Αριθμός 746/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ευδοξία Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα, Χρήστο Κατσιάνη, Ασημίνα Υφαντή και Κορνηλία Πανούτσου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 10 Οκτωβρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “S..A..B..D.. Ε. Α.Ε.” και το διακριτικό τίτλο “S.A.B.D. Α.Ε.”, που εδρεύει στο ….. και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Α. Σ., 3) Π. Α., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Μουστακάτο και κατέθεσαν προτάσεις, 4) Ι. Τ., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Δημητρίου Μουστακάτου και κατέθεσε προτάσεις, 5) Ι. Ε., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Μουστακάτο και κατέθεσε προτάσεις Του αναιρεσιβλήτου: Φ. Σ. του Γ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ευανθία Γιασματζή με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5/3/2018 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκε η 6834/2019 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου με την οποία κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Ακολούθως εκδόθηκε η 3520/2020 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την αναίρεση της οποίας ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 3/6/2021 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 3.6.2021 αίτηση αναίρεσης των: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “S..A..B..D.. Ε. ΑΕ” 2) Α. Σ. 3) Π. Α. 4) Ι. Τ. και 5) Ι. Ε. προσβάλλεται η με αριθμό 3520/2020 ήδη τελεσίδικη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (σχετ. προσκ. με αριθμό …../2021 πιστοποιητικό του τμήματος πολιτικών ενδίκων μέσων του Πρωτοδικείου Αθηνών) ως δικαστηρίου της παραπομπής εκ του καθύλην αναρμοδίου Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων επί της από 5.3.2018 αγωγής του ήδη αναιρεσιβλήτου. Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 552,553,556,558,564 και 566 ΚΠολΔ. Είναι συνεπώς, παραδεκτή (αρθ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 577 παρ.3 του ιδίου κώδικα, να εξετασθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων της.
Από την παραδεκτή κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της υπόθεσης προκύπτει ότι η προσβαλλομένη με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης με αριθμό 3520/2020 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, είναι αποτέλεσμα της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής: Με την από 5.3.2018 αγωγή του, ο ήδη αναιρεσίβλητος εξέθετε ότι στο τεύχος … της …. του 2017 της εφημερίδας “Ε. Τ. Τ. Κ.” δημοσιεύθηκαν χωρίς την συγκατάθεσή του, σε ολοσέλιδο άρθρο αυτής, ακριβή αποσπάσματα της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, από 3.9.2014 αγωγής του, με την οποία ζητούσε να του ανατεθεί η επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου του, συνοδευόμενα από φωτογραφία του, ομοίως χωρίς τη συναίνεση του, ενώ ταυτοχρόνως τα αποσπάσματα αυτά, αναπαρήχθησαν στον ηλεκτρονικό τύπο και σε πολλά μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Επικαλούμενος δε, ηθική του βλάβη, ως εκ της προσβολής της προσωπικότητός του, ζήτησε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων ( ιδιοκτήτριας της εφημερίδος και του ιστοτόπου, εκδότη, διευθυντή, διευθυντή σύνταξης και συντάκτη-αρθρογράφου) να του καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των 100.000 ευρώ ως χρηματική του ικανοποίηση, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής του. Με τη προσβαλλομένη απόφαση, η αγωγή έγινε δεκτή ως νόμιμη και εν μέρει βάσιμη και από ουσιαστική άποψη και αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση των εναγομένων, ήδη αναιρεσειόντων, να καταβάλουν στον ενάγοντα, εις ολόκληρον έκαστος, ως χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εξ αιτίας της προσβολής της προσωπικότητός του από την παραβίαση του νόμου για την προστασία ευαισθήτων προσωπικών του δεδομένων, το χρηματικό ποσό των 10.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής, που επιδόθηκε στις 11.12.2020 στην πληρεξουσία και αντίκλητο των εναχθέντων, ουδέν τακτικό ένδικο μέσο ασκήθηκε, μετά δε τη τελεσιδικία της ανωτέρω απόφασης ασκήθηκε από τους εναγομένους (πλην της έκτης αυτών) η κρινόμενη αναίρεση, παραδεκτώς ως προεκτέθηκε, ενόψει της απλής ομοδικίας που συνδέει αυτούς ( ΑΠ 2032/2014, ΑΠ 854/2002).
1. Κατά το άρθρο μόνο παρ.1 του ν. 1178/1981 περί αστικής ευθύνης του τύπου, ο ιδιοκτήτης κάθε εντύπου υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση για την παράνομη περιουσιακή ζημία, καθώς και σε χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που προξενήθηκαν υπαίτια με δημοσίευμα, το οποίο θίγει την τιμή και την υπόληψη κάθε ατόμου, έστω και αν η κατά τα άρθρα 914,919 και 920 του ΑΚ υπαιτιότητα, πρόθεση και γνώση ή υπαίτια άγνοια αντιστοίχως, συντρέχουν στο πρόσωπο του συντάκτου του δημοσιεύματος ή αν το τελευταίος είναι άγνωστος στον εκδότη ή στον διευθυντή συντάξεως του εντύπου, των λοιπών πλην του ιδιοκτήτη προσώπων ευθυνομένων κατά τις κοινές διατάξεις των άρθρων 57,59,914,9191,920 και 932 του ΑΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 361 -363 του ΠΚ. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται αναλόγως και επί προσβολών της προσωπικότητος οι οποίες συντελούνται στο διαδίκτυο (internet) μέσω ηλεκτρονικών ιστοσελίδων ή άλλων ιστοτόπων (όπως blogs) που λειτουργούν ως διεθνές μέσο διακίνησης πληροφοριών, δεδομένου ότι για τις προσβολές αυτές δεν υπάρχει ιδιαίτερο νομικό πλαίσιο και η αντιμετώπισή τους δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με αναλογική εφαρμογή της ήδη υπάρχουσας νομοθεσίας για τις προσβολές της προσωπικότητας μέσω εντύπου (εφημερίδες ή περιοδικά) ή ηλεκτρονικού (τηλεόραση, ραδιόφωνο) τύπου, αφού και η ραγδαία αναπτυσσόμενη διαδικτυακή πληροφόρηση που προσφέρεται από το διαδίκτυο σε πολυμεσική μορφή ( multimedia) καθιστά τον χρήση του διαδικτύου, εκτός των άλλων, και αποδέκτη πληροφοριών και κάνει το διαδίκτυο να προσομοιάζει με μια νέας μορφής παγκόσμια τηλεόραση (ΑΠ 1701/2013) . Εξάλλου, η διαδικτυακή πληροφόρηση δεν διαφέρει ως προς τα ουσιώδη στοιχεία της από εκείνη που παρέχεται από τον ηλεκτρονικό τύπο, ιδίως δε, ως προς τα ιδιαίτερα εκείνα χαρακτηριστικά του που οδήγησαν τον νομοθέτη στην καθιέρωση ειδικής διαδικασίας για την εκδίκαση των διαφορών που ανακύπτουν από τη λειτουργία του, ήτοι την εμβέλεια δράσης του που μάλιστα στο διαδίκτυο είναι παγκόσμια και συνακόλουθα του αριθμού των αποδεκτών όσων δι’αυτού διαδίδονται που μεγεθύνει την προσβολή εκείνου που θίγεται από τη διάδοση συκοφαντικών, δυσφημιστικών ή εξυβριστικών ισχυρισμών. Μάλιστα, η καταχώρηση σε μία ιστοσελίδα παρουσιάζει την ιδιομορφία, ότι ενώ η δημοσίευση σε συγκεκριμένο φύλλο εφημερίδας ή περιοδικού ή η αναφορά σε συγκεκριμένη ραδιοφωνική ή τηλεοπτική εκπομπή προσβλητικής είδησης γίνεται άπαξ και δεν έχει διάρκεια, αντίθετα, η αντίστοιχη καταχώριση σε μια ιστοσελίδα μπορεί να παραμείνει εκεί για απροσδιόριστο χρόνο, έχοντας διάρκεια, το μέγεθος της οποίας θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για την επιδίκαση του ποσού προς αποκατάσταση της προκληθείσας ηθικής βλάβης (ΑΠ 1017/2020, ΑΠ 848/2019, ΑΠ 576/2015, ΑΠ 1701/2013). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 37 παρ.2 του ν. 4356/2015 (ΦΕΚ Α’ 181-24.12.2015), αντικαταστάθηκε η 5η παράγραφος του άρθρου μόνου του ν. 1179/1981 της οποίας το περιεχόμενο έχει ως εξής: “Ο αδικηθείς, πριν ασκήσει αγωγή για την προσβολή που υπέστη, υποχρεούται να καλέσει με έγγραφη, εξώδικη πρόσκλησή του τον ιδιοκτήτη του εντύπου, ή όταν αυτός είναι άγνωστος τον εκδότη ή το διευθυντή σύνταξής του, να αποκαταστήσει την προσβολή με την καταχώριση σε αυτό κειμένου που του υποδεικνύει. Στο κείμενο αυτό προσδιορίζονται και οι λέξεις ή φράσεις που θεωρήθηκαν προσβλητικές και πρέπει να ανακληθούν και οι λόγοι για τους οποίους η συγκεκριμένη αναφορά υπήρξε προσβλητική. Η αποκατάσταση θεωρείται ότι επήλθε αν ο ιδιοκτήτης του εντύπου, άλλως ο εκδότης ή ο διευθυντής σύνταξης αυτού, εντός διαστήματος δέκα (10) ημερών ή, σε κάθε περίπτωση, στο αμέσως επόμενο τεύχος: α) ανακαλέσει ρητά την προσβολή με την παραπάνω δημοσίευση, που γίνεται στην ίδια ή, αν δεν υπάρχει αυτή, σε ανάλογη θέση και φύλλο της αντίστοιχης ημέρας κυκλοφορίας της εφημερίδας, που είχε καταχωριστεί η αρχή του επιλήψιμου δημοσιεύματος, και σε έκταση και μέγεθος ανάλογο με το τελευταίο, και β) κοινοποιήσει στον αδικηθέντα το ως άνω δημοσίευμα αποκατάστασης. Η παρέλευση άπρακτου διαστήματος δέκα (10) ημερών ή η μη δημοσίευση στο αμέσως επόμενο τεύχος θεωρείται άρνηση εκ μέρους του ιδιοκτήτη ή εκδότη του εντύπου. Η παράλειψη της παραπάνω διαδικασίας έχει ως συνέπεια την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης. Η αγωγή αποζημίωσης της παραγράφου 2 πρέπει να ασκηθεί εντός έξι (6) μηνών από την πάροδο της προθεσμίας των δέκα (10) ημερών ή της ρητής αρνητικής απάντησης, εφόσον αυτή έχει δοθεί νωρίτερα, ή από την έκδοση του αμέσως επόμενου τεύχους. Εάν λάβει χώρα η αποκατάσταση της προσβολής, σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν μπορεί να υπάρξει αστική αξίωση κατά την παράγραφο 2. Κατ’ εξαίρεση, όταν το επιλήψιμο δημοσίευμα αφορούσε επικείμενο γεγονός μείζονος σημασίας για την ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και εν γένει κοινωνική πρόοδο του αδικηθέντος και η αποκατάσταση της σχετικής προσβολής επακολούθησε αυτού, η τελευταία δύναται να θεωρηθεί ως μη πλήρης και διατηρείται η αξίωση ανάλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Αν παρά τη δημοσίευση της ανάκλησης έχει αποδεδειγμένα προκληθεί στον αδικηθέντα περιουσιακή ζημία που οφείλεται στο επιλήψιμο δημοσίευμα, ο ενάγων δικαιούται να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο μόνο για την αξίωση αυτή. Η εκδίκαση της κατά το παρόν άρθρο αγωγής χωρεί ανεξάρτητα από την άσκηση ποινικής δίωξης για την ίδια πράξη, καθώς και της τυχόν, για οποιονδήποτε λόγο, αναβολής ή αναστολής της ποινικής διαδικασίας που έχει αρχίσει. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται, κατά την άσκηση του δικαιώματος επανόρθωσης, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 9 του Π.δ. 100/2000 (Α` 98 ). Ειδικότερα η αιτιολογική έκθεση του ν. 4356/2015 έχει ως εξής: “Με το άρθρο 37 του σχεδίου νόµου εισάγονται ρυθµίσεις, οι οποίες επιχειρούν να συγκεράσουν την ελευθερία της έκφρασης και του τύπου µε την προστασία της τιµής των πολιτών. Συγκεκριµένα, ενώ αφήνουν πλήρως αλώβητο τον τύπο από οποιονδήποτε προληπτικό ή λογοκριτικό έλεγχο, προβλέπουν διαδικασία διόρθωσης ή απλής αποζηµίωσης σε περίπτωση δυσφηµιστικών δηµοσιευµάτων. Η διαδικασία αυτή, που έχει χαρακτηριστικά συµβιβασµού και συνεννόησης των πολιτών και υπακούει στην αρχή της αναλογικότητας, αναµένεται να ανακουφίσει τη δικαιοσύνη από ένα περιττό φορτίο υποθέσεων, ενώ με το άρθρο 37 παράγραφος 2 του σχεδίου νόµου ρυθµίζεται ειδικότερα η διαδικασία εξωδικαστικής επανόρθωσης προσβολών µέσω του τύπου. Σύµφωνα µε το άρθρο 14 παρ. 5 του Συντάγµατος “καθένας ο οποίος θίγεται από ανακριβές δηµοσίευµα ή εκποµπή έχει δικαίωµα απάντησης, το δε µέσο ενηµέρωσης έχει αντιστοίχως υποχρέωση πλήρους και άµεσης επανόρθωσης. Καθένας ο οποίος θίγεται από υβριστικό ή δυσφηµιστικό δηµοσίευµα ή εκποµπή έχει, επίσης, δικαίωµα απάντησης, το δε µέσο ενηµέρωσης έχει αντιστοίχως υποχρέωση άµεσης δηµοσίευσης ή µετάδοσης της απάντησης. Νόµος ορίζει τον τρόπο µε τον οποίο ασκείται το δικαίωµα απάντησης και διασφαλίζεται η πλήρης και άµεση επανόρθωση ή η δηµοσίευση και µετάδοση της απάντησης”. Σκοπός της εισαγόµενης µε το άρθρο 37 παρ. 2 του σχεδίου νόµου ρύθµισης είναι να στηριχθεί η αποτελεσµατική εφαρµογή των δικαιωµάτων που απορρέουν από τον ως άνω συνταγµατικό κανόνα όσον αφορά τις περιπτώσεις προσβολών µέσω του τύπου από τις οποίες γεννώνται αξιώσεις χρηµατικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, µε τη σύνδεσή τους µε τη διαδικασία εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς. Αν µετά την άσκηση του δικαιώµατος επανόρθωσης -ως ειδική έκφανση του δικαιώµατος απάντησης- ακολουθήσει η αποκατάσταση της βλάβης του αγαθού, τότε δεν διατηρείται η κατ’ άρθρο 932 ΑΚ αξίωση έννοµη συνέπεια που αναµένεται να λειτουργεί ως ισχυρό κίνητρο για τη γρήγορη και πλήρη αποκατάσταση του θιγόµενου από την άλλη πλευρά. Συνυπολογίζονται, όµως, περιπτώσεις που η κατά το νόµο αποκατάσταση µπορεί να επακολουθεί γεγονότος µείζονος σηµασίας προς το οποίο συνδεόταν η προσβολή του θιγοµένου και συνεπώς θα µπορούσαν να ευνοούνται καταστρατηγήσεις του νόµου. Τότε, η τυχόν αποκατάσταση θεωρείται µη πλήρης και διατηρείται η αξίωση ανάλογης χρηµατικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη. Περαιτέρω, µε τη σύντοµη προθεσµία για την πράξη επανόρθωσης (το αργότερο 10 ηµερολογιακές ηµέρες από την επίδοση του εξωδίκου ή σε κάθε περίπτωση ο απόλυτα αναγκαίος χρόνος για τη δηµοσίευση σε αµέσως επόµενο τεύχος από εκείνο όπου το επιλήψιµο δηµοσίευµα), αλλά και για την άσκηση της αγωγής (6 µήνες), σκοπείται η γρήγορη αποκατάσταση της κοινωνικής ειρήνης και η ταχεία διεκπεραίωση εκδίκασης της διαφοράς (βλ. και άρθρο 14 παρ. 7 του Συντάγµατος). Από τα ανωτέρω συνάγεται, ότι σκοπός της ως άνω ρύθμισης είναι η αποτελεσματική εφαρμογή των δικαιωμάτων που απορρέουν από το άρθρο 14 παρ. 5 του Συντάγματος, όσον αφορά στις περιπτώσεις προσβολών μέσω του τύπου από τις οποίες γεννώνται αξιώσεις χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης με την σύνδεσή τους με τη διαδικασία εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς, ώστε, ενόψει του προρρηθέντος σκοπού που επιτελεί η εν λόγω ρύθμιση, αφ’ ενός μεν, δεν δικαιολογείται απόκλιση στις περιπτώσεις που η προσβολή λαμβάνει χώρα μέσω ηλεκτρονικής ιστοσελίδας ή ακόμα και μέσω προσωπικού λογαριασμού που τηρείται σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, όταν μάλιστα αυτή (προσβολή) προέρχεται από τον ίδιο το χρήστη και διαχειριστή της ιστοσελίδας ή του λογαριασμού, ο οποίος εξομοιώνεται με τον ιδιοκτήτη του εντύπου, αφ’ ετέρου, δεν δικαιολογείται η τήρηση της προδικασίας της 5ης παραγράφου του άρθρου μόνου του ν. 1178/1981 παρά μόνον, στις περιπτώσεις εκείνες προσβολής της προσωπικότητος, που η υποχρέωση επανόρθωσης μέσω αποκαταστατικού δημοσιεύματος παρίσταται λυσιτελής, δυνάμενη εν τοις πράγμασι να επιφέρει επανορθωτικό αποτέλεσμα, όπως στις περιπτώσεις ανακριβούς, δυσφημιστικού, συκοφαντικού ή εξυβριστικού δημοσιεύματος, που το ανακριβές, ψευδές ή προσβλητικό στοιχείο του δημοσιεύματος απαλείφεται με την καταχώριση αντιστοίχου αναιρούντος τα παραπάνω στοιχεία. Αντιθέτως, σε περίπτωση προσβολής προσωπικότητος που ως εκ της φύσεώς της δεν είναι επιδεκτική αποκατάστασης, όπως στην περίπτωση της προσβολής προσωπικότητος προερχομένης από τη δημοσίευση στον τύπο ευαισθήτων ή απλών προσωπικών δεδομένων προσώπου, χωρίς τη συγκατάθεσή του, τα οποία στερούνται αξιολογικής χροιάς, η τήρηση της ανωτέρω προδικασίας δεν απαιτείται για το παραδεκτό της σχετικής αγωγής, δεδομένου ότι θεραπεία της προσβολής με νέο δημοσίευμα, αναγκαίως άγει σε εκ νέου παραβίαση του παραπάνω νόμου και του δικαιώματος του προσώπου επί της ατομικότητος αυτού. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14 του ΚΠολΔ “Αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο”. Υπό τον όρο “απαράδεκτο” νοείται το δικονομικό απαράδεκτο, αυτό, δηλαδή, που δημιουργείται από την αθέτηση – παραβίαση δικονομικής διατάξεως ( ΑΠ 400/2022, ΑΠ 210/2021, ΑΠ 1324/2019, ΑΠ862/2011, ΑΠ 558/2008), με αποτέλεσμα η δικονομική ενέργεια να στερείται των αναγκαίων προϋποθέσεων του κύρους της (ΑΠ 1735/2008). Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στη προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ προβάλλοντας, ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, παρά το νόμο παρέλειψε να κηρύξει δικονομικό απαράδεκτο και συγκεκριμένα, ότι δέχθηκε το παραδεκτό της αγωγής (αγωγής προσβολής προσωπικότητος εξ αιτίας παράβασης του νόμου για τη προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μέσω δημοσιεύματος στον τύπο και σε σελίδες κοινωνικής δικτύωσης, που εισήχθη προς συζήτηση κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών κατ’ άρθρο 614 περιπτ.7 ΚΠολΔ), παρόλο που η παράγραφος 5 του άρθρου μόνου του ν. 1178/1981, προέβλεπε ως επιβεβλημένη προδικασία για το παραδεκτό της αγωγής την κοινοποίηση εξώδικης πρόσκλησης προς τον ιδιοκτήτη του εντύπου ή όταν αυτός είναι άγνωστος, προς τον εκδότη ή το διευθυντή σύνταξής του, να αποκαταστήσει την προσβολή με την καταχώριση σε αυτό κειμένου που του υποδεικνύει, η οποία όμως δεν τηρήθηκε, κρίνοντας αυτή ανεφάρμοστη στην ένδικη περίπτωση, για το λόγο ότι η μορφή του ενδίκου δημοσιεύματος δεν ήταν δεκτική αποκατάστασης και εξήρτησε έτσι, την υποχρέωση τήρησης της προδικασίας από τη πραγματική δυνατότητα επίτευξης πλήρους αποκατάστασης της βλάβης του θιγέντος με τη δημοσίευση αποκαταστατικής δήλωσης, θεσπίζοντας έτσι, όρους θεραπείας του απαραδέκτου που δεν προβλέπονται στο νόμο. Ως προς το ζήτημα αυτό, οι παραδοχές της προσβαλλομένης έχουν ως ακολούθως: ” …Για το παραδεκτό της ένδικης αγωγής δεν απαιτείται η προηγούμενη κοινοποίηση εξώδικης πρόσκλησης του ενάγοντος προς τον ιδιοκτήτη του εντύπου για αποκατάσταση της προσβολής με την καταχώρηση στο έντυπο κειμένου υποδεικνυομένου από τον ενάγοντα κατ’ εφαρμογή της παρ. 5 του άρθρου μόνου του ν. 1178/1981 ως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, ως αβασίμως διατείνονται οι εναγόμενοι, το οποίο τυχάνει ανεφάρμοστο στην ένδικη περίπτωση. Και τούτο διότι σύμφωνα με την ως άνω διάταξη ο αδικηθείς πρέπει στην εξώδικη πρόσκληση να προσδιορίζει και τις ” λέξεις ή φράσεις που θεωρήθηκαν προσβλητικές και πρέπει να ανακληθούν” και τους ” λόγους για τους οποίους η συγκεκριμένη αναφορά υπήρξε προσβλητική”.
Εν προκειμένω όμως, ως ορθώς επισημαίνει ο ενάγων, η μορφή του ενδίκου δημοσιεύματος δεν επιδεχόταν αποκατάστασης, καθόσον δεν δημοσιεύθηκαν προσβλητικές ή μειωτικές εκφράσεις, αλλά ακριβή αποσπάσματα από κατατεθείσα ενώπιον δικαστηρίου αγωγή, με την οποία ο ενάγων ζητούσε την ανάθεση της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου του, τα οποία δημοσιεύθηκαν χωρίς τη συναίνεσή του, κατά παράβαση του νόμου περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Συνεπώς, δεν υπήρχε δυνατότητα άρσης της ένδικης προσβολής με καταχώριση οποιουδήποτε κειμένου στην εφημερίδα που δημοσίευσε το επίμαχο άρθρο, καθώς η προσβολή είχε ήδη ολοκληρωθεί με τη δημοσίευση αποσπασμάτων της αγωγής του νυν ενάγοντος και δεν ήταν αναστρέψιμη. Τήρηση επομένως, της οριζόμενης από την παράγραφο 5 του άρθρου μόνου του ν. 1178/1981 προδικασίας δεν ήταν στην ένδικη περίπτωση εκ των πραγμάτων εφικτή, τυχόν δε εμμονή στην υποχρέωση τήρησης αυτής δεν βρίσκει έρεισμα στο σκοπό του νόμου”. Από την προρρηθείσα επισκόπηση της προσβαλλομένης προκύπτει ότι συννόμως το δικαστήριο της ουσίας δεν κήρυξε απαράδεκτο, δεχόμενο ότι στη κρινόμενη περίπτωση δεν συντρέχει περίπτωση τήρησης της παραπάνω απαραίτητης προδικασίας, η οποία ήταν ανεφάρμοστη εν προκειμένω, καθόσον κατά τις παραδοχές αυτού, ουδείς ισχυρισμός ανακριβής, δυσφημιστικός, συκοφαντικός ή εξυβριστικός διαλαμβάνεται στην υπό κρίση αγωγή, αλλά μόνον δημοσιοποίηση στοιχείων της προσωπικής ζωής του ενάγοντος (προσωπικών δεδομένων) άνευ συγκαταθέσεώς του, ώστε η ολοκληρωθείσα με την εν λόγω δημοσίευση προσβολή να παρίσταται μη αναστρέψιμη. Ο πρώτος, επομένως, λόγος αναίρεσης με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, κατά τα ανωτέρω, είναι αβάσιμος. 2. Από την παραβίαση των ορισμών του νόμου αναφορικά με την δύναμη των αποδεικτικών μέσων ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ που τον προβλέπει, όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα δύναμη αποδείξεως μικρότερη ή μεγαλύτερη από εκείνη που, δεσμευτικά γι` αυτό (δικαστήριο) καθορίζει ο νόμος, όχι όμως και στην περίπτωση κατά την οποία, εκτιμώντας ελεύθερα όπως έχει δικαίωμα από το νόμο (άρθρο 340 ΚΠολΔ), αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα, που κατά νόμο έχουν την ίδια αποδεικτική δύναμη με άλλα, μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα ή αξιοπιστία από τα άλλα αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 2/2022, ΑΠ 1052/2018, ΑΠ 573/2018, ΑΠ 618/2016, ΑΠ 412/2011). Εξάλλου, στον ΚΠολΔ κατά κανόνα ισχύει το σύστημα της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων (άρθρο 340) και εξαιρετικά μόνο προσδίδεται σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα αυξημένη αποδεικτική δύναμη, όπως η δικαστική ομολογία (άρθρο 352) και τα έγγραφα, που παράγουν πλήρη απόδειξη (άρθρα 438 επ., 441, 445). Κατά συνέπεια, ο παραπάνω λόγος αναίρεσης δημιουργείται μόνον αν πρόκειται για αποδεικτικά μέσα, στα οποία, σύμφωνα με το νόμο, το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να προσδώσει δύναμη πλήρους απόδειξης, δηλαδή προϋποθέτει αποδεικτικά μέσα αυξημένης αποδεικτικής δύναμης ( ΑΠ 1034/2019, ΑΠ 451/2014, ΑΠ 1311/2010, ΑΠ 1417/2009). Για να είναι δε ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθ. 4, 566§1 και 577§3 ΚΠολΔ, α) να καθορίζεται στο αναιρετήριο επακριβώς το αποδεικτικό μέσο, β) να αναφέρεται η αποδεικτική δύναμη, την οποία το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε στο αποδεικτικό αυτό μέσο, γ) να αναγράφεται ο ουσιώδης πραγματικός ισχυρισμός για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου προσκομίσθηκε το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο δ) το σχετικό σφάλμα της προσβαλλομένης αποφάσεως δηλαδή, ποια είναι η αποδιδόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση παραβίαση του νόμου σε σχέση με την αποδεικτική δύναμη των αποδεικτικών μέσων που έχουν εκτιμηθεί και ποια επίδραση θα ασκούσε ο ισχυρισμός αυτός στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1454/2017, ΑΠ 1036/2009, ΑΠ 700/2009, ΑΠ 949/2008, ΑΠ 354/1999). Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 46 ΚΠολΔ ” Αν το δικαστήριο δεν είναι καθύλην ή κατά τόπο αρμόδιο, αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως και προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση. Η παραπεμπτική απόφαση, όταν τελεσιδικήσει είναι υποχρεωτική τόσο για την αναρμοδιότητα του δικαστηρίου που παρέπεμψε, όσο και για την αρμοδιότητα του δικαστηρίου στο οποίο γίνεται η παραπομπή. Οι συνέπειες που έχει η άσκηση της αγωγής διατηρούνται”, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 221 παρ.1 ΚΠολΔ ” Με την άσκηση της αγωγής σύμφωνα με το άρθρο 215 η κατάθεσή της έχει ως συνέπεια α) εκκρεμοδικία β) το αμετάβλητο της δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας του δικαστηρίου, γ) τη προτίμηση ανάμεσα σε περισσότερα αρμόδια δικαστήρια..”. Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι η εκκρεμοδικία μετατιθέμενη αυτοδικαίως από το αναρμόδιο στο αρμόδιο δικαστήριο δεν παύει, αλλά αντιθέτως διατηρείται σε περίπτωση έκδοσης παραπεμπτικής λόγω αναρμοδιότητας απόφασης, η δε διαφορά εξακολουθεί να είναι εκκρεμής στο δικαστήριο της παραπομπής, χωρίς να επέρχεται διάγνωση για το αν επήλθαν οι έννομες συνέπειες που επικαλούνται και αποκρούουν οι διάδικοι. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως η διάταξη αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο τέταρτο του ‘Αρθρου 1 του ν. 4335/2015 “Τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών…”. Από το περιεχόμενο της διάταξης αυτής προκύπτει με σαφήνεια, ότι στις ειδικές διαδικασίες έχουν εφαρμογή όλες οι διατάξεις της τακτικής διαδικασίας με εξαίρεση μόνο εκείνες που αντίκεινται στις ειδικές ρυθμίσεις που καθιερώνουν τα άρθρα 592 έως 645 ΚΠολΔ. Τέλος, οι ένορκες βεβαιώσεις αποτελούν κατ’ άρθρο 339 (οπ.αντ. με το άρθ. 36 ν. 3994/2011) επώνυμο αυτοτελές αποδεικτικό μέσο, όσες δε εξ αυτών έχουν ληφθεί εξ αφορμής άλλης δίκης, πριν από την άσκηση της αγωγής και προσκομίζονται με επίκληση κατά τη συζήτησή της, αποτελούν απλά έγγραφα που συνεκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 276/2021). Με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στη προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 12 ΚΠολΔ για το λόγο, η προσβαλλομένη έλαβε υπόψη της για τον σχηματισμό της δικανικής της πεποίθησης τις με αριθμούς …. και …./2018 ένορκες βεβαιώσεις των Μ. χήρας Γ. Σ. και Γ. Κ., ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Κάβουρα-Καΐάφα, οι οποίες είχαν ληφθεί στα πλαίσια της δίκης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο δυνάμει της με αριθμό 6834/2019 απόφασής του, κήρυξε εαυτό αναρμόδιο καθύλην και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του αρμοδίου καθύλην και κατά τόπον Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη διαδικασία του άρθρου 614 αρ.7 ΚΠολΔ, ήτοι στο πλαίσιο άλλης δίκης από εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, με συνέπεια αυτές να μη συνιστούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, όπως θεώρησε η τελευταία, αλλά απλό έγγραφο που έπρεπε να συνεκτιμηθεί για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Η πλημμέλεια δε αυτή της αναιρεσιβαλλομένης είχε ως αποτέλεσμα να εκτιμηθούν τα ως άνω έγγραφα ως φέροντα την αυξημένη αξιοπιστία και αποδεικτική βαρύτητα που συνεπάγεται η ένορκη βεβαίωση ενώπιον συμβολαιογράφου, γεγονός που επηρέασε αντίστοιχα και προκατέλαβε την δικαστική κρίση ως προς το πρόσωπο του ενάγοντος. Ο λόγος αυτός στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον η εκκρεμοδικία που απέρρευσε από την άσκηση της υπόψη αγωγής διατηρήθηκε και μετά την παραπομπή της στο καθύλην αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ώστε οι ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίσθηκαν ενώπιον του κηρύξαντος εαυτό αναρμόδιο Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών δεν ελήφθησαν στα πλαίσια άλλης δίκης, ως εσφαλμένως υπολαμβάνουν οι αναιρεσείοντες, ώστε να εκτιμηθούν ως δικαστικά τεκμήρια, αλλά εκτιμήθηκαν ισοδυνάμως με τα άλλα αποδεικτικά μέσα με βάση την καθιερώνουσα την αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων διάταξη του άρθρου 340 ΚΠολΔ. Τούτο δε, πέραν του ότι,και σε κάθε περίπτωση, ο λόγος αυτός διατυπώθηκε αορίστως, καθόσον δεν εκτίθεται, ποίος ο ουσιώδης πραγματικός ισχυρισμός για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου προσκομίσθηκαν οι εν λόγω ένορκες βεβαιώσεις, και ποιά επίδραση θα ασκούσε αυτός στην έκβαση της δίκης. Πρέπει συνεπώς ο λόγος αυτός να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
3. Κατά την παρ. 1 του άρθρου μόνου ν. 1178/1981, “περί αστικής ευθύνης του τύπου και άλλων τινών διατάξεων“, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 2243/1994, ο ιδιοκτήτης κάθε εντύπου υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση για την παράνομη περιουσιακή ζημία, καθώς και σε χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που προξενήθηκαν υπαίτια με δημοσίευμα, το οποίο θίγει την τιμή ή την υπόληψη κάθε ατόμου, έστω και αν η κατά το άρθρο 914 του ΑΚ υπαιτιότητα, η κατά το άρθρο 919 του ιδίου κώδικα, πρόθεση και η κατά το άρθρο 920 του ιδίου κώδικα, γνώση ή υπαίτια άγνοια, συντρέχουν στο πρόσωπο του συντάκτη του δημοσιεύματος ή αν ο τελευταίος είναι άγνωστος στον εκδότη ή στο διευθυντή συντάξεως του εντύπου. Η ευθύνη δηλαδή του ιδιοκτήτη του εντύπου είναι σε όλες αυτές τις περιπτώσεις γνήσια αντικειμενική, η οποία έχει ως προϋπόθεση την ύπαρξη αντίστοιχης υποκειμενικής ευθύνης του συντάκτη ή αναλόγως του εκδότη ή του διευθυντή συντάξεως του εντύπου, με τους οποίους συνευθύνεται κατά το άρθρο 926 ΑΚ εις ολόκληρον. Ο συντάκτης (του επιλήψιμου δημοσιεύματος), ο εκδότης (αν δεν είναι και ιδιοκτήτης του εντύπου) ή ο διευθυντής σύνταξης ευθύνονται προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας ή της ηθικής βλάβης που έχει προκληθεί από το επιλήψιμο δημοσίευμα, κατά τις κοινές διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 919, 920, 932 ΑΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 361-363 ΠΚ καθώς και όταν, κατά τη διάταξη του άρθρου 922 του ΑΚ, συνδέονται με σχέση προστήσεως με το συντάκτη του δημοσιεύματος, ο οποίος δεν αποκλείεται να συνδέεται με όμοια σχέση με τον ιδιοκτήτη του εντύπου. Οι διατάξεις του ν. 1178/1981, όπως αυτός τροποποιημένος ισχύει, εφαρμόζονται αναλόγως και επί προσβολών της προσωπικότητας, οι οποίες συντελούνται στο διαδίκτυο (internet) μέσω ηλεκτρονικών ιστοσελίδων (περιοδικών), που λειτουργούν ως διεθνές μέσο διακίνησης πληροφοριών, ενόψει του ότι για τις προσβολές αυτές δεν υπάρχει ιδιαίτερο θεσμικό πλαίσιο, η δε πληροφόρηση μέσω του διαδικτύου είναι η εξέλιξη της ηλεκτρονικής πληροφόρησης μέσω του ραδιοφώνου και της τηλεοράσεως και η αντιμετώπισή τους δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με την αναλογική εφαρμογή της ήδη υπάρχουσας νομοθεσίας για τις προσβολές της προσωπικότητας μέσω του εντύπου (εφημερίδες, περιοδικά) ή του ηλεκτρονικού (τηλεόραση, ραδιόφωνο) τύπου, αφού και η ραγδαίως αναπτυσσομένη διαδικτυακή πληροφόρηση, που προσφέρεται από το internet σε πολυμεσική μορφή (multimedia), καθιστά την χρήση αυτού (internet) εκτός από “ομιλητή“ και “αποδέκτη“ και κάνει το διαδίκτυο να προσομοιάζει με μια νέας μορφής τηλεόραση. Η αναλογική εφαρμογή του υπάρχοντος νομοθετικού πλαισίου δεν είναι δυνατό να εμποδιστεί από το γεγονός ότι στο διαδίκτυο δεν υπάρχει η συνήθης ιεραρχική δομή οργάνωσης που απαντάται στα παραδοσιακά έντυπα, δηλαδή δεν υπάρχει ιδιοκτήτης, εκδότης, διευθυντής, συντάκτης, ούτε απαντώνται τα αντίστοιχα πρόσωπα που προβλέπει ο ν. 1178/1981 για τους ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς, διότι για να προσδοθεί σε ένα υλικό μέσο ο χαρακτηρισμός του μέσου ενημέρωσης δεν είναι απαραίτητη η ύπαρξη όλων των ανωτέρω προσώπων. Στην περίπτωση των ιστοσελίδων υπάρχει ο κάτοχος-διαχειριστής, ο οποίος μπορεί να ταυτίζεται ή όχι με το συντάκτη ορισμένου δημοσιεύματος, δεδομένου ότι σε αυτές, ανακοινώσεις συντάσσουν και οι αναγνώστες τους. Ο διαχειριστής μιας ιστοσελίδας έχει την αρμοδιότητα και τη δυνατότητα ελέγχου των καταχωρήσεων που αναρτώνται σε αυτήν, με την έννοια ότι λαμβάνοντας ένα σχόλιο, κλπ. από ένα χρήστη, μπορεί να μην επιτρέψει την ανάρτησή του στην ιστοσελίδα, ώστε αυτό να μην μπορεί να καταστεί προσιτό σε κάθε επισκέπτη της ιστοσελίδας αυτής. Ειδικότερα τα σχόλια, κείμενα, καταχωρήσεις κλπ., που εισέρχονται στην ιστοσελίδα από κάποιο συνδεδεμένο με αυτήν χρήστη, τίθενται σε γνώση του διαχειριστή της ιστοσελίδας, ο οποίος στη συνέχεια προβαίνει στην ανάρτηση του κειμένου με τρόπο ώστε το κείμενο να είναι πλέον προσιτό στον καθένα. Αυτή η τεχνική δυνατότητα, παρέχει στο διαχειριστή την ευχέρεια προληπτικής επέμβασης πριν τη δημοσιοποίηση των σχολίων που κάνουν οι χρήστες και συμμετέχοντες στις ασύγχρονες συζητήσεις, ώστε να προλαμβάνονται και να “μπλοκάρονται” ανεπιθύμητες καταχωρήσεις. Μάλιστα, η καταχώρηση σε μία ιστοσελίδα παρουσιάζει την ιδιομορφία, ότι, ενώ η δημοσίευση σε συγκεκριμένο φύλλο εφημερίδας ή περιοδικού ή η αναφορά σε συγκεκριμένη ραδιοφωνική ή τηλεοπτική εκπομπή προσβλητικής είδησης κλπ. γίνεται, άπαξ και δεν έχει διάρκεια, αντίθετα η αντίστοιχη καταχώρηση σε μια ιστοσελίδα, μπορεί να παραμείνει εκεί για απροσδιόριστο χρόνο, έχοντας διάρκεια, το μέγεθος της οποίας θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για την επιδίκαση του ποσού προς αποκατάσταση της προκληθείσης ηθικής βλάβης (ΑΠ 1017/2022, ΑΠ 1017/2020, ΑΠ 1425/2017, ΑΠ 575/2015, 1652/2013, ΑΠ 1701/2013).Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείοντες αφού παραθέτουν κείμενο διατάξεως προσδιοριζομένης ως αυτής από το άρθρο 3, μη προσδιοριζομένου εναρίθμως νομοθετήματος (προφανώς από τον ν. 1178/1981 “περί αστικής ευθύνης του τύπου και άλλων τινών διατάξεων”) προβάλλουν την αιτίαση ότι: “.. Η προσβαλλόμενη απόφαση επίσης αναφέρεται ότι υπάρχει ευθύνη του δευτέρου, τρίτου, τετάρτου και πέμπτου εξ ημών ως προστηθέντων της πρώτης, άνευ οποιασδήποτε αιτιολογίας, χωρίς να αναφέρει περιστατικά και την εμπλοκή εκάστου εξ ημών με αποτέλεσμα να υπάρχει πλήρης έλλειψη αιτιολογίας γιατί καταλογίστηκε στον δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο εξ ημών η ως άνω ευθύνη και το αναλογούν ποσό” . Από την παραδεκτή κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης, κατά το ενδιαφέρον εν προκειμένω μέρος της, το Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως τα εξής: “…. Την παραμονή της εν λόγω μετ’ αναβολής δικασίμου, ήτοι την Κυριακή …/…/2017 κυκλοφόρησε το με αριθμό … φύλλο της εβδομαδιαίας εφημερίδας “Ε. Τ. Τ. Κ.” της οποίας η πρώτη εναγομένη εταιρεία είναι ιδιοκτήτρια, ο δεύτερος εναγόμενος εκδότης, ο τρίτος διευθυντής, ο τέταρτος διευθυντής σύνταξης, ο πέμπτος διευθυντής έκδοσης και η έκτη των εναγομένων αρθρογράφος, ιδιότητες τις οποίες οι ως άνω εναγόμενοι φυσικά πρόσωπα ομολογούν στην πρώτη σελίδα και δη στην προμετωπίδα των προτάσεών τους. …Περαιτέρω, η δημοσίευση των προεκτεθέντων αποσπασμάτων από την ως άνω αγωγή του ενάγοντος στο φύλλο της ανωτέρω εφημερίδας συνιστά επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, καθώς τα αποσπάσματα αυτά αναφέρονται σε δεδομένα της προσωπικής και οικογενειακής ζωής του ενάγοντος και των δεδομένων αυτών έγινε επεξεργασία με τη μορφή της συλλογής, καταχώρισης και διάδοσης αυτών στο πλήθος των αναγνωστών της εφημερίδας . Η επεξεργασία αυτή έγινε χωρίς τη συγκατάθεση του ενάγοντος, ήτοι κατά παράβαση του άρθρου 5 παρ. 1 ν. 2472/1997….Περαιτέρω εν προκειμένω δεν συνέτρεχε καμία από τις οριζόμενες στην παράγραφο 2 του άρθρου 5 ν. 2472/1997 εξαιρέσεις σύννομης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων. Σημειωτέον ότι το επίμαχο δημοσίευμα αναπαράχθηκε αυθημερόν σε πολυάριθμες ιστοσελίδες και μέσα κοινωνικής δικτύωσης στα οποία πλήθος τρίτων φυσικών προσώπων-χρηστών των ιστοσελίδων ανήρτησε υβριστικά, υποτιμητικά και απαξιωτικά σχόλια εις βάρος του ενάγοντος, πολλά εκ των οποίων έκαναν λόγο και για οικονομική συναλλαγή μεταξύ αυτού και της μητέρας του τέκνου. Και ναι μεν οι εναγόμενοι δεν ευθύνονται κατά τις διατάξεις του π.δ. 131/2003 για τα σχόλια στις ιστοσελίδες τρίτων, πλην όμως η ένδικη αγωγή στηρίζεται στη προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος από την παράνομη κατά τα ανωτέρω επεξεργασία προσωπικών δεδομένων του, συνιστάμενη στη δημοσίευση αποσπασμάτων της αγωγής του που αναφέρονταν στην προσωπική και οικογενειακή του ζωή. Για την παράνομη κατά τα ανωτέρω επεξεργασία προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος που έλαβε χώρα μέσω του επίμαχου άρθρου της εφημερίδας “Ε. Τ. Τ. Κ.” και την εξ αυτής προσβολή της προσωπικότητάς του η έκτη εναγόμενη ευθύνεται ως συντάκτρια του άρθρου, η πρώτη εναγόμενη ευθύνεται ως υπεύθυνη επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων, βαρυνόμενη ταυτόχρονα ως ιδιοκτήτρια της εφημερίδας με τη γνήσια αντικειμενική ευθύνη που προβλέπεται στο άρθρο μόνο (1) του νόμου 1178/1981, δεδομένου ότι θεμελιώνεται η υποκειμενική ευθύνη της έκτης εναγομένης -συντάκτριας του άρθρου για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από τις παράνομες και υπαίτιες πράξεις της (παράνομη και υπαίτια προσβολή του δικαιώματος του ενάγοντος στην προσωπικότητά του), ενώ οι δεύτερος, τρίτος, τέταρτος και πέμπτος των εναγομένων ευθύνονται ως προστηθέντες της πρώτης….”.
Συνεπώς προς τα ανωτέρω, ο τρίτος λόγος αναίρεσης, εκτιμώμενος ως αφορών πλημμέλεια εκ του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος, δεδομένου ότι η προσβαλλομένη λεπτομερώς και με πλήρεις αιτιολογίες παρέθεσε τα γεγονότα εκείνα που συγκροτούν την υπαίτια και παράνομη σε βάρος του ενάγοντος συμπεριφορά των εναγομένων, καθώς και την ιδιότητα εκάστου αυτών και με βάση αυτή, την υποκειμενική ευθύνη της έκτης εναγομένης που συνέταξε το επίμαχο δημοσίευμα, που περιλάμβανε παράνομη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του ενάγοντος, την εκ της σχέσης πρόστησης, που συνδέει τους δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο των εναγομένων με την πρώτη εναγομένη, ευθύνη τους και την αντικειμενική ευθύνη της τελευταίας ως προστήσασας. Λαμβανομένου δε υπόψη, ότι η ευθύνη της τελευταίας είναι γνήσια αντικειμενική, ως προεκτέθηκε, δεν απαιτείτο να παρατίθενται στις αιτιολογίες της προσβαλλομένης περιστατικά που να θεμελίωναν και τυχόν προσωπικό πταίσμα του εκπροσώπου αυτής ως προς την προσβολή προσωπικότητος του ενάγοντος. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της, να διαταχθεί η εισαγωγή του καταβληθέντος για την άσκηση αυτής παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (αρθ.495 παρ. 4 ΚΠολΔ), και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες λόγω της ήττας τους, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε προτάσεις κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (αρθ. 176,183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ) όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 3.6.2021 αίτηση αναίρεσης της με αριθμό 3520/ 2020 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.- ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 22 Φεβρουαρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 17 Μαΐου 2023.
H ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ