ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (Δέκατο τμήμα, ευρεία σύνθεση)
29 Ιανουαρίου 2025 ( * ) ( 1 )
( Προστασία προσωπικών δεδομένων – Άρθρο 65 παράγραφος 1 στοιχείο α) του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 – Δεσμευτική απόφαση που δίνει εντολή σε μια κύρια εποπτική αρχή να διευρύνει το πεδίο της έρευνάς της και να εκδώσει νέο σχέδιο απόφασης – Αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Προστασίας Δεδομένων συμβούλιο )
Στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T‑70/23, T‑84/23 και T‑111/23,
Επιτροπή Προστασίας Δεδομένων, που ιδρύθηκε στο Δουβλίνο (Ιρλανδία), εκπροσωπούμενη από τους D. Young, A. Bateman, R. Minch, M. Delargy, K. Donnelly, Solicitors, B. Kennelly, Senior Counsel, D. Fennelly, E. Synnott και R. Costello, Barristers-at-Law,
αιτών,
v
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων, εκπροσωπούμενο από τους I. Vereecken, C. Foglia και M. Gufflet, που ενεργούν ως εκπρόσωποι, και από τους G. Ryelandt, E. de Lophem και P. Vernet, δικηγόρους,
εναγόμενος,
ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (Δέκατο τμήμα, ευρεία σύνθεση),
αποτελούμενη από τους O. Porchia, Πρόεδρο, M. Jaeger, L. Madise (εισηγητή), P. Nihoul και S. Verschuur, δικαστές,
Γραμματέας: M. Zwozdziak-Carbonne, Διαχειριστής,
έχοντας υπόψη το γραπτό μέρος της διαδικασίας,
μετά την ακρόαση της 16ης Απριλίου 2024,
δίνει τα εξής
Κρίση
1 Με τις αγωγές της δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα, η Επιτροπή Προστασίας Δεδομένων, η οποία είναι η ιρλανδική εποπτική αρχή για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, ζητεί την ακύρωση εν μέρει των δεσμευτικών αποφάσεων 3/2022, 4/2022 και 5/2022 της 5ης Δεκεμβρίου 2022. του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων (στο εξής: EDPB) σχετικά με τις διαφορές μεταξύ των οικείων εποπτικών αρχών που προκύπτουν από τα σχέδια αποφάσεων της Επιτροπής Προστασίας Δεδομένων σχετικά με, αντίστοιχα, το κοινωνικό δίκτυο Facebook, το κοινωνικό δίκτυο Instagram και την υπηρεσία ανταλλαγής μηνυμάτων WhatsApp, στο μέτρο που αυτές οι δεσμευτικές αποφάσεις της απαιτούν να διεξάγει νέες έρευνες σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων που πραγματοποιούνται σε σχέση με τη χρήση αυτών των αιτήσεων και την έκδοση νέων σχεδίων αποφάσεων με βάση τα αποτελέσματά τους.
Γεγονότα και διαδικασίες
2 Το 2018, τρία άτομα που ζουν στο Βέλγιο, τη Γερμανία και την Αυστρία, αντίστοιχα, υπέβαλαν καταγγελίες, μέσω του μη κερδοσκοπικού σωματείου «NOYB – Ευρωπαϊκό Κέντρο Ψηφιακών Δικαιωμάτων», ενώπιον της αντίστοιχης εποπτικής αρχής προστασίας δεδομένων του τόπου κατοικίας τους, καταγγελίες κατά Facebook Ireland Ltd (η οποία, το 2022, έγινε Meta Platforms Ireland Ltd, «Meta»), σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων σε σχέση με τη χρήση Facebook και Instagram, και κατά της WhatsApp Ireland Ltd («WhatsApp»), σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων σε σχέση με τη χρήση της υπηρεσίας ανταλλαγής μηνυμάτων WhatsApp.
3 Δεδομένης της διασυνοριακής φύσης της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε σχέση με τη χρήση αυτών των εφαρμογών και του τόπου εγκατάστασης των Meta και WhatsApp στην Ιρλανδία, ο αιτών είναι η κύρια εποπτική αρχή υπεύθυνη για τον χειρισμό αυτών των καταγγελιών σύμφωνα με το άρθρο 56 (1) του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός κανονισμός για την προστασία δεδομένων) (ΕΕ 2016 L 119, σ. 1). Μετά τις τρεις έρευνες που διενήργησε, η εν λόγω αρχή υπέβαλε στις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, συγκεκριμένα σε όλες τις εποπτικές αρχές των κρατών μελών και των άλλων κρατών μελών της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ), τρία σχέδια αποφάσεων, όπως προβλέπεται για στο άρθρο 60 παράγραφος 3 του Κανονισμού 2016/679.
4 Οι καταγγελίες που οδήγησαν στις τρεις διαδικασίες αφορούσαν πιθανές παραβάσεις πολλών διατάξεων του κανονισμού 2016/679, ιδίως των άρθρων 6 και 9. Το άρθρο 6 παράγραφος 1 απαριθμεί τις εναλλακτικές γενικές προϋποθέσεις που διέπουν τη νομιμότητα της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ενώ το άρθρο 9 ειδικότερα αφορά τις εναλλακτικές συνθήκες υπό τις οποίες ειδικές κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που θεωρούνται ευαίσθητα, όπως δεδομένα που αποκαλύπτουν απόψεις ή πεποιθήσεις, φυλετική ή εθνική καταγωγή, υγεία ή σεξουαλικού προσανατολισμού, μπορεί να υποβληθεί σε επεξεργασία. Στα τρία σχέδια αποφάσεών του, ο αιτών θεώρησε, μεταξύ άλλων, ότι οι καταγγέλλοντες δεν απέδειξαν ότι η Meta και η WhatsApp δεν μπορούσαν να βασιστούν σε μία από τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 του κανονισμού 2016/679, δηλαδή την αναφερόμενη στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β), το οποίο δεν απαιτεί τη συναίνεση των υποκειμένων των δεδομένων για την επεξεργασία των προσωπικών τους δεδομένων, προκειμένου να δικαιολογηθεί η νομιμότητα της επεξεργασίας δεδομένων που πραγματοποιείται σε σχέση με τη χρήση των κοινωνικών δικτύων Facebook και Instagram και της υπηρεσίας ανταλλαγής μηνυμάτων WhatsApp.
5 Ορισμένες άλλες εμπλεκόμενες εποπτικές αρχές εξέφρασαν αντιρρήσεις για τις εκτιμήσεις της προσφεύγουσας, ιδίως όσον αφορά τη στοχευμένη διαφήμιση στην οποία ενδέχεται να υποβληθούν οι χρήστες των κοινωνικών δικτύων Facebook και Instagram και της υπηρεσίας ανταλλαγής μηνυμάτων WhatsApp με βάση τη συμπεριφορά τους στα εφαρμογές. Ορισμένες εποπτικές αρχές επέστησαν επίσης την προσοχή στο γεγονός ότι η μη λήψη της συναίνεσης των χρηστών για την επεξεργασία δεδομένων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9 του κανονισμού 2016/679 θα οδηγούσε σε παραβίαση αυτής της διάταξης και τόνισαν ότι ο αιτών πρέπει να διευρύνει τις έρευνές του προκειμένου να καθοριστεί εάν και πώς η Meta και η WhatsApp επεξεργάστηκαν τέτοια δεδομένα.
6 Μετά από συζητήσεις με τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, ο αιτών διαπίστωσε ότι δεν είχε επιτευχθεί συναίνεση σχετικά με τις αντιρρήσεις στα σχέδια αποφάσεών του και υπέβαλε το θέμα στο EDPB στο πλαίσιο του μηχανισμού συνοχής που θεσπίστηκε με τον κανονισμό 2016/679, σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 4 του εν λόγω κανονισμού.
7 Μετά την εξέταση των τριών φακέλων, το EDPB εξέδωσε τις δεσμευτικές αποφάσεις 3/2022, 4/2022 και 5/2022 στις 5 Δεκεμβρίου 2022 δυνάμει του άρθρου 65 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού 2016/679. Στις τρεις αυτές δεσμευτικές αποφάσεις, το EDPB έκρινε καταρχάς ότι οι περισσότερες από τις αντιρρήσεις στα σχέδια αποφάσεων του προσφεύγοντος ήταν σχετικές και αιτιολογημένες, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 24 του κανονισμού 2016/679, και ότι ήταν σε θέση να να λάβουν θέση για τα ζητήματα που έθεσαν. Συναφώς, το EDPB ενέκρινε το βάσιμο ορισμένων από τις αιτιάσεις που έκρινε συναφείς και αιτιολογημένες.
8 Ειδικότερα, το EDPB δεν ακολούθησε τον αιτούντα στην ανάλυσή του ότι η Meta και η WhatsApp μπορούσαν, a priori, να βασιστούν στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού 2016/679 για να δικαιολογήσουν τη νομιμότητα της επεξεργασίας δεδομένων που πραγματοποίησαν σε σχέση με τη χρήση των τριών εν λόγω εφαρμογών. Ως εκ τούτου, με τις τρεις δεσμευτικές αποφάσεις 3/2022, 4/2022 και 5/2022, ζήτησε από τον αιτούντα να αποκλείσει από τις τελικές του αποφάσεις τα πορίσματα σχετικά με την ανάλυση αυτή, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της διαπίστωσης ότι δεν ήταν απαραίτητο να τη συγκατάθεση των χρηστών για την επεξεργασία δεδομένων που πραγματοποιήθηκε. Αντίθετα, της ζήτησε να διαπιστώσει στις τρεις τελικές της αποφάσεις ορισμένες παραβάσεις του κανονισμού 2016/679, ιδίως του άρθρου 6, παράγραφος 1, και να λάβει διορθωτικά μέτρα όσον αφορά τα Meta και WhatsApp.
9 Επιπλέον, με τις τρεις δεσμευτικές του αποφάσεις, το EDPB ενέκρινε επίσης τις αιτιάσεις που είχε θεωρήσει συναφείς και αιτιολογημένες σχετικά με το υπερβολικά στενό πεδίο εφαρμογής των αναλύσεων και των ερευνών που διεξήγαγε η προσφεύγουσα. Ενόψει της κατάργησης των πορισμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 8 ανωτέρω, τα ζητήματα που έθεσαν ορισμένες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, ιδίως όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων που αναφέρεται στο άρθρο 9 του κανονισμού 2016/679, και η αβεβαιότητα που επισημάνθηκε από τους καταγγέλλοντες σχετικά με το τι έγινε με αυτά τα δεδομένα, το EDPB αποφάσισε, πρώτον, ότι ο αιτών έπρεπε να διενεργήσει νέες έρευνες για να καθορίσει εάν οι εργασίες επεξεργασίας που πραγματοποιήθηκαν από τη Meta και το WhatsApp αφορούσαν σε αυτές τις ειδικές κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και κατά πόσον οι εν λόγω εταιρείες συμμορφώθηκαν συναφώς με τις σχετικές υποχρεώσεις που ορίζονται στον κανονισμό 2016/679 και, δεύτερον, ότι ο αιτών έπρεπε στη συνέχεια να εκδώσει νέα σχέδια αποφάσεων σχετικά με το θέμα αυτό σύμφωνα με το άρθρο 60( 3) του ίδιου κανονισμού, πέραν των τριών οριστικών αποφάσεων που έπρεπε ήδη να εκδώσει.
10 Έτσι, η δεύτερη περίοδος στα σημεία 198 και 487 (συνοπτικό διατακτικό) της δεσμευτικής αποφάσεως 3/2022 και στα σημεία 203 και 454 (συνοπτικό διατακτικό) της δεσμευτικής αποφάσεως 4/2022 έχει ως εξής:
«Το EDPB αποφασίζει ότι ο [αιτών] θα διενεργήσει νέα έρευνα σχετικά με τις διαδικασίες επεξεργασίας [της Meta] [σε σχέση με τις εφαρμογές του Facebook και Instagram] για να καθορίσει εάν επεξεργάζεται ειδικές κατηγορίες προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9 [του Κανονισμού 2016/679 ]) και συμμορφώνεται με τις σχετικές υποχρεώσεις βάσει του [Κανονισμού 2016/679], στο βαθμό που αυτή η νέα έρευνα συμπληρώνει τα πορίσματα που έγιναν στο [τελικό της αποφάσεις] που εκδόθηκαν βάσει [αυτών δεσμευτικών αποφάσεων] και με βάση τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας, εκδίδουν νέο σχέδιο απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 3 [του κανονισμού 2016/679]».
11 Στα σημεία 222 και 326.8 (συνοπτικό διατακτικό) της δεσμευτικής αποφάσεως 5/2022, το EDPB έδωσε εντολή στην προσφεύγουσα, καταρχάς, να διενεργήσει νέα έρευνα προκειμένου να εξακριβώσει i) εάν οι εργασίες επεξεργασίας που πραγματοποιήθηκαν από το WhatsApp στο πλαίσιο της υπηρεσίας ανταλλαγής μηνυμάτων WhatsApp σχετίζονται με ειδικές κατηγορίες προσωπικών δεδομένων, κατά την έννοια του άρθρου 9 του κανονισμού 2016/679, και εάν χρησιμοποιούνται για στοχευμένη διαφήμιση με βάση τη συμπεριφορά των χρηστών, το μάρκετινγκ ή την παροχή μετρήσεων σε τρίτους και την ανταλλαγή δεδομένων με συνδεδεμένες εταιρείες με σκοπό τη βελτίωση της υπηρεσίας και (ii) εάν η WhatsApp συμμορφώνεται ως προς αυτό με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στον Κανονισμό 2016 /679 και, δεύτερον, να εκδώσει νέο σχέδιο απόφασης δυνάμει του άρθρου 60 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού.
12 Στις υπό κρίση προσφυγές, που ασκήθηκαν στις 14, 17 και 24 Φεβρουαρίου 2023, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την εξουσία του EDPB να του επιβάλλει, στο πλαίσιο δεσμευτικών αποφάσεων που εκδόθηκαν δυνάμει του άρθρου 65, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 2016/679, μέτρα που αναφέρονται στις παραγράφους 9 και 11 ανωτέρω.
13 Οι υποθέσεις T‑70/23, T‑84/23 και T‑111/23 συνεκδικάστηκαν με απόφαση της 21ης Απριλίου 2023 του προέδρου του δέκατου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου.
14 Με εντολές της 26ης Οκτωβρίου 2023, Επιτροπή Προστασίας Δεδομένων κατά Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων (T‑70/23, T‑84/23 και T‑111/23, μη δημοσιευμένες, EU:T:2023:681) και της 26 Οκτώβριος 2023, Επιτροπή Προστασίας Δεδομένων κατά Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων (T‑70/23, T‑84/23 και T‑111/23, μη δημοσιευμένα, EU:T:2023:683), τα αιτήματα παρέμβασης που υποβλήθηκαν από τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, αυτά που υποβλήθηκαν από τα τρία πρόσωπα που υπέβαλαν τις καταγγελίες που οδήγησαν στην οι παρούσες υποθέσεις και αυτές που έγιναν από τη Meta και το WhatsApp απορρίφθηκαν.
Ζητούνται έντυπα παραγγελίας
15 Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
– στην υπόθεση T‑70/23, να ακυρώσει τη δεύτερη περίοδο των παραγράφων 198 και 487 της δεσμευτικής απόφασης EDPB 3/2022·
– στην υπόθεση T‑84/23, να ακυρώσει τη δεύτερη περίοδο των παραγράφων 203 και 454 της δεσμευτικής απόφασης EDPB 4/2022·
– στην υπόθεση T‑111/23, να ακυρώσει τις παραγράφους 222 και 326.8 της δεσμευτικής απόφασης EDPB 5/2022·
– στις τρεις περιπτώσεις, να καταδικάσει το EDPB στα δικαστικά του έξοδα.
16 Το EDPB, στις τρεις υποθέσεις, ζητεί από το Δικαστήριο:
– να απορρίψει τις αγωγές·
– επικουρικώς, να περιορίσει την ακύρωση των προσβαλλόμενων αποφάσεων στα σχετικά μέρη τους·
– να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.
Νόμος
17 Και στις τρεις περιπτώσεις, η προσφεύγουσα προβάλλει έναν μόνο λόγο ακυρώσεως, υποστηρίζοντας ότι το EDPB υπερέβη την αρμοδιότητα που του παρέχει το άρθρο 65, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 2016/679, απαιτώντας το, σε καθεμία από τις δεσμευτικές αποφάσεις επίμαχο, (i) να διεξαγάγει νέα έρευνα για πτυχές που δεν έχουν ακόμη εξεταστεί και (ii) να εκδώσει νέο σχέδιο απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού με βάση τα αποτελέσματα της νέας αυτής έρευνας.
Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
18 Στις προσφυγές της, όπως προκύπτει από τα αιτήματά της, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί άλλες οδηγίες που αναφέρονται στις δεσμευτικές αποφάσεις 3/2022, 4/2022 και 5/2022, αλλά μόνο εκείνες που της απαιτούν να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής της έρευνες και να εκδώσει νέα σχέδια αποφάσεων.
19 Το EDPB στηρίζεται σε αυτό για να υποστηρίξει ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί «κανένα άλλο μέρος» των αποφάσεων αυτών, και ειδικότερα δεν αμφισβητεί την αξιολόγηση των αντιρρήσεων που προέβαλαν οι εποπτικές αρχές, οι οποίες θεώρησαν ότι το πεδίο εφαρμογής των ερευνών της προσφεύγουσας ήταν πολύ στενή και ζήτησε ρητά να διευρυνθούν οι έρευνες αυτές, όπου κρίνεται σκόπιμο. Κατά την άποψή της, ο χαρακτηρισμός των ενστάσεων ως συναφών και αιτιολογημένων, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 24 του κανονισμού 2016/679, στις τρεις δεσμευτικές αποφάσεις θα πρέπει επομένως να θεωρηθεί οριστικός. Τα επιχειρήματα κατά του χαρακτηρισμού αυτού, που προβλήθηκαν με το υπόμνημα απαντήσεως, συνιστούν, κατά την άποψή της, νέο εκπρόθεσμο λόγο ακυρώσεως και, εάν το Γενικό Δικαστήριο τα εξέταζε, θα αποφάσιζε ultra petita . Σύμφωνα με το EDPB, δεδομένου ότι το άρθρο 65 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού 2016/679 του εξουσιοδοτεί να λαμβάνει δεσμευτική απόφαση για «όλα τα θέματα που αποτελούν αντικείμενο [α] σχετικής και αιτιολογημένης ένστασης», η αρμοδιότητα του δεν μπορεί να κληθεί υπό αμφισβήτηση στις παρούσες αγωγές. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, το EDPB εξετάζει μόνο επικουρικώς το ερώτημα εάν μια αντίρρηση εποπτικής αρχής ως προς το πεδίο της έρευνας που διεξάγεται από την κύρια εποπτική αρχή μπορεί να χαρακτηριστεί ως σχετική και αιτιολογημένη ένσταση, κατά την έννοια του άρθρου 4(24) του Κανονισμού 2016/679.
20 Ωστόσο, τα επιχειρήματα αυτά του EDPB στηρίζονται σε εσφαλμένες παραδοχές. Μολονότι η προσφεύγουσα επιδιώκει μόνο την ακύρωση των διατάξεων που της δίνουν εντολή να διευρύνει το πεδίο των ερευνών της και στη συνέχεια να εκδώσει νέα σχέδια αποφάσεων, και μολονότι δηλώνει ότι δεν επιδιώκει ούτε την ακύρωση των οδηγιών για την αφαίρεση ορισμένων πορισμάτων από τα σχέδια αποφάσεών της, ιδίως τη διαπίστωση ότι δεν ήταν απαραίτητο να ληφθεί η συγκατάθεση των χρηστών για την επεξεργασία δεδομένων που πραγματοποιήθηκε, ούτε η ακύρωση θεωρήσεων σχετικά με την έλλειψη επιμέλειας με για την οποία φέρεται να ασχολήθηκε με τις καταγγελίες που οδήγησαν στην έναρξη των διαδικασιών, οι οποίες δεν περιλαμβάνονταν στο διατακτικό των επίμαχων δεσμευτικών αποφάσεων, αναφέρει ρητώς στις τρεις αιτήσεις ότι αμφισβητεί την ερμηνεία του άρθρου 4 παράγραφος 24 του κανονισμού 2016 από το EDPB /679 σχετικά με την έννοια της «σχετικής και αιτιολογημένης ένστασης». Συναφώς, οι ποινές που τόνισε το EDPB, οι οποίες εμφανίζονται στις προσφυγές στις τρεις υποθέσεις και αφορούν πτυχές των δεσμευτικών αποφάσεων που δεν αποτελούν αντικείμενο των αγωγών, αναφέρονται σαφώς, όταν διαβάζονται στο πλαίσιο, μόνο στην αφαίρεση πορίσματα από τα σχέδια αποφάσεων και τις εκτιμήσεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η ιρλανδική εποπτική αρχή αντιμετώπισε τις αναφερόμενες καταγγελίες. Οι αιτήσεις πραγματεύονται εκτενώς το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4 παράγραφος 24 του Κανονισμού 2016/679 και την αδυναμία, σύμφωνα με τον αιτούντα, να προβληθεί σχετική και αιτιολογημένη ένσταση ως προς το εύρος της έρευνας και του σχεδίου απόφασης.
21 Πρέπει να προστεθεί ότι το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται ultra petita εξετάζοντας τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που αμφισβητούν τον χαρακτηρισμό των αιτιάσεων που οδήγησαν στην έκδοση των επίδικων διατάξεων ως συναφών και αιτιολογημένων αντιρρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 24, του κανονισμού 2016. /679, δεδομένου ότι η κατάταξη αυτή αποτελεί μέρος της αιτιολογίας των εν λόγω διατάξεων, αλλά δεν αποτελεί η ίδια αυτοτελές μέρος του διατακτικού του επίδικων δεσμευτικών αποφάσεων, την ακύρωση των οποίων η προσφεύγουσα φέρεται ότι αμέλησε να επιδιώξει. Συναφώς, η προσφεύγουσα είχε το δικαίωμα να περιοριστεί στο να ζητήσει την ακύρωση δεσμευτικών διατάξεων των εν λόγω αποφάσεων. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, μόνο το διατακτικό μιας πράξεως μπορεί να παράγει έννομα αποτελέσματα και, κατά συνέπεια, να θίγει τα συμφέροντα των ενδιαφερομένων. Οι εκτιμήσεις που γίνονται με βάση μια πράξη δεν μπορούν από μόνες τους να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως και μπορούν να υπόκεινται σε έλεγχο από τα δικαστήρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης μόνο στο μέτρο που αποτελούν την ουσιαστική βάση του διατακτικού της εν λόγω πράξης (βλ., για το σκοπό αυτό, διαταγές της 28ης Ιανουαρίου 2004, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής , C‑164/02, EU:C:2004:54, σκέψη 21, και της 30ής Απριλίου 2007, EnBW Energie Baden-Württemberg κατά Επιτροπής , T‑387/04, EU:T:2007:117, σκέψη 127 και παρατιθέμενη νομολογία). Κατ’ αρχήν, το διατακτικό μιας πράξης είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την αιτιολογία τους (βλ. Διάταξη της 30ής Απριλίου 2007, EnBW Energie Baden-Württemberg κατά Επιτροπής , T‑387/04, EU:T:2007:117, παράγραφος 127 και η παρατιθέμενη νομολογία).
22 Το EDPB υποστηρίζει επίσης ότι μη αμφισβητώντας την υποχρέωση που αναφέρεται στην παράγραφο 8 ανωτέρω να αφαιρέσει ορισμένα πορίσματα από τα σχέδια αποφάσεών του (πιο συγκεκριμένα την υποχρέωση αφαίρεσης του πορίσματος 1 από τα σχέδια αποφάσεων που αποτελούν αντικείμενο των Δεσμευτικών Αποφάσεων 3/2022 και 4/ 2022, σύμφωνα με την οποία η Meta δεν χρειαζόταν να ζητήσει τη συναίνεση των χρηστών προκειμένου να επεξεργαστεί τα προσωπικά τους δεδομένα σε σχέση με τη χρήση των εφαρμογών Facebook και Instagram, υποχρέωση που υποδηλώνει κατ’ ουσίαν ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι η Meta μπορεί να μην λάβει τη συγκατάθεση των χρηστών για την επεξεργασία αυτών των δεδομένων) συνεπάγεται από μόνη της ότι ο αιτών πρέπει να διευρύνει τις έρευνες και ότι οι οδηγίες σχετικά με αυτές τις έρευνες δεν μπορούν επομένως να ακυρωθούν.
23 Ωστόσο, ακόμη και αν η αφαίρεση των προαναφερθέντων πορισμάτων σήμαινε ότι ο αιτών έπρεπε να διενεργήσει πρόσθετη εξέταση προκειμένου να μάθει περισσότερα σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων που πραγματοποιήθηκε σε σχέση με τη χρήση των σχετικών εφαρμογών και να καθορίσει εάν η Meta, ως υπεύθυνος επεξεργασίας από αυτές τις εργασίες μεταποίησης, συμμορφώνονται πλήρως με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στον κανονισμό 2016/679 σχετικά με αυτές τις εργασίες, αυτό δεν σημαίνει ότι το EDPB είχε την ίδια την εξουσία να επιβάλει εξέταση και να προσδιορίσει το πεδίο εφαρμογής του στο πλαίσιο δεσμευτικής απόφασης που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 65 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού 2016/679. Επομένως, η προσφεύγουσα έχει συμφέρον να ακυρωθούν οι επίδικες οδηγίες.
24 Υπό τις συνθήκες αυτές, τα επιχειρήματα που αναφέρονται στις σκέψεις 19 και 22 ανωτέρω είναι αβάσιμα.
Ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως που αντλείται από έλλειψη αρμοδιότητας του EDPB να εκδώσει τις επίδικες διατάξεις
25 Προς στήριξη του λόγου αυτού, η προσφεύγουσα προβάλλει επιχειρήματα σχετικά με:
– τις προϋποθέσεις για την ανάθεση αρμοδιότητας σε φορέα της ΕΕ·
– τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 65 παράγραφος 1 στοιχείο α), του άρθρου 65 παράγραφος 6 και του άρθρου 4 παράγραφος 24 του κανονισμού 2016/679·
– την ερμηνεία των διατάξεων αυτών με βάση τα συμφραζόμενα υπό το πρίσμα των διαδικασιών που προβλέπονται στον κανονισμό 2016/679 για τη λήψη των διαφόρων αποφάσεων όπως οι επίμαχες και των εξουσιών που ανατίθενται στις εθνικές εποπτικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια·
– τη σκόπιμη ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων υπό το πρίσμα του μηχανισμού «μίας στάσης» που χρησιμοποιείται για τον έλεγχο της συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στον κανονισμό 2016/679, την επιθυμητή αποτελεσματικότητα του εν λόγω ελέγχου, τους μηχανισμούς συνεργασίας και συνέπειας καθώς και ο δικαστικός έλεγχος που διενεργείται σε εθνικό επίπεδο·
– τα χαρακτηριστικά του δικαστικού ελέγχου που διενεργείται σε εθνικό επίπεδο και τα οποία θεωρεί κατάλληλα για την επίλυση διαφορών σχετικά με το πεδίο των ερευνών μιας εποπτικής αρχής·
– τις προπαρασκευαστικές εργασίες για την έκδοση του κανονισμού 2016/679, σχετικά με τις εξουσίες του EDPB και το εύρος των σχετικών και αιτιολογημένων αντιρρήσεων που θα μπορούσαν να προκαλέσουν την παρέμβαση του EDPB·
– την ανεξαρτησία των εποπτικών αρχών που είναι αρμόδιες για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, όπως απαιτείται από το άρθρο 16 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ, το άρθρο 39 ΣΕΕ και το άρθρο 8 παράγραφος 3 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
26 Η προσφεύγουσα υποστηρίζει τον μοναδικό λόγο ακυρώσεως με πολυάριθμα επιχειρήματα που αποσκοπούν να αποδείξουν ότι το EDPB δεν είχε αρμοδιότητα να θεσπίσει τις επίδικες διατάξεις δυνάμει του άρθρου 65, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 2016/679. Επομένως, τα επιχειρήματα αυτά αφορούν το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως. Προς τούτο, η προσφεύγουσα επικαλείται, μεταξύ άλλων, άλλες διατάξεις του εν λόγω κανονισμού, ιδίως το άρθρο 4, παράγραφος 24, και το άρθρο 65, παράγραφος 6.
27 Ακόμη και αν ορισμένες από τις άλλες αυτές διατάξεις επικαλούνταν σε μεταγενέστερο στάδιο από εκείνο της προσφυγής, η επίκλησή τους θα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των επιχειρημάτων που συμπληρώνουν τον μοναδικό λόγο ακυρώσεως ή, με άλλα λόγια, σε διεύρυνση του λόγου αυτού. Επομένως, η επίκληση αυτή δεν θα ήταν εκπρόθεσμη υπό το πρίσμα του άρθρου 84, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο προβλέπει ότι κανένας νέος λόγος ακυρώσεως δεν μπορεί να προβληθεί κατά τη διάρκεια της δίκης, εκτός εάν βασίζεται σε ζητήματα νομικών ή πραγματικών περιστατικών που ήρθαν στο φως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας (βλ., για το σκοπό αυτό, αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 1954, Ιταλία κατά Ανωτάτης Αρχής , 2/54, EU:C:1954:8, σ. 51, και της 15ης Δεκεμβρίου 2005, Ιταλία κατά Επιτροπής , C‑66/02, EU:C:2005:768, παράγραφοι 85 έως 89).
28 Επομένως, κακώς το EDPB υποστηρίζει, με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, ότι τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που στηρίζονται στο άρθρο 65, παράγραφος 6, του κανονισμού 2016/679 είναι απαράδεκτα για τον λόγο ότι προβλήθηκαν εκπρόθεσμα στο υπόμνημα απαντήσεως. Επιπλέον, η διάταξη αυτή αναφέρεται ρητώς σε καθεμία από τις αιτήσεις. πρώτα αναφέρεται στην παρουσίαση του νομοθετικού πλαισίου και, στη συνέχεια, ο αιτών το χρησιμοποιεί σε μια επίδειξη συμφραζομένων, υποστηρίζοντας ότι η σύντομη περίοδος ενός μήνα που προβλέπεται για την έκδοση της τελικής απόφασης της κύριας εποπτικής αρχής βάσει της δεσμευτικής δέσμευσης του EDPB Απόφαση συνεπάγεται ότι η εν λόγω απόφαση μπορεί να σχετίζεται μόνο με πτυχές που έχουν ήδη εξεταστεί στο σχέδιο απόφασης της κύριας εποπτικής αρχής, οι οποίες, κατά συνέπεια, είχαν ήδη αποτελέσει αντικείμενο έρευνας σε αυτό το στάδιο. Επομένως, η προσφεύγουσα είχε το δικαίωμα, εν πάση περιπτώσει, στο στάδιο της απαντήσεως, να επικαλεστεί εκ νέου τη διάταξη αυτή προς στήριξη της γραμματικής ερμηνείας του άρθρου 65, παράγραφος 1, στοιχείο α’, του κανονισμού 2016/679.
29 Ωστόσο, δεν πρέπει να λησμονείται ότι κατά πάγια νομολογία, κατ’ αρχήν, για την ερμηνεία μιας διάταξης του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο η διατύπωσή της αλλά και το πλαίσιο εντός του οποίου εμφανίζεται και τους στόχους που επιδιώκονται από τους κανόνες στους οποίους αποτελεί μέρος (βλ., για το σκοπό αυτό, απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2018, Mensing , C‑264/17, EU:C:2018:968, παράγραφος 24 και παρατιθέμενη νομολογία). Στην προκειμένη περίπτωση, ορισμένα από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας βασίζονται επίσης σε εκτιμήσεις ή αρχές που αντλούνται πέρα από τον ίδιο τον κανονισμό 2016/679. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο θα αποφανθεί σχετικά με το εύρος της αρμοδιότητας του EDPB βάσει του άρθρου 65 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού 2016/679 εξετάζοντας, όπου χρειάζεται, πρώτα τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος που προβλήθηκαν στο πλαίσιο ενός κυριολεκτικού, συμφραζομένου, σκόπιμου και ιστορικού ανάλυση του εν λόγω κανονισμού, στη συνέχεια εκείνων που σχετίζονται με τις προϋποθέσεις για την ανάθεση αρμοδιότητας σε φορέα της ΕΕ, τα χαρακτηριστικά του δικαστικού ελέγχου που διενεργείται σε εθνικό επίπεδο και την ανεξαρτησία των εποπτικών αρχών που είναι αρμόδιες για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Τα επιχειρήματα σχετικά με την εμβέλεια της αρμοδιότητας του EDPB δυνάμει του άρθρου 65 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού 2016/679 που προβλήθηκαν στο πλαίσιο μιας κυριολεκτικής, συναφούς, σκόπιμης και ιστορικής ανάλυσης του εν λόγω κανονισμού
30 Η προσφεύγουσα επικαλείται τη διατύπωση του άρθρου 65, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του άρθρου 65, παράγραφος 6, και του άρθρου 4, παράγραφος 24, του κανονισμού 2016/679 για να ισχυριστεί ότι το EDPB δεν έχει την εξουσία να απαιτήσει δεσμευτική απόφαση που εκδόθηκε βάσει της πρώτης από αυτές τις διατάξεις, μια κύρια εποπτική αρχή για να διευρύνει την έρευνά της και να υποβάλει νέο σχέδιο απόφασης προκειμένου να συναχθούν συμπεράσματα από αυτήν την πρόσθετη έρευνα. Επικαλείται επίσης την έννοια αυτή στις αιτιολογικές σκέψεις 126 και 136 του εν λόγω κανονισμού.
31 Το άρθρο 65, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 2016/679 ορίζει:
«Προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθή και συνεπής εφαρμογή του παρόντος κανονισμού σε μεμονωμένες περιπτώσεις, το [EDPB] εκδίδει δεσμευτική απόφαση … όταν … μια ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή έχει διατυπώσει σχετική και αιτιολογημένη αντίρρηση σε σχέδιο απόφασης της κύριας εποπτικής αρχής και η κύρια εποπτική αρχή δεν ακολούθησε την ένσταση ή απέρριψε μια τέτοια ένσταση ως μη σχετική ή αιτιολογημένη. Η δεσμευτική απόφαση αφορά όλα τα θέματα που αποτελούν αντικείμενο της σχετικής και αιτιολογημένης ένστασης, ιδίως εάν υφίσταται παράβαση του παρόντος Κανονισμού».
32 Το άρθρο 4, παράγραφος 24, του κανονισμού 2016/679 ορίζει τη σχετική και αιτιολογημένη ένσταση ως εξής:
«αντίρρηση σε σχέδιο απόφασης ως προς το εάν υπάρχει παράβαση του παρόντος κανονισμού ή εάν η σχεδιαζόμενη ενέργεια σε σχέση με τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον εκτελούντα την επεξεργασία είναι σύμφωνη με τον παρόντα κανονισμό, γεγονός που καταδεικνύει σαφώς τη σημασία των κινδύνων που ενέχει το σχέδιο απόφασης όσον αφορά θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων και, κατά περίπτωση, η ελεύθερη ροή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εντός της Ένωσης».
33 Το άρθρο 65, παράγραφος 6, του κανονισμού 2016/679 προβλέπει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
«Η κύρια εποπτική αρχή ή, ανάλογα με την περίπτωση, η εποπτική αρχή στην οποία έχει υποβληθεί η καταγγελία λαμβάνει την τελική της απόφαση βάσει της απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και το αργότερο ένα μήνα μετά την κοινοποίηση της απόφασής του [EDPB]. … Η τελική απόφαση των ενδιαφερομένων εποπτικών αρχών λαμβάνεται σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 60 παράγραφοι 7, 8 και 9. Η τελική απόφαση παραπέμπει στην απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και διευκρινίζει ότι η απόφαση που αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο θα δημοσιευθεί στον δικτυακό τόπο του [EDPB] σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου. Στην τελική απόφαση επισυνάπτεται η απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.».
34 Κατά την προσφεύγουσα, οι τρεις διατάξεις που αναφέρονται στις σκέψεις 31 έως 33 ανωτέρω περιορίζουν το πεδίο εφαρμογής μιας δεσμευτικής απόφασης του EDPB, που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 65, παράγραφος 1, στοιχείο α’, του κανονισμού 2016/679, στο πεδίο εφαρμογής των αναλύσεων που πραγματοποιήθηκαν. στο σχέδιο απόφασης της κύριας εποπτικής αρχής που κοινοποιήθηκε στις άλλες εποπτικές αρχές τις οποίες αφορά η δικογραφία. Μια τέτοια δεσμευτική απόφαση μπορεί να απαντήσει μόνο σε σχετική και αιτιολογημένη ένσταση, η οποία πρέπει να αφορά το περιεχόμενο του σχεδίου απόφασης και όχι με όσα δεν περιλαμβάνονται σε αυτό. Η νομική ισχύς της δεσμευτικής απόφασης περιορίζεται στις τροποποιήσεις τις οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 65 παράγραφος 6 του εν λόγω κανονισμού, η αρμόδια εποπτική αρχή οφείλει να επιφέρει, εντός ενός μηνός από την κοινοποίηση της εν λόγω δεσμευτικής απόφασης, στην τελική απόφαση σε σύγκριση με το σχέδιο απόφαση. Συνεπώς, κατά την άποψη του αιτούντος, η δεσμευτική απόφαση μπορεί να σχετίζεται μόνο με την ορθή ερμηνεία του κανονισμού 2016/679 σε σχέση με όσα περιέχονται στο σχέδιο απόφασης της κύριας εποπτικής αρχής· Οι εν λόγω διατάξεις δεν παρέχουν καμία εξουσία στο EDPB να εκδίδει οδηγίες στην αρχή αυτή σχετικά με άλλο θέμα, για παράδειγμα, να την υποχρεώνει να διενεργήσει έρευνα ή να υποβάλει νέο σχέδιο απόφασης.
35 Ωστόσο, η ερμηνεία αυτή είναι περιοριστική υπό το φως του γράμματος των διατάξεων που παρατίθενται στις σκέψεις 31 έως 33 ανωτέρω. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το άρθρο 4 παράγραφος 24 του κανονισμού 2016/679 περιλαμβάνει στην έννοια της «σχετικής και αιτιολογημένης ένστασης» μια «ένσταση σε σχέδιο απόφασης σχετικά με το εάν υπάρχει παράβαση του παρόντος κανονισμού … η οποία καταδεικνύει σαφώς ότι τη σημασία των κινδύνων που ενέχει το σχέδιο απόφασης όσον αφορά τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων». Μολονότι το άρθρο 65 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού 2016/679 ορίζει ότι μια δεσμευτική απόφαση που εκδίδεται σχετικά «αφορά όλα τα θέματα που αποτελούν αντικείμενο της σχετικής και αιτιολογημένης ένστασης», τίποτα δεν εμποδίζει μια τέτοια ένσταση από σχετικά με την απουσία ή ανεπάρκεια ανάλυσης, σε αυτό το σχέδιο απόφασης της κύριας εποπτικής αρχής, μιας πτυχής της υπόθεσης, η οποία καθιστά αδύνατο να γνωρίζουμε εάν υπάρχει ή όχι παράβαση κανονισµό όσον αφορά αυτή την πτυχή. Οι λέξεις «ένσταση σε σχέδιο απόφασης» δεν περιορίζονται, αντίθετα με ό,τι ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, σε αντιρρήσεις για τις σκέψεις που εκτίθενται στο σχέδιο απόφασης. Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η δεσμευτική απόφαση του EDPB πρέπει να αφορά όλα τα θέματα που αποτελούν αντικείμενο σχετικών και αιτιολογημένων ενστάσεων, δεν υπάρχει τίποτα που να εμποδίζει, όταν το EDPB εγκρίνει σχετική και αιτιολογημένη ένσταση σχετικά με απουσία ή ανεπάρκεια αυτής της φύσης, η απόφαση αυτή να περιλαμβάνει οδηγία προς την επικεφαλής εποπτική αρχή να διορθώσει αυτή την έλλειψη ανάλυσης και, εάν κριθεί απαραίτητο υπό το φως του φακέλου ενώπιον του EDPB, να εμβαθύνει ή να διευρύνει προς το σκοπό αυτό την έρευνα που διεξήχθη μέχρι εκείνο το σημείο. Εάν φαίνεται ότι ο φάκελος της υπόθεσης είναι ανεπαρκής για τον σκοπό της πλήρους διενέργειας της απαιτούμενης ανάλυσης, το EDPB πρέπει να μπορεί να απαιτήσει από την κύρια εποπτική αρχή να αναλάβει περαιτέρω έρευνα.
36 Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η διατύπωση των τριών διατάξεων που αναφέρονται στις παραγράφους 31 έως 33 ανωτέρω, εξεταζόμενη από κοινού, δεν περιορίζει το πεδίο εφαρμογής μιας δεσμευτικής απόφασης μόνο στις άμεσες τροποποιήσεις που πρέπει να γίνουν στο σχέδιο απόφασης που υποβάλλεται από την κύρια εποπτική αρχή αρχή με σκοπό τη λήψη τελικής απόφασης υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 65 παράγραφος 6 του κανονισμού 2016/679, δηλαδή αποκλειστικά σε τροπολογίες που σχετίζονται με το περιεχόμενο του σχεδίου απόφασης, εξαιρουμένων όσων δεν περιλαμβάνονται σε αυτό. Συναφώς, αντίθετα με ό,τι ισχυρίζεται ο προσφεύγων, η τελευταία αυτή διάταξη αποσκοπεί απλώς στον προσδιορισμό των λεπτομερειών για την έκδοση της τελικής απόφασης όταν η απόφαση αυτή μπορεί να ακολουθήσει αμέσως δεσμευτική απόφαση του EDPB, ιδίως όταν δεν χρειάζεται να συνεχιστεί η έρευνα ή να προβεί σε μια ευρύτερη ή πιο εις βάθος ανάλυση ορισμένων πτυχών της υπόθεσης. Δεν πρόκειται για διάταξη σχετικά με το ενδεχόμενο περιεχόμενο μιας δεσμευτικής απόφασης, η οποία καθορίζεται από τη νομική βάση στην οποία εκδίδεται η εν λόγω απόφαση, εν προκειμένω το άρθρο 65 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού 2016/679, το οποίο πρέπει να σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 24, του εν λόγω κανονισμού όσον αφορά τον ορισμό της έννοιας της «σχετικής και αιτιολογημένης ένστασης». Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 65, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/679 προβλέπει διάφορα είδη δεσμευτικών αποφάσεων EDPB που δεν συνεπάγονται κατ’ ανάγκη τη μεταγενέστερη και άμεση έκδοση τελικής απόφασης εποπτικής αρχής.
37 Επιπλέον, η προσφεύγουσα αναγνωρίζει, με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι, στον κανονισμό 2016/679, το άρθρο 4, παράγραφος 24, είναι αυτό που ορίζει το ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής, με άλλα λόγια το πιθανό περιεχόμενο, δεσμευτικής απόφασης του EDPB που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 65. 1, στοιχείο α΄, του εν λόγω κανονισμού, μολονότι υποστηρίζει ότι το άρθρο 65, παράγραφος 6, του κανονισμού αυτού ορίζει τη νομική του ισχύ. Η τελευταία εκτίμηση είναι εσφαλμένη. Το άρθρο 65 παράγραφος 2 του Κανονισμού 2016/679 ορίζει τα νομικά αποτελέσματα μιας δεσμευτικής απόφασης του EDPB, προβλέποντας ότι μια τέτοια απόφαση είναι δεσμευτική για την κύρια εποπτική αρχή και όλες τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Έτσι, δηλώνοντας ότι η τελική απόφαση της αρμόδιας αρχής πρέπει να εκδοθεί βάσει της δεσμευτικής απόφασης του EDPB χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και το αργότερο ένα μήνα μετά την κοινοποίηση της απόφασής του από το EDPB, το άρθρο 65 παράγραφος 6 του κανονισμού 2016/ 679 δεν ορίζει ούτε το πεδίο εφαρμογής ούτε το νομικό αποτέλεσμα δεσμευτικής απόφασης που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 65 παράγραφος 1 στοιχείο α) του εν λόγω κανονισμού, αλλά έχει τον μοναδικό σκοπό, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 36 ανωτέρω, για τον καθορισμό των λεπτομερών κανόνων για τη λήψη οριστικών αποφάσεων των αρμόδιων αρχών, όπου οι αποφάσεις αυτές μπορούν να εκδοθούν αμέσως βάσει δεσμευτικής απόφασης EDPB. Με άλλα λόγια, εφόσον η προσφεύγουσα παραδέχεται ότι το ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής των δεσμευτικών αποφάσεων, όπως οι επίμαχες στην παρούσα υπόθεση, προκύπτει από μία διάταξη του κανονισμού 2016/679, δηλαδή το άρθρο 4, παράγραφος 24, δεν μπορεί να επικαλεστεί άλλη διάταξη. του εν λόγω κανονισμού, δηλαδή το άρθρο 65 παράγραφος 6, το οποίο υποστηρίζει ότι είναι αφιερωμένο στα έννομα αποτελέσματα τέτοιων αποφάσεων, προκειμένου να υπερασπιστεί έναν πιο περιοριστικό ορισμό αυτού του ουσιαστικού πεδίο εφαρμογής.
38 Η κυριολεκτική ανάλυση που πραγματοποιήθηκε στις σκέψεις 35 και 36 ανωτέρω των τριών διατάξεων που αναφέρονται στις σκέψεις 31 έως 33 ανωτέρω δεν μπορεί να ακυρωθεί από τη διατύπωση των αιτιολογικών σκέψεων 126 και 136 του κανονισμού 2016/679, αντίθετα με όσα ισχυρίζεται η προσφεύγουσα. Πράγματι, στην πρώτη από αυτές τις αιτιολογικές σκέψεις, δηλώνοντας ότι «η απόφαση θα πρέπει να συμφωνηθεί από κοινού από την κύρια εποπτική αρχή και τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές», ο νομοθέτης δεν αποκλείει σε καμία περίπτωση το πεδίο της ανάλυσης ότι μια τέτοια απόφαση πρέπει να καλύπτει σε μια συγκεκριμένη περίπτωση από την αξιολόγηση των ενδιαφερομένων εποπτικών αρχών εκτός από την κύρια εποπτική αρχή· Ισχύει μάλλον το αντίθετο, δεδομένου ότι η «απόφαση» λαμβάνει τη μορφή της όχι μόνο από τις εκτιμήσεις που περιέχονται σε αυτήν, αλλά και από το πεδίο των θεμάτων που καλύπτει. Κατά συνέπεια, εάν οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές δεν καταλήξουν σε συναίνεση και το θέμα παραπεμφθεί στο EDPB, η διατύπωση αυτής της αιτιολογικής σκέψης δεν αποκλείει το EDPB να απαιτήσει τη διεύρυνση της ανάλυσης και, εάν χρειάζεται, της έρευνας. Ομοίως, η αιτιολογική σκέψη 136 του κανονισμού 2016/679 ορίζει ότι το EDPB «πρέπει να εκδίδει… νομικά δεσμευτικές αποφάσεις σε σαφώς καθορισμένες περιπτώσεις όπου υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις μεταξύ των εποπτικών αρχών, ιδίως στον μηχανισμό συνεργασίας μεταξύ της κύριας εποπτικής αρχής και των ενδιαφερόμενων εποπτικών αρχών για την επί της ουσίας της υπόθεσης, ιδίως εάν υπάρχει παράβαση του παρόντος κανονισμού». Σε αντίθεση με ό,τι ισχυρίζεται ο αιτών, το εύρος της έρευνας δεν είναι διαδικαστικό ζήτημα, αλλά σχετίζεται με την ουσία της υπόθεσης, δεδομένου ότι καθορίζει την έκταση του τι πρέπει να εξεταστεί προκειμένου να εκτιμηθεί εάν η πράξη ή οι επίμαχες εργασίες επεξεργασίας δεδομένων συμμορφώνονται με τον Κανονισμό 2016/679.
39 Συναφώς, ένα άλλο επιχείρημα της προσφεύγουσας, σύμφωνα με το οποίο η ερμηνεία της έννοιας της «σχετικής και αιτιολογημένης ένστασης» που υιοθετήθηκε στη σκέψη 35 ανωτέρω θα έδινε στο EDPB τη δυνατότητα να εκδώσει οδηγίες στην κύρια εποπτική αρχή σχετικά με όλες τις εξουσίες που κατέχονται από την εν λόγω αρχή, υπό τον αποκλειστικό όρο ότι το ερώτημα που τίθεται από μια οικεία εποπτική αρχή χαρακτηρίζεται ως σχετική και αιτιολογημένη ένσταση με την έννοια που γίνεται έτσι αποδεκτή, μπορεί πλέον να απορρίφθηκε. Όπως αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 24 του κανονισμού 2016/679, μια σχετική και αιτιολογημένη ένσταση σε σχέδιο απόφασης της κύριας εποπτικής αρχής μπορεί να σχετίζεται μόνο με θέμα που αφορά εάν τηρείται ο εν λόγω κανονισμός ή εάν τα διορθωτικά μέτρα που προβλέπονται σε σχέση με ο ελεγκτής ή ο επεξεργαστής είναι οι ίδιοι συμβατοί με αυτό. Επομένως, μια τέτοια ένσταση μπορεί να αφορά μόνο την ουσία της υπόθεσης και τις τελικές εξουσίες λήψης αποφάσεων της κύριας εποπτικής αρχής, που προβλέπονται ιδίως στο άρθρο 58, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, οι οποίες αφορούν επίσης την ουσία. Κατά συνέπεια, μια τέτοια ένσταση δεν μπορεί να σχετίζεται με τη διεξαγωγή της ίδιας της έρευνας (σε αντίθεση με το εύρος της έρευνας), η οποία βασίζεται στις εξουσίες έρευνας των εποπτικών αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 58 παράγραφος 1 του κανονισμού 2016/ 679.
40 Επομένως, η κατά γράμμα ανάλυση του άρθρου 65, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 2016/679, που πραγματοποιήθηκε λαμβάνοντας υπόψη τη διατύπωση του άρθρου 4, παράγραφος 24, του άρθρου 65, παράγραφος 6, και των αιτιολογικών σκέψεων 126 και 136 του εν λόγω κανονισμού, υποστηρίζει την αρμοδιότητα του EDPB να θεσπίζει διατάξεις, όπως οι επίδικες διατάξεις, που δίνουν εντολή στον αιτούντα να διεξαγάγει νέα έρευνα για ορισμένες πτυχές τους εν λόγω φακέλους και στη συνέχεια να εγκρίνει νέα σχέδια αποφάσεων με βάση τα αποτελέσματα. Πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο των συμφραζομένων και σκόπιμων ερμηνειών του κανονισμού 2016/679 είναι τέτοια που να έρχονται σε αντίθεση με τα αποτελέσματα αυτής της αρχικής ανάλυσης.
41 Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, πρώτον, όσον αφορά μια συμφραζόμενη ερμηνεία, ότι η διαδικασία συνεργασίας μεταξύ της κύριας εποπτικής αρχής και των άλλων ενδιαφερόμενων εποπτικών αρχών, η οποία αποτελεί αντικείμενο του άρθρου 60 του κανονισμού 2016/679, εμποδίζει το EDPB να απαιτήσει η έρευνα να συνεχιστεί. Αυτή η «μονόδρομη» διαδικασία, η οποία οριοθετείται από μια σειρά από σύντομες προθεσμίες, δεν επιτρέπει την απόσυρση ενός σχεδίου απόφασης, ώστε να μπορέσει να ξανανοίξει η έρευνα για να διευκολυνθεί η διερεύνηση ενός νέου θέματος. Ως εκ τούτου, το άρθρο 60 παράγραφος 5 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο εφαρμόζεται όταν η ίδια η κύρια εποπτική αρχή ακολουθεί ένσταση υποβάλλοντας αναλόγως αναθεωρημένο σχέδιο απόφασης, προβλέπει προθεσμία μόνο δύο εβδομάδων ώστε οι άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές να γνωμοδοτήσουν σχετικά. αναθεωρήθηκε το σχέδιο απόφασης υποβάλλοντας, κατά περίπτωση, νέες αντιρρήσεις. Αυτό υποδηλώνει ότι ένα αναθεωρημένο σχέδιο απόφασης δεν μπορεί να περιλαμβάνει σημαντικές τροποποιήσεις που θα προέκυπταν από τη διεύρυνση της έρευνας. Ομοίως, το άρθρο 65, παράγραφος 6, του εν λόγω κανονισμού παρέχει στην κύρια εποπτική αρχή προθεσμία ενός μηνός για να απαντήσει, στην τελική της απόφαση, σε δεσμευτική απόφαση του EDPB, η οποία δείχνει ότι το EDPB δεν μπορεί να απαιτήσει την επανέναρξη της έρευνας.
42 Ωστόσο, το άρθρο 60 παράγραφος 5 και το άρθρο 65 παράγραφος 6 του κανονισμού 2016/679 δεν εφαρμόζονται όταν απαιτείται νέα έρευνα ή περαιτέρω ανάλυση, που θα υποβληθεί στις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές· Οι εν λόγω διατάξεις αναφέρονται μόνο σε περιπτώσεις όπου το σχέδιο απόφασης μπορεί να τροποποιηθεί αμέσως βάσει σχετικών και αιτιολογημένων αντιρρήσεων που είτε γίνονται άμεσα αποδεκτές από την κύρια εποπτική αρχή είτε έχουν εγκριθεί από το EDPB σε δεσμευτική απόφαση.
43 Συναφώς, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η διαδικασία συνεργασίας μεταξύ εποπτικών αρχών που αφορά μια υπόθεση, όπως περιγράφεται στο άρθρο 60 του κανονισμού 2016/679, η οποία μπορεί να συνεπάγεται την ενεργοποίηση του μηχανισμού συνοχής που λειτουργεί η EDPB, που προβλέπεται στο άρθρο 60, παράγραφος 4, δεν είναι μια «μονόδρομη» διαδικασία κατά την οποία τα στάδια διαδέχονται πάντα το ένα το άλλο με τη σειρά των διατάξεων που τα προβλέπουν, χωρίς τη δυνατότητα επιστροφής σε προηγούμενο στάδιο ή παραμένοντας προσωρινά στο ίδιο στάδιο. Έτσι, για παράδειγμα, ξεκινώντας από την κατάσταση που τόνισε ο αιτών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 60 παράγραφος 5, στην οποία η ίδια η κύρια εποπτική αρχή σκόπευε να ακολουθήσει τις αντιρρήσεις άλλων ενδιαφερόμενων εποπτικών αρχών στο σχέδιο απόφασής της που υποβλήθηκε δυνάμει του άρθρου 60 παράγραφος 3 ), και στην οποία υπέβαλε αναθεωρημένο σχέδιο απόφασης στις αρχές αυτές, η διαδικασία μπορεί να εξελιχθεί με διάφορους τρόπους. Εάν οι αρχές αυτές δεν διατυπώσουν αντίρρηση στο αναθεωρημένο σχέδιο, η τελική απόφαση ή οι τελικές αποφάσεις πρέπει στη συνέχεια να εκδοθούν απευθείας σύμφωνα με τις παραγράφους 6 έως 9 του εν λόγω άρθρου. Διαφορετικά, δηλαδή όταν υπάρχουν αντιρρήσεις για το αναθεωρημένο σχέδιο, εάν η κύρια εποπτική αρχή αποδεχθεί εν όλω ή εν μέρει αυτές τις αντιρρήσεις, η φάση που προβλέπεται στο άρθρο 60 παράγραφος 5 επαναλαμβάνεται, απαιτώντας από την κύρια εποπτική αρχή να υποβάλει νέο αναθεωρημένο σχέδιο λαμβάνοντας υπόψη τις ενστάσεις που έχει αποδεχθεί. Εάν η κύρια εποπτική αρχή δεν αποδεχθεί όλες ή ορισμένες από τις αντιρρήσεις για το αναθεωρημένο σχέδιο, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 4, να ενεργοποιήσει τον μηχανισμό συνέπειας παραπέμποντας το θέμα στο EDPB με βάση την πιο επιτυχημένη αναθεωρημένη σχέδιο απόφασης.
44 Το EDPB παρέχει στο υπόμνημά του αντικρούσεως άλλο ένα παράδειγμα που δείχνει ότι η διαδικασία συνεργασίας μεταξύ εποπτικών αρχών που αφορά μια υπόθεση, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 60 του κανονισμού 2016/679, δεν είναι κατ’ ανάγκη σύστημα «μονόδρομο». Μετά από αντιρρήσεις από άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές για το σχέδιο απόφασής της που υποβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 3, η κύρια εποπτική αρχή μπορεί η ίδια να θεωρήσει ότι, αντί να υποβάλει αμέσως αναθεωρημένο σχέδιο απόφασης ή να ενεργοποιήσει τον μηχανισμό συνοχής, είναι σκόπιμο να επανέλθει και να διερευνήσει περαιτέρω πριν υποβάλει εκ νέου σχέδιο απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 3. Το EDPB σημειώνει ότι η γαλλική εποπτική αρχή το έκανε αυτό σε μία περίπτωση.
45 Ομοίως, όταν το EDPB παρεμβαίνει δυνάμει του άρθρου 60, παράγραφος 4, και εκδίδεται δεσμευτική απόφαση, είναι δυνατές διάφορες καταστάσεις. Εάν όλες οι σχετικές πτυχές της υπόθεσης έχουν εξεταστεί επαρκώς στο σχέδιο απόφασης της κύριας εποπτικής αρχής, η κύρια εποπτική αρχή ή, ανάλογα με την περίπτωση, η εποπτική αρχή στην οποία έχει υποβληθεί η καταγγελία, μπορεί να εγκρίνει, σύμφωνα με το άρθρο 60 (6) έως (9), οριστική απόφαση ή αποφάσεις περάτωσης της υπόθεσης, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τη δεσμευτική απόφαση του EDPB. Εάν, αντιθέτως, η δεσμευτική απόφαση του EDPB διαπιστώσει, μετά από σχετικές ενστάσεις, ότι το σχέδιο απόφασης της κύριας εποπτικής αρχής δεν αντιμετωπίζει ή δεν αντιμετωπίζει επαρκώς, όλες τις σχετικές πτυχές της υπόθεσης και, κατά περίπτωση , ότι είναι επομένως απαραίτητη η επανέναρξη της έρευνας, μία ή περισσότερες μερικές τελικές αποφάσεις μπορούν να ληφθούν από την κύρια εποπτική αρχή ή από την εποπτική αρχή στην οποία υποβλήθηκε η καταγγελία, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, αλλά η κύρια εποπτική αρχή πρέπει ταυτόχρονα να συμπληρώνει την ανάλυσή της, εάν είναι απαραίτητο μετά τη διεξαγωγή νέας έρευνας, με σκοπό την υποβολή, σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 3, νέου σχεδίου απόφασης στις άλλες εποπτικές αρχές ενδιαφερόμενος.
46 Η προσφεύγουσα προβάλλει ένα δεύτερο επιχείρημα όσον αφορά την ερμηνεία των συμφραζομένων ότι, υπό το φως της αιτιολογικής σκέψης 141 του κανονισμού 2016/679, του άρθρου 57, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του εν λόγω κανονισμού, διευκρινίζοντας ότι η εποπτική αρχή είναι να χειρίζονται καταγγελίες και να διερευνούν το αντικείμενό τους στον βαθμό που ενδείκνυται, αποδεικνύει ότι το πεδίο της έρευνας που θα διεξαχθεί μετά από καταγγελία εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια των εθνικών εποπτικές αρχές, υπόκεινται μόνο σε εθνικό δικαστικό έλεγχο.
47 Η αιτιολογική σκέψη 141 του κανονισμού 2016/679 αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής:
«Κάθε υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να υποβάλει καταγγελία σε μία μόνο εποπτική αρχή, ιδίως στο κράτος μέλος της συνήθους διαμονής του, και το δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προσφυγή … εάν το υποκείμενο των δεδομένων θεωρεί ότι τα δικαιώματά του δυνάμει του παρόντος κανονισμού παραβιάζονται ή όταν η εποπτική αρχή δεν ενεργεί για καταγγελία, απορρίπτει εν μέρει ή εν όλω μια καταγγελία ή δεν ενεργεί όταν μια τέτοια ενέργεια είναι απαραίτητη για την προστασία των δικαιωμάτων του το υποκείμενο των δεδομένων. Η έρευνα μετά από καταγγελία θα πρέπει να διενεργείται, με την επιφύλαξη δικαστικού ελέγχου, στο βαθμό που ενδείκνυται στη συγκεκριμένη περίπτωση. …»
48 Ωστόσο, το άρθρο 57 παράγραφος 1 στοιχείο στ) του κανονισμού 2016/679 και οι εκτιμήσεις που επικαλείται η προσφεύγουσα δεν αποκλείουν το ζήτημα της καταλληλότητας του πεδίου της έρευνας από τον μηχανισμό συνεργασίας μεταξύ των οικείων εποπτικών αρχών και των μηχανισμός συνέπειας που λειτουργεί από το EDPB.
49 Το άρθρο 57 του κανονισμού 2016/679, που αφορά τα καθήκοντα των εποπτικών αρχών, προβλέπει ως πρώτο καθήκον, στην παράγραφο 1, στοιχείο α΄, του εν λόγω άρθρου, την παρακολούθηση και την επιβολή της εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού. Ως εκ τούτου, αντίθετα με ό,τι κατ’ ουσία δήλωσε ο προσφεύγων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ανάλυση των συνθηκών υπό τις οποίες πραγματοποιείται η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της συμμόρφωσής της με τον εν λόγω κανονισμό δεν χρειάζεται να περιοριστεί σε ό,τι επισημαίνεται στην καταγγελία .
50 Πάνω απ’ όλα, η πλήρης εκτέλεση των καθηκόντων που προβλέπονται στο άρθρο 57 παράγραφος 1 στοιχεία α) και στ) του κανονισμού 2016/679 σχετικά με την επιβολή της εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού και τη διεκπεραίωση των καταγγελιών στον βαθμό που ενδείκνυται συνεπάγεται την υιοθέτηση κατάλληλου εύρους ανάλυσης του φακέλου υπό το πρίσμα της καταγγελίας που τον οδήγησε, αλλά και υπό το φως άλλων παραγόντων που μπορεί να τον συμπληρώσουν. Όταν η εν λόγω επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι διασυνοριακή, η ανάλυση αυτή πρέπει να οδηγεί στη λήψη αποφάσεων που αποτελούν αντικείμενο της διαδικασίας συνεργασίας που προβλέπεται στο άρθρο 60 του εν λόγω κανονισμού. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, το κριτήριο που πρέπει να πληρούται προκειμένου ένα θέμα να αποτελέσει αντικείμενο δεσμευτικής απόφασης EDPB, η οποία εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 65 παράγραφος 1 στοιχείο α) του εν λόγω κανονισμού, είναι ότι έχει οδηγήσει σε σχετική και αιτιολογημένη ένσταση, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 24 του εν λόγω κανονισμού. Η σχετική και αιτιολογημένη ένσταση, σύμφωνα με τον ορισμό της, αφορά πτυχές των οποίων η ανάλυση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των δύο προαναφερθέντων εργασιών. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι μια σχετική και αιτιολογημένη ένσταση αφορά το εύρος της ανάλυσης και, κατά περίπτωση, το πεδίο εφαρμογής της έρευνας και ότι το EDPB ακολουθεί την ένσταση αυτή δεν υπονομεύει σε καμία περίπτωση τα καθήκοντα αυτά. Επιπλέον, το γεγονός ότι οι ενδιάμεσες αποφάσεις των εποπτικών αρχών μετά από καταγγελία μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων δεν εμποδίζει το σχέδιο απόφασης της κύριας εποπτικής αρχής να υπόκειται, εντός των ουσιαστικών ορίων που ορίζονται στον μηχανισμό συνοχής που έχει θεσπιστεί στον Κανονισμό 2016/679, προς επανεξέταση από το EDPB.
51 Επομένως, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με την ερμηνεία των συμφραζομένων δεν συνηγορούν υπέρ της θέσης της ως προς την αναρμοδιότητα του EDPB να θεσπίσει τις επίδικες διατάξεις.
52 Αντιθέτως, το γενικό πλαίσιο της υποχρέωσης συνεργασίας μεταξύ των εποπτικών αρχών τις οποίες αφορά μια υπόθεση, που κατοχυρώνεται στον κανονισμό 2016/679, επιβεβαιώνει την αρμοδιότητα του EDPB ως προς αυτό. Το άρθρο 60 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι «η κύρια εποπτική αρχή συνεργάζεται με τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές σύμφωνα με το παρόν άρθρο σε μια προσπάθεια να επιτευχθεί συναίνεση». Το άρθρο 60 παράγραφος 3 του ίδιου κανονισμού ορίζει ότι «η επικεφαλής εποπτική αρχή κοινοποιεί, χωρίς καθυστέρηση, τις σχετικές πληροφορίες στις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές» και ότι «υποβάλλει χωρίς καθυστέρηση σχέδιο απόφασης [σε αυτές]». για τη γνώμη τους και να λάβει δεόντως υπόψη τις απόψεις τους».
53 Επομένως, η συνεργασία μεταξύ των ενδιαφερομένων εποπτικών αρχών αφορά ιδίως την ανάλυση της υπόθεσης στο σύνολό της και την προετοιμασία της απόφασης, και ότι η κύρια εποπτική αρχή πρέπει να επιδιώξει τη συμφωνία των άλλων ενδιαφερομένων εποπτικών αρχών. . Κανένα στοιχείο των προαναφερθεισών διατάξεων δεν επιτρέπει να αποκλειστεί από την εν λόγω υποχρέωση συνεργασίας το ζήτημα του εύρους της προς διενέργεια ανάλυσης ή, κατά περίπτωση, του ζητήματος της έκτασης της προς διενέργεια προκαταρκτικής έρευνας. Στην απόφαση της 15ης Ιουνίου 2021, Facebook Ireland and Others (C‑645/19, EU:C:2021:483, παράγραφοι 63 και 64), το Δικαστήριο σημείωσε την απαραίτητη φύση του διαλόγου και της ειλικρινούς και αποτελεσματικής συνεργασίας μεταξύ των ενδιαφερόμενων εποπτικών αρχών από μια υπόθεση.
54 Από τις σκέψεις 41 έως 53 ανωτέρω προκύπτει ότι η εξέταση του πλαισίου που προκύπτει από τις διατάξεις του κανονισμού 2016/679 επιβεβαιώνει την κατά γράμμα ανάλυση που πραγματοποιήθηκε ανωτέρω.
55 Βάσει σκόπιμης ερμηνείας, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, καταρχάς, ότι η αναγνώριση ότι το EDPB έχει την εξουσία να καθοδηγήσει μια επικεφαλής εποπτική αρχή να εκδώσει νέο σχέδιο απόφασης και να διευρύνει εκ των προτέρων το πεδίο της έρευνάς της για τον σκοπό αυτό δεν είναι συνεπής με τον μηχανισμό της «ενιαίας στάσης» που είχε σκοπό ο νομοθέτης όταν εξέδωσε τον κανονισμό 2016/679. Η σύσταση αποκλειστικής εποπτικής αρχής για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα αποσκοπούσε ιδίως στην αποφυγή περιττών δαπανών και υπερβολικών ταλαιπωριών για αυτούς, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 129 του Κανονισμού 2016/679. Η επανέναρξη μιας έρευνας λόγω απλής διαφωνίας μεταξύ των εποπτικών αρχών θα αγνοούσε αυτόν τον στόχο, υποχρεώνοντας τους καταγγέλλοντες και τις εναγόμενες επιχειρήσεις να ξεκινήσουν εκ νέου την έρευνα, με συνακόλουθα έξοδα και ενοχλήσεις, όταν θα έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί αυτή η φάση.
56 Ωστόσο, χωρίς να είναι απαραίτητο να αποφανθεί επί των προθέσεων του νομοθέτη, αρκεί να σημειωθεί ότι μια ενιαία θυρίδα πληροί έναν στόχο διαδικαστικής απλούστευσης που δεν μπορεί να υπερισχύει του βασικού στόχου του κανονισμού 2016/679, που είναι η διασφάλιση της συμμόρφωσης με το θεμελιώδες δικαίωμα των φυσικών προσώπων στην προστασία των προσωπικών τους δεδομένων. Η αιτιολογική σκέψη 1 του εν λόγω κανονισμού αναφέρει συναφώς ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και το άρθρο 16, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ προβλέπουν ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν. Η διεύρυνση της έρευνας, που ζητείται αναγκαστικά από τουλάχιστον τις μισές εποπτικές αρχές στο πλαίσιο του EDPB, δεν περιπλέκει, αντίθετα με ό,τι ισχυρίζεται ο αιτών, το έργο του ατόμου που υπέβαλε καταγγελία ή του υπεύθυνου επεξεργασίας που αφορά αυτή η καταγγελία, αλλά αποτελεί μέτρο για την υπεράσπιση των αντίστοιχων δικαιωμάτων τους. Επιπλέον, τα μειονεκτήματα που αναφέρει ο αιτών μπορούν να αποφευχθούν εάν η κύρια εποπτική αρχή διενεργήσει έρευνα και ανάλυση που καλύπτει εξαρχής όλες τις πτυχές που απαιτούνται για τη λήψη μιας πλήρους τελικής απόφασης σχετικά με την εν λόγω υπόθεση.
57 Πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η επανέναρξη μιας έρευνας καθυστερεί την επίτευξη συναίνεσης επί των θεμάτων που έχουν ήδη διερευνηθεί και προσδιοριστεί.
58 Σε μια τέτοια περίπτωση, η αρμόδια αρχή οφείλει, αντιθέτως, όπως έπραξε πράγματι ο προσφεύγων εν προκειμένω, να εκδώσει τελική απόφαση επί των ουσιαστικών πτυχών που διερευνήθηκαν και καθορίστηκαν μετά από δεσμευτική απόφαση EDPB εντός της προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 65(6) του Κανονισμού 2016/679. Αυτό δεν την εμποδίζει να προβεί σε πρόσθετη έρευνα και να αναλύσει εκείνες τις πτυχές της υπόθεσης που δεν έχουν ακόμη εξεταστεί.
59 Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η έλλειψη συμμετοχής του EDPB στον καθορισμό του πεδίου της ανάλυσης που απαιτείται για μια συγκεκριμένη υπόθεση, η οποία είναι προσωρινό ή διαδικαστικό ζήτημα, δεν εμποδίζει τη λειτουργία του μηχανισμού συνεργασίας μεταξύ των εποπτικών αρχών.
60 Ωστόσο, ο μηχανισμός συνεργασίας φτάνει στα όριά του όταν δεν μπορεί να επιτευχθεί συναίνεση μεταξύ των ενδιαφερόμενων εποπτικών αρχών. Στην περίπτωση αυτή, η οποία προβλέπεται ρητά στο άρθρο 60 παράγραφος 4 του κανονισμού 2016/679, το θέμα για το οποίο δεν έχει επιτευχθεί συναίνεση πρέπει να υποβάλλεται από την κύρια εποπτική αρχή στον μηχανισμό συνοχής, πράγμα που οδηγεί σε δεσμευτική απόφαση του ΕΔΠΠ, όπως αναφέρεται στην εν λόγω διάταξη.
61 Τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι μια τέτοια έλλειψη συναίνεσης επιλύεται με την προσφυγή σε δικαστικό έλεγχο ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Σημειώνει ότι το άρθρο 58 παράγραφος 4 και η αιτιολογική σκέψη 141 του κανονισμού 2016/679 ορίζουν ότι η έρευνα υπόκειται σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο.
62 Είναι αλήθεια ότι, εάν το EDPB δεν ήταν σε θέση να επιλύσει ένα πρόβλημα σχετικά με το εύρος της ανάλυσης που διεξήγαγε η κύρια εποπτική αρχή, το εθνικό δικαστήριο θα μπορούσε να παρέμβει συναφώς. Ωστόσο, ο κανονισμός 2016/679 προβλέπει ότι τα ζητήματα που εγείρονται στο πλαίσιο σχετικής και αιτιολογημένης αντίρρησης από οικεία εποπτική αρχή, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 24 του εν λόγω κανονισμού, πρέπει να αντιμετωπίζονται στο πλαίσιο του μηχανισμού συνεργασίας και, όπου ενδείκνυται, ο μηχανισμός συνοχής μεταξύ των εποπτικών αρχών. Ωστόσο, όπως εξετάστηκε παραπάνω, ένα ζήτημα που αφορά το εύρος της ανάλυσης και, όπου ενδείκνυται, η έρευνα που διεξάγεται από την κύρια εποπτική αρχή μπορεί να προκαλέσει σχετική και αιτιολογημένη ένσταση με την προαναφερθείσα έννοια. Κατά συνέπεια, η δυνατότητα παραπομπής ενός τέτοιου ζητήματος στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο, επιπλέον, δεν θα ήταν απαραίτητα εύκολο για έναν καταγγέλλοντα που κατοικεί σε κράτος άλλο από εκείνο της κύριας εποπτικής αρχής, δεν μπορεί να σημαίνει ότι οι επίμονες διαφωνίες μεταξύ των εποπτικών αρχών που αφορούν θέματα που έχουν αποτελέσει αντικείμενο σχετικών και αιτιολογημένων ενστάσεων δεν μπορούν να επιλυθούν στο πλαίσιο του EDPB.
63 Από τις σκέψεις 55 έως 62 ανωτέρω προκύπτει ότι η εξέταση των στόχων του κανονισμού 2016/679 επιβεβαιώνει επίσης την κατά γράμμα ανάλυση που πραγματοποιήθηκε ανωτέρω.
64 Δεδομένου ότι, σύμφωνα με την ανωτέρω εκτίμηση, η κατά γράμμα ανάλυση του άρθρου 65, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 2016/679, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 24, του εν λόγω κανονισμού, καθώς και οι αναλύσεις των συμφραζομένων και των σκόπιμων που πραγματοποιήθηκε υποδεικνύουν ότι το EDPB έχει αρμοδιότητα να θεσπίζει τις επίδικες διατάξεις, δεν είναι απαραίτητο να ληφθεί υπόψη η προέλευση του εν λόγω κανονισμού μέσω των εργασιών του preparatoires , όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ή να αποφανθεί επί των αντιφατικών συναφώς αντιφατικών επιχειρημάτων της προσφεύγουσας και του EDPB (βλ., συναφώς, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, Επιτροπή κατά Γερμανίας , C‑518/07 , EU:C:2010:125, παράγραφος 29). Επιπλέον, τα επιχειρήματα αυτά υποστηρίζονται από ελάχιστα αποδεικτικά στοιχεία, ιδίως υπό το φως των διατάξεων του άρθρου 72, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο προβλέπει ότι «σε κάθε διαδικαστικό έγγραφο επισυνάπτεται το υλικό που επικαλείται προς υποστήριξη το’.
Τα επιχειρήματα σχετικά με τους όρους ανάθεσης εξουσιών σε φορέα της ΕΕ, τα χαρακτηριστικά του δικαστικού ελέγχου που διενεργείται σε εθνικό επίπεδο και την ανεξαρτησία των εποπτικών αρχών που είναι αρμόδιες για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα
65 Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι αρχές που διέπουν την ανάθεση αρμοδιοτήτων σε οργανισμό της ΕΕ δεν επιτρέπουν την ερμηνεία του κανονισμού 2016/679 με την έννοια που προσδιορίζεται από τις προηγούμενες αναλύσεις, ήτοι την έννοια με την οποία αναθέτει την επίδικη αρμοδιότητα στο EDPB.
66 Η προσφεύγουσα παραπέμπει στο άρθρο 5 ΣΕΕ για να τονίσει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να ενεργεί μόνο εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που της ανατίθενται. Αυτή η αρχή ισχύει για θεσμικά όργανα και οργανισμούς της ΕΕ, όπως το EDPB. Οι τελευταίες υπόκεινται, εξάλλου, στο «δόγμα Meroni» που προκύπτει από την απόφαση της 13ης Ιουνίου 1958, Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής (9/56, EU:C:1958:7), η οποία εφαρμόζεται στα όργανα της ΕΕ ως Δικαστήριο Δικαιοσύνη σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ESMA) στην απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2014, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Κοινοβουλίου και Συμβούλιο (C‑270/12, EU:C:2014:18, παράγραφοι 53 και 54). Το δόγμα αυτό απαιτεί οι εξουσίες των οργάνων της ΕΕ να οριοθετούνται επακριβώς και να υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο υπό το φως των στόχων που έχουν τεθεί για το οικείο όργανο. Ειδικότερα, στη σκέψη 45 της δεύτερης προαναφερθείσας απόφασης, διαπιστώθηκε ότι η εξουσία της ΕΑΚΑΑ που συζητήθηκε στην υπόθεση εκείνη, η οποία τελικά επιβεβαιώθηκε από το Δικαστήριο, περιοριζόταν από διάφορους όρους και κριτήρια που περιορίζουν τη διακριτική ευχέρεια της ΕΑΚΑΑ. Στην απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, FBF (C‑911/19, EU:C:2021:599, παράγραφοι 67 και 75), σχετικά με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ), το Δικαστήριο δήλωσε ότι η εξουσία μιας Ε.Ε. όργανο έπρεπε να προβλέπεται ρητά από τον νομοθέτη και ότι ο δικαστικός έλεγχος αυτής της εξουσίας έπρεπε να είναι αυστηρός.
67 Οι αρχές αυτές που εφαρμόζονται στη νομολογία αφορούν όντως το EDPB, το οποίο συστάθηκε ως οργανισμός της ΕΕ βάσει του άρθρου 68 του κανονισμού 2016/679.
68 Επομένως, καταρχάς πρέπει να εξακριβωθεί αν η ερμηνεία που υιοθετήθηκε προηγουμένως με την παρούσα απόφαση επιτρέπει το συμπέρασμα ότι η άσκηση της εξουσίας του EDPB, όταν απαιτεί από μια κύρια εποπτική αρχή να διευρύνει την ανάλυσή της και, κατά περίπτωση, την έρευνά της, «είναι οριοθετείται από διάφορους όρους και κριτήρια που περιορίζουν τη διακριτική ευχέρεια [του]», όπως έκρινε το Δικαστήριο όσον αφορά την εξουσία της ΕΑΚΑΑ που αμφισβητήθηκε στην υπόθεση που οδήγησε στην απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2014, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑270/12, EU:C:2014:18).
69 Συναφώς, όπως προκύπτει από το άρθρο 65, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 2016/679, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 24, του εν λόγω κανονισμού, η αρμοδιότητα αυτή να απαιτεί από μια επικεφαλής εποπτική αρχή να διευρύνει την ανάλυσή της και, όπου ενδείκνυται, η έρευνά της μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο μετά τη διατύπωση, από την ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, σχετικής και αιτιολογημένης αντίρρησης στο σχέδιο απόφασης της κύριας εποπτικής αρχής για την υπόθεση ερώτηση, σχετικά με την αποτυχία ανάλυσης μιας πτυχής του «αν υπάρχει παράβαση του … κανονισμού [2016/679] ή εάν η σχεδιαζόμενη δράση σε σχέση με τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον εκτελούντα την επεξεργασία συμμορφώνεται με τον [αυτόν] κανονισμό» και η οποία «αποδεικνύει σαφώς τη σημασία των κινδύνων που εγκυμονεί το σχέδιο απόφασης όσον αφορά τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων και, κατά περίπτωση, την ελεύθερη ροή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εντός της Ένωση».
70 Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 65 παράγραφοι 2 και 3 του κανονισμού 2016/679, η εφαρμογή της προαναφερθείσας εξουσίας προϋποθέτει ότι, εντός του EDPB, η πλειοψηφία των δύο τρίτων ή τουλάχιστον το ήμισυ των μελών του υπό ορισμένες συνθήκες, συμπεριλαμβανομένου, σε περίπτωση κατάτμησης της ψηφοφορίας, του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου, έχουν, ουσιαστικά, εγκρίνει τη σχετική και αιτιολογημένη ένσταση και τις ενέργειες που πρέπει να ληφθούν επ’ αυτής. Ως εκ τούτου, σημαντικός αριθμός εποπτικών αρχών πρέπει να επιβεβαιώσει την έλλειψη ή την ανεπάρκεια ανάλυσης μιας σημαντικής πτυχής της εν λόγω υπόθεσης και να συμφωνήσει σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν από την κύρια εποπτική αρχή προκειμένου να διορθωθεί αυτή η αποτυχία. Πρέπει να ληφθεί υπόψη ως προς αυτό το γεγονός ότι το EDPB αποτελείται από μεγάλο αριθμό ανεξάρτητων αρχών που ειδικεύονται στο θέμα και, κατά συνέπεια, το γεγονός ότι η πλειοψηφία των αρχών αυτών παρέχει εγγυήσεις για την άσκηση αυτή η δύναμη. Επιπλέον, μολονότι η έννοια της «σχετικής και αιτιολογημένης ένστασης», που αναφέρεται στην παράγραφο 69 ανωτέρω, αφήνει πράγματι περιθώρια διακριτικής ευχέρειας, ιδίως όσον αφορά τον καθορισμό του κατά πόσον υφίσταται παράβαση του κανονισμού 2016/679 από τον ενδιαφερόμενο υπεύθυνο επεξεργασίας ή εκτελούντα την επεξεργασία ή εάν πρέπει να εξεταστεί μια συγκεκριμένη πτυχή για να διαπιστωθεί, ότι, ωστόσο, όλα αυτά τα ζητήματα σχετίζονται με συγκεκριμένους νομικούς κανόνες που ορίζονται στον εν λόγω κανονισμό, ως αποτέλεσμα των οποίων δεν μπορεί να ασκηθεί «ευρεία διακριτική ευχέρεια».
71 Συνοπτικά, όσον αφορά το ζήτημα της έκτασης της εξουσίας του EDPB, το οποίο αμφισβητείται από την προσφεύγουσα, πρέπει επομένως να γίνει δεκτό, πρώτον, ότι η εξουσία αυτή ασκείται μόνο σε περίπτωση σαφώς διαπιστωμένης αδυναμίας στην ανάλυση που προέβη η κύρια εποπτική αρχή κατά τον χειρισμό της υπόθεσης που μπορεί να έχει σημαντικές συνέπειες, όπως προκύπτει από τον ορισμό της σχετικής και αιτιολογημένης αντίρρησης που ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 24 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ.
72 Όσον αφορά το ζήτημα αν η επίδικη εξουσία παρέχεται «ρητά» από τον νομοθέτη, πρέπει να τονιστεί ότι το επίρρημα «ρητώς» και τα επιρρήματα «ρητώς» και «προφανώς», που είναι συνώνυμα και αναφέρονται αντίστοιχα σε τα επίθετα «ρητό», «εκφρασμένο» και «σαφές», σημαίνουν ότι δεν υπάρχει αμφιβολία ως προς το εύρος αυτού που εκφράζεται. Από τις ως άνω γραμματικές, συμφραζόμενες και σκόπιμες ερμηνείες προκύπτει ότι δεν χωρεί αμφιβολία ότι το ΕΔΠΔ έχει την επίδικη αρμοδιότητα και συνεπώς ότι προβλέπεται ρητά από τον νομοθέτη. Μπορεί να παρατηρηθεί ότι, στην απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, η FBF (C‑911/19, EU:C:2021:599), που αφορούσε την ΕΑΤ, αμφισβητήθηκε η αρμοδιότητα της αρχής αυτής να εγκρίνει τις κατευθυντήριες γραμμές της σχετικά με την «επίβλεψη προϊόντων και ρυθμίσεις διακυβέρνησης για προϊόντα λιανικής τραπεζικής». Κανένα από τα κείμενα που ισχύουν για την εν λόγω αρχή δεν ανέφερε ρητώς ότι θα μπορούσε να εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά. Μέσω μιας συνολικής ανάλυσης αυτών των κειμένων, δηλαδή του κανονισμού για την ίδρυση της ΕΑΤ, ο οποίος προέβλεπε σε γενικές γραμμές την αρμοδιότητα της να εγκρίνει κατευθυντήριες γραμμές για ορισμένους σκοπούς, καθώς και διάφορες οδηγίες σχετικά με χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και προϊόντα, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι επίμαχες κατευθυντήριες γραμμές εμπίπτουν στην αρμοδιότητα αυτή.
73 Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι η άσκηση της εξουσίας του EDPB να απαιτεί από μια επικεφαλής εποπτική αρχή να διευρύνει την ανάλυσή της και, εάν είναι απαραίτητο, η έρευνά της υπόκειται πράγματι σε δικαστικό έλεγχο. Είναι αλήθεια ότι, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα επέλεξε να αμφισβητήσει τις επίδικες διατάξεις μόνο για τον λόγο ότι το EDPB δεν είχε αρμοδιότητα, χωρίς να αμφισβητήσει την πραγματική εκτίμηση που έκανε το EDPB των αντιρρήσεων που διατύπωσαν ορισμένες εποπτικές αρχές όσον αφορά των σχεδίων αποφάσεών του, που οδήγησαν στη θέσπιση των εν λόγω διατάξεων. Ωστόσο, εντός των ορίων των λόγων που προβλήθηκαν ενώπιόν τους, τα δικαστήρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορούν να ελέγξουν την ουσιαστική νομιμότητα τέτοιων διατάξεων υπό το φως των περιστάσεων της υπόθεσης. Ειδικότερα, έχουν τη δυνατότητα, πρώτον, να επαληθεύσουν εάν το EDPB, θεσπίζοντας διατάξεις αυτού του είδους, ενήργησε πράγματι σε σχετική και αιτιολογημένη ένσταση εποπτικής αρχής, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 24 του κανονισμού 2016 /679. Δεύτερον, μπορούν να εξετάσουν τη νομιμότητα της ίδιας της ουσίας τέτοιων διατάξεων που παρέχουν οδηγίες στις εποπτικές αρχές.
74 Ένας τέτοιος τύπος δικαστικού ελέγχου είναι «αυστηρός», με την έννοια που χρησιμοποιείται στην απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, FBF (C‑911/19, EU:C:2021:599, σκέψη 67). Το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της νομιμότητας δεσμεύεται, γενικά, από την εντολή του και από τους κανόνες διαδικασίας και ο έλεγχος του είναι κατ’ ανάγκη αυστηρός εάν εκπληρώνει πλήρως την εντολή του στο πλαίσιο αυτών των κανόνων. Επί των ουσιαστικών ζητημάτων, σύμφωνα με το περιθώριο διακριτικής ευχέρειας που έχει ή δεν διαθέτει ο συντάκτης της προσβαλλόμενης πράξης, το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της νομιμότητας ασκεί κανονικό έλεγχο (κατ’ αρχήν όσον αφορά τις νομικές πτυχές, διαπίστωση γεγονότων και περιπτώσεων περιορισμένων εξουσιών) ή περιορισμένη επανεξέταση (κατ’ αρχήν σε περίπλοκες τεχνικές πτυχές ή όπου η αρχή έχει περιθώριο διακριτικής ευχέρειας, στις οποίες το δικαστήριο τιμωρεί μόνο προφανή σφάλμα εκτίμησης) (βλ., για το σκοπό αυτό και κατ’ αναλογία, όσον αφορά τον έλεγχο από τα εθνικά δικαστήρια των αποφάσεων των εθνικών αρχών σχετικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων, απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2023, SCHUFA Holding (Απαλλαγή από εναπομένοντα χρέη ) , C‑26/22 και C‑64/22, EU:C:2023:958, παράγραφοι 68 και 69).
75 Από τις σκέψεις 67 έως 74 ανωτέρω προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις για την ανάθεση αρμοδιότητας σε όργανο της ΕΕ δεν αντιτίθενται στην ανάλυση που πραγματοποιήθηκε προηγουμένως με την παρούσα απόφαση.
76 Δεύτερον, η προσφεύγουσα προβάλλει διάφορους λόγους για να αποδείξει ότι τα εθνικά δικαστήρια είναι το «κατάλληλο βήμα» για την επίλυση διαφορών που σχετίζονται με την έρευνα, δηλαδή ότι είναι τα καταλληλότερα για να το πράξουν.
77 Ωστόσο, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 62 ανωτέρω, ο νομοθέτης της ΕΕ αποφάσισε ότι οι επίμονες διαφωνίες μεταξύ των ενδιαφερομένων εποπτικών αρχών σχετικά με το εύρος της ανάλυσης μιας υπόθεσης και, κατά περίπτωση, με την έκταση της έρευνας που διεξήχθη για την υπόθεση αυτή θα πρέπει να διαιτητεύεται στο πλαίσιο του μηχανισμού συνοχής στο πλαίσιο του EDPB. Ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που επιδιώκουν να αποδείξουν ότι τα εθνικά δικαστήρια είναι το «κατάλληλο βήμα» για την αντιμετώπιση διαφορών που συνδέονται με την έρευνα είναι αναποτελεσματικά.
78 Πρέπει να προστεθεί, στο μέτρο που τόσο το εθνικό δικαστήριο όσο και το EDPB μπορούν να κληθούν να λάβουν θέση σχετικά με το εύρος της ανάλυσης και της έρευνας, ότι, εντός του πεδίου εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ, όπου οι ευθύνες κατανέμονται επίσης μεταξύ εθνικού και ενωσιακού επιπέδου για την εφαρμογή μιας πολιτικής της ΕΕ, ορισμένες αρχές έχουν προσδιοριστεί στη νομολογία του Δικαστηρίου της δικαιοσύνης προκειμένου να συντονιστούν οι ενέργειες των εθνικών δικαστηρίων και του φορέα της ΕΕ που είναι αρμόδιος για τη διασφάλιση της συνέπειας στην εφαρμογή της εν λόγω πολιτικής, δηλαδή της Επιτροπής (αποφάσεις της 28ης Φεβρουαρίου 1991, Δελημίτης , C‑234/89, EU:C :1991:91 και της 14ης Δεκεμβρίου 2000, Masterfoods and HB , C‑344/98, EU:C:2000:689). Μολονότι δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι, σύμφωνα με αυτές τις αρχές, ένα εθνικό δικαστήριο μπορεί να θεωρήσει προτιμότερο να αναστείλει τη διαδικασία εν αναμονή της απόφασης της αρμόδιας οντότητας της ΕΕ ή να δεσμευτεί από αυτήν, εφόσον έχει ληφθεί η απόφαση, εκτός εάν αμφισβητεί την εγκυρότητά του και ζητήσει από το Δικαστήριο να εκδώσει προδικαστική απόφαση επί του θέματος, οι καταστάσεις αυτές είναι εγγενείς σε μια τέτοια κατανομή αρμοδιοτήτων και στην ανάγκη να διασφαλιστεί ότι η εν λόγω πολιτική εφαρμόζεται με συνέπεια σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
79 Πρέπει επίσης να προστεθεί ότι, σε αντίθεση με ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, τρίτον, δεσμευτική απόφαση EDPB, εκδοθείσα δυνάμει του άρθρου 65, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 2016/679, απαιτεί από την προσφεύγουσα να διευρύνει την ανάλυσή της και την έρευνά της δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την ικανότητά της να δίνει προτεραιότητα στην εκτέλεση των διαφόρων καθηκόντων της ως ανεξάρτητης αρχής, την οποία εναπόκειται να ελέγξει μόνο το εθνικό δικαστήριο. Ούτε θέτει υπό αμφισβήτηση, γενικότερα, την ανεξαρτησία της που κατοχυρώνεται στο άρθρο 39 ΣΕΕ, στο άρθρο 16 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ και στο άρθρο 8 παράγραφος 3 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.
80 Πράγματι, εάν η κύρια εποπτική αρχή πρέπει να συμπληρώσει την ανάλυση και την έρευνά της σε σχέση με μια υπόθεση, με δική της πρωτοβουλία, στο στάδιο της συνεργασίας μεταξύ των ενδιαφερομένων εποπτικών αρχών μετά από παρεμβάσεις για το σκοπό αυτό από τους ομολόγους της ή μετά από δεσμευτικό EDPB απόφαση, δεν υποχρεούται να το πράξει χωρίς καθυστέρηση, κατά προτεραιότητα έναντι των άλλων καθηκόντων της. Μπορεί, για παράδειγμα, να ανακοινώσει ότι ένα πρώτο σχέδιο απόφασης ή μια αρχική απόφαση που έχει εγκρίνει αντιμετωπίζει μόνο ορισμένα από τα ζητήματα που προκύπτουν από την εν λόγω υπόθεση και ότι στη συνέχεια θα συνεχίσει την ανάλυση και την έρευνά της.
81 Μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 66 του κανονισμού 2016/679, όταν μια άλλη ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή κρίνει ότι υπάρχει επείγουσα ανάγκη δράσης για την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των υποκειμένων των δεδομένων, μια επείγουσα δεσμευτική απόφαση το EDPB μπορεί να υποχρεώσει την κύρια εποπτική αρχή να επανεξετάσει χωρίς καθυστέρηση τη σειρά των προτεραιοτήτων της για την αντιμετώπιση μιας υπόθεσης. Επομένως, ο νομοθέτης προέβλεψε τη δυνατότητα αυτή μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Πράγματι, οι δεσμευτικές αποφάσεις 3/2022, 4/2022 και 5/2022 δεν εκδόθηκαν βάσει του άρθρου 66 και, κατά συνέπεια, δεν επέβαλαν στον προσφεύγοντα σειρά προτεραιότητας μεταξύ των διαφόρων καθηκόντων του.
82 Επιπλέον, οι διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου που επικαλείται η προσφεύγουσα δεν συνεπάγονται ότι οι αρχές των κρατών μελών που έχουν την πρωταρχική ευθύνη για την εξασφάλιση της εφαρμογής των κανόνων για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα έχουν απόλυτη ανεξαρτησία, υπό την έννοια της απουσίας οποιονδήποτε έλεγχο. Οι εν λόγω διατάξεις ορίζουν απλώς ότι η παρακολούθηση της συμμόρφωσης με τους εν λόγω κανόνες ανατίθεται σε ανεξάρτητες αρχές, γεγονός που επομένως δεν αποκλείει σε καμία περίπτωση ένα σύστημα αμοιβαίου ελέγχου μεταξύ ανεξάρτητων αρχών, όπως οι μηχανισμοί συνεργασίας και συνέπειας που προβλέπονται στον κανονισμό 2016/679, ή Φυσικά, δικαστικός έλεγχος των αποφάσεων που έλαβαν οι διάφορες εμπλεκόμενες αρχές. Αυτό που είναι σημαντικό είναι τα όργανα που ελέγχουν τα εποπτικά όργανα να είναι τα ίδια ανεξάρτητα. Αυτό συμβαίνει με το EDPB, καθώς αποτελείται από τις εποπτικές αρχές των κρατών μελών και τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, ο οποίος είναι ο ίδιος ανεξάρτητη αρχή έναντι των θεσμικών οργάνων της ΕΕ και άλλων οντοτήτων υπό την εποπτεία του.
83 Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως που αντλείται από αναρμοδιότητα του EDPB πρέπει να απορριφθεί και, κατά συνέπεια, οι αγωγές στις υποθέσεις T‑70/23, T‑84/23 και T‑111. /23 πρέπει να απορριφθεί.
Δικαστικά έξοδα
84 Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα αιτήματα της EDPB.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (Δέκατο τμήμα, ευρεία σύνθεση)
του παρόντος:
1. Απορρίπτει τις προσφυγές στις υποθέσεις T ‑ 70/23, T ‑ 84/23 και T ‑ 111/23.
2. Καταδικάζει την Επιτροπή Προστασίας Δεδομένων στα δικαστικά έξοδα.
Πορχία | Jaeger | Madise |
Nihoul | Verschuur |
Εκδόθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 29 Ιανουαρίου 2025.
V. Di Bucci | Σ. Παπασάββας |
Ληξίαρχος | Πρόεδρος |
* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.
1 Η παρούσα απόφαση δημοσιεύεται σε απόσπασμα.