ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Υπολογισμός ποσού ανταποδοτικής σύνταξης βάσει των οικείων νομοθετικών διατάξεων του ν. 4387/2016 και του ν. 4670/2020. Πραγματικά Περιστατικά. Οι επίμαχες διατάξεις του ν. 4387/2016 εντάσσονται σε ένα ευρύτερο πλέγμα μέτρων του νέου ριζικώς αναμορφωμένου ασφαλιστικού συστήματος που εισάγεται με τον συγκεκριμένο νόμο, με τα οποία δεν επέρχονται οριζόντιες περικοπές προς εξυπηρέτηση αμιγώς δημοσιονομικών στόχων, αλλά θεσπίζονται διαρθρωτικές αλλαγές του συστήματος (ενιαίος φορέας απονομής σύνταξης, ενιαίοι κανόνες υπολογισμού για το σύνολο των δικαιούχων, ειδική πρόνοια για την προστασία των παλαιών ασφαλισμένων μέσω του ποσοστού αναπλήρωσης κ.λπ.), προς επίτευξη του δημόσιου συμφέροντος σκοπού διασφάλισης της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος και της συνέχισης απονομής σύνταξης προς όφελος όλων των ασφαλισμένων και συνταξιούχων. Ο σκοπός δε αυτός αποτελεί σκοπό δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος μπορεί να δικαιολογήσει ακόμα και τη λήψη μέτρων περικοπής των καταβαλλόμενων και καταβληθησόμενων συνταξιοδοτικών παροχών, τα οποία αποβλέπουν στον εξορθολογισμό των παροχών προς όλους τους δικαιούχους, κατ’ εφαρμογή της αρχής της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αξίωσης του νομοθέτη για την εκπλήρωση από όλους του χρέους εθνικής και κοινωνικής αλληλεγγύης. Ο χρόνος εξόδου στην σύνταξη αποτελεί παράγοντα αρκούντως αντικειμενικό, ο οποίος δικαιολογεί τη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των ασφαλισμένων του αυτού ασφαλιστικού φορέα, ενώ επιπλέον, όπως έχει κριθεί με την 182/2023 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι παλαιοί και οι νέοι συνταξιούχοι συνιστούν δύο κατηγορίες συνταξιούχων ως προς τις οποίες δικαιολογείται η διαφορετική μεταχείριση, καθώς δεν τελούν υπό τις αυτές συνθήκες, πέραν και του ότι η διαφορετική μεταχείριση των ήδη κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 συνταξιούχων έναντι των συνταξιοδοτούμενων μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, ως προς τις συντάξιμες αποδοχές που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης, ως στηριζόμενη στον αρκούντως αντικειμενικό παράγοντα του χρόνου αποχώρησης από την υπηρεσία, σε κάθε περίπτωση, δεν παραβιάζει την κατοχυρωμένη με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας.Ο προβλεπόμενος από τις διατάξεις του ν. 4387/2016 τρόπος προσδιορισμού των συνταξιοδοτικών παροχών δεν αντίκειται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., διότι με τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου προστατεύεται το δικαίωμα προς λήψη ασφαλιστικών παροχών, εφόσον συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις που τάσσονται κάθε φορά από το εθνικό δίκαιο, και όχι το δικαίωμα σε σύνταξη ορισμένου ποσού, ούτε η προσδοκία για τη χορήγηση μελλοντικών αυξήσεων στις ήδη καταβαλλόμενες παροχές βάσει νέου συστήματος συνταξιοδότησης, με συνέπεια να μην αποκλείεται καταρχήν διαφοροποίηση του ύψους της συνταξιοδοτικής παροχής αναλόγως με τις επικρατούσες εκάστοτε συνθήκες. Απορρίπτει την προσφυγή.
Αριθμός απόφασηςΑ286/2024
- Επειδή,… προσφεύγ… ζητεί την ακύρωση της τεκμαιρόμενης σιωπηρής απόρριψης της …/20.09.2022 έντασής τ κατά της …/29.07.2022 απόφασης του Διευθυντή της Τοπικής Διεύθυνσης Α΄ Ευβοίας του e-Ε.Φ.Κ.Α., με έδρα τη Χαλκίδα. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε χορηγηθεί σύνταξη γήρατος από 1.1.2020 ποσού … ευρώ. Εξάλλου, μετά την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής και πριν από την πρώτη συζήτησή της, εκδόθηκε η …/16.05.2023 απόφαση της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.) της Τοπικής Διεύθυνσης Α΄ Ευβοίας του e-Ε.Φ.Κ.Α., με έδρα τη Χαλκίδα, με την οποία η προαναφερθείσα ένσταση … απορρίφθηκε ρητώς με την αιτιολογία ότι το ποσό της ανταποδοτικής σύνταξης είχε υπολογισθεί ορθώς βάσει των στοιχείων της ασφάλισής τ… και των οικείων νομοθετικών διατάξεων του ν. 4387/2016 και του ν. 4670/2020. Συνεπώς, η απόφαση αυτή πρέπει, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 63 παρ. 1 έως 4 και 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ., ν. 2717/1999, Α΄ 97) να θεωρηθεί συμπροσβαλλόμενη και μόνη παραδεκτά προσβαλλόμενη με την υπό κρίση προσφυγή διοικητική πράξη (πρβλ. Σ.τ.Ε. 78/2020 κ.ά.).
- Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ.1 και 5, 22 παρ. 5 και 25 παρ.1 και 4 του Συντάγματος συνάγονται τα εξής: Το Σύνταγμα, με το άρθρο 22 παρ. 5, κατοχυρώνει τον θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων και ανάγει τη μέριμνα για την προαγωγή του σε σκοπό του Κράτους. Βασικό περιεχόμενο της εν λόγω ασφάλισης αποτελεί η, έναντι καταβολής εισφοράς, προστασία του ασφαλισμένου από την επέλευση κινδύνων (γήρατος, ασθένειας, αναπηρίας, κ.λπ.), οι οποίοι αναιρούν την ικανότητά του να εργάζεται (ασφαλιστικοί κίνδυνοι) και, συνακόλουθα, τείνουν να υποβαθμίσουν τις συνθήκες διαβίωσής του. Εφόσον επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ο ασφαλισμένος παύει να καταβάλλει εισφορές, οι οποίες συνιστούν κεφάλαιο που είναι αποκλειστικά αφιερωμένο για την καταβολή της ασφαλιστικής παροχής, και αποκτά, κατ’ αρχήν, αξίωση έναντι του ασφαλιστικού φορέα να του χορηγήσει την ασφαλιστική παροχή. Η παροχή αυτή πρέπει να είναι ικανή να του εξασφαλίσει ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης, όσο το δυνατόν εγγύτερο προς εκείνο που είχε κατακτήσει κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου. Πέραν του ανωτέρω δημοσίου σκοπού, μέσω του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης εκδηλώνεται – όπως και μέσω της κοινωνικής πρόνοιας – η κοινωνική αλληλεγγύη και ασκείται κοινωνική πολιτική, ειδικότερα δε, αναδιανομή εισοδήματος με σκοπό την άμβλυνση κοινωνικών αντιθέσεων και ανισοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό, δεν κατοχυρώνεται συνταγματικώς στην κοινωνική ασφάλιση η ευθεία αναλογία (αμιγής ανταποδοτικότητα) μεταξύ εισφορών και παροχών (βλ. Σ.τ.Ε. 2287, 2288/2015 Ολομ., 3487/2008 Ολομ. κ.ά.), επιτρέπονται δε η θέσπιση ανώτατου ορίου παροχών, η απονομή σύνταξης επί εργατικού ατυχήματος ανεξαρτήτως καταβολής εισφορών ή η μη χορήγηση σύνταξης παρά την καταβολή εισφορών, σε περίπτωση μη θεμελίωσης του ασφαλιστικού δικαιώματος. Και ναι μεν η χορηγούμενη από τον ασφαλιστικό φορέα παροχή δεν απαιτείται να αντιστοιχεί ευθέως σε καταβληθείσες εισφορές του ασφαλισμένου ή να αντισταθμίζει πλήρως την απώλεια του εισοδήματός του, δεν πρέπει όμως ο υπολογισμός της παροχής να οδηγεί σε ανατροπή των αρχών της ισότητας και της αναλογικότητας, να απολήγει δηλαδή σε χορήγηση ασφαλιστικής παροχής, το ύψος της οποίας, ενόψει των καταβληθεισών από τον ασφαλισμένο εισφορών και του συνολικού χρόνου ασφάλισής του, υπολείπεται του ανεκτού κατά το Σύνταγμα κατώτατου ορίου πέραν του οποίου συντρέχει προφανής παραβίαση των ανωτέρω συνταγματικών αρχών και της αρχής της ανταποδοτικότητας. Ενόψει των ανωτέρω και ιδιαιτέρως του προπεριγραφέντος δημόσιου σκοπού (διασφάλιση στους εργαζομένους ικανοποιητικού επιπέδου διαβίωσης εγγύς εκείνου που είχαν κατά τον εργασιακό τους βίο), δικαιολογείται, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, η κατοχύρωση από τον νομοθέτη της κοινωνικής ασφάλισης ως υποχρεωτικής (με θέσπιση υποχρέωσης καταβολής ασφαλιστικών εισφορών) και, εντεύθεν, η παροχή αυτής αποκλειστικώς από το Κράτος ή από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (βλ. Α.Ε.Δ. 87/1997, Σ.τ.Ε.. 1889-1891/2019 Ολομ., 2287/2015 Ολομ.). Εξάλλου, η κρατική μέριμνα για την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση (κύρια και επικουρική) δεν εξαντλείται στην ίδρυση από το κράτος των οικείων δημόσιων φορέων, στον ορισμό των διοικούντων αυτούς οργάνων, στην άσκηση εποπτείας της δραστηριότητάς τους και της διαχείρισης της περιουσίας τους και στη θέσπιση των σχετικών κανόνων, αλλά περιλαμβάνει και τη μέριμνα για την προστασία του ασφαλιστικού τους κεφαλαίου, δηλαδή για τη βιωσιμότητά τους χάριν και των επόμενων γενεών. Σε περιπτώσεις δε εξαιρετικά δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών, όταν προκύπτει αιτιολογημένα ότι το Κράτος δεν μπορεί να διασφαλίσει τη βιωσιμότητα των λειτουργούντων ασφαλιστικών φορέων με άλλα μέσα (τροποποίηση συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων, αποτελεσματικότερη διαχείριση αποθεματικών και περιουσίας, αύξηση ασφαλιστικών εισφορών), επιβάλλεται, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, στο πλαίσιο της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, η επέμβαση του νομοθέτη προκειμένου να εξακολουθήσει να λειτουργεί το ασφαλιστικό σύστημα χάριν τόσο των ήδη συνταξιούχων, όσο και των ασφαλισμένων και μελλοντικών συνταξιούχων. Σε τέτοιες εξαιρετικές περιπτώσεις ο νομοθέτης μπορεί κατ’ αρχήν να επεμβαίνει θεσπίζοντας για την περιστολή των δημόσιων δαπανών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι δαπάνες χρηματοδότησης των φορέων υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, μέτρα που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού, όπως είναι η μείωση των συντάξεων όσων συνταξιοδοτούνται από το Δημόσιο ή από χρηματοδοτούμενους από αυτό ασφαλιστικούς οργανισμούς, λόγω της δυνατότητας άμεσης εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας των μέτρων αυτών για τον περιορισμό του δημόσιου ελλείμματος. Η επέμβαση αυτή είναι δυνατόν να λάβει και τη μορφή νέου ασφαλιστικού συστήματος, το οποίο μπορεί να καταλαμβάνει τόσο τους ήδη συνταξιούχους, προβλέποντας, στο πλαίσιο της αρχής της διαγενεακής αλληλεγγύης, τον επανυπολογισμό των καταβαλλόμενων σε αυτούς συντάξεων, όσο και τους μελλοντικούς συνταξιούχους, με τη θέσπιση νέου τρόπου υπολογισμού των συντάξεων που θα απονεμηθούν σε αυτούς στο μέλλον. Η εφαρμογή δε του συστήματος αυτού μπορεί να οδηγεί σε μείωση τόσο των ήδη καταβαλλόμενων συνταξιοδοτικών παροχών όσο και των παροχών που θα απονέμονται στο μέλλον σε σχέση με τις ήδη καταβαλλόμενες ή σε σχέση με αυτές που θα καταβάλλονταν με βάση το προϊσχύον σύστημα. Και στις εξαιρετικές όμως αυτές περιπτώσεις η δυνατότητα του νομοθέτη να περικόπτει τις ασφαλιστικές παροχές είτε ευθέως είτε με τη θέσπιση νέου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, η εφαρμογή του οποίου να οδηγεί στην απονομή μικρότερων συνταξιοδοτικών παροχών σε σχέση με το προϊσχύον σύστημα, δεν είναι απεριόριστη, αλλά οριοθετείται κατά πρώτον από τις αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος) και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος), οι οποίες επιτάσσουν να κατανέμεται εξίσου το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής μεταξύ όλων των πολιτών, καθώς και από την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), σύμφωνα με την οποία το συγκεκριμένο μέτρο πρέπει να είναι πράγματι πρόσφορο και αναγκαίο για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Σε κάθε δε περίπτωση, ο νομοθέτης κατά τη θέσπιση του νέου αυτού συστήματος, το οποίο μπορεί, κατά τα προεκτεθέντα, να οδηγεί και σε περικοπή των ήδη απονεμόμενων συντάξεων αλλά και σε μείωση των μελλοντικών συντάξεων σε σχέση με το προϊσχύον καθεστώς, τελεί υπό τους περιορισμούς που απορρέουν από ειδικές συνταγματικές διατάξεις και τις εγγυήσεις που αυτές καθιερώνουν και δεν μπορεί να παραβιάζει αυτό που αποτελεί, κατά τα ανωτέρω, τον συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, τη χορήγηση, δηλαδή, στον συνταξιούχο παροχών ανάλογων προς τις καταβληθείσες από αυτόν εισφορές και τον συνολικό χρόνο ασφάλισής του και ικανών να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, εξασφαλίζοντας τους όρους όχι μόνο της φυσικής του υπόστασης (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή και ιατρική περίθαλψη όλων των βαθμίδων), αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή με τρόπο που δεν αφίσταται, πάντως, ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού του βίου (βλ. Σ.τ.Ε. 1342/2023 7μ., 1683/2022 Ολομ., 2166/2022 7μ., 1889-1891/2019 Ολομ.). Τέλος, ο χρόνος εξόδου στη σύνταξη αποτελεί παράγοντα αρκούντως αντικειμενικό, ο οποίος δικαιολογεί τη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των ασφαλισμένων του αυτού ασφαλιστικού φορέα σε περίπτωση μεταβολής του τρόπου υπολογισμού της απονεμόμενης από τον φορέα κοινωνικής ασφάλισης ασφαλιστικής παροχής (βλ. Σ.τ.Ε. 2126/2019, 2031/1994 7μ., 2999/2009, 1554/2018 7μ., 2429/2018 7μ).
- Επειδή, περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου (Π.Π.Π.) της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256), κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσης», καθώς και τα κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα». Καλύπτονται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, και τα ενοχικής φύσης περιουσιακά δικαιώματα και, ειδικότερα, οι απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις του δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον έως την προσφυγή στο δικαστήριο δίκαιο, ότι μπορεί να ικανοποιηθούν δικαστικώς, εφόσον δηλαδή υφίσταται σχετικώς μια επαρκής νομική βάση στο εσωτερικό δίκαιο του συμβαλλόμενου κράτους, προϋπόθεση που συντρέχει ιδίως όταν η απαίτηση θεμελιώνεται σε νομοθετική ή κανονιστική διάταξη ή σε παγιωμένη νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων του συμβαλλόμενου κράτους. Ενόψει των ανωτέρω, περιουσία κατά την έννοια του άρθρου 1 του Π.Π.Π. αποτελούν και οι έναντι των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης αξιώσεις για τη χορήγηση προβλεπόμενων από τη νομοθεσία του συμβαλλόμενου κράτους κοινωνικοασφαλιστικών παροχών, τόσο στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος είχε καταβάλει στο παρελθόν υποχρεωτικώς εισφορές, όσο και στην περίπτωση που η χορήγηση της συγκεκριμένης παροχής δεν εξαρτάται από την προηγούμενη καταβολή εισφορών, εφόσον όμως συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις που τάσσονται κάθε φορά από το εθνικό δίκαιο (βλ. Σ.τ.Ε. 182/2023 Ολομ., 2769/2011 Ολομ., 2200/2010 Ολομ., 3487/2008 Ολομ. κ.ά.). Πάντως, με το άρθρο 1 του Π.Π.Π. δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε σύνταξη ορισμένου ύψους, με συνέπεια να μην αποκλείεται, κατ’ αρχήν, διαφοροποίηση του ύψους της συνταξιοδοτικής παροχής ανάλογα με τις επικρατούσες εκάστοτε συνθήκες. Εξάλλου, για να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Π.Π.Π. επέμβαση σε περιουσιακής φύσης αγαθό υπό την ανωτέρω έννοια, πρέπει να προβλέπεται από νομοθετικές ή άλλου είδους κανονιστικές διατάξεις, καθώς και να δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος, στους οποίους περιλαμβάνονται καταρχήν και λόγοι συναπτόμενοι προς την αντιμετώπιση ενός ιδιαιτέρως σοβαρού, κατά την εκτίμηση του εθνικού νομοθέτη, δημοσιονομικού προβλήματος ή προς την εξασφάλιση της βιωσιμότητας κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών. Η εκτίμηση δε του νομοθέτη ως προς την ύπαρξη λόγου δημόσιου συμφέροντος για τον οποίο επιβάλλεται περιορισμός περιουσιακού δικαιώματος και ως προς την επιλογή της ακολουθητέας πολιτικής για την εξυπηρέτηση του δημόσιου αυτού συμφέροντος υπόκειται σε οριακό δικαστικό έλεγχο, ιδίως όταν πρόκειται για εκτιμήσεις σχετικά με τον καθορισμό των προτεραιοτήτων κατά τη διάθεση των περιορισμένων κρατικών πόρων. Τέλος, η επέμβαση στην περιουσία πρέπει να είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού γενικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογη σε σχέση προς αυτόν (βλ. Σ.τ.Ε. 1342/2023 7μ., 2166/2022 7μ., 1285/2012 Ολομ.), συνεκτιμωμένου και ότι τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και προστασίας συνιστούν εκδήλωση της αλληλεγγύης της κοινωνίας προς τα πιο ευάλωτα μέλη της (βλ. ΣτΕ 1405/2023, 2376/2021, 1515/2021 7μ.).
- Επειδή, με τον ν. 4387/2016 (Α΄ 85) αναδιαμορφώθηκε το συνταξιοδοτικό καθεστώς των ασφαλισμένων στον καθ’ ου Φορέα προσώπων και προβλέφθηκε ότι η χορηγούμενη σύνταξη αποτελεί το άθροισμα δύο τμημάτων σύνταξης, της εθνικής και ανταποδοτικής. Ειδικότερα, στο άρθρο 8 αυτού, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης του προσφεύγοντος (βλ. Σ.τ.Ε. 2594/2017 κ.ά.), όριζε ότι: «1. … 2. α. Ως συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους σύνταξης κύριας ασφάλισης εξ ιδίου δικαιώματος, ανικανότητας ή κατά μεταβίβαση λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Ο μέσος αυτός όρος υπολογίζεται ως το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών δια του συνολικού χρόνου ασφάλισής του. Ως σύνολο μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος νοείται το άθροισμα των μηνιαίων αποδοχών που υπόκεινται σε εισφορές, καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές του ασφαλισμένου για κάθε ημερολογιακό έτος, προσαυξανόμενες σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 4. 3. Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης …, ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνεται υπόψη ο, σύμφωνα με την περίπτωση α’ της παραγράφου 2, μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών … που προκύπτει από το ασφαλιστικό έτος 2002 και έως την έναρξη καταβολής της σύνταξης … 5. Το τελικό ποσό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης υπολογίζεται για το σύνολο του χρόνου ασφάλισης, με βάση το ποσοστό αναπλήρωσης του κατωτέρω πίνακα, που προσαρτάται στο τέλος της παρούσας και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της. Το ποσοστό αναπλήρωσης για κάθε έτος ασφάλισης εντός εκάστης κλίμακας ετών, αντιστοιχεί στο ποσοστό που αναγράφεται στην τρίτη στήλη του πίνακα. […] Από την 1.10.2019 τα ποσοστά αναπλήρωσης για κάθε επιμέρους περίοδο ασφάλισης αποτυπώνονται στον ακόλουθο πίνακα 2: ΚΛΙΜΑΚΕΣ ΕΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΣΟΣΤΟ ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΗΣ: ΑΠΟ ΕΩΣ 0 – 15 0,77%, 15,01 – 18 0,84%, 18,01 – 21 0,90%, 21,1 – 24 0,96%, 24,01 – 27 1,03%, 27,01 – 30 1,21%, 30,01 – 33 1,98%, 33,01 – 36 2,50%, 36,01 – 40 2,55%, 40 ΚΑΙ ΑΝΩ ΚΑΤ’ ΕΤΟΣ 0,50% …». Εξάλλου, στο άρθρο 27 του ίδιου ν. 4387/2016 προβλέπεται ότι: «Σε εφαρμογή των ενιαίων κανόνων του Ε.Φ.Κ.Α. και των θεμελιωδών αρχών των άρθρων 1 και 2, οι ρυθμίσεις των άρθρων 4-20 του κεφαλαίου Β’ εφαρμόζονται και στους ασφαλισμένους των φορέων, τομέων κλάδων και λογαριασμών που εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α. του άρθρου 53 …».
- Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 28 του ίδιου νόμου, υπό τον τίτλο «Ανταποδοτική σύνταξη», όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο (ήτοι μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 28 του ν. 4670/2020, Α΄ 43/28.2.2020), ορίζεται ότι: «1. Οι ασφαλισμένοι κύριας ασφάλισης του Κεφαλαίου αυτού, οι οποίοι θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, δικαιούνται ανταποδοτικό μέρος σύνταξης, που προκύπτει με βάση τις συντάξιμες αποδοχές, όπως ορίζονται στο άρθρο αυτό, τον χρόνο ασφάλισης, όπως ορίζεται στο άρθρο 34, και τα κατ
έτος ποσοστά αναπλήρωσης υπολογιζόμενα επί των συντάξιμων αποδοχών του πίνακα 1 και 2 της παραγράφου 5 του άρθρου 8, σύμφωνα με τις ειδικότερες ρυθμίσεις των επόμενων παραγράφων. 2. Ως συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους σύνταξης κύριας ασφάλισης λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου λαμβάνονται υπόψη: α. Για τους μισθωτούς,[…]. β. Για τους αυτοαπασχολούμενους, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους ασφαλισμένους του πρώην ΟΓΑ ο μέσος όρος του μηνιαίου ασφαλιστέου εισοδήματος, το οποίο υπόκειται σε εισφορές καθ
όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού βίου του. Το μηνιαίο ασφαλιστέο εισόδημα υπολογίζεται ως εξής: […] iii. Για το χρονικό διάστημα από την 1.1.2019 το ποσό που προκύπτει από το πηλίκο της διαίρεσης του ποσού της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς που έχει καταβληθεί χωρίς τις μειώσεις του άρθρου 98 και του άρθρου 141 παράγραφος 2 του ν. 3655/2008 (Α58) διά του συντελεστή 0,20. Για τους ασφαλισμένους του πρώην ΟΓΑ και για το χρονικό διάστημα έως 31.12.2019 εφαρμόζεται ο συντελεστής 0,18, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2020 έως 31.12.2020 ο συντελεστής 0,19 και για το χρονικό διάστημα από την 1η.1.2021 έως 31.12.2021 εφαρμόζεται ο συντελεστής 0,195. 3. Οι συντάξιμες αποδοχές των ασφαλισμένων για κάθε ημερολογιακό έτος που προκύπτουν με βάση τον υπολογισμό των περιπτώσεων α
και βτης παραγράφου 2 προσαυξάνονται σύμφωνα με όσα ορίζονται στην περίπτωση α
της παραγράφου 4 του άρθρου 8. […] 7. Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνονται υπόψη οι υπολογιζόμενες σύμφωνα με τις ειδικότερες προβλέψεις του παρόντος άρθρου από το έτος 2002 και έως την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης. ….». - Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με την …/29.07.2022 απόφαση του Διευθυντή της Τοπικής Διεύθυνσης Α΄ Ευβοίας, με έδρα τη Χαλκίδα, του e-Ε.Φ.Κ.Α., χορηγήθηκε, κατόπιν της …/03.12.2019 αίτησής τ… περί απονομής κύριας σύνταξης εξ ιδίου δικαιώματος (γήρατος), σύνταξη λόγω γήρατος, ποσού … ευρώ, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4387/2016, με συνολικό χρόνο ασφάλισης στον καθ’ ου (από … έως …) 36 έτη, 8 μήνες και 10 μέρες. Ειδικότερα, για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης τ… προσφεύγο… λήφθηκαν υπόψη ο συνολικός χρόνος ασφάλισής τ… (36,70 έτη ασφάλισης), στον οποίο αντιστοιχούσε συνολικός συντελεστής αναπλήρωσης 41,72100%, το σύνολο των αποδοχών τ… από τον Ιανουάριο του έτους 2002 έως τον Σεπτέμβριο του έτους 2016, ποσού 127.325,63 ευρώ, οι συντάξιμες αποδοχές τ…, ποσού 719,35 ευρώ καθώς και το ότι από τα 182 Η.Μ. (ημερομίσθια) Ι.Κ.Α. τα 140 εκ των οποίων είναι σε «βαρέα και ανθυγιεινά». Κατά της ανωτέρω απόφασης, … άσκησε την …/20.09.2022 ένταση, με την οποία παραπονέθηκε για το μέρος της ανταποδοτικής σύνταξής τ…, το οποίο, όπως αναφέρει, είναι 300 ευρώ, αν και, έχει συμπληρώσει 36 χρόνια, 8 μήνες και 10 ημέρες ασφάλισης, καταβάλλοντας τις αντίστοιχες εισφορές. Στη συνέχεια, … άσκησε την από … κρινόμενη προσφυγή κατά της τεκμαιρόμενης σιωπηρής απόρριψης της ένστασής του ενώ, μετά την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής και πριν από την πρώτη συζήτησή της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, εκδόθηκε η …/16.05.2023 απόφαση της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.) της Τοπικής Διεύθυνσης Α΄ Ευβοίας του καθ’ ου. Με την τελευταία αυτή πράξη απορρίφθηκε ρητώς, η ως άνω ένσταση, με την αιτιολογία ότι το ποσό της ανταποδοτικής σύνταξης για το οποίο παραπονείτο … είχε υπολογισθεί ορθώς βάσει των στοιχείων της ασφάλισής του και των οικείων νομοθετικών διατάξεων του ν. 4387/2016 και του ν.4670/2020.
- Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, … στρέφεται κατά της …/16.05.2023 απόφασης της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.) της Τοπικής Διεύθυνσης Α΄ Ευβοίας και ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης και τον επανυπολογισμό της σύνταξής τ…. Προβάλλει δε ότι ο υπολογισμός της σύνταξής τ… δυνάμει του ν. 4387/2016, αντιβαίνει σε συνταγματικές και υπερνομοθετικές διατάξεις και ότι το τελικό ποσό της χορηγηθείσας σύνταξης δεν ανταποκρίνεται στον χρόνο ασφάλισής του ούτε είναι αναλογικό των εισφορών που κατέβαλε κατά τη διάρκεια της ασφάλισής τ… (36 έτη, 8 μήνες και 10 ημέρες), κατά παράβαση της αρχής της ανταποδοτικότητας και της αρχής της αναλογικότητας. Εξάλλου, ισχυρίζεται ότι λόγω του παράνομου αυτού υπολογισμού παραβιάστηκε το συνταγματικώς κατοχυρωμένο (άρθρο 17) δικαίωμά τ… στην περιουσία και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.. Τέλος, … προβάλλει ότι στην περίπτωσή τ… παραβιάστηκε και η αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγματος), καθόσον η κατ’ ουσίαν μείωση της σύνταξής του ενέχει αδικαιολόγητα δυσμενή σε βάρος τ… διάκριση σε σχέση με άλλ… ασφαλισμέν… συναδέλφ… τ…, που κατέβαλαν ίδιες ή λιγότερες εισφορές αλλά έλαβαν «αυξημένα ποσά εφάπαξ βοηθήματος» (βλ. σελ. 26/27 του οικείου δικογράφου).
- Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τις διατάξεις που παρατέθηκαν και ερμηνεύθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα: Α) Όπως έγινε δεκτό στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεδομένου ότι δεν κατοχυρώνεται συνταγματικώς στην κοινωνική ασφάλιση η ευθεία αναλογία (αμιγής ανταποδοτικότητα) μεταξύ εισφορών και παροχών (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2287, 2288/2015 Ολομ., 3487/2008 Ολομ. κ.ά.) και η χορηγούμενη από τον ασφαλιστικό φορέα παροχή δεν απαιτείται να αντιστοιχεί ευθέως σε καταβληθείσες εισφορές του ασφαλισμένου ή να αντισταθμίζει πλήρως την απώλεια του εισοδήματός του, δεν συντρέχει παραβίαση της αρχής της ανταποδοτικότητας, κατά τον τρόπο υπολογισμού του ανταποδοτικού μέρους της χορηγηθείσας στον προσφεύγοντα σύνταξης, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου προβαλλομένων, ως αβασίμων. Περαιτέρω, ούτε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας (έκφανση της οποίας αποτελεί η αρχή της ανταποδοτικότητας) υφίσταται, διότι, η συνταγματική αυτή αρχή επιβάλλει την ύπαρξη μιας στοιχειώδους αναλογίας μεταξύ των καταβληθεισών από τον ασφαλισμένο εισφορών βάσει των συνολικών αποδοχών του και των καταβαλλομένων σ’ αυτόν παροχών όχι όμως και τον καθορισμό του ύψους των ασφαλιστικών εισφορών και των ασφαλιστικών παροχών επί της ίδιας βάσης (πρβλ. Σ.τ.Ε. 182/2023 Ολ. σκ.23). Συνεπώς, και ο οικείος λόγος … πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επιπρόσθετα δε, όπως προαναφέρθηκε, οι επίμαχες διατάξεις του ν. 4387/2016 εντάσσονται σε ένα ευρύτερο πλέγμα μέτρων του νέου ριζικώς αναμορφωμένου ασφαλιστικού συστήματος που εισάγεται με τον συγκεκριμένο νόμο, με τα οποία δεν επέρχονται οριζόντιες περικοπές προς εξυπηρέτηση αμιγώς δημοσιονομικών στόχων, αλλά θεσπίζονται διαρθρωτικές αλλαγές του συστήματος (ενιαίος φορέας απονομής σύνταξης, ενιαίοι κανόνες υπολογισμού για το σύνολο των δικαιούχων, ειδική πρόνοια για την προστασία των παλαιών ασφαλισμένων μέσω του ποσοστού αναπλήρωσης κ.λπ.), προς επίτευξη του δημόσιου συμφέροντος σκοπού διασφάλισης της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος και της συνέχισης απονομής σύνταξης προς όφελος όλων των ασφαλισμένων και συνταξιούχων. Ο σκοπός δε αυτός αποτελεί σκοπό δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος μπορεί να δικαιολογήσει ακόμα και τη λήψη μέτρων περικοπής των καταβαλλόμενων και καταβληθησόμενων συνταξιοδοτικών παροχών, τα οποία αποβλέπουν στον εξορθολογισμό των παροχών προς όλους τους δικαιούχους, κατ’ εφαρμογή της αρχής της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αξίωσης του νομοθέτη για την εκπλήρωση από όλους του χρέους εθνικής και κοινωνικής αλληλεγγύης (βλ. Σ.τ.Ε. 7μ. 583/2021). Άλλωστε, … ουδόλως ισχυρίζεται, με συγκεκριμένες αιτιάσεις, ότι το ύψος της σύνταξής … δεν είναι ικανό να … εξασφαλίσει ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης, όσο το δυνατόν εγγύτερο προς εκείνο που είχε κατακτήσει κατά τη διάρκεια του εργασιακού … βίου, ούτε αμφισβητεί τις τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις της συνταξιοδότησής …, ούτε βάλλει κατά του μαθηματικού τρόπου υπολογισμού των επιμέρους δεδομένων αυτής, που χώρησε βάσει των ως άνω διατάξεων του ν. 4387/2016 (βλ. σκέψεις 4 και 5), με την εφαρμογή του Πίνακα 2, μετά την αντικατάσταση του άρθρου 28 του ν 4387/2016. Β) Έτι περαιτέρω, ο ισχυρισμός τ… ότι κατά παράβαση της αρχής της ισότητας υφίσταται αδικαιολόγητα δυσμενής σε βάρος του διάκριση σε σχέση με ασφαλισμένους που υποβλήθηκαν σε ίδιες ή λιγότερες κρατήσεις με αυτόν και παρόλα αυτά έλαβαν μεγαλύτερο ποσό «εφάπαξ βοηθήματος», πέραν του ότι προβάλλεται άνευ εννόμου συμφέροντος, διότι, εν προκειμένω, αντικείμενο της δίκης είναι η χορηγηθείσα με την … απόφαση του Διευθυντή της Τοπικής Διεύθυνσης Α΄ Ευβοίας του e-Ε.Φ.Κ.Α., σύνταξή του και όχι κάποιο εφάπαξ βοήθημα, σε κάθε περίπτωση, αν ήθελε υποτεθεί ότι αναφέρεται σε καταβολή μεγαλύτερων συντάξεων σε άλλους συνταξιούχους υπό το προϊσχύον νομοθετικό καθεστώς, απορρίπτεται ως αβάσιμος. Και τούτο διότι, όπως έγινε δεκτό ανωτέρω στη δεύτερη σκέψη της παρούσας, ο χρόνος εξόδου στην σύνταξη αποτελεί παράγοντα αρκούντως αντικειμενικό, ο οποίος δικαιολογεί τη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των ασφαλισμένων του αυτού ασφαλιστικού φορέα, ενώ επιπλέον, όπως έχει κριθεί με την 182/2023 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι παλαιοί και οι νέοι συνταξιούχοι συνιστούν δύο κατηγορίες συνταξιούχων ως προς τις οποίες δικαιολογείται η διαφορετική μεταχείριση, καθώς δεν τελούν υπό τις αυτές συνθήκες, πέραν και του ότι η διαφορετική μεταχείριση των ήδη κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 συνταξιούχων έναντι των συνταξιοδοτούμενων μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, ως προς τις συντάξιμες αποδοχές που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης, ως στηριζόμενη στον αρκούντως αντικειμενικό παράγοντα του χρόνου αποχώρησης από την υπηρεσία, σε κάθε περίπτωση, δεν παραβιάζει την κατοχυρωμένη με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας. Γ) Επιπροσθέτως, ο ανωτέρω προβλεπόμενος από τις διατάξεις του ν. 4387/2016 τρόπος προσδιορισμού των συνταξιοδοτικών παροχών δεν αντίκειται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., όπως αβασίμως προβάλλεται. Και τούτο διότι, κατά τα παγίως κριθέντα και προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, με τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου προστατεύεται το δικαίωμα προς λήψη ασφαλιστικών παροχών, εφόσον συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις που τάσσονται κάθε φορά από το εθνικό δίκαιο, και όχι το δικαίωμα σε σύνταξη ορισμένου ποσού, ούτε η προσδοκία για τη χορήγηση μελλοντικών αυξήσεων στις ήδη καταβαλλόμενες παροχές βάσει νέου συστήματος συνταξιοδότησης (βλ. Σ.τ.Ε. 2200/2010 Ολομ., 2126/2019, 1374/2019, 719/2016, κ.ά.), με συνέπεια να μην αποκλείεται καταρχήν διαφοροποίηση του ύψους της συνταξιοδοτικής παροχής αναλόγως με τις επικρατούσες εκάστοτε συνθήκες. Βάσει των ανωτέρω εκτεθέντων, δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης ούτε του άρθρου 17 του Συντάγματος, αποριπτομένων των περί του αντιθέτου προβαλλομένων, ως αβασίμων. Τέλος, προεχόντως, απαραδέκτως προβάλλεται το πρώτον με το, …, υπόμνημα, ο λόγος περί μη νόμιμης αιτιολογίας, διότι με το υπόμνημα δεν επιτρέπεται η προβολή αυτοτελών λόγων παρά μόνο η ανάπτυξη των ήδη προβληθέντων, με την προσφυγή ή με δικόγραφο πρόσθετων λόγων, ισχυρισμών (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1523/2018, 492/2017, 1335/2016 κ.ά.). …
- Επειδή, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.