Αριθμός 766/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A1’Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασημίνα Υφαντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα Θωμάτου, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Ευτύχιο Νικόπουλο – Εισηγητή και Βαρβάρα Πάπαρη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Οκτωβρίου 2023, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ε. Τ. του Α., κατοίκου Αθηνών, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γρηγόριο Τρικούκη που ανακάλεσε την από 28/9/2023 δήλωση για παράσταση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, παραστάθηκε στο ακροατήριο και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Χ. Κ. του Σ., κατοίκου Αλεξάνδρειας Ημαθίας, 2) Β. Κ. του Σ., κατοίκου Τρικάλων Ημαθίας, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Θεώνη Σγουράκη – Παπασπυροπούλου και κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/4/2010 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 11269/2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1984/2017 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 28/11/2017 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, η πληρεξούσια των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα, κατά την τακτική διαδικασία, υπ’ αριθμόν 1984/2017 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, το οποίο δέχθηκε την έφεση των αναιρεσιβλήτων, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή του αναιρεσείοντος και υποχρέωσε τις αναιρεσίβλητες να του καταβάλουν, εκάστη εις ολόκληρον, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 5.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553. 556, 558, 564, 566 παρ. 1 Κ. Πολ. Δ. ), είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 1, 3 Κ. Πολ. Δ.).
Από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση από αδικοπραξία, είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα 4) ζημία και 5) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Το παράνομο της συμπεριφοράς συνδέεται με αντίθεση προς διάταξη που απαγορεύει τη συγκεκριμένη πράξη, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη, που απαγορεύει την ένδικη συμπεριφορά (ΑΠ 1906/2022). Αδικοπραξία, κατά την έννοια της πιο πάνω διατάξεως του άρθρου 914 ΑΚ, συνιστά και η απάτη κατ’ άρθρο 386 παρ. 1 εδ. α’ ΠΚ, για την στοιχειοθέτηση της οποίας απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από τα οποία, ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, γ) βλάβη ξένης κατά το αστικό δίκαιο περιουσίας η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία (και) υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος. Ο παραπλανώμενος δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται με τον βλαπτόμενο, αρκεί να μπορεί από τον νόμο ή τα πράγματα να επιχειρήσει την επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Εντεύθεν απάτη είναι δυνατόν να τελεσθεί και δια παραπλανήσεως του δικαστού σε πολιτική δίκη, δια της προβολής ψευδούς ισχυρισμού, ο οποίος υποστηρίζεται με την εν γνώσει προσκομιδή ψευδών αποδεικτικών μέσων από τα οποία ο δικαστής παραπλανήθηκε και εξέδωσε απόφαση, συνεπεία της οποίας επήλθε βλάβη στην περιουσία του αντιδίκου (ΑΠ 1224/2020 ποινική). Ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή εάν, παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών, την απέρριψε ως αόριστη. Στο πλαίσιο αυτό αναγκαίο στοιχείο της αγωγής για να είναι αυτή ορισμένη αποτελεί κατά το άρθρο 216 § 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 106, 117, 118, 335 και 338 του ίδιου Κώδικα, η πληρότητα της ιστορικής της βάσης, δηλαδή η σαφής έκθεση στο αγωγικό δικόγραφο όλων των γεγονότων, είτε του εξωτερικού είτε του εσωτερικού κόσμου, τα οποία σύμφωνα με τον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου θεμελιώνουν την αιτούμενη έννομη συνέπεια (ΑΠ 191/2022, ΑΠ 50/2020, ΑΠ 5/2019, ΑΠ 266/2018). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης κατ’ορθή εκτίμηση του περιεχομένου του, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος ότι το Εφετείο παρά το νόμο απέρριψε την αγωγή του ως προς το κονδύλιο των 14.000 ευρώ ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της ένδικης αγωγής προκύπτει ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσείον ιστορούσε ότι “Με την πρώτη των εναγομένων, τελέσαμε νόμιμο πολιτικό γάμο στις 22 Οκτωβρίου 2005 ενώπιον του Προέδρου της Κοινότητας Πεύκων Θεσσαλονίκης και από τον γάμο αυτό αποκτήσαμε μια κόρη (αβάπτιστη ακόμη), η οποία γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 12 Νοεμβρίου 2005. Η έγγαμη συμβίωσή μας διεκόπη τον Αύγουστο του 2005, έκτοτε δε βρισκόμαστε σε έναν συνεχή δικαστικό αγώνα. Την 13.2.2006 κατετέθη από εμένα ενώπιον του αρμοδίου Μονομελούς Πρωτοδικείου Βέροιας η … αγωγή επιμέλειας και επικοινωνίας, από δε την αντίδικο η από 19-12-2006 αγωγή … Επί των ανωτέρω αγωγών που συνεκδικάστηκαν κατά την δικάσιμο της 16.5.2007, εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 33/ΔΙ/2007 οριστική απόφαση, που όρισε το ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ ως διατροφή για την πρώτη των εναγομένων … Επί της αποφάσεως ασκήθηκαν τόσο από εμένα όσο και από την αντίδικό μου εφέσεις … προσδιορίστηκαν να εκδικαστούν ενώπιον του Εφετείου Θεσσαλονίκης την 16η Νοεμβρίου 2007. Κατά την ημέρα της δικασίμου, η αντίδικος στις επί της έδρας κατατεθειμένες Προτάσεις της, σχετικά με το αίτημα επιδίκασης διατροφής στην ίδια, ανέφερε τα κάτωθι : “Ακόμη και σήμερα ψάχνω για εργασία και στέλνω βιογραφικά, πλην όμως δεν βρίσκω, διότι η αγορά της Αλεξάνδρειας είναι ανύπαρκτη, η δε της Θεσσαλονίκης πολύ περιορισμένη σε σχέση με την Αθήνα.” Παράλληλα, προς υποστήριξη του ως άνω ισχυρισμού της ανέφερε: “Επικυρωμένο αντίγραφο των Προτάσεων τις οποίες κατέθεσα εις το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά της προσθήκης – αντικρούσεως αυτών – τόσον αυτών στα πλαίσια υποστήριξης της υπό κρίσιν αγωγής μου όσο και αυτών προς αντίκρουσιν της αντιθέτου αγωγής του αντιδίκου – εις το περιεχόμενον των οποίων και πάλι αναφέρομαι και επικαλούμαι.” Στις δε επικαλούμενες αυτές Προτάσεις αναφέρει: “… Όπως αναφέρω και στην αγωγή μου, τόσον εγώ όσο και η ανήλικη θυγατέρα μας, στερούμαστε παντελώς εισοδημάτων και άλλων πόρων (εγώ δεν εργάζομαι και δεν υπάρχει δυνατότητα να εργαστώ, αιτία της ηλικίας που βρίσκεται η ανήλικος, αλλά και αιτία του ότι δεν μπορώ να βρω εργασία ανάλογη των προσόντων που διαθέτω …).” … Ο ισχυρισμός αυτός που περιλήφθηκε τόσο στην Έφεσή της… όσο και στις ενώπιον του Εφετείου Προτάσεις της, αποδεικνύεται … ψευδής. Επί των ανωτέρω Εφέσεων, οι οποίες συνεκδικάστηκαν, εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 1010/5.5.2008 απόφαση η οποία τελικώς επιδίκασε για το χρονικό διάστημα από 18.8.2006 έως 18.8.2008 διατροφή ύψους οκτακοσίων (800 ευρώ) για την πρώτη των εναγομένων, γενομένου δεκτού του (ψευδούς όπως προκύπτει για μέρος τουλάχιστον του επίδικου διαστήματος) ισχυρισμού της ότι δικαιούται διατροφής καθόσον δεν εργάζεται… Επειδή η πρώτη των εναγομένων παρά τα όσα ισχυριζόταν ότι δεν εργαζόταν στην πραγματικότητα το ίδιο χρονικό διάστημα παρείχε υπηρεσίες, αρχικά ως ελεύθερη επαγγελματίας και στην συνέχεια ως μισθωτή. Σύμφωνα δε με το εκκαθαριστικό της για το έτος 2007, δήλωσε εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες 4.583,10 ευρώ και από ελευθέρια επαγγέλματα ποσό 11.048,17 ευρώ… Προς υποστήριξη των ισχυρισμών της η πρώτη των εναγομένων στο μεν πρωτοβάθμιο δικαστήριο κάλεσε και εξέτασε ως μάρτυρα τη δεύτερη των εναγομένων (αδελφή της), της οποίας την ένορκη κατάθεση προσκόμισε και επικαλέστηκε και ενώπιον του Εφετείου, κάνοντας χρήση (ως αποδεικτικού μέσου) των Πρακτικών της δίκης. Επειδή στην περίπτωση της εκδίκασης της αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βέροιας κατά την δικάσιμο της 16ης Μαίου 2007, η δεύτερη των εναγομένων, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης κατέθεσε εν γνώσει της ψευδώς τα εξής: “Η αδερφή μου δεν εργάζεται, δεν έχει πόρους, στέλνει συνέχεια βιογραφικά σημειώματα και ψάχνει για δουλειά” και “η αδερφή μου ψάχνει ακόμη για δουλειά, θέλει όμως μια δουλειά ανάλογη των προσόντων της, όχι των 600 ευρώ. Ψάχνει και στην Θεσσαλονίκη, όπου οι μισθοί δεν είναι τόσο υψηλοί όσο στην Αθήνα, αλλά ψάχνει” Η ως άνω κατάθεση εκτός του ότι συνιστά ψευδορκία, αφού εξεταζόμενη ως μάρτυρας εν γνώσει της κατέθεσε ψευδώς αποκρύπτοντας την αλήθεια, ταυτόχρονα με τη συμπεριφορά της αυτή παρέσχε άμεση συνδρομή στην πρώτη, σκοπεύοντας στην εξαπάτησή μου για την προσπόριση περιουσιακού οφέλους εις βάρος μου, είναι συνεπώς άμεση συνεργός σε απάτη την οποία διέπραξε η πρώτη. Επιπλέον, η πράξη αυτή στοιχειοθετεί (για λογαριασμό της πρώτης των εναγομένων) την τέλεση του αδικήματος της απάτης (επί δικαστηρίω) καθόσον δεν αρκέστηκε απλά και μόνο σε ισχυρισμούς, περιλαμβανόμενους στα δικόγραφά της, αλλά προσήγαγε και αποδεικτικά στοιχεία προς υποστήριξη αυτών… Επειδή το επίδικο χρονικό διάστημα, ήτοι το διάστημα για το οποίο η πρώτη των εναγομένων με την αγωγή της αιτείτο διατροφή για την ίδια ατομικά ορίζεται από 18.8.2006 μέχρι και 18.8.2008. Από τα υπάρχοντα έγγραφα προκύπτει ότι αυτή εργαζόταν ήδη από τον Μάρτιο του 2007, συνεπώς από αυτό το χρονικό σημείο και μετά δεν δικαιούταν διατροφής (για τον εαυτό της) και παρανόμως την εισέπραξε, καθώς οι αντίστοιχες δικαστικές αποφάσεις που της επιδίκασαν τα συγκεκριμένα ποσά εκδόθηκαν λόγω των παρανόμων πράξεων και των δύο εναγομένων. Επειδή για το χρονικό διάστημα από 1 Μαρτίου 2007 μέχρι και 18 Αυγούστου 2008, δηλαδή για 17,5 μήνες, εισέπραξε από εμένα στο συνολικό ποσό των (17,5 επί 800 =) 14.000 ευρώ, ζημιώνοντας αντίστοιχα την περιουσία μου κατά το ως άνω ποσό.” Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή είναι ορισμένη και ως προς το κονδύλιο των 14.000 ευρώ, το οποίο κατέβαλε ο αναιρεσείων ως διατροφή της πρώτης αναιρεσίβλητης, δυνάμει της υπ’ αριθμόν 1010/2008 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης και κατά το οποίο ο αναιρεσείων, κατά τους ισχυρισμούς του, ζημιώθηκε από την τελεσθείσα από την πρώτη αναιρεσίβλητη απάτη ενώπιον του δικαστηρίου, ενόψει του ότι το συγκεκριμένο αίτημα στηρίζεται στις περί αδικοπραξιών διατάξεις.
Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε το ως άνω αγωγικό κονδύλιο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας για το λόγο ότι ο αναιρεσείων “ουδόλως εκθέτει στο δικόγραφο της αγωγής του την ακριβή οικονομική κατάσταση του ιδίου και της εναγομένης συζύγου του, ούτε παραθέτει την ακίνητη και κινητή περιουσία που έκαστος εξ αυτών τυχόν διέθετε, καθώς και το ακριβές ποσό των χρημάτων που ο ίδιος εσόδευε από την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας (της συζύγου του οι απολαβές δύνανται να υπολογιστούν με μαθηματικό υπολογισμό με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή), έτσι ώστε να καταστεί δυνατός ο εκ μέρους του Δικαστηρίου έλεγχος και προσδιορισμός α) του ποσού, το οποίο κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης κάλυπτε τις ανάγκες της οικογένειας και β) του ποσού συμμετοχής καθενός από τους συζύγους σ’ αυτό ανάλογα με τα εισοδήματα του και την περιουσία του, συνυπολογιζομένης και της προσωπικής του εργασίας μέσα στο σπίτι, και εν συνεχεία, να διαιρεθεί αυτό στα δύο, έτσι ώστε να διαφανεί ποιο τελικώς είναι το ποσό συνεισφοράς καθενός εκ των συζύγων”. Έτσι που έκρινε το Εφετείο παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο λόγω αοριστίας το ως άνω κονδύλιο της αγωγής. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. Περαιτέρω, η αναιρετική εμβέλεια του λόγου αυτού στο σύνολό της προσβαλλομένης αποφάσεως καθιστά αλυσιτελή την έρευνα του δεύτερου λόγου της αναιρέσεως από τους αριθ.1, 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Μετά ταύτα, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλον δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στον αναιρεσείοντα (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικαθούν οι αναιρεσίβλητες, λόγω της ήττας τους στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (άρθρα 176, 183, 189 αριθ.1, 191 αριθ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμόν 1984/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο ως άνω Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλον δικαστή.
Διατάσσει την επιστροφή στον αναιρεσείοντα του παραβόλου που έχει καταθέσει.
Καταδικάζει τις αναιρεσίβλητες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 22 Ιανουαρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 24 Μαΐου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 766 / 2024 Ψευδή δήλωση διατροφής-Αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας και απάτης
Πηγή :
Προηγούμενο άρθροΠόθεν έσχες – Επικαιροποιημένες συχνές ερωτήσεις-απαντήσεις