Το δικαστήριο θέτει σαφή όρια στον χρόνο παραγραφής των φορολογικών αξιώσεων, αποτρέποντας την άκριτη επιμήκυνση της φορολογικής υποχρέωσης των πολιτών.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι η δεκαετής παραγραφή για φορολογικές υποθέσεις πρέπει να εφαρμόζεται μόνο όταν η ανακρίβεια σε μια φορολογική δήλωση προκύπτει από νέα συμπληρωματικά στοιχεία που έγιναν γνωστά μετά την πάροδο της πενταετίας.
Η απόφαση αυτή προέκυψε έπειτα από αίτηση του Δημοσίου, το οποίο ζητούσε να γίνει δεκτή οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος για τη διαχειριστική περίοδο του 2008, η οποία είχε εκδοθεί το 2016.
Το Δημόσιο επικαλέστηκε τη δεκαετή παραγραφή, υποστηρίζοντας ότι αυτή εφαρμόζεται όταν προκύπτουν νέα στοιχεία μετά την πενταετή προθεσμία ή όταν η φορολογική δήλωση κρίνεται ανακριβής. Ωστόσο, το ΣτΕ απέρριψε την αναίρεση του Δημοσίου, διευκρινίζοντας ότι η επέκταση της παραγραφής σε δέκα έτη είναι δυνατή μόνο αν τα νέα στοιχεία αναδειχθούν μετά την πάροδο της πενταετίας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε ότι αν η δεκαετής παραγραφή εφαρμοζόταν κάθε φορά που υπήρχε ανακρίβεια, τότε η πενταετής παραγραφή θα έχανε την αξία της και η δεκαετία θα καθιερωνόταν ως γενικός κανόνας.
Με αυτή την απόφαση (ΣτΕ 1730/2024), το δικαστήριο θέτει σαφή όρια στον χρόνο παραγραφής των φορολογικών αξιώσεων, αποτρέποντας την άκριτη επιμήκυνση της φορολογικής υποχρέωσης των πολιτών.