Αριθμός 738/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Λεπενιώτη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωστούλα Πρίγγουρη, Παρασκευή Τσούμαρη, Σταυρούλα Κουσουλού-Εισηγήτρια και Ευαγγελία Γιακουμάτου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Απριλίου 2024, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Τζαβέλλα (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης C. (Τ.) A. (Α.) του G., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Εμμανουήλ Αναστασάκη, για αναίρεση της 13/2023 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Με υποστηρίζουσα την κατηγορία τη Μ. Κ. του Χ., κάτοικο …, η οποία δεν εμφανίστηκε.
Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Δυτικής Στερεάς Ελλάδας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεσή της για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην υπ’ αριθ. πρωτ. 6891/22-9-2023 αίτησή της αναίρεσης, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 906/2023.
Αφού άκουσε 1) Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε: α) την αποδοχή, εν συνόλω, της αναίρεσης, β) την αναίρεση, εν συνόλω, της προσβαλλόμενης απόφασης και γ) την παραπομπή της υπόθεσης, εξ ολοκλήρου, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως και 2) τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με αριθμ. πρωτ. 6891/22-9-2023 αίτηση της C. A. του G. για αναίρεση της υπ’ αρ. 13/2023 τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου [Κακουργημάτων] Δυτικής Στερεάς Ελλάδος με την οποία αυτή κρίθηκε ένοχη, με το ελαφρυντικό του άρ. 84 παρ.2α ΠΚ, της αξιόποινης πράξης της συνέργειας σε διακεκριμένη κλοπή, αντικειμένου αξίας άνω των [120.000] ευρώ, τελεσθείσα από κοινού, και καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης πέντε (5) ετών, η οποία (απόφαση) καταχωρήθηκε στο κατά το άρθρο 473 § § 2, 3 του ΚΠΔ, βιβλίο, στις 6-9-2023, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, με δήλωσή της, που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 22/9/2023, δηλαδή, από πρόσωπο που είχε το σχετικό έννομο συμφέρον και κατ’ απόφασης υποκείμενης στο συγκεκριμένο ένδικο μέσο, ενώ περιλαμβάνει παραδεκτούς λόγους αναίρεσης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 464, 466 § 1, 473 § § 2 και 3, 474 § 2Α και 4, 504 § 1, 505 § 1α’ και 510 § 1 στοιχ. Α’, Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ. Επομένως, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 6 § 1 της ΕΣΔΑ (ΝΔ 53/1974), 31 § 2, 105, 244 § 3 και 223 § 4 του ΚΠΔ συνάγεται ότι απαγορεύεται η αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος του κατηγορουμένου της έγγραφης ένορκης εξέτασής του, που έγινε κατά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης ή της ένορκης κατάθεσης που έδωσε κατά τη διενέργεια της αυτεπάγγελτης προανάκρισης και πριν στραφούν οι υπόνοιες εναντίον του. Η λήψη υπόψη και η αποδεικτική αξιοποίηση εκ μέρους του Δικαστηρίου, μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες δόθηκαν πριν ο εξετασθείς αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορούμενου με κάποιον από τους τρόπους, που αναφέρονται στο άρθρο 72 ΚΠΔ, δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα κατά τα άρθρα 171 § 1 περ. δ’ και 510 § 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ, διότι αφορά στην υπεράσπιση του κατηγορούμενου και ειδικότερα το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματος του για “δίκαιη δίκη”, που του εξασφαλίζει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, καθώς και το δικαίωμα του από το άρθρο 223 § 4 ΚΠΔ να αρνηθεί να καταθέσει περιστατικά, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη. Η θεμελιώδης αυτή αρχή της σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης διακηρύσσεται και στο άρθρο 14 § 3 εδ. ζ’ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το Ν.2462/1997 και έχει, κατά το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, υπερνομοθετική ισχύ, και στο οποίο ορίζεται ότι κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει σε πλήρη ισότητα, μεταξύ των άλλων, και την εγγύηση να μην εξαναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του ή να ομολογήσει την ενοχή του. Το ίδιο δε αυτό αποτέλεσμα με τον εξαναγκασμό του κατηγορούμενου να καταθέσει εναντίον του, επάγεται και η μετά την κτήση της ιδιότητας του κατηγορουμένου λήψη υπόψη, χωρίς τη συναίνεσή του, όσων επιβαρυντικών για τον ίδιο είχε αυτός καταθέσει σε χρόνο προγενέστερο της κτήσης της ιδιότητας αυτής (ΟλΑΠ 2/2021, Ολ ΑΠ 1/2004). Συνακόλουθα, η κατά παράβαση της απαγόρευσης αυτής αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος εκείνου που κατέθεσε και στη συνέχεια κατέστη κατηγορούμενος της με το παραπάνω περιεχόμενο κατάθεσής του, είτε στην προδικασία είτε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, επάγεται απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 § 1 περ. δ’ του ΚΠΔ που θεμελιώνει τον από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης. Η απαγόρευση αυτή ισχύει και για ένορκες ή ανωμοτί καταθέσεις του κατηγορούμενου, οι οποίες έχουν ληφθεί κατά τη διάρκεια αρμοδίως διαταχθείσας διοικητικής εξέτασης, η οποία, εξομοιώνεται με την προκαταρκτική εξέταση (ΑΠ 834/2022, ΑΠ 462/2021, ΑΠ 697/2019).
Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, εκ του άρ. 510 παρ.1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ σε συνδ. με άρ. 171 παρ. 1δ’ του ιδίου Κώδικα, προβάλλει την αιτίαση ότι το Δικαστήριο της ουσίας στήριξε την καταδικαστική, σε βάρος της, κρίση, μεταξύ άλλων, και στις αναφερόμενες ένορκες καταθέσεις της, ως μάρτυρος, στο Τ. Α. Ναυπάκτου, οι οποίες δόθηκαν απ’ αυτήν πριν από την άσκηση της ποινικής δίωξης εναντίον της για την ένδικη υπόθεση και την απόκτηση της ιδιότητας της κατηγορούμενης, οι οποίες, όπως αιτιάται, προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης ότι λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν σε βάρος της.
Από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της δευτεροβάθμιας δίκης προκύπτει ότι το δίκασαν, κατ’ έφεση, Τριμελές Εφετείο [Κακουργημάτων] Δυτικής Στερεάς Ελλάδος, δέχθηκε στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς, κατ’ είδος, αναφέρει σ’ αυτήν (ένορκες καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας, αναγνωσθέντα έγγραφα, μεταξύ των οποίων και η πρωτοβάθμια απόφαση και πρακτικά) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα περιστατικά, ως προς την τότε κατηγορούμενη και ήδη αναιρεσείουσα, και δη ότι: “….Η κατηγορουμένη στη Ναύπακτο Αιτωλοακαρνανίας και σε χρόνο που δεν προέκυψε επακριβώς από τις αποδείξεις, πάντως εντός του χρονικού διαστήματος από τις αρχές Φεβρουαρίου του 2013 και μέχρι την ώρα 20:30′ περίπου της 16-3-2013, με πρόθεση παρέσχε συνδρομή σε άλλους πριν την τέλεση της άδικης πράξης της διακεκριμένης κλοπής σε βάρος των παθόντων-εγκαλούντων και συγκεκριμένα, παρέσχε συνδρομή με τον κατωτέρω αναφερόμενο τρόπο στο σύζυγο της, C. A. του J. και στο K. R. του A., οι οποίοι δρώντας από κοινού και κατόπιν συναπόφασης και με κοινό δόλο αφαίρεσαν στον ανωτέρω τόπο και κατά το χρονικό διάστημα από 20:30′ περίπου της 16-3-2013 ως και την 02:00′ της 17-3-2013 από την κατοχή άλλου ξένο ολικά κινητό πράγμα, η συνολική αξία του οποίου υπερέβαινε το ποσό των 120.0000 ευρώ, με σκοπό να το ιδιοποιηθούν παράνομα. Συγκεκριμένα αυτοί, αφού εισήλθαν στην τετραώροφη μονοκατοικία των εγκαλούντων, Ά. Ν. του Α. και Μ. Κ. του Χ., παραβιάζοντας δύο πόρτες, στη συνέχεια κατευθύνθηκαν στο δώμα, που βρίσκεται στη ταράτσα της μονοκατοικίας, του οποίου την είσοδο παραβίασαν και αφαίρεσαν από εκεί ευρισκόμενες 4 γυναικείες τσάντες, που ήταν τοποθετημένες σε ανασφάλιστο ντουλάπι, στο χώρο του δώματος, το χρηματικό ποσό των 400.000 Ε, που ανήκε αποκλειστικά στους εγκαλούντες. Ειδικότερα, όπως προέκυψε από τις ανωτέρω αποδείξεις, η κατηγορουμένη, Αλβανίδα υπήκοος, διαμένουσα από το έτος 1998 στην Ελλάδα και δη στην Ναύπακτο, με τον ομοίως Αλβανό υπήκοο σύζυγο της, C. A. του J. και τα ανήλικα τέκνα τους, εργαζόταν πάνω από δέκα έτη ως οικιακή βοηθός στην οικία των εγκαλούντων, Ά. Ν. και Μ. Κ., όπου μετέβαινε και είχε πρόσβαση σε αυτήν, αρχικά περισσότερες από μία ημέρες την εβδομάδα, ενώ τον τελευταίο καιρό πριν το συμβάν, μόνο κάθε Παρασκευή, από ώρα 8.00 έως ώρα 13.30. Η οικία αυτή των εγκαλούντων, οι οποίοι είναι και οι δύο επαγγελματίες πολιτικοί μηχανικοί, βρίσκεται σε ιδιόκτητη τετραώροφη οικοδομή τους, κειμένη στη Ναύπακτο, επί των οδών …, όπου στον πρώτο και δεύτερο όροφο αυτής οι εγκαλούντες διατηρούν γραφεία και στους τρίτο και τέταρτο ορόφους που επικοινωνούσαν εσωτερικά μεταξύ τους (μεζονέτα), διατηρούν την οικία τους. Εξάλλου, σε δώμα πάνω από την οικία τους απ’ όπου υπήρχε πρόσβαση μόνο μέσω αυτής, και δη από την βεράντα του καθιστικού της οικίας, υπάρχει μικρή αποθηκούλα, που κλειδώνει όπως και το δώμα με κλειδί. Εκεί, μεταξύ των άλλων αποθηκευμένων από τους εγκαλούντες εποχικών αντικειμένων της οικίας τους (χαλιά, χριστουγεννιάτικα στολίδια κλπ), εφύλασσαν αυτοί μέσα σε εντός της αποθήκης ευρισκόμενη εντοιχισμένη ντουλάπα, που ήταν ξεκλείδωτη, τέσσερις μαύρες γυναικείες τσάντες, που περιείχαν σε δεσμίδες το χρηματικό ποσό των τετρακοσίων περίπου χιλιάδων (400.000) ευρώ, προερχόμενο από αποταμιεύσεις αυτών από την εργασία τους, τις οποίες φύλασσαν, λόγω της οικονομικής κρίσης, εκτός τραπεζικών καταστημάτων. Την φύλαξη αυτή των χρημάτων στο εν λόγω σημείο, την οποία διατηρούσαν αυτοί, ως είναι φυσικό, μυστική απ’ όλους, την αντιλήφθηκε τυχαία η κατηγορουμένη, οικιακή βοηθός τους, περί τις αρχές Φεβρουάριου του 2013. Ειδικότερα, από την όλη ιδιόκτητη οικοδομή των εγκαλούντων, στην κατηγορουμένη είχε παραχωρηθεί απ’ αυτούς, μόνο το κλειδί της εισόδου-ξύλινης εξώπορτας της όλης οικοδομής, ενώ δεν της είχαν δοθεί κλειδί της πόρτας εισόδου των διαμερισμάτων-οικίας των εγκαλούντων, ούτε και κλειδιά του ανωτέρω δώματος και της αποθήκης αυτού, όπου αυτοί φύλασσαν τα ανωτέρω χρήματα. Όποτε, δε, χρειαζόταν να τοποθετηθεί κάτι στο δώμα μετέβαινε εκεί η κατηγορουμένη μαζί με την εγκαλούσα εργοδότριά της, η οποία και της άνοιγε με κλειδιά που κρατούσε μόνο αυτή το δώμα και την αποθήκη και παρέμενε μαζί της μέχρι να τελειώσουν τις εργασίες τους και να ξανακλειδώσει η εγκαλούσα. Ωστόσο, μετά το πέρας των εορτών των Χριστουγέννων και του νέου έτους του 2013, περί τις αρχές Φεβρουάριου του 2013, η εκ των εγκαλούντων, Μ. Κ., η οποία είχε συσκευάσει τα χριστουγεννιάτικα στολίδια σε κούτες, αλλά δεν είχε λόγω φόρτου της εργασίας της προλάβει να τα αποθηκεύσει στην ανωτέρω αποθήκη του δώματος, δείχνοντας εμπιστοσύνη στο πρόσωπο της κατηγορουμένης, της παρέδωσε για πρώτη φορά τα κλειδιά των ανωτέρω χώρων για να τοποθετήσει μόνη της εκεί τα εν λόγω κουτιά. Η κατηγορουμένη, η οποία, όταν μετέβη μόνη της στην αποθήκη του δώματος, έχοντας το χρόνο και την ευκαιρία, αντιλήφθηκε τις ανωτέρω μαύρες τσάντες εντός της ντουλάπας της αποθήκης που ήταν ξεκλείδωτη, καθώς και ότι εντός αυτών, φυλασσόταν από τους εγκαλούντες το ανωτέρω αποταμιευμένο χρηματικό ποσό των 400.000 ευρώ, το οποίο ήταν πολύ μεγάλο αντικειμενικά, αλλά ακόμα μεγαλύτερο για έναν απλό μισθωτό βιοπαλαιστή, όπως η κατηγορουμένη, και για το λόγο αυτό αμέσως σκέφτηκε αυτή να αφαιρέσει αυτό για δικό της όφελος παρά τα περί του αντιθέτου ισχυριζόμενα από αυτήν, κατά την απολογία της στην προδικασία, όπου δήλωσε τάχα άγνοια για την ύπαρξη του ποσού αυτού στην αποθήκη, ενώ δήλωσε ψευδώς ότι ουδέποτε είχε μεταβεί μόνη της εκεί. Για την ύπαρξη του ποσού αυτού στην ανωτέρω αποθήκη της οικίας των εγκαλούντων, πληροφόρησε αυτή περαιτέρω τον ανωτέρω σύζυγο της, σε χρόνο που δεν προέκυψε επακριβώς από τις αποδείξεις, πάντως το πιθανότερο σε κοντινό χρόνο από τότε που περιήλθε αυτό σε γνώση της, με τον οποίο άρχισαν να καταστρώνουν σχέδιο αφαίρεσής του, με σκοπό να τα ιδιοποιηθούν παράνομα, χωρίς όμως να γίνουν αντιληπτοί από τους εγκαλούντες, περιμένοντας την κατάλληλη χρονική στιγμή. Προς τούτο, ο σύζυγος της ήλθε σε επαφή με τον άγνωστο στους εγκαλούντες, κουμπάρο τους, K. R. του A., ο οποίος δέχθηκε να συνεργαστεί μαζί τους για την αφαίρεση των χρημάτων, προφανώς έναντι λήψης από τα κλοπιμαία χρήματα και δικού του χρηματικού ανταλλάγματος. Στην από μέρους των αυτουργών της κλοπής, τέλεση της κλοπής και καθ’ όλο το χρόνο πριν από την τέλεσή της, συνέδραμε καίρια και αποφασιστικά η κατηγορουμένη, η οποία τους παρείχε καταρχήν ακριβείς πληροφορίες για το σημείο όπου φυλάσσονταν τα χρήματα, για την ακριβή διαρρύθμιση της οικίας και για το πώς θα εισέρχονταν σε αυτήν και πώς θα έφταναν στο δώμα-αποθήκη σύντομα και με λιγότερο κίνδυνο να γίνουν αντιληπτοί, ενώ τους χορήγησε και το κλειδί της εξώπορτας της όλης τετραώροφης οικοδομής που της είχε παραδοθεί, όπως εκτέθηκε, από τους εγκαλούντες, καθώς επίσης και απαραίτητες πληροφορίες, την ίδια ημέρα της κλοπής, για το πότε και για πόσο διάστημα θα απουσίαζαν οι ένοικοι-εγκαλούντες από την οικία τους, προκειμένου να καταστεί αυτή εφικτή. Η συνδρομή της δε αυτή ήταν καίρια και αποφασιστικής σημασίας, τόσο για τη λήψη της απόφασης τέλεσης της κλοπής όσο και για την ακολούθως επιτυχημένη τέλεση αυτής, αφού χωρίς τη συνδρομή της αυτή, οι αυτουργοί της κλοπής, αφενός μεν, δεν θα μπορούσαν καθόλου να γνωρίζουν την φύλαξη εντός της ανωτέρω οικίας των εγκαλούντων ενός τόσο μεγάλου χρηματικού ποσού, αφετέρου, δε, δεν θα είχαν την απαιτούμενη πρόσβαση σε τούτη με το κλειδί της εισόδου της εξώπορτας που τους έδινε άμεση, αθόρυβη και απρόσκοπτη πρόσβαση σε αυτή, ούτε θα γνώριζαν επακριβώς με βάση τις πληροφορίες που τους έδωσε η κατηγορουμένη, το ακριβές σημείο όπου βρίσκονταν τα χρήματα, ούτε και τον τρόπο που θα έφταναν στο σημείο, λόγω και της ιδιαίτερης διαρρύθμισης της οικοδομής, χωρίς να χάσουν χρόνο ψάχνοντας μόνοι τους και με κίνδυνο να γίνουν αντιληπτοί από τους περίοικους. Έτσι, η κατηγορουμένη την Παρασκευή το πρωί στις 12.3.2013, δηλαδή αμέσως την προηγουμένη ημέρα τέλεσης της κλοπής μετέβη κανονικά και για να μην κινήσει υποψίες στο σπίτι των εγκαλούντων, όπου καθάρισε την οικία τους μέχρι τις 13.30, οπότε και κρίνεται ότι πληροφορήθηκε πως οι εγκαλούντες λόγω του ότι την επομένη ήταν το τελευταίο Σάββατο της Αποκριάς, πριν από την Καθαρά Δευτέρα, αυτοί θα απουσίαζαν για διασκέδαση εκτός της οικίας τους, για μεγάλο χρονικό διάστημα, πληροφορία που έδωσε άμεσα στους ανωτέρω συνεργούς της, οι οποίοι, αξιοποιώντας αυτή, έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιο διάρρηξης και της εν συνεχεία επακολουθήσασας κλοπής σε αυτή. Προκειμένου, όμως, να μην κινήσουν υποψίες η κατηγορουμένη και ο σύζυγος της στους εγκαλούντες που τους γνώριζαν, το βράδυ της κλοπής έστειλαν προηγουμένως για κατόπτευση του χώρου, και δη των κινήσεων των εγκαλούντων και του πότε ακριβώς αυτοί θα αναχωρούσαν από την οικία τους για τη νυκτερινή διασκέδασή τους, τον ανωτέρω σύνεργο-κουμπάρο τους, K. R. Αυτός μετέβη περί ώρα 20.00 και παρέμεινε έως ώρα 20.40 σε καφέ με το διακριτικό τίτλο “…” που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από την οικία των εγκαλούντων και από εκεί είχε άμεση οπτική αντίληψη της εισόδου της πολυκατοικίας της οικίας αυτών. Καθ’ όλη δε τη διάρκεια της παραμονής του εκεί είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον σύζυγο της κατηγορουμένης, τους οποίους προφανώς ενημέρωνε για τις κινήσεις των εγκαλούντων. Μόλις δε αντιλήφθηκε αυτούς να εξέρχονται για τη βραδινή τους έξοδο της ανωτέρω οικοδομής, ειδοποίησε τον σύζυγο της κατηγορουμένης, προκειμένου να αρχίσει η επιχείρηση της αφαίρεσης των χρημάτων. Έτσι οι εν λόγω δράστες, το πιθανότερο με τη συνδρομή και άλλων ατόμων, του στενού οικογενειακού τους περιβάλλοντος, των οποίων τα στοιχεία όμως και ο βαθμός συμμετοχής τους στην κλοπή δεν προέκυψαν με βεβαιότητα από τις αποδείξεις, ούτε κατά την προδικασία, αφού εισήλθαν με τα κλειδιά που τους είχε σε προηγούμενο χρόνο παραχωρήσει η εκκαλούσα-κατηγορουμένη, από την κεντρική εξώπορτα της οικοδομής και έφτασαν το πιθανότερο από τις σκάλες στον δεύτερο όροφο αυτής, όπου βρίσκεται η είσοδος της οικίας-μεζονέτας των εγκαλούντων, παραβίασαν με λοστό την πόρτα εισόδου σε αυτήν, αφού η κατηγορουμένη και επομένως και οι δράστες-αυτουργοί της κλοπής δεν είχαν κλειδί της πόρτας αυτής, και ακολούθως, οι τελευταίοι, εισερχόμενοι στην οικία των εγκαλούντων, μετέβησαν απευθείας στην αποθήκη της ταράτσας, όπου φυλάσσονταν το ανωτέρω αποταμιευμένο χρηματικό ποσό των 400.000 ευρώ, χωρίς να ψάξουν καθόλου το σπίτι σε άλλο σημείο του για χρήματα ή τιμαλφή ή τα συστεγαζόμενα στην οικοδομή γραφεία των εγκαλούντων όπου αυτοί όμως όπως κατέθεσε η πρώτη εγκαλούσα, άφηναν λόγω της δουλειάς τους μικρότερα χρηματικά ποσά και χωρίς να αφαιρέσουν τίποτα άλλο ούτε από την οικία αυτών. Φτάνοντας δε στην αποθήκη του δώματος, διέρρηξαν και εκεί την κλειδαριά της, όπου και πάλι η κατηγορουμένη και, επομένως, και, οι συνεργοί της, αυτουργοί της κλοπής δεν είχαν κλειδί και αφαίρεσαν από εκεί δύο τσάντες με τα περιεχόμενα σε αυτές χρήματα, καθώς και όλα τα περιεχόμενα στις άλλες δύο τσάντες χρήματα, συνολικού ποσού αυτών 400.000 ευρώ, ης οποίες φεύγοντας άφησαν πίσω τους άδειες στο χώρο της αποθήκης. Ακολούθως, απομακρύνθηκαν από την οικία, παίρνοντας μαζί τους ολόκληρο το ανωτέρω αποταμιευθέν από τους εγκαλούντες στο δώμα-αποθήκη και αφαιρεθέν από αυτούς χρηματικό ποσό των 400.000 ευρώ, ιδιοποιούμενοι αυτό παράνομα, χωρίς να αφαιρέσουν τίποτα άλλο από την οικία των εναγόντων, αν και υπήρχαν εντός αυτής σε άλλα σημεία της και χρήματα και κοσμήματα, τα οποία όμως καθόλου δεν ερεύνησαν αυτοί, πράγμα που δεικνύει ότι δρούσαν στοχευμένα. Κανένας δε άλλος δεν θα μπορούσε να έχει γνώση του σημείου φύλαξης των χρημάτων αυτών και να πληροφορήσει σχετικώς τους ανωτέρω αυτουργούς της κλοπής, πλην των ιδιοκτητών τους, από την κατηγορουμένη οικιακή βοηθό αυτών. Τα χρήματα δε αυτά, λόγω και του πολύ μεγάλου ποσού αυτών, αφού όπως κατέθεσαν οι εγκαλούντες, αποτελούσαν τις αποταμιεύσεις μιας ζωής της εργασίας και των δύο τους, κρίνεται από το παρόν Δικαστήριο ότι τα μοίρασαν στη συνέχεια μεταξύ τους οι βασικοί συμμέτοχοι, και δη η κατηγορουμένη, ο ανωτέρω σύζυγος της, ο K. R. και οι λοιποί άγνωστοι συνεργοί τους, όλοι πάντως μέσα από το οικογενειακό περιβάλλον του ζεύγους C. Αυτό κρίνεται ιδίως, διότι μετά το συμβάν και αφού αυτό καταγγέλθηκε στην αστυνομία από τους παθόντες και κλήθηκαν ως βασικοί ύποπτοι η κατηγορουμένη, ο σύζυγος της και ο K. R. και στην κατηγορουμένη απαγγέλθηκε κατηγορία για διακεκριμένη (κακουργηματική) κλοπή και λήφθηκε απολογία αυτής, στα πλαίσια της οποίας τέθηκε σε αυτήν ο περιοριστικός όρος της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα, τόσο αυτή όσο και όλη η οικογένειά της κατόρθωσαν παρά την απαγόρευση και διέφυγαν στην Αλβανία και για το λόγο αυτό ακολούθως εκδόθηκε σε βάρος της και ένταλμα σύλληψης αυτής. Όπως, δε, πληροφορήθηκαν στη συνέχεια οι εγκαλούντες, από γνωστούς τους Αλβανούς υπήκοους που εργάζονται σε αυτούς ως εργατικό προσωπικό στις οικοδομές που ανεγείρουν ως πολιτικοί μηχανικοί, η κατηγορουμένη και ο σύζυγος της αμέσως μετά τη διαφυγή τους στην Αλβανία, φρόντισαν και ανήγειραν εκεί εσπευσμένως πολυώροφη οικοδομή, σύμφωνα με όσα κατέθεσαν οι εγκαλούντες και κατά την κρίση του Δικαστηρίου, με τα χρήματα που είχαν αποκομίσει από την ανωτέρω κλοπή σε βάρος των εγκαλούντων, τα οποία ουδέποτε απέδωσαν σε αυτούς, αφού άλλωστε αυτού ποτέ δεν αποδέχθηκαν ότι τέλεσαν ή συμμετείχαν με οποιοδήποτε τρόπο στην ανωτέρω κλοπή σε βάρος των εγκαλούντων. Όπως δε κατέθεσε η εκ των εγκαλούντων Μ. Κ., αυτή αρχικά δεν ήταν σίγουρη ότι με την ανωτέρω σε βάρος τους κλοπή είχε κάποια σχέση η κατηγορουμένη, πλην όμως βεβαιώθηκε και αποτέλεσε γι’ αυτήν σημαντικό στοιχείο ενοχής της κατηγορουμένης, το ότι αυτή απολογούμενη τόσο προανακριτικά όσο και ενώπιον του Ανακριτή, αρνήθηκε το γεγονός ότι είχε μεταβεί μόνη της στην αποθήκη της οικίας όπου φυλάσσονταν τα χρήματα, ισχυριζόμενη ψευδώς ότι τάχα αυτή μετέβαινε εκεί πάντοτε μόνο με τη συνοδεία της εγκαλούσας εργοδότριας της και ότι ποτέ δεν άνοιξε μόνη της το χώρο της αποθήκης με κλειδιά που της είχε δώσει η τελευταία, πράγμα που όμως σύμφωνα με όσα κατέθεσαν οι εγκαλούντες ήταν ψευδές και ελέχθη από αυτήν προς υπεράσπισή της και μόνο προς απόσειση τυχόν δικών της ευθυνών για την κλοπή. Εξάλλου η ίδια η κατηγορουμένη, το ίδιο βράδυ της κλοπής για να μην κινήσει υποψίες, δεν πλησίασε καθόλου την οικία των εγκαλούντων, ούτε κρίνεται επομένως ότι συμμετείχε η ίδια στην διάπραξή της, ως αυτουργός, αλλά για να δημιουργήσει ταυτόχρονα άλλοθι, μετέβη για εργασία στην ταβέρνα ιδιοκτησίας Δ. Σ., παριστάνοντας ότι τάχα δεν γνώριζε τίποτα για την κλοπή που θα ελάμβανε χώρα σε αμέσως επόμενο χρόνο στην οικία των εγκαλούντων. Ωστόσο όμως, αυτή, όχι μόνο γνώριζε καλά τούτο, αλλά παρείχε με πρόθεση, εν γνώσει της και με τη θέλησή της, πολύτιμη συνδρομή στην πραγματοποίησή της, πριν την τέλεσή της, παρέχοντας στους δράστες της κλοπής ακριβείς πληροφορίες για την ύπαρξη και το σημείο φύλαξης στην οικία των εγκαλούντων του ανωτέρω χρηματικού ποσού των 400.000 ευρώ, προμηθεύοντάς τους με τα κλειδιά της εξώπορτας της οικοδομής, και παρέχοντας τους τις ανωτέρω πληροφορίες, με σκοπό την παράνομη αφαίρεση των χρημάτων αυτών από την κατοχή των εγκαλούντων και την περαιτέρω παράνομη ιδιοποίηση τους από αυτούς, σκοπός στον οποίο απέβλεπαν άπαντες οι εμπλεκόμενοι στην κοπή και σαφώς και η νυν κατηγορουμένη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι εγκαλούντες, επιστρέφοντας περί ώρα 2.00 π.μ. στην οικία τους, είδαν διαρρηγμένη με λοστό μόνο την εξώπορτα της οικίας τους στον τρίτο όροφο, ενώ δεν είχε παραβιαστεί η κυρία είσοδος της οικοδομής και, αφού διαπίστωσαν ότι δεν είχε πειραχτεί τίποτα από το εσωτερικό της οικίας, αμέσως κατάλαβαν ότι κάποιος είχε μπει αποκλειστικά για τα χρήματα στο δώμα, όπου μεταβαίνοντας διαπίστωσαν πράγματι την αφαίρεσή τους. Ακολούθως, στις 17.3.2013 και περί ώρα 4.40 κατήγγειλαν το συμβάν στο Α/Τ Ναυπάκτου. Η ανωτέρω αστυνομική αρχή, προέβη σε συλλογή πληροφοριών και αναζητήσεις υπόπτων που την προηγούμενη ημέρα (16.3.2013) είχαν θεαθεί να περιφέρονται ύποπτα έξωθεν της οικίας του ζεύγους Ν. ή να επιτηρούν την οικία τους κατά την αναχώρησή τους από αυτήν. Όταν δε ανέφεραν οι παθόντες στην αστυνομία ότι την Παρασκευή την προηγούμενη της κλοπής είχε εργαστεί στην οικία τους η κατηγορουμένη, ως οικιακή βοηθός, από ώρα 8.00 έως 13.30, αυτή μαζί με το σύζυγο της προσήχθησαν στην ανωτέρω Υπηρεσία για λήψη μαρτυρικών καταθέσεων, όπου εκεί αυτοί αρνήθηκαν οποιαδήποτε εμπλοκή τους στην υπόθεση, πλην όμως έπεσαν σε αντιφάσεις. Συγκεκριμένα, η κατηγορουμένη ισχυρίστηκε ότι τάχα ενημερώθηκε για την κλοπή από την αστυνομία, ενώ ο σύζυγος της είχε καταθέσει ότι για την κλοπή του είχε πει η ίδια η γυναίκα του που το είχε μάθει από την κόρη του αδελφού του, Π. Γ., καθώς και ότι δεν γνώριζε πού βρίσκονταν τα κλειδιά της αποθήκης και ότι ουδέποτε είχε μπει μόνη της χωρίς την εγκαλούσα Μ. Κ. στην αποθήκη του δώματος, καθώς και ότι τελευταία φορά μπήκε στο δώμα το Νοέμβριο του 2012 μαζί με την εγκαλούσα για να βάλουν κάποια χαλιά, πράγμα που όμως ελέγχεται, με βάση την κατάθεση της εγκαλούσας, ως ψευδές. Περαιτέρω, ο άνδρας της, C. A., κατά την προσαγωγή του στο Α/Τ Ναυπάκτου, τους είπε ότι έχει ένα νοικιασμένο κτήμα στο Ξηροπήγαδο Ναυπάκτου μαζί με τον ανωτέρω ομοεθνή του, κουμπάρο τους και οικογενειακό τους φίλο, K. R. του A., όπου και είχαν συναντηθεί το πρωί της ιδίας ημέρας, ενώ ότι το απόγευμα της ίδιας ημέρας, από ώρα 18.30 μέχρι ώρα 20.45, όπου αυτός καθόταν στο καφενείο της πλατείας του Κεφαλοβρύσου και έπινε μπάρες, δεν είχε δει καθόλου τον K. R. να περνά από εκεί. Αυτό όμως αντικρούστηκε ως ψευδές από την κατάθεση του τελευταίου. Ειδικότερα, αναζητήθηκαν πληροφορίες από την αστυνομία για το πού βρίσκονταν οι ανωτέρω φίλοι κατά το χρονικό διάστημα της κλοπής και προέκυψε ότι ο εξ αυτών, K. R. του A., είχε περάσει αρχικά το απόγευμα της ιδίας ημέρας από το καφενείο στην πλατεία Κεφαλοβρύσου, ιδιοκτησίας Λ. Θ., την ίδια ώρα κατά την οποία βρισκόταν σε αυτό και ο C. A., μολονότι τόσο αυτός όσο και ο K. R., είχαν υποστηρίξει ψευδώς στις καταθέσεις τους ότι τάχα δεν συναντήθηκαν καθόλου στο καφενείο εκείνο. Εν συνεχεία, δε, ο K. R., δηλαδή μετά την αποχώρησή του από το καφενείο της πλατείας του Κεφαλοβρύσου, όπως προέκυψε από απολύτως διασταυρωμένη πηγή της αστυνομίας και δη από τον ιδιοκτήτη και τους εργαζόμενους του ανωτέρω καφενείου “…”, μετέβη στο καφενείο αυτό, που όμως, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, βρίσκεται απέναντι από την οικία των εγκαλούντων, πελάτη τον οποίο σημειωτέον οι ανωτέρω έβλεπαν πρώτη φορά στο μαγαζί τους. Εκεί ο K. R. παρέμεινε από ώρα 20.00 έως ώρα 20.40, δηλαδή μέχρι λίγο μετά την αναχώρηση των εγκαλούντων από την οικία τους για τη βραδινή τους έξοδο. Καθ’ όλο δε το διάστημα της εκεί παραμονής του εθεάθη από τους ανωτέρω ιδιοκτήτη και εργαζόμενους του καφέ, να συνομιλεί στο κινητό του, ενώ λίγο πριν φύγει από το καφέ αυτό, είδαν να περνά έξω από το κατάστημα ένα άλλο άγνωστο σε αυτούς και στις αρχές άτομο, που έκανε νεύμα στον K. R. να εξέλθει και με το οποίο έφυγαν μαζί, προς άγνωστη κατεύθυνση. Προκύπτει, ωστόσο, από όλα τα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία, ότι ο K. R. δεν βρέθηκε στο καφέ αυτό τυχαία, αλλά με μοναδικό σκοπό να επιτηρήσει τις κινήσεις των εγκαλούντων, προκειμένου να επακολουθήσει η διάρρηξη της οικίας τους και η κλοπή του ανωτέρω χρηματικού ποσού από τον ίδιο και τους λοιπούς συνεργούς του. Αυτό συνάγεται άλλωστε κατά λογικό συμπέρασμα και από το ότι, όπως κατέθεσε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου ο ανωτέρω μάρτυρας αστυνομικός Α., ο K. R. κληθείς από το Α/Τ Ναυπάκτου να καταθέσει ως ύποπτος στις 16.3.2013, για το πού βρισκόταν την ώρα της κλοπής, ισχυρίστηκε ότι τάχα το Σάββατο της κλοπής, αφού επέστρεψε από το ανωτέρω κτήμα που διατηρεί με το σύζυγο της κατηγορουμένης στο Ξηροπήγαδο Ναυπάκτου, στην οικία του, έκανε μπάνιο και πήγε στην πλατεία Κεφαλοβρύσου όπου παρέμεινε μέχρι τις 20.30 ώρα της 16.3.2013, επιστρέφοντας ακολούθως κατευθείαν σπίτι του, πράγμα που είναι όμως, σύμφωνα με όσα κατά τα ανωτέρω αποδείχθηκαν, απολύτως ψευδές, αφού αυτός αμέσως μετά την πλατεία Κεφαλοβρύσου μετέβη στο καφέ Στάσις, απέναντι από την οικία των εγκαλούντων, και παρέμεινε εκεί μέχρι και την αναχώρηση των εγκαλούντων από την οικία τους, γεγονός το οποίο όμως αυτός σκοπίμως απέκρυψε από τις αρχές για να μη συνδεθεί η εκεί παρουσία του με την επακολουθήσασα σε άμεσο σχεδόν χρόνο κλοπή σε αυτήν. Η σύνδεση των ανωτέρω προσώπων, και δη της κατηγορουμένης, της συζύγου της και του K. R. με την κλοπή στην οικία των εγκαλούντων συνδέθηκε και με βάση την διενεργηθείσα στην προανάκριση νομοτύπως γενόμενη, δυνάμει των υπ’ αριθ. 22/22.3.2013, 42/14.5.2013 και 52/14.6.2013 βουλευμάτων του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Μεσολογγίου, άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών επικοινωνιών και τη σάρωση των κεραιών των τηλεφωνικών συνδέσεων των εμπλεκομένων προσώπων στην περιοχή της κλοπής, κατά το χρόνο που έλαβε αυτή χώρα, και ειδικότερα των τηλεφωνικών συνδέσεων με αριθμό … της οποίας χρήστης ήταν ο K. R. και αυτής με αριθμό … της οποία χρήστης ήταν ο A. C., κατά δήλωση μάλιστα των ιδίων στην προανάκριση. Με βάση δε τα προκύψαντα από την άρση στοιχεία, μεταξύ των άλλων καταγραφεισών κλήσεων, καταγράφηκαν και πέντε τηλεφωνικές κλήσεις γενόμενες, κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα της κλοπής και δη μετά την ώρα 19.00 της 16ης.3.2013 μεταξύ των ανωτέρω K. R. και του συζύγου της κατηγορουμένης, A. C., αν και ο πρώτος, πριν την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου, εξεταζόμενος κατά την προανάκριση, είχε αποκλείσει οποιαδήποτε τηλεφωνική επικοινωνία του με το σύζυγο της κατηγορουμένης, μετά τις 7.00 μ.μ.. Ωστόσο, μία κλήση διαρκείας 36″ που εγένετο μεταξύ των δύο στις 20:20′:48″ φαίνεται ότι είναι η κλήση που πραγματοποιήθηκε από τον K. κατά το χρόνο της αποχώρησής του από την καφετέρια …. Με βάση τα παραπάνω, επομένως, προκύπτει ότι την κλοπή στην οικία των εγκαλούντων, οργάνωσε και εκτέλεσε με συναυτουργό, τουλάχιστον τον ανωτέρω K. R., ο σύζυγος της κατηγορουμένης, αξιοποιώντας τις πληροφορίες και την ανωτέρω (υλική και ηθική) συνδρομή της συζύγου του, που κατά τα ανωτέρω τους προσέφερε αυτή, αναφορικά με τις πληροφορίες για το χρηματικό ποσό, τον τόπο που βρισκόταν αυτό, την πρόσβαση σε αυτό και την παράδοση του κλειδιού της οικίας των εγκαλούντων σε αυτούς, ενώ δεν κρίνεται ότι συμμετείχε η ίδια στην διάπραξή της εντός της οικίας των εγκαλούντων. Ενδεικτικό της ενοχής της εξάλλου είναι ότι μετά την τέλεση της πράξης της και την αρχική προσαγωγή της ως υπόπτου αυτή διέφυγε και δεν απαντούσε καθόλου στα τηλεφωνήματα των εγκαλούντων στο κινητό της, ενώ στη συνέχεια εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης αυτής και έτσι συνελήφθη και παρουσιάστηκε για απολογία στον Ανακριτή Πρωτοδικών Μεσολογγίου, όπου της τέθηκε ο περιοριστικός όρος της εμφάνισης, καθώς επίσης και το ότι κατά πληροφορίες των εγκαλούντων από τρίτους Αλβανούς υπηκόους που γνωρίζουν αυτήν αμέσως μετά την κλοπή και τη φυγή της οικογένειας της στην Αλβανία, ανήγειραν εκεί μεγάλη και ακριβή οικία. Θα πρέπει, επομένως η κατηγορουμένη με βάση όσα προαναφέρθηκαν να κηρυχθεί ένοχη για την ανωτέρω παροχή της συνδρομής της, κατ’ άρθρο 47 παρ. 1 του Νέου Π.Κ. στην τέλεση της διακεκριμένης κλοπής στην οικία των εγκαλούντων, και όχι ως συναυτουργός της διακεκριμένης αυτής κλοπής, διότι αποδείχθηκαν κατά την κρίση του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν από μέρους της το αδίκημα της συνέργειας αυτής στην ανωτέρω διακεκριμένη κλοπή από κοινού και κατά συναυτουργία, τόσο κατά την αντικειμενική όσο και κατά την υποκειμενική υπόσταση του, κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της σε βάρος της αρχικής κατηγορίας, για την οποία καταδικάστηκε πρωτοδίκως, και υπό τις ειδικότερες περιστάσεις τέλεσης της πράξης αυτής που αναφέρονται στο διατακτικό, με τη μνεία εν προκειμένω ότι η μετατροπή αυτή δεν επιφέρει χειροτέρευση της θέσης της εκκαλούσας-κατηγορουμένης από τον πρώτο βαθμό, αφού προβλέπεται γι’ αυτήν ποινή ελαττωμένη σε σχέση με την προβλεπόμενη ποινή για την πράξη για την οποία καταδικάστηκε αυτή πρωτοδίκως”.
Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχη την κατηγορούμενη και ήδη αναιρεσείουσα, κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της αρχικής κατηγορίας, για συνεργεία σε διακεκριμένη κλοπή, αντικειμένου αξίας άνω των [120.000] ευρώ, τελεσθείσα από κοινού και, αφού της αναγνώρισε την ελαφρυντική περίσταση του άρ. 84 παρ.2 α’ ΠΚ, την καταδίκασε σε ποινή κάθειρξης πέντε (5) ετών, με το ακόλουθο διατακτικό, ήτοι:
“ΚΗΡΥΣΣΕΙ την κατηγορούμενη ένοχη συνέργειας κατ’ άρθρο 47 του Νέου Π.Κ. σε διακεκριμένη κλοπή από κοινού και κατά συναυτουργία, κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της αρχικής σε βάρος της κατηγορίας για διακεκριμένη κλοπή από κοινού και κατά συναυτουργία, και δη ένοχη του ότι: Στη Ναύπακτο Αιτωλοακαρνανίας σε χρόνο που δεν προέκυψε επακριβώς από τις αποδείξεις και πάντως το αργότερο μέχρι ώρα 20:30′ περίπου της 16-3-2013, με πρόθεση παρέσχε συνδρομή σε άλλους πριν από την τέλεση της άδικης πράξης της διακεκριμένης κλοπής σε βάρος των παθόντων-εγκαλούντων και δη, με πρόθεση, παρέσχε (υλική και ηθική) συνδρομή με τον κατωτέρω αναφερόμενο τρόπο στο σύζυγο της, C. A. του J. και στο K. R. του A., οι οποίοι δρώντας από κοινού και κατόπιν συναπόφασης και με κοινό δόλο αφαίρεσαν στον ανωτέρω τόπο και κατά το χρονικό διάστημα από 20:30 περίπου της 16-3-2013 ως και την 02:00 της 17-3-2013 από την κατοχή άλλων, ξένο ολικά κινητό πράγμα, η συνολική αξία του οποίου υπερέβαινε το ποσό των 120.0000 ευρώ, με σκοπό να το ιδιοποιηθούν παράνομα. Συγκεκριμένα αυτή, εργαζόμενη ως οικιακή βοηθός στην ευρισκόμενη στη Ναύπακτο οικία των εγκαλούντων, αφού περιήλθε σε γνώση της το γεγονός ότι αυτοί εφύλασσαν στην οικία τους καλά κρυμμένο το χρηματικό ποσό των 400.000 ευρώ, με δόλο και δη με πρόθεση παράνομης αφαίρεσης αυτών, στον ανωτέρω χρόνο, πληροφόρησε τον σύζυγο της, C. A. του J. και τον σύνεργο του K. R. του A., για την ύπαρξη του ποσού αυτού, φυλαγμένου στο δώμα της οικίας των εγκαλούντων-παθόντων μέσα σε αποθήκη αυτού σε τέσσερις μαύρες γυναικείες τσάντες, ακολούθως, δε, προκειμένου να καταστεί δυνατή η διάπραξη της κλοπής από αυτούς, τους παρέσχε με πρόθεση πριν από το χρόνο τέλεσης της κλοπής, τις αναγκαίες για τη διάπραξή της πληροφορίες (διεύθυνση της οικίας και εσωτερική διαρρύθμισή της, ακριβής χώρος όπου φυλάσσονταν τα χρήματα, απουσία των εγκαλούντων κατά το χρόνο της κλοπής σε νυκτερινή έξοδο), ενώ παράλληλα τους συνέδραμε αποφασιστικά στην διάπραξη της κλοπής, παραδίδοντάς τους ακριβώς πριν το χρόνο της κλοπής το κλειδί της εξώπορτας αυτής, το οποίο της είχαν παραδώσει οι εγκαλούντες εργοδότες της, με από μέρους της πρόθεση να κάνουν οι ανωτέρω δράστες της κλοπής χρήση του για τη διάπραξή της. Κατόπιν δε της συνδρομής αυτής της εγκαλούσας οι ανωτέρω συνεργοί της, δρώντας από κοινού, κατόπιν συναπόφασης και με κοινό δόλο, κατά το χρονικό διάστημα από 20:30′ περίπου της 16-3-2013 ως και την 02:00′ της 17-3-2013, αφού εισήλθαν στην ευρισκόμενη στη Ναύπακτο τετραώροφη μονοκατοικία των εγκαλούντων Ά. Ν. του Α. και Μ. Κ. του Χ., παραβιάζοντας δύο πόρτες, στη συνέχεια κατευθύνθηκαν στο δώμα, που βρίσκεται στη ταράτσα της μονοκατοικίας, του οποίου την είσοδο παραβίασαν και αφαίρεσαν από 4 γυναικείες τσάντες, που ήταν τοποθετημένες σε ανασφάλιστο ντουλάπι στο χώρο του δώματος, το χρηματικό ποσό των 400.0000, που ανήκε αποκλειστικά στους εγκαλούντες, με σκοπό να το ιδιοποιηθούν παράνομα”.
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το Δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική για την κατηγορούμενη και ήδη αναιρεσείουσα κρίση του για την ένδικη πράξη, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, μεταξύ των άλλων μνημονευομένων αποδεικτικών στοιχείων, και την επίμαχη από 17/3/2013 ένορκη κατάθεση της κατηγορούμενης-αναιρεσείουσας στο Τ.Α. Ναυπάκτου, το οποίο διεξήγαγε την προκαταρκτική εξέταση, αμέσως μετά τη σχετική καταγγελία των παθόντων, και προς τούτο κάλεσε, μεταξύ άλλων προσώπων, και την κατηγορούμενη προκειμένου να την εξετάσει ως βασική ύποπτη τέλεσης της καταγγελθείσας κακουργηματικής πράξης (διακεκριμένης κλοπής τελεσθείσας από κοινού αντικειμένου αξίας άνω του ποσού των 120.000 ευρώ), η οποία (κατάθεση) λήφθηκε πριν η αναιρεσείουσα αποκτήσει την ιδιότητα της κατηγορουμένης, προβαίνοντας στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης σε ρητή αναφορά της εν λόγω κατάθεσης, ήτοι: “…. Ακολούθως, στις 17.3.2013 και περί ώρα 4.40 κατήγγειλαν το συμβάν στο Α/Τ Ναυπάκτου. Η ανωτέρω αστυνομική αρχή, προέβη σε συλλογή πληροφοριών και αναζητήσεις υπόπτων που την προηγούμενη ημέρα (16.3.2013) είχαν θεαθεί να περιφέρονται ύποπτα έξωθεν της οικίας του ζεύγους Ν. ή να επιτηρούν την οικία τους κατά την αναχώρηση τους από αυτήν. Όταν δε ανέφεραν οι παθόντες στην αστυνομία ότι την Παρασκευή την προηγούμενη της κλοπής είχε εργαστεί στην οικία τους η κατηγορουμένη, ως οικιακή βοηθός, ……., αυτή μαζί με το σύζυγο της προσήχθησαν στην ανωτέρω Υπηρεσία για λήψη μαρτυρικών καταθέσεων, όπου εκεί αυτοί αρνήθηκαν οποιαδήποτε εμπλοκή τους στην υπόθεση, πλην όμως έπεσαν σε αντιφάσεις. Συγκεκριμένα, η κατηγορουμένη ισχυρίστηκε ότι τάχα ενημερώθηκε για την κλοπή από την αστυνομία, ……., καθώς και ότι δεν γνώριζε πού βρίσκονταν τα κλειδιά της αποθήκης και ότι ουδέποτε είχε μπει μόνη της χωρίς την εγκαλούσα Μ. Κ. στην αποθήκη του δώματος, καθώς και ότι τελευταία φορά μπήκε στο δώμα το Νοέμβριο του 2012 μαζί με την εγκαλούσα για να βάλουν κάποια χαλιά, πράγμα που όμως ελέγχεται, με βάση την κατάθεση της εγκαλούσας, ως ψευδές …..”. Όμως, σύμφωνα με τα όσα εκτίθενται στην αρχή της παρούσας, με το να αξιοποιηθεί αποδεικτικά η προδιαληφθείσα ένορκη μαρτυρική κατάθεση της αναιρεσείουσας-κατηγορούμενης, κατά την προκαταρκτική εξέταση, προς στήριξη της καταδικαστικής κρίσης του Δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς την παρουσία συνηγόρου και χωρίς να εξηγηθούν τα από τα άρθρα 103 και 104 του ΠΚ δικαιώματα, παραβιάσθηκε το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής της, και προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ σε συνδ. με το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠΔ, κατά το βάσιμο περί τούτου πρώτο λόγο αναίρεσης. Κατ’ ακολουθίαν πρέπει, κατά παραδοχήν του ανωτέρω από το άρθρο 510 Α’ ΚΠΔ λόγου αναίρεσης, και παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων της, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός απ’ αυτούς που δίκασαν προηγουμένως (άρ. 519, 522 ΚΠοινΔ).
Σημειώνεται, ότι η υποστηρίζουσα την κατηγορία Κ. Μ., καθώς και ο αντίκλητος δικηγόρος της Σιαμαντάς Χρήστος, που κλήθηκαν νομότυπα για να παραστούν κατά την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 26ης/1/2024, όπως προκύπτει από τα από 27/10/2023 αποδεικτικά επίδοσης της Ανθυπαστυνόμου Α. Φ., αντίστοιχα, που υπάρχουν στο φάκελο της δικογραφίας, κατά την οποία (αρχική δικάσιμο) η συζήτηση της υπό κρίση αναίρεσης αναβλήθηκε, κατά παραδοχήν αιτήματος του συνηγόρου υπεράσπισης της αναιρεσείουσας, με την υπ’ αρ. 170/2024 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου για την παρούσα δικάσιμο της 5ης-4-2024, δεν εμφανίστηκαν κατ’ αυτήν, ούτε παραστάθηκαν στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου. Πλην, όμως, η συζήτηση, εφόσον εμφανίστηκε η αναιρεσείουσα, γίνεται σαν να ήταν και αυτοί παρόντες (άρθρο 515 παρ. 2 α’ ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αρ. 13/2023 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου [Κακ/των] Δυτικής Στερεάς Ελλάδος στο σύνολο της.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Απριλίου 2024.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Μαΐου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :
Προηγούμενο άρθροΔΙΟΙΚ.ΠΡΩΤ. ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ 1741/2024 Εισφορές Δικηγόρων – Ακύρωση πράξης βεβαίωσης οφειλής λόγω παρέλευσης παραγραφής
Επόμενο άρθρο Ανανέωση Ασφαλιστικής Ικανότητας