ΑΠΟΦΑΣΗ
Secară κατά Ρουμανίας της 20.02.2025 (προσφ. αριθ. 56658/22)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή παραπονούμενη ότι το ποινικό εφετείο την καταδίκασε για φοροδιαφυγή, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες κλπ χωρίς να λάβει υπόψη του τις μαρτυρικές καταθέσεις, παρόλο που είχε αθωωθεί σε πρώτο βαθμό με βάση αυτές.
Η προσφεύγουσα άσκησε αναίρεση ενώπιον του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αναίρεση, επισημαίνοντας ότι οι αναιρετικοί λόγοι που προβλήθηκαν αφορούσαν τα πραγματικά περιστατικά, όπως διαπιστώθηκαν από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και τα αποδεικτικά στοιχεία και, σύμφωνα με την ποινική δικονομία και την νομολογία του δεν μπορούσαν να επανεξεταστούν αναιρετικά.
Το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι το ένδικο μέσο της αναίρεσης ενώπιον του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου δεν αποτελούσε μέσο αποκατάστασης της παραβίασης που προβλήθηκε ενώπιον του (σύμφωνα με το άρθρο 6 §§ 1 και 3 (δ) της ΕΣΔΑ), αφού αφορούσε την ουσία της υπόθεσης και τα αποδεικτικά μέσα.
Κατά το Στρασβούργο, η τελική εγχώρια απόφαση ήταν η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου της 22 Νοεμβρίου 2021, η οποία είχε κοινοποιηθεί στην προσφεύγουσα στις 10 Δεκεμβρίου 2021. Δεδομένου ότι η προσφυγή κατατέθηκε στις 2 Δεκεμβρίου του 2022 (μετά την έκδοση τη απόφασης του Ανωτάτου Ακυρωτικού), έπρεπε να απορριφθεί λόγω μη τήρησης της (τότε ισχύουσας) εξάμηνης προθεσμίας.
Tο ΕΔΔΑ κήρυξε ομόφωνα απαράδεκτη την προσφυγή.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα, Nela-Mirela Secară, είναι Ρουμάνα υπήκοος που γεννήθηκε το 1960. Ήταν διευθύντρια διαφόρων εμπορικών εταιρειών κατά τον χρόνο των γεγονότων.
Το 2013 η προσφεύγουσα παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου του Bihor με την κατηγορία της φοροδιαφυγής, της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της διασπάθισης περιουσιακών στοιχείων.
Με απόφαση της 9 Ιουλίου 2020 το Επαρχιακό Δικαστήριο την αθώωσε και από τις τρεις κατηγορίες, κρίνοντας ότι τα στοιχεία που εξετάστηκαν (μάρτυρες που κατέθεσαν κατά τη διάρκεια της προδικασίας ή ενώπιον του Δικαστηρίου, έκθεση φορολογικού πραγματογνώμονα και επιχειρηματικά συμβόλαια) δεν απέδειξαν πέραν πάσης αμφιβολίας τη διάπραξη των τριών αδικημάτων.
Η εισαγγελία άσκησε έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης της 9 Ιουλίου 2020 ενώπιον του Εφετείου της Cluj, το οποίο αποφάσισε να εξετάσει ορισμένους από τους μάρτυρες που είχαν καταθέσει προηγουμένως στη διαδικασία. Έτσι, εξέτασε τέσσερεις μάρτυρες εξ αυτών. Όσον αφορά τους υπόλοιπους μάρτυρες, το Εφετείο έκρινε ότι ήταν αδύνατο να εμφανιστούν ενώπιον του, και αντ’ αυτού ανέγνωσε κατά την ακροαματική διαδικασία τις προγενέστερες καταθέσεις τους. Με οριστική απόφαση της 22 Νοεμβρίου 2021, αφού εξέτασε εκ νέου τα αποδεικτικά στοιχεία (συμπεριλαμβανομένων των μαρτυρικών καταθέσεων και της έκθεσης του πραγματογνώμονα), το Εφετείο έκρινε ένοχη την προσφεύγουσα και την καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης τριών ετών με αναστολή για δύο κατηγορίες και την αθώωσε από την κατηγορία της φοροδιαφυγής.
Η προσφεύγουσα κατέθεσε αίτηση αναίρεσης στο Ανώτατο Δικαστήριο, ζητώντας να αναιρεθεί η δευτεροβάθμια απόφαση της 22 Νοεμβρίου 2021 για τον λόγο ότι είχε καταδικαστεί για πράξεις που δεν τιμωρούνταν από τον νόμο (λόγος που προβλέπεται στο άρθρο 438 § 1 παράγραφος 7 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Φεβρουαρίου 2014). Στις 15 Ιουνίου 2022, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αναίρεσή της ως αβάσιμη, επισημαίνοντας ότι ούτε τα πραγματικά περιστατικά, όπως τα διαπίστωσε το Εφετείο, ούτε τα αποδεικτικά στοιχεία μπορούσαν να επανεξεταστούν αναιρετικά.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 421 § 2 (α) του εγχώριου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όταν το εφετείο σκόπευε να επανεξετάσει την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, να επανεκτιμήσει τα αποδεικτικά στοιχεία και να εκδώσει νέα απόφαση, όφειλε να εξετάσει τυχόν μάρτυρες που είχαν καταθέσει προηγουμένως στη διαδικασία και βάσει των οποίων ο κατηγορούμενος είχε αθωωθεί στον πρώτο βαθμό. Η προσφεύγουσα διαμαρτυρήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι το Εφετείο είχε παραβιάσει μία από τις δικονομικές του υποχρεώσεις που απορρέουν από το εθνικό δίκαιο και από την ΕΣΔΑ.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο έπρεπε να εξετάσει κατά πόσον η αναίρεση, όπως ορίζεται στο νομικό σύστημα της Ρουμανίας, αποτελούσε αποτελεσματικό ένδικο μέσο ικανό να αποκαταστήσει άμεσα την κατάσταση πραγμάτων που καταγγέλλεται από την προσφεύγουσα.
Εν προκειμένω, το Δικαστήριο σημείωσε κατ’ αρχήν ότι, σύμφωνα με το ρουμανικό ποινικό δίκαιο, η αναίρεση αποτελούσε ένα έκτακτο ένδικο μέσο που ήταν άμεσα διαθέσιμο στους διαδίκους από τότε που τέθηκε σε ισχύ ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας το 2014. Επιπλέον, το εν λόγω ένδικο μέσο προοριζόταν αποκλειστικά για τη διόρθωση καταστάσεων πρόδηλης παρανομίας και περιοριζόταν αυστηρά σε πέντε νομικούς λόγους που ορίζονται σαφώς στο άρθρο 438 § 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Οι λόγοι αυτοί αφορούσαν (i) σφάλματα κατά τον καθορισμό της δικαιοδοσίας ratione materiae ή ratione personae, (ii) σφάλματα σε σχέση με τη χορήγηση χάριτος, (iii) παράνομη επιβολή ποινών, (iv) παράνομη περάτωση της ποινικής διαδικασίας και (v) καταδίκη για πράξεις που δεν προβλέπονται από το νόμο. Επιπλέον, το Ανώτατο Δικαστήριο σε προηγούμενες αποφάσεις του είχε παράσχει διευκρινίσεις σχετικά με την έκταση του ελέγχου του όταν επρόκειτο, όπως στην παρούσα υπόθεση, για αναίρεση σύμφωνα με το άρθρο 438§ 1 (7) του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, ο εν λόγω έλεγχος ήταν επομένως περιορισμένος, με τον οποίο το Ανώτατο Δικαστήριο μπορούσε να εξετάσει μόνο εάν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε καταδικαστεί για πράξη που δεν συνιστούσε ποινικό αδίκημα σύμφωνα με το εθνικό ποινικό δίκαιο. Υπενθύμισε ότι το δικαίωμα αυτό προστατεύεται από διαφορετικό άρθρο της Σύμβασης, δηλαδή το άρθρο 7 (καμία ποινή χωρίς νόμο).
Επομένως, το Δικαστήριο σημείωσε ότι κανένας από τους λόγους αναίρεσης που προβλέπονται στο άρθρο 438 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, και ιδίως ο λόγος που προβλέπεται στο άρθρο 438 § 1 (7), δεν κάλυπτε την αναίρεση του προσφεύγοντος ενώπιον του Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 6 §§ 1 και 3 της Σύμβασης.
Επιπλέον, η ποινική δικονομία καθόριζε σαφώς τις περιπτώσεις στις οποίες μπορούσαν να ασκηθεί αναίρεση, και οι περιπτώσεις αυτές είχαν επίσης διευκρινιστεί νομολογιακά από το εγχώριο Ανώτατο Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα, η οποία είχε διορίσει δικηγόρο της επιλογής της, μπορούσε ευλόγως να γνωρίζει, ότι από τη στιγμή που άσκησε αναίρεση, ότι η διαδικασία αυτή δεν ήταν ικανή να αποκαταστήσει την καταγγελία που σκόπευε να εγείρει ενώπιον του ΕΔΔΑ. Κατά συνέπεια, θα μπορούσε να συμπεράνει ότι δεν θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη (η αναιρετική διαδικασία κατά τα προαναφερόμενα) κατά τον υπολογισμό της προθεσμίας για την προσφυγή στο Δικαστήριο.
Όλα τα στοιχεία του σχετικού εσωτερικού δικαίου που προσκομίστηκαν στην παρούσα υπόθεση έδειχναν ότι, ενόψει της περιορισμένης δικαιοδοσίας του Ανώτατου Δικαστηρίου για την εξέταση των αναιρετικών λόγων, το εν λόγω έκτακτο ένδικο μέσο δεν αποτελούσε μέσο επανόρθωσης της παραβίασης που προβλήθηκε ενώπιον του ΕΔΔΑ. Ούτε θα ήταν έτσι για οποιαδήποτε άλλη παραβίαση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο τα τακτικά δικαστήρια έλαβαν αποδεικτικά στοιχεία, για το θέμα αυτό.
Το Δικαστήριο τόνισε ότι η απόφασή του περιοριζόταν στις περιστάσεις της επίδικης υπόθεσης. Δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως γενική δήλωση ότι η αναίρεση δεν αποτελεί ένδικο μέσο που πρέπει να χρησιμοποιηθεί για τους σκοπούς του άρθρου 35 § 1 (εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων) της ΕΣΔΑ. Αυτό ίσχυε ιδίως όταν μια καταγγελία που υποβλήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου συνέπιπτε με έναν λόγο αναίρεσης που προβλέπεται στο εθνικό νομικό σύστημα.
Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η τελική εγχώρια απόφαση στην παρούσα υπόθεση ήταν η απόφαση του Εφετείου της 22 Νοεμβρίου 2021, η οποία είχε κοινοποιηθεί στην προσφεύγουσα στις 10 Δεκεμβρίου 2021. Δεδομένου ότι η οριστική απόφαση είχε εκδοθεί πριν από την 1η Φεβρουαρίου 2022, ημερομηνία κατά την οποία είχε τεθεί σε ισχύ το Πρωτόκολλο με αριθ. 15, η εφαρμοστέα προθεσμία στην υπόθεση αυτή ήταν έξι μήνες.
Επομένως, η προθεσμία άρχισε να τρέχει στις 11 Δεκεμβρίου 2021 και έληξε τα μεσάνυχτα της 11 Ιουνίου 2022. Η προσφυγή, ωστόσο, υποβλήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 2022, σαφώς μετά την ημερομηνία λήξης της εξάμηνης προθεσμίας.
Το ΕΔΔΑ έκρινε την προσφυγή απαράδεκτη λόγω μη τήρησης της εξάμηνης προθεσμίας και την απέρριψε (άρθρο 35 § 4 της Σύμβασης).