Α1646/2024 (Τμήμα Γ΄ Τριμ.)
Πρόεδρος: Ειρ. Δάσκα (Πρόεδρος Εφετών Δ.Δ.)
Εισηγήτρια: Ε. Μαργαρίτη
Ιατρικό σφάλμα. Θάνατος ασθενούς που συνδέεται αιτιωδώς με παραλείψεις ιατρού του εκκαλούντος/εφεσίβλητου νοσοκομείου. Ne bis in idem. Τεκμήριο αθωότητας. Μη εφαρμογή άρθρου 5 παρ. 2 (εδαφ. β’) του Κ.Δ.Δ. στις δίκες που ανοίγονται με άσκηση αγωγής αποζημίωσης.
Συνιστούν γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, μεταξύ άλλων, η λήψη πλήρους ιστορικού του ασθενούς από τον θεράποντα ιατρό και η διενέργεια όλων των αναγκαίων ιατρικών εξετάσεων μέχρι να καταστεί εφικτή η εκ μέρους του τεκμηριωμένη και σαφής διάγνωση, η διαχείριση των έκτακτων περιστατικών ανάλογα με τη βαρύτητα της κατάστασης του ασθενούς με τρόπο ώστε να αντιμετωπίζονται άμεσα οι απειλητικές για τη ζωή και υπερεπείγουσες καταστάσεις, καθώς και η παραπομπή του ασθενούς σε ιατρούς άλλων ειδικοτήτων, η συμβολή των οποίων είναι αναγκαία με βάση τις εκάστοτε αντικειμενικές συνθήκες του υπό διερεύνηση ιατρικού περιστατικού. Ως αντικειμενικές συνθήκες κάθε ιατρικού περιστατικού νοούνται ιδίως τα ευρήματα και συμπτώματα του ασθενούς, τα οποία, κατόπιν συνθετικής και δημιουργικής αξιοποίησής τους από τον θεράποντα ιατρό κατά τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, καθορίζουν τις κατευθύνσεις της ιατρικής έρευνας στη συγκεκριμένη περίπτωση. Παρέπεται δε ότι έκδοση εξιτηρίου στον ασθενή πριν διενεργηθούν εκ μέρους των θεραπόντων ιατρών του οι ιατρικές πράξεις που επιβάλλονται σύμφωνα με τους ανωτέρω κανόνες της ιατρικής επιστήμης και ενώ αυτός παραμένει σε νοσηρή κατάσταση συνιστά παράνομη πράξη, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του ΕισΝΑΚ (ΣτΕ 1594/2020).
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ιατρός του εφεσίβλητου/εκκαλούντος Νοσοκομείου ενήργησε πλημμελώς κατά την άσκηση των καθηκόντων της και υπέπεσε σε παραλείψεις, ενώ δεν επέδειξε, κατά την αντιμετώπιση του συγκεκριμένου ιατρικού περιστατικού, την επιβαλλόμενη κατά τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης συμπεριφορά, την οποία όχι μόνον όφειλε, αλλά και μπορούσε να επιδείξει ενόψει των συμπτωμάτων και της κλινικής εικόνας του ασθενούς, ήτοι να λάβει πλήρες ιστορικό, να καλύψει το όχι απίθανο διαγνωστικό ενδεχόμενο ενός εν εξελίξει εμφράγματος και να τον παραπέμψει άμεσα και έγκαιρα σε ιατρό ειδικότητας καρδιολόγου, προκειμένου να υποβληθεί σε όλες τις αναγκαίες και ενδεδειγμένες διαγνωστικές ιατρικές εξετάσεις, μέχρι να καταστεί εφικτή η τεκμηριωμένη και σαφής διάγνωση και, ακολούθως, να λάβει την κατάλληλη θεραπευτική αγωγή προς αποτροπή του κινδύνου κατά της ζωής του. Με τα δεδομένα αυτά, ο θάνατος του ασθενούς συνδέεται αιτιωδώς με τις προαναφερόμενες παραλείψεις της ιατρού του εφεσίβλητου/εκκαλούντος Νοσοκομείου, που έλαβαν χώρα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, αφού ήταν ικανές κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, ενόψει και των ειδικών συνθηκών της υπό κρίση περίπτωσης, να επιφέρουν το ζημιογόνο αποτέλεσμα, το οποίο και πράγματι επέφεραν και έτσι το τελευταίο υπέχει αντικειμενική ευθύνη, κατά τα άρθρα 105 και 106 Εισ.Ν.Α.Κ. για αποζημίωση των συγγενών του θανόντος. Στην πρόκληση της συγκεκριμένης ζημίας δεν συνετέλεσαν ούτε ο θανών, ο οποίος απευθύνθηκε στο ΤΕΠ, προκειμένου να αντιμετωπίσει τα ενοχλήματα που εμφάνισε, υποβλήθηκε στις υποδειχθείσες εξετάσεις και ακολούθησε τις ιατρικές οδηγίες, ούτε οι εκκαλούσες/εφεσίβλητες συγγενείς του, οι οποίες κάλεσαν ασθενοφόρο μόλις η υγεία του ασθενούς παρουσίασε κλινική επιδείνωση.
Περαιτέρω, κρίθηκε ότι η άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος της ιατρού δεν συνιστά λόγο αναστολής εκδίκασης της υπόθεσης, δεδομένου ότι μόνη η έναρξη της ποινικής δίκης δεν γεννά, κατά τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, καμία δέσμευση ή υποχρέωση του Δικαστηρίου τούτου να αναμένει την περάτωση της εκκρεμούς δίκης. Τέτοια υποχρέωση περί μη εκκίνησης ή εξακολούθησης της διοικητικής δίκης δεν γεννάται ούτε από την αρχή ne bis in idem ούτε από την επίκληση του τεκμηρίου αθωότητας, διότι αυτή προϋποθέτει την περάτωση της ποινικής διαδικασίας με αμετάκλητη απόφαση. Τέλος, η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 (εδαφ. β’) του Κ.Δ.Δ. περί δέσμευσης των διοικητικών δικαστηρίων από τις «αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις, καθώς και από τα αμετάκλητα αποφαινόμενα να μην γίνει κατηγορία βουλεύματα» δεν εφαρμόζεται στις δίκες που ανοίγονται με άσκηση αγωγής αποζημίωσης με βάση τα άρθρα 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ. (βλ. ΣτΕ 156/2022 7μ., 1015/2022).