Αριθμός 656/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Λεπενιώτη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωστούλα Πρίγγουρη, Παρασκευή Τσούμαρη, Σταυρούλα Κουσουλού και Ευαγγελία Γιακουμάτου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Απριλίου 2024, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Τζαβέλλα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Α. ή Θ. Γ. ή Π. ή Γ. του Ν. ή Α. ή Κ., κρατούμενου στο Σωφρονιστικό Κατάστημα Κέρκυρας, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την δικηγόρο Χαραλαμπία Κλωνάρη, η οποία διορίστηκε με την υπ’ αρ. 728/2023 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών, για αναίρεση της απόφασης 746/2023 του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών.
Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό 488/3.8.2023 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 819/2023.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και την διορισθείσα πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με αριθμό 488/03.08.2023 αίτηση-δήλωση αναίρεσης του Α. ή Θ. Γ. ή Π. ή Γ. του Ν. ή Α. ή Κ. και της Α., που γεννήθηκε στις …1988 στην Αθήνα και κρατείται στο Κ.Κ.Κέρκυρας για αναίρεση της 746/2023 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, ασκήθηκε νομότυπα, για λογαριασμό του κατηγορουμένου, με δήλωση του συνηγόρου του, που είχε παρασταθεί στη συζήτηση, ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, συνταχθείσης σχετικής εκθέσεως νόμιμα υπογεγραμμένης και εμπρόθεσμα (καταχώριση της προσβαλλόμενης απόφασης στο κατά το άρθρο 473 παρ.2 και 3 εδ.α του ΚΠΔ βιβλίο στις 28.07.2023), σύμφωνα με τα άρθρα 462 στ.β’, 464, 466 παρ.2, 473 παρ.2, 474 παρ.1 , 504 παρ1 και 505 παρ.1 ΚΠΔ και περιέχει παραδεκτό λόγο αναίρεσης, ήτοι την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης (510 παρ.1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική βασιμότητα του λόγου της.
Κατά το άρθρο 34 του ΠΚ, η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη αν λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή διατάραξης της συνείδησης κατά το χρόνο τέλεσής της, δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό, κατά δε το άρθρο 36 παρ.1 του ΠΚ, αν εξαιτίας κάποιας από τις ψυχικές καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 34 δεν έχει εκλείψει εντελώς, μειώθηκε όμως σημαντικά η ικανότητα για καταλογισμό επιβάλλεται μειωμένη ποινή. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του Ν.4619/2019 που κύρωσε το νέο ΠΚ, στο άρθρο 34 αυτού έχουν ενταχθεί τρεις κατηγορίες δραστών. Η πρώτη κατηγορία αφορά εκείνους, που έχουν κάποια ψυχική διαταραχή, η δεύτερη κατηγορία εκείνους που έχουν κάποια διανοητική διαταραχή και η τρίτη εκείνους που εμφανίζουν διατάραξη της συνείδησης για οποιοδήποτε λόγο (όπως κωφαλαλία ή μέθη αντίστοιχα). Κατά τις διατάξεις αυτές, ως διανοητική διαταραχή νοείται κάθε μορφής παραφροσύνη ή φρενοπάθεια ή ολιγοφρενία που προέρχεται από παθολογική κατάσταση του εγκεφάλου, ως ψυχική διαταραχή νοείται κάθε μορφής διαταραχή που δεν προέρχεται από παθολογική κατάσταση του εγκεφάλου και ως διατάραξη της συνείδησης νοείται κάθε μορφής ψυχική διατάραξη, η οποία δεν συνδέεται με παθολογική κατάσταση του εγκεφάλου, εμφανίζεται δε σε ψυχικώς υγιή άτομα και είναι από τη φύση της παροδική. Περαιτέρω, για την άρση του καταλογισμού υιοθετείται το μικτό σύστημα, με βάση το οποίο δεν αρκεί η συνδρομή των πιο πάνω βιολογικών όρων, αλλά απαιτείται σε κάθε περίπτωση να διαπιστωθεί και η συνδρομή του αξιολογικού όρου, απαιτείται δηλαδή να διαπιστωθεί ότι ο δράστης, εξ αιτίας της κατάστασης ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή διατάραξης της συνείδησης, στην οποία βρισκόταν κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό. Εξάλλου, η κατά το άρθρο 30 παρ. 1 του ν. 4139/2013 εξάρτηση (τοξικομανία) από μόνη της δεν αποτελεί στοιχείο για να θεωρηθεί ο δράστης ότι έχει ελαττωμένη ικανότητα καταλογισμού (άρθρο 36 του Π.Κ.) ή και έλλειψη καταλογισμού (άρθρο 34 Π.Κ.). Μπορεί, όμως να θεμελιώσει τέτοιο ισχυρισμό, αν ο εξαρτημένος συνεπεία της χρήσης ή της κατάχρησης ναρκωτικών ουσιών, εμφανίζει ψυχικές διαταραχές, παρανοϊκές εκδηλώσεις ή ψυχωσικά επεισόδια, που του φέρουν τέτοια διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών ή της συνείδησής του που τον εμποδίζουν να έχει την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξεως του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό ή τον καθιστούν μειωμένου καταλογισμού. Η τοξικομανία καθαυτή, δηλαδή, δεν οδηγεί σε έλλειψη ικανότητας προς καταλογισμό, αν δεν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις της διάταξης του άρθρου 34 Π.Κ., ούτε το δικαστήριο οφείλει να θεωρήσει τον τοξικομανή ως ελαττωμένου καταλογισμού, αν δεν προτείνονται ορισμένως οι ψυχικές διαταραχές, οι παρανοϊκές εκδηλώσεις ή τα ψυχωσικά επεισόδια, πολλώ μάλλον αν δεν αποδεικνύονται πραγματικά περιστατικά, στα οποία να μπορεί να στηριχθεί κρίση περί πλήρους ή μειωμένου καταλογισμού του, ένεκα της ιδιότητάς του αυτής (ΑΠ 777/2022, ΑΠ 235/2021, ΑΠ1200/2020). Περαιτέρω, η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας σύμφωνα με τα άρθρα 171 παρ. 2 και 333 παρ.2 ΚΠοινΔ από τον κατηγορούμενο ή από τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, εφόσον όμως αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, γιατί σε διαφορετική περίπτωση ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ` ΚΠοινΔ λόγος αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 746/2023 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων καταδικάσθηκε για την αξιόποινη πράξη της ληστείας κατά συναυτουργία και επιβλήθηκε σε βάρος του ποινή κάθειρξης έξι (6) ετών. Ειδικότερα, το Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο του ότι : “Στην περιοχή του Αγίου Αντωνίου στο Κερατσίνι Αττικής στις 31-1-2017, από κοινού με άλλον άγνωστο δράστη, με σωματική βία εναντίον προσώπου και με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο ζωής, αφαίρεσαν από άλλον ξένο ολικά κινητό πράγμα, για να το ιδιοποιηθούν παρανόμως και συγκεκριμένα, αφού επιβιβάστηκαν στην περιοχή Μοναστηρακίου στο υπ’αρ. … ταξί που οδηγούσε ο Ν. Μ., ζήτησαν από αυτόν να τους μεταφέρει στο Κερατσίνι. Όταν έφθασαν στον προορισμό, αφού ακινητοποίησαν αυτόν, εφαρμόζοντας λαβή με τα χέρια στο λαιμό του, απειλώντας αυτόν ότι θα τον πνίξουν, αφαίρεσαν από τον λαιμό του μία χρυσή αλυσίδα με μενταγιόν που απεικόνιζε το ζώδιό του, ένα κινητό τηλέφωνο μάρκας “…” και το χρηματικό ποσό των 86 ευρώ και τράπηκαν σε φυγή, ιδιοποιούμενοι αυτά παρανόμως”. Στην καταδικαστική αυτή κρίση του, το Δικαστήριο της ουσίας ήχθη, αφού εκτίμησε και αξιολόγησε τα αναφερόμενα, ως προς το είδος τους, αποδεικτικά μέσα (ήτοι : την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας, τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, την απολογία του κατηγορουμένου στο ακροατήριο ως και την ανακριτική απολογία του κατηγορουμένου, της οποίας ο ίδιος έκανε χρήση απολογούμενος στο ακροατήριο στα πλαίσια του άρθρου 365 παρ.2 ΚΠΔ , {βλ. σελ.12 των πρακτικών και σελ.18 του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης και ΑΠ 489/2019, ΑΠ 165/2017} και δέχτηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής: “…ο κατηγορούμενος στον κατωτέρω τόπο και χρόνο, ενεργώντας από κοινού με άγνωστο δράστη με πρόθεση, με σωματική βία εναντίον προσώπου και με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής, αφαίρεσε από άλλον ξένα ολικά κινητά πράγματα ή εξανάγκασε άλλον να του τα παραδώσει, για να τα ιδιοποιηθεί παράνομα. Συγκεκριμένα, στην περιοχή του Αγίου Αντωνίου στο Κερατσίνι Αττικής, στις 31-01-2017, ενεργώντας από κοινού με άγνωστο δράστη, με σωματική βία εναντίον προσώπου και με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο ζωής, αφαίρεσαν από άλλον ξένα ολικά κινητά πράγματα για να τα ιδιοποιηθεί παράνομα και ειδικότερα, αφού αυτοί επιβιβάστηκαν στην περιοχή του Μοναστηρακίου στο υπ’αρ. … ταξί που οδηγούσε ο Ν. Μ., ζήτησαν από αυτόν να τους μεταφέρει στο Κερατσίνι. Όταν έφθασαν στον προορισμό, αφού ακινητοποίησαν αυτόν, εφαρμόζοντας λαβή με τα χέρια στο λαιμό του, απειλώντας αυτόν ότι θα τον πνίξουν, αφαίρεσαν από τον λαιμό του μία χρυσή αλυσίδα με μενταγιόν που απεικόνιζε το ζώδιό του, ένα κινητό τηλέφωνο μάρκας “…” και το χρηματικό ποσό των 86 ευρώ και τράπηκαν σε φυγή, ιδιοποιούμενοι αυτά παρανόμως. Σημειώνεται δε ότι ο κατηγορούμενος κατά την απολογία του στις 26-07-2018 ενώπιον της 28ης Τακτικής Ανακρίτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών, αποδέχθηκε την τέλεση της ως άνω αξιόποινης πράξης…”. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, τα οποία παρέχουν πλήρη απόδειξη, εφόσον δεν προσβλήθηκαν ως πλαστά, ο συνήγορος του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος τόσο πριν την έναρξη όσο και μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας προέβαλε τον ισχυρισμό περί συνδρομής περίπτωσης ανικανότητας προς καταλογισμό (άρθρο 34 του ΠΚ) ζητώντας την απαλλαγή του για την αποδιδόμενη σε αυτόν ως άνω αξιόποινη πράξη και επικουρικά ισχυρισμό περί συνδρομής περίπτωσης ελαττωμένης ικανότητας προς καταλογισμό (άρθρο 36 του ΠΚ), με το ακόλουθο περιεχόμενο: “Στο σημείο αυτό ο συνήγορος υπεράσπισης, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, ανέπτυξε προφορικά αυτοτελείς ισχυρισμούς περί ακαταλόγιστου άλλως περί μειωμένου καταλογισμού, δήλωσε ότι ο κατηγορούμενος είναι πολυτοξικομανής με ψυχικές διαταραχές και ότι αποδέχεται την πράξη και έχει μετανιώσει, καθώς επίσης ζήτησε αναγνώριση ελαφρυντικού που κρίνει το Δικαστήριο”, (σελ.7 προσβαλλόμενης πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας) και “Στη συνέχεια, ο συνήγορος του κατηγορουμένου, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, ανέπτυξε την υπεράσπιση και ζήτησε να γίνει δεκτός ο αυτοτελής ισχυρισμός περί ακαταλόγιστου άλλως περί μειωμένου καταλογισμού και την αναγνώριση ελαφρυντικού που κρίνει το Δικαστήριο”, (σελ. 17 της προσβαλλόμενης μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας). Όπως προκύπτει από το οικείο μέρος του σκεπτικού της προσβαλλόμενης ως άνω απόφασης, με αριθμό 746/2023, το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, μετά από συνεκτίμηση όλων των προαναφερομένων αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ` είδος στην απόφαση αυτή, δέχθηκε ανελέγκτως σχετικώς με τον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου περί ελλείψεως καταλογισμού, άλλως περί συνδρομής περίπτωσης μειωμένου καταλογισμού, ότι αποδείχθηκαν τα εξής: “Στην προκειμένη περίπτωση, ο συνήγορος του κατηγορουμένου προέβαλε τον ισχυρισμό περί συνδρομής περίπτωσης ανικανότητας προς καταλογισμό (άρθρο 34 του ΠΚ), ζητώντας την απαλλαγή του για την αποδιδόμενη σε αυτόν ως άνω αξιόποινη πράξη και επικουρικά ισχυρισμό περί συνδρομής περίπτωσης ελαττωμένης ικανότητας προς καταλογισμό (άρθρο 36 του ΠΚ), λόγω του ότι ο κατηγορούμενος είναι πολυτοξικομανής με ψυχικές διαταραχές. Από τα άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά όμως, δεν προέκυψε μετά βεβαιότητας ότι ο κατηγορούμενος κατά το χρόνο διάπραξης του εγκλήματος βρισκόταν σε κατάσταση νοσηρής διατάραξης πνευματικών λειτουργιών λόγω τοξικομανίας χωρίς να μπορεί να αντιληφθεί τον άδικο χαρακτήρα των πράξεών του και να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του και τούτο διότι αποδείχθηκε ότι ενήργησε με ψυχραιμία και μεθοδικό τρόπο, καθόσον ο παθών -έμπειρος οδηγός ταξί, ο οποίος είχε αναγνωρίσει τον κατηγορούμενο που ήταν συνοδηγός και άρα είχε άμεση εικόνα του κατά τη διάρκεια τέλεσης της πράξης, κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με σαφήνεια και κατηγορηματικό τρόπο, ότι “ο κατηγορούμενος ήταν νορμάλ, πιάσαμε την κουβέντα, μιλούσαμε για επαγγελματικά, μιλούσαμε για ποδόσφαιρο και τέτοια. Ήταν πολύ νορμάλ. Ήταν φυσιολογικότατοι. Έχω απορρίψει πελάτες που τους βλέπω ότι είναι περίεργοι”. Μετά δε την αφαίρεση από αυτούς των ως άνω αντικειμένων τράπηκε σε φυγή, ενέργειες που υποδηλώνουν ψύχραιμο τρόπο σκέψης και δράσης, που δεν συνάδουν με τις επικαλούμενες από τον ίδιο καταστάσεις μειωμένου καταλογισμού. Σημειώνεται δε ότι τα αναγνωσθέντα ιατρικά έγγραφα, ήτοι, το υπ’αριθμ.πρωτ.9558/17-9-2018 έγγραφο του Νοσοκομείου Κρατουμένων Κορυδαλλού, το από 6-6-2018 έγγραφο γνωστοποίησης αναπηρίας, το με ημερομηνία 20/22-2-2021 έγγραφο του Γενικού Νοσοκομείου Τρικάλων καθώς και ο υπ’αριθ.πρωτ.1103/20-1-2021 εισηγητικός φάκελος ασθενούς, αφορούν την ψυχική κατάσταση του κατηγορουμένου σε μεταγενέστερο της εδώ αξιόποινης πράξης χρονικό διάστημα. Επίσης, από την προσκομισθείσα από τον κατηγορούμενο και αναγνωσθείσα βεβαίωση του ΚΕΘΕΑ προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος συμμετείχε στις διαδικασίες ενημέρωσης και κινητοποίησης του εγκεκριμένου Μεταβατικού Προγράμματος Συμβουλευτικής και Ψυχικής Απεξάρτησης Εξαρτημένων στο Νοσοκομείο Κρατουμένων Κορυδαλλού “Άγιος Παύλος” στις 27-4-2017, ήτοι μετά την τέλεση της ανωτέρω πράξης, ενώ όσα αναφέρονται στην προσκομισθείσα από τον ίδιο και αναγνωσθείσα με ημερομηνία 16-9-2020 έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης του ψυχιάτρου Γ. Τ., περί σωματικής και ψυχικής εξάρτησής του από ναρκωτικές ουσίες, στηρίζονται κυρίως σε αναφορές του ιδίου και όχι σε σχετικό εργαστηριακό έλεγχο βιολογικών υγρών και τριχών αυτού ή σωματικές διαταραχές (στερητικά σύνδρομα κατά την εξέταση), χωρίς μάλιστα να προσδιορίζεται στην εν λόγω έκθεση εάν η εξάρτησή του αυτή ανάγεται σε προγενέστερο της τέλεσης της ανωτέρω αξιόποινης πράξης. Κατ’ ακολουθίαν επομένως των ανωτέρω, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος για την αποδιδόμενη σε αυτόν αξιόποινη πράξη απορριπτομένου του ισχυρισμού του περί συνδρομής των περιστάσεων του άρθρου 36 ΠΚ”. Με τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε για τους ως άνω ισχυρισμούς την απαιτούμενη από το άρθρο 19 Συντάγματος και το άρθρο 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει στην απόφασή του, ύστερα από εκτίμηση όλων των στοιχείων που εισφέρθηκαν στην αποδεικτική διαδικασία, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τους λόγους από τους οποίους αποδεικνυόταν, κατά το χρόνο τέλεσης της αποδιδόμενης σε αυτόν αξιόποινης πράξης της ληστείας κατά συναυτουργία, η πλήρης ικανότητα του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου προς καταλογισμό και συνεπώς, ορθά ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων 34 και 36 του ΠΚ, κρίνοντας ότι αυτές δεν εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Συγκεκριμένα, παραθέτει στην προσβαλλόμενη απόφαση πραγματικά περιστατικά που φανερώνουν την πλήρη και σαφή γνώση και αντίληψη των ενεργειών του κατηγορουμένου, κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης και περαιτέρω, την πλήρη ύπαρξη της συνείδησής του και της ικανότητάς του να αντιλαμβάνεται το άδικο και να συμμορφώνεται προς την αντίληψή του αυτή, καθώς και την ανυπαρξία πραγματικών περιστατικών, από τα οποία να προκύπτει η περιαγωγή του σε κατάσταση μειωμένης ικανότητας προς καταλογισμό, ενώ παραθέτει και τη συνδρομή στοιχείων, όπως οι παρατιθέμενες ενέργειές του που φανερώνουν το αντίθετο, δηλαδή σχέδιο δράσης και εκτέλεση αυτού, ώστε να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, που είναι δηλωτικά διαυγούς πνεύματος και ενέργειας, βάσει προς τούτο βουλήσεως και αποφάσεως υπό κανονική κατάσταση. Και τούτο, μολονότι το Δικαστήριο δεν είχε τέτοια υποχρέωση, αφού ο ισχυρισμός αυτός, όπως εκτίθεται επί λέξει ανωτέρω, προβλήθηκε από τον κατηγορούμενο αορίστως, καθόσον, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη, η τοξικομανία από μόνη της, χωρίς να συνοδεύεται με επίκληση πραγματικών περιστατικών, στα οποία να μπορεί να στηριχθεί η κρίση του Δικαστηρίου περί συγκεκριμένων ψυχικών διαταραχών των πνευματικών λειτουργιών ή της συνείδησής του κατηγορουμένου, που τον εμποδίζουν να έχει την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξεως του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό ή τον καθιστούν μειωμένου καταλογισμού, δεν αρκεί για να οδηγήσει σε έλλειψη ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό, των άρθρων 34 και 36 του Π.Κ., ούτε το Δικαστήριο οφείλει να θεωρήσει τον τοξικομανή ως ελαττωμένου καταλογισμού. Επομένως, το Δικαστήριο της ουσίας, το οποίο, μολονότι δεν είχε υποχρέωση, απέρριψε τον πιο πάνω ισχυρισμό του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος με επαρκή αιτιολογία, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 34 και 36 του ΠΚ, τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και ο μοναδικός λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στ.Ε’ του ΚΠΔ είναι αβάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 578 παρ. 1 ΚΠοινΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 115 του Ν.5090/2024 και ισχύει από 01.05.2024 σύμφωνα με το άρθρο 138 παρ.1 του ίδιου ως άνω Νόμου), τα οποία πλέον για την απόρριψη αιτήσεων αναιρέσεως, ισούνται με το ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ, ήτοι με το διπλάσιο του αυξημένου ανώτατου ποσού των τετρακοσίων (400) ευρώ, που καθορίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 577 του ΚΠΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 114 παρ.2 εδ. α’ του Ν.5090/2024 και ισχύει από 01.05.2024 σύμφωνα με το άρθρο 138 παρ.1 του ίδιου ως άνω Νόμου, για τις αποφάσεις του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, χωρίς να εφαρμόζεται γι’ αυτά ο κανόνας του άρθρου 2 ΠΚ, αφού τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, τα οποία επιδικάζουν υπέρ του Δημοσίου οι ποινικές αποφάσεις και βουλεύματα, έχουν δικαιολογία τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε για τη δίωξη του εγκλήματος και συνεπώς, χαρακτηρίζονται ως πολιτική απαίτηση του Δημοσίου, για την οποία δεν μπορεί να ισχύσει το άρθρο 2 του ΠΚ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τη με αριθμό 488/03.08.2023 αίτηση-δήλωση αναίρεσης του Α. ή Θ. Γ. ή Π. ή Γ. του Ν. ή Α. ή Κ. και της Α., για αναίρεση της 746/2023 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών,
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ορίζει σε οκτακόσια (800 ) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Απριλίου 2024.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Απριλίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :