Αριθμός 1248/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ελένη Φραγκάκη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 42/2022 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Πηνελόπη Παρτσαλίδου – Κομνηνού, Ελένη Κατσούλη, Δημήτριο Τράγκα – Εισηγητή και Ελένη Μπερτσιά, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 15 Μαρτίου 2022, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Λάμπρου Σοφουλάκη, (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Ν. Κ. του Χ., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Γιαννόπουλο, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. ΙΤ 429/2021 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ’ αριθμ. πρωτ. 11446/20-12-2021 αίτησή του, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 1242/2021.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 17.12.2021 και με αριθμ. πρωτ. 11446/20.12.2021 αίτηση του Ν. Κ. του Χ., κατοίκου …, για αναίρεση της με αριθμό IT 429/2021 απόφασης του I’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης πέντε (5) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τρία (3) έτη (για την αξιόποινη πράξη της ακάλυπτης επιταγής κατ’ εξακολούθηση – άρθρο 98 του ΠΚ και 79 του Ν. 5960/2013, για την οποία καταδικάστηκε με την IT 1037/2020 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, περιέχει, δε, λόγους αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και Ε’ του ΚΠΔ (απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης), και συνακόλουθα είναι παραδεκτή. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί ως προς τη βασιμότητα των λόγων της.
Κατά το άρθρο 171 παρ. 1 του ΚΠΔ, “ακυρότητα που λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται: 1. αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν: α)… δ) την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορούμενου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και τον Χάρτη Θεμελιωδών Ελευθεριών της Ε.Ε.”. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σε αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά του, όπως ο νόμος ορίζει, με τη διάταξη δε του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε και έχει καταστεί εσωτερικό δίκαιο, με το Ν.Δ. 53/1974, υπερισχύει δε των ελληνικών νόμων, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, καθιερώνεται η αρχή της δίκαιης δίκης και ορίζεται, ότι “παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας, υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε…., είτε επί του βάσιμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως”. Στο δικαίωμα αυτό περιλαμβάνονται ειδικότερα, σύμφωνα με τη σταθερή νομολογία του ΕΔΔΑ: α) το δικαίωμα ελεύθερης και ανεμπόδιστης πρόσβασης στο δικαστήριο, και, β) το δικαίωμα του προσώπου να τύχει σχετικά με την υπόθεσή του ακροάσεως. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι τα κράτη θα πρέπει να έχουν εξασφαλίσει στην πράξη το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, απόρροια του οποίου είναι και η ακώλυτη πρόσβαση σε δικαστήριο και η προηγούμενη δικαστική ακρόαση. Η παραβίαση της προαναφερθείσας διατάξεως του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, που καθιερώνει την αρχή της δίκαιης δίκης, δεν δημιουργεί ιδιαίτερο λόγο αναίρεσης της ποινικής απόφασης, πέραν από τους λόγους που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 του ΚΠΔ (ΑΠ 1128/2022), μεταξύ των οποίων και εκείνος του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ίδιου Κώδικα. Εξάλλου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 367 του νέου ΚΠΔ “1. Όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, ο διευθύνων τη συζήτηση δίνει τον λόγο στον εισαγγελέα, έπειτα στον παριστάμενο για την υποστήριξη της κατηγορίας, ο οποίος δεν μπορεί να επεκταθεί στο θέμα της ποινής που πρέπει να επιβληθεί, και τέλος δίνει τον λόγο στον κατηγορούμενο. 2. Δικαίωμα δευτερολογίας έχει ο εισαγγελέας και ο κατηγορούμενος ή ένας συνήγορος του. Η δευτερολογία πρέπει να περιορίζεται στην απόκρουση αντίθετων επιχειρημάτων και δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από μισή ώρα. Στη δευτερολογία έχουν το δικαίωμα να απαντήσουν οι εισαγγελέας και οι διάδικοι. 3. Ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του έχει πάντοτε το δικαίωμα να μιλήσει τελευταίος”. Από τις προεκτεθείσες διατάξεις προκύπτει, ότι είναι υποχρεωτικό να δοθεί ο λόγος από εκείνον που διευθύνει τη συζήτηση στον Εισαγγελέα και στους διαδίκους, σύμφωνα με την παραπάνω κανονισμένη σειρά, στο δε κατηγορούμενο ή στο συνήγορο του, στο τέλος και αν τούτο δεν ζητηθεί. Η παράβαση δε της διάταξης αυτής, ως αναφερόμενης στην υπεράσπιση του κατηγορούμενου και στην άσκηση του δικαιώματος που του παρέχεται ρητά από το νόμο, επιφέρει, σύμφωνα, με το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ του ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα, που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης (ΑΠ 360/2020). Στην προκείμενη περίπτωση από την επιτρεπτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης υπ’ αριθ. IT 429/2021 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, το οποίο επελήφθη της υπόθεσης μετά από μερική αναίρεση της IT 1037/2020 απόφασης του ίδιου δικαστηρίου και δη ως προς το της ποινής σκέλος αυτής, προκύπτει, ότι μετά την αναγνώριση στον κατηγορούμενο των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’, β’ και δ’ του ΠΚ, η Προεδρεύουσα Πρόεδρος Πρωτοδικών, έδωσε το λόγο στην Εισαγγελέα για την επιβλητέα ποινή και εκείνη πρότεινε να επιβληθεί συνολική ποινή φυλάκισης πέντε (5) μηνών με τριετή αναστολή. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο της ουσίας, χωρίς να δοθεί ο λόγος στον κατηγορούμενο ή στη συνήγορο του, απήγγειλε την απόφασή του για την ποινή και καταδίκασε τον κατηγορούμενο σε συνολική ποινή φυλάκισης πέντε (5) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, υποπίπτοντας, έτσι, στην πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, λόγω παραβίασης των δικαιωμάτων του κατηγορούμενου. Με τα εν λόγω δεδομένα ο πρώτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, συνισταμένη στο ότι δεν δόθηκε ο λόγος στον κατηγορούμενο ή στη συνήγορο του προτού απαγγελθεί η απόφαση για την ποινή, είναι αβάσιμος. Κατ’ ακαλουθίαν των ανωτέρω και, επειδή παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων αναίρεσης ως αλυσιτελών, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα συνολική ποινή και να παραπεμφθεί η υπόθεση, σύμφωνα με το άρθρο 519 του ΚΠΔ, στο ίδιο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει την υπόθεση προηγουμένως (άρθρο 519 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την απόφαση με αριθμό IT 429/2021 του Ι’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές εκτός από εκείνους, που δίκασαν προηγουμένως.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Οκτωβρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 12 Οκτωβρίου 2023.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :
Προηγούμενο άρθροΈρχονται βαριές ποινές και φυλάκιση σε γιατρούς – «κομπογιαννίτες»