαστήριο θεώρησε ότι οι απλές κακώσεις που περιγράφονται ανωτέρω δεν αρκούσαν για να φθάσουν το όριο σοβαρότητας που απαιτεί το άρθρο 3. Ειδικότερα, οι φωτογραφίες δεν έδειξαν κανένα τραύμα στον δεύτερο και η πραγματογνωμοσύνη περιλέγραψε μόνο κάποιες μικρές εκδορές. Χωρίς μια συνεπή αφήγηση εκ μέρους του δεύτερου προσφεύγοντος όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο προκλήθηκαν αυτές οι εκδορές, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι δεν αποτελούσαν εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία ικανά να μεταθέσουν το βάρος της απόδειξης στην εναγόμενη Κυβέρνηση. Λαμβάνοντας υπόψη την ανωτέρω διαπίστωσή του ότι δεν διεξήχθη αποτελεσματική έρευνα όσον αφορά την παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο δεν μπορεί να καταλήξει σε συμπέρασμα σχετικά με το αν ο δεύτερος προσφεύγων υποβλήθηκε ή όχι σε κακομεταχείριση από τους αστυνομικούς. Συνεπώς, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν διαπίστωσε παραβίαση του ουσιαστικού σκέλους του άρθρου 3.
(iii) Ο τρίτος προσφεύγων
Όσον αφορά τον τρίτο, το Δικαστήριο σημείωσε ότι – όπως και όσον αφορά τον δεύτερο – έπρεπε να βασιστεί στις φωτογραφίες που τράβηξε ο δικηγόρος του στις 13 Οκτωβρίου 2016 και στην έκθεση του ιατρικού πραγματογνώμονα που διατάχθηκε χρόνια αργότερα στο πλαίσιο της αστικής διαδικασίας που κίνησε ο πρώτος προσφεύγων.
Σύμφωνα με τις φωτογραφίες που τράβηξε ο εκπρόσωπός του μετά την απελευθέρωσή του, ο τρίτος έφερε μώλωπες κάτω από τα μάτια του. Ο ιατρικός πραγματογνώμονας σημείωσε τα ακόλουθα τραύματα στις φωτογραφίες που τράβηξε η αστυνομία: ένα τραύμα μήκους 0,5 cm λίγο αριστερά από το κέντρο της μετωπικής περιοχής του προσώπου – μια εκχύμωση του δεξιού ματιού διαμέτρου 6 cm – μια μικρότερη εκχύμωση κάτω από το κάτω αριστερό βλέφαρο- τέσσερις μικρές εκχυμώσεις κάτω από το κάτω χείλος. Οι τραυματισμοί αυτοί – όπως περιγράφονταν και οι οποίοι εμφανίζονταν στις φωτογραφίες που είχε στη διάθεσή του το Δικαστήριο – αποτελούσαν εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία ικανά να μεταθέσουν στην εναγόμενη κυβέρνηση το βάρος της παροχής εξήγησης ως προς το πώς και πότε προκλήθηκαν οι τραυματισμοί του τρίτου προσφεύγοντος. Εν προκειμένω, η Κυβέρνηση στις παρατηρήσεις της αναφέρθηκε στα συμπεράσματα της διοικητικής και ποινικής έρευνας, τα οποία απέδωσαν τους τραυματισμούς των προσφευγόντων είτε στην προσπάθειά τους να διαφύγουν πηδώντας από μια γέφυρα, είτε στο τροχαίο ατύχημα, είτε στην αναγκαία βία που χρησιμοποίησαν οι αστυνομικοί στην προσπάθειά τους να συλλάβουν τους προσφεύγοντες (οι οποίοι αντιστάθηκαν στη σύλληψη).
Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τις προαναφερθείσες εξηγήσεις της Κυβέρνησης. Εκτίμησε ότι τουλάχιστον μία από αυτές ήταν εύλογη – δηλαδή ότι ο τρίτος προσφεύγων υπέστη τα τραύματά του όταν φέρεται να αντιστάθηκε στη σύλληψη. Ωστόσο, για τους ίδιους λόγους με αυτούς που αναφέρθηκαν ανωτέρω όσον αφορά τον πρώτο προσφεύγοντα, η Κυβέρνηση δεν έθεσε επαρκώς υπό αμφισβήτηση την εξήγηση που έδωσαν οι προσφεύγοντες για υπερβολική χρήση βίας κατά τη σύλληψή τους. Κατά συνέπεια, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο τρίτος έχει υποστεί απάνθρωπη μεταχείριση, κατά παράβαση του άρθρου 3 της Σύμβασης, και ότι κατά συνέπεια υπήρξε παραβίαση της διάταξης αυτής κατά το ουσιαστικό σκέλος της.
Το άρθρο 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 στο διαδικαστικό του κεφάλαιο
Το Δικαστήριο είχε ήδη διαπιστώσει ότι οι ελληνικές αρχές παραβίασαν το Άρθρο 3 καθώς απέτυχαν να διεξαγάγουν ουσιαστική έρευνα για την κακομεταχείριση για την οποία κατήγγειλαν οι αιτούντες. Για τους ίδιους λόγους με αυτούς που αναφέρθηκαν στο πλαίσιο της εξέτασης της διαδικαστικής πτυχής του άρθρου 3, η υποχρέωση των αρχών να διεξάγουν αποτελεσματική έρευνα για την ύπαρξη πιθανής σχέσης μεταξύ ρατσιστικών συμπεριφορών και η κακομεταχείριση που ισχυρίζονται οι αιτούντες προκλήθηκε από τη στιγμή που οι τελευταίοι διατύπωσαν έναν αμφισβητούμενο ισχυρισμό ότι είχαν κακομεταχειριστεί από αστυνομικούς λόγω της εθνοτικής καταγωγής τους.
Το Δικαστήριο θεώρησε περαιτέρω ότι το καθήκον των αρχών να διερευνήσουν την ύπαρξη πιθανής σχέσης μεταξύ ρατσιστικών συμπεριφορών και πράξης βίας αποτελούσε πτυχή των διαδικαστικών τους υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 3, και ότι το καθήκον αυτό μπορούσε επίσης να θεωρηθεί ως σιωπηρή ευθύνη βάσει του άρθρου 14 της Σύμβασης για τη διασφάλιση των θεμελιωδών αξιών που κατοχυρώνονται στο άρθρο 3 χωρίς διακρίσεις. Λόγω της αλληλεπίδρασης μεταξύ των δύο διατάξεων, ζητήματα όπως αυτά που εξετάζονται στην υπόθεση αυτή μπορούν να εξεταστούν μόνο βάσει της μίας από τις δύο διατάξεις (χωρίς να ανακύπτει χωριστό ζήτημα βάσει της άλλης) ή μπορούσε να απαιτούν εξέταση βάσει αμφοτέρων των άρθρων. Αυτό ήταν ένα ζήτημα που έπρεπε να αποφασιστεί σε κάθε περίπτωση βάσει των γεγονότων της και ανάλογα με τη φύση των ισχυρισμών που διατυπώνονται. Θεώρησε ότι εν προκειμένω έπρεπε να εξετάσει χωριστά την καταγγελία ότι υπήρξε επίσης παράλειψη διερεύνησης πιθανής αιτιώδους συνάφειας μεταξύ εικαζόμενων ρατσιστικών συμπεριφορών και της εν λόγω εικαζόμενης κακομεταχείρισης.
Εν προκειμένω, το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι προσφεύγοντες υποστήριξαν επανειλημμένα στις ανακριτικές αρχές ότι η κακομεταχείρισή τους είχε συνδεθεί με την εθνότητά τους. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο θεωρεί ότι οι ανακριτικές αρχές είχαν ενώπιόν τους εύλογες πληροφορίες που ήταν επαρκείς για να τους προειδοποιήσουν για την ανάγκη διεξαγωγής αρχικής επαλήθευσης και, ανάλογα με το αποτέλεσμα, έρευνας για πιθανά ρατσιστικά κίνητρα για την κακή μεταχείριση που ισχυρίστηκαν οι προσφεύγοντες.
Το Δικαστήριο επισήμανε περαιτέρω ότι οι εντολές για τη διεξαγωγή τόσο της προκαταρκτικής διοικητικής έρευνας όσο και της ΕΔΕ περιελάμβαναν ειδική εντολή για τη διερεύνηση πιθανού ρατσιστικού κινήτρου. Δεν υπήρχε όμως τέτοια εντολή που περιέχεται στη διάταξη για την προκαταρκτική ποινική έρευνα – παράλειψη σχετικά με την οποία ο κ. Παναγιώτης Δήμητρας υπέβαλε καταγγελία περιελάμβανε εντολή για τη διερεύνηση πιθανού ρατσιστικού κινήτρου πίσω από τις υποτιθέμενες ενέργειές τους.
Παρά τη ρητή εντολή για τη διερεύνηση της πιθανότητας οποιουδήποτε ρατσιστικού κινήτρου, δεν ήταν σαφές από το υλικό της δικογραφίας εάν πράγματι ελήφθησαν μέτρα για τον προσδιορισμό τυχόν πιθανών ρατσιστικών κινήτρων για τους αστυνομικούς «δράσεις». Ειδικότερα, δεν φαινόταν ότι οι ανακριτικές αρχές έκαναν κάτι για να επαληθεύσουν τις καταθέσεις των προσφευγόντων ότι είχαν υποστεί λεκτική κακοποίηση, ούτε φαινόταν να έχει γίνει καμία έρευνα για το εάν οι εν λόγω αστυνομικοί είχαν προηγουμένως εμπλακεί σε παρόμοια περιστατικά ή εάν είχαν ποτέ κατηγορηθεί στο παρελθόν για εκδήλωση αισθήματος κατά των Ρομά, ούτε φαίνεται να έχει γίνει καμία έρευνα εξέτασε τον τρόπο με τον οποίο οι άλλοι αστυνομικοί που εργάζονταν στο αστυνομικό τμήμα εκτελούσαν συνήθως τα καθήκοντά τους όταν είχαν να κάνουν με εθνοτικές μειονοτικές ομάδες.
Επομένως, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι αρχές παρέλειψαν να εκπληρώσουν το καθήκον τους βάσει του άρθρου 14 που ελήφθη μαζί με το άρθρο 3 να λάβουν όλα τα δυνατά μέτρα για να διερευνήσουν εάν η διάκριση μπόρεσε να διαδραμάτισε ή όχι ρόλο στα επίμαχα γεγονότα. Υπό το πρίσμα των παραπάνω, το Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση της Κυβέρνησης σχετικά με την υποτιθέμενη έλλειψη καθεστώτος θύματος από τους προσφεύγοντες και διαπίστωσε παραβίαση του Άρθρου 14 μαζί με το Άρθρο 3 στη διαδικαστική του πτυχή.
Δίκαιη Ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 120 ευρώ σε καθέναν από τους πρώτους και τρίτους προσφεύγοντες ως αποζημίωση και για ηθική βλάβη: 20.000 ευρώ στον πρώτο προσφεύγοντα, 12.000 ευρώ στον δεύτερο και 20.000 ευρώ στον τρίτο.