ΑΠΟΦΑΣΗ
Χ. κατά Κύπρου της 27.02.2025 (προσφ. αριθ. 40733/22)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η προσφεύγουσα Χ., μια νεαρή Βρετανίδα, ισχυρίσθηκε ότι έπεσε θύμα ομαδικού βιασμού από Ισραηλινούς υπηκόους όταν βρισκόταν στην Αγία Νάπα της Κύπρου, τον Ιούλιο του 2019. Τότε ήταν 18 ετών. Η υπόθεση αφορούσε την έρευνα που ακολούθησε από τις εθνικές αρχές. Μετά από δέκα ημέρες και μια σειρά από εξαντλητικές καταθέσεις που διήρκεσαν μέχρι αργά τη νύχτα, η προσφεύγουσα ανακάλεσε τους ισχυρισμούς της. Της ασκήθηκε αμέσως ποινική δίωξη για ψευδή καταμήνυση και κρίθηκε ένοχη σε πρώτο βαθμό. Μετά άσκηση έφεσης αθωώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου, το οποίο επισήμανε διάφορες αποτυχίες στη διαδικασία διερεύνησης του ισχυρισμού της για βιασμό.
Κατά το ΕΔΔΑ η απροθυμία των αρχών να συνεχίσουν περαιτέρω την έρευνα ή να κινήσουν ποινικές διαδικασίες βασίστηκε στην σεξουαλική ελευθεριότητα και συμπεριφορά της προσφεύγουσας. Η αξιοπιστία της φαίνεται να είχε αξιολογηθεί με βάση προκαταλήψεις για στερεότυπα φύλου και συμπεριφορές εναντίον των θυμάτων. Επειδή φερόταν στο παρελθόν να είχε συμμετάσχει σε ομαδικές σεξουαλικές δραστηριότητες, φάνηκε να θεωρήθηκε ως δεδομένο ότι δεν θα αρνιόταν να το πράξει την ημέρα του φερόμενου βιασμού.
Το Δικαστήριο παρατήρησε επίσης ότι η μη περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης από τις ανακριτικές και εισαγγελικές αρχές βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό σε υποτιθέμενες αντιφάσεις στις καταθέσεις της προσφεύγουσας, χωρίς να εξεταστούν οι συνθήκες υπό τις οποίες είχαν γίνει οι καταθέσεις και χωρίς να ληφθεί υπόψιν η ψυχολογική επίδραση που μπορούσε να είχε ο υποτιθέμενος βιασμός ή αν μπορούσε να βρισκόταν υπό την επήρεια αλκοόλ, ναρκωτικών ή ηρεμιστικών που της είχε δώσει φίλη της για να ηρεμήσει.
Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, οι πολυάριθμες φορές που η προσφεύγουσα έπρεπε να επαναλάβει στις αρχές μέσω των καταθέσεών της το τι είχε συμβεί, και η αποτυχία των αρχών να υιοθετήσουν μια προσέγγιση που να λαμβάνει υπόψη το θύμα, αποτελούσε ένδειξη εκ νέου θυματοποίησής της.
Το Δικαστήριό του Στρασβούργου έκρινε, χωρίς να εκφράσει γνώμη ως προς την ενοχή των υπόπτων, ότι, υπό το πρίσμα των πολυάριθμων ελλείψεων που εντοπίστηκαν, η αντίδραση των ανακριτικών και εισαγγελικών αρχών στους ισχυρισμούς για βιασμό υπολείπεται της θετικής υποχρέωσης του κράτους να εφαρμόσει τις σχετικές ποινικές διατάξεις στην πράξη μέσω αποτελεσματικής έρευνας.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε, ομόφωνα, παραβίαση του άρθρου 3 (έλλειψη αποτελεσματικής έρευνας) και παραβίαση του άρθρου 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής) και επιδίκασε στην προσφεύγουσα 20.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 5.000 ευρώ για έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 3
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα, Χ. είναι Βρετανή υπήκοος που γεννήθηκε το 2000 και ζει στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η προσφεύγουσα επισκέφθηκε την Αγία Νάπα στην Κύπρο τον Ιούλιο του 2019, διανυκτερεύοντας σε συγκρότημα διαμερισμάτων για νέους και μοιραζόταν ένα δωμάτιο με δύο φίλους. Σύμφωνα με καταθέσεις που έκανε αργότερα στην αστυνομία, έκανε συναινετικό σεξ με έναν άλλο φιλοξενούμενο, έναν Ισραηλινό, τον S.Y., σε δύο περιπτώσεις, αλλά ενοχλήθηκε από τους φίλους του κάθε φορά, καθώς έμπαιναν συνεχώς στο δωμάτιό του και προσπαθούσαν να τους βιντεοσκοπήσουν. Την χούφτωναν και μάλιστα ένας από αυτούς την κτύπησε στους γλουτούς. Ισχυρίστηκε ότι ένας από τους φίλους του είχε επίσης προσπαθήσει να κάνει σεξ μαζί της, αλλά, καθώς είχε πιει πολύ, όλα ήταν θολά και δεν είχε καθαρή ανάμνηση του τι πραγματικά είχε συμβεί σε εκείνη την περίπτωση.
Η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι την επόμενη φορά που βρέθηκε ερωτικά με τον S.Υ. στο δωμάτιό του, τις πρώτες πρωινές ώρες της 17 Ιουλίου 2019, η συμπεριφορά του είχε αλλάξει. Την βίασε, χωρίς να λάβει υπόψη του τις διαμαρτυρίες της. Στη συνέχεια, κάλεσε περίπου 12 φίλους του στο δωμάτιο και την είχε καθηλώσει με τα γόνατά του στους ώμους της ενώ την βίαζαν οι υπόλοιποι ομαδικά. Θυμόταν ότι δύο άτομα βιντεοσκοπούν τη σκηνή. Τελικά κατάφερε να ξεφύγει, πριν την προλάβουν κάποιοι από αυτούς. Δύο Βρετανοί άνδρες και ένας από τους φίλους της, που άκουσαν την φασαρία που είχε δημιουργηθεί, ήρθαν να τη βοηθήσουν και στη συνέχεια την πήγαν στο ξενοδοχείο και πιο συγκεκριμένα στο γιατρό του ξενοδοχείου, ο οποίος κάλεσε την αστυνομία.
Η αστυνομία πήρε δύο καταθέσεις από αυτήν εκείνη την ημέρα, μία νωρίς το πρωί και μία το απόγευμα. Εν τω μεταξύ, μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο, όπου εξετάστηκε με τη σειρά της από ιατροδικαστή και μια νοσοκόμα. Ελήφθησαν δείγματα ούρων και αίματος, καθώς και επιχρίσματα από το στόμα, το πρόσωπο, τον κόλπο και το ορθό προκειμένου να εξεταστεί για DNA. Εκδόθηκαν εντάλματα σύλληψης για 12 υπόπτους οι οποίοι συνελήφθησαν στη συνέχεια. Κατασχέθηκαν έντεκα κινητά τηλέφωνα και λήφθηκαν δείγματα DNA από τους συλληφθέντες. Στο δωμάτιο του S.Υ. βρέθηκαν 13 ανοιχτά περιτυλίγματα προφυλακτικών και πέντε χρησιμοποιημένα προφυλακτικά. Η αστυνομία φωτογράφισε το δωμάτιο και πήρε τέσσερα σεντόνια για ανάλυση. Το DNA από την προσφεύγουσα και τριών από τους υπόπτους βρέθηκε σε μερικά από τα προφυλακτικά και DNA από άλλο ύποπτο βρέθηκε σε ένα από τα σεντόνια. Το DNA ενός άγνωστου άνδρα βρέθηκε επίσης στο εσώρουχο της προσφεύγουσας. Πέντε από τους υπόπτους αφέθηκαν ελεύθεροι χωρίς να τους απαγγελθούν κατηγορίες λόγω έλλειψης ενοχοποιητικών στοιχείων. Επτά ύποπτοι παρέμειναν υπό κράτηση.
Δέκα ημέρες αργότερα, η αστυνομία, θεωρώντας ότι υπήρχαν διάφορες αντιφάσεις στις δύο πρώτες καταθέσεις της προσφεύγουσας, της ζήτησε να δώσει μια τρίτη, συμπληρωματική και να διευκρινίσει ορισμένα ζητήματα. Η ίδια ανακρίθηκε για περισσότερες από έξι ώρες με δύο μόνο μικρά διαλείμματα και στις 01.15 της 28ης Ιουλίου 2019, η ίδια υπέγραψε δήλωση ανάκλησης, στην οποία ανέφερε ότι η περιγραφή της για τα γεγονότα της 17 Ιουλίου 2019 ήταν ψευδής, ότι δεν είχε βιαστεί και ότι είχε συναινέσει στα γεγονότα εκείνης της νύχτας.
Η προσφεύγουσα συνελήφθη αμέσως για ψευδή καταμήνυση και τέθηκε υπό κράτηση. Λίγες ώρες αργότερα το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου εξέδωσε ένταλμα σύλληψης εναντίον της. Αργότερα εκείνη την ημέρα, ο επικεφαλής ανακριτής συνέταξε συνοπτική έκθεση που περιλάμβανε τα σχόλιά του σχετικά με τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε συλλέξει και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα είχε διαστρεβλώσει πλήρως τα γεγονότα και είχε προβεί στον ισχυρισμό του βιασμού. Πρότεινε να χαρακτηριστεί η υπόθεση ως «αβάσιμη». Οι επτά ύποπτοι που εξακολουθούσαν να βρίσκονται υπό κράτηση αφέθηκαν ελεύθεροι. Στις 7 Ιανουαρίου 2020, το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου καταδίκασε την προσφεύγουσα σε τέσσερις μήνες φυλάκιση με τριετή αναστολή.
Κατόπιν έφεσης, η καταδίκη αυτή ανατράπηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 31 Ιανουαρίου 2022, που επισήμανε διάφορες αποτυχίες στη διαδικασία διερεύνησης της καταγγελίας της για βιασμό. Το εθνικό δικαστήριο επισήμανε την αποτυχία της αστυνομίας να εξακριβώσει τον χρόνο του φερόμενου βιασμού και να εξετάσει τις καταθέσεις των μαρτύρων που περιέγραφαν την ψυχολογική κατάστασή της μετά τον υποτιθέμενο βιασμό, την παραδοχή του ιατροδικαστή ότι η προσφεύγουσα δεν είχε υποστεί βιασμό, δεδομένου ότι δεν είχε εμφανή τραύματα, την παράλειψη να ληφθούν υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία από μια βιντεοσκόπηση που ελήφθη στις 17 Ιουλίου 2019, που έδειχνε ότι η προσφεύγουσα δεν ήθελε άλλους άνδρες εκτός από τον S.Y. στο δωμάτιο, και ότι κανένα από τα βίντεο του κινητού τηλεφώνου δεν έδειχνε την προσφεύγουσα να επιδίδεται σε ομαδικό σεξ πριν από αυτό, όπως είχαν ισχυριστεί ορισμένοι από τους υπόπτους.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η Κύπρος διαθέτει νομοθετικό πλαίσιο για την προστασία των δικαιωμάτων των θυμάτων σεξουαλικής βίας. Συγκεκριμένα, ο εθνικός νόμος ποινικοποιούσε τον βιασμό κάνοντας άμεση αναφορά στην απουσία συναίνεσης, και υπήρχε περαιτέρω νομοθεσία σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία των θυμάτων.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η αστυνομία είχε αρχίσει να διερευνά χωρίς καθυστέρηση τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας για βιασμό. Είχε εντοπίσει γρήγορα τους υπόπτους, εξασφάλισε εντάλματα, συνέλεξε δείγματα DNA και άλλα αποδεικτικά στοιχεία και δεν καθυστέρησε να εξετάσει μάρτυρες. Η ταχύτητα της έρευνας δεν αποτελούσε αντικείμενο αμφισβήτησης. Παρ’ όλα αυτά, η υπόθεση είχε σημαδευτεί από μια σειρά ελλείψεων από τις ανακριτικές αρχές, τις εισαγγελικές αρχές και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Στο επίκεντρο της υπόθεσης βρισκόταν ο υπερβολικά βιαστικός τερματισμός της έρευνας, που προκλήθηκε από την ανάκληση των αρχικών καταθέσεων της προσφεύγουσας και την άμεση κίνηση ποινικής διαδικασίας κατά της ίδιας της προσφεύγουσας, η οποία κατέληξε στην καταδίκη της. Ανατρέποντας στη συνέχεια την καταδίκη αυτή, το Ανώτατο Δικαστήριο είχε εντοπίσει ορισμένες από τις αδυναμίες της έρευνας.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι οι ανακριτικές αρχές είναι υποχρεωμένες να λαμβάνουν κάθε εύλογο μέτρο για να εξασφαλίσουν όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το περιστατικό που ερευνούσαν. Εναπόκεινται δε στις αρχές να διερευνήσουν όλα τα πραγματικά περιστατικά και να αποφασίσουν με βάση όλα τα στοιχεία που συνελέγησαν.
Επίσης, παρατηρώντας ορισμένες ελλείψεις στην έρευνα, όπως η μη λήψη επαρκών ιατροδικαστικών και μαρτυρικών καταθέσεων, το Δικαστήριο έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην αποτυχία των αρχών να εξετάσουν την ύπαρξη ή μη συναίνεσης. Είχαν παραβλέψει το γεγονός ότι η προσφεύγουσα είχε καταναλώσει αλκοόλ και ότι είχαν βρεθεί ίχνη κοκαΐνης στα ούρα της, τα οποία θα μπορούσαν να είχαν επηρεάσει την ικανότητά της να συναινέσει. Δεν είχαν αναφερθεί στη ρητή διαφωνία της να κάνει σεξ με κάποιους από τους υπόπτους, ούτε στην έλλειψη σεβασμού των υπόπτων στην επιθυμία της προσφεύγουσας για ιδιωτικότητα αφού αυτοί επέμεναν να εισέρχονται στο δωμάτιο παρά το ότι τους ζητήθηκε ρητά να αποχωρήσουν. Φαινόταν ότι δεν είχε γίνει καμία προσπάθεια να ελεγχθεί αν είχαν λάβει μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι η προσφεύγουσα συναινούσε στο σεξ στις 17 Ιουλίου 2019, αλλά υπήρχε μαρτυρία ότι ορισμένοι από τους υπόπτους ήλπιζαν και ανέμεναν ότι θα έκαναν σεξ μαζί της, υποθέτοντας απλώς ότι θα ήταν σε θέση να το πράξει.
Επιπλέον, η αστυνομία και στη συνέχεια ο ανακριτής είχαν λάβει τις καταθέσεις των υπόπτων ότι δεν είχε γίνει βιασμός παρά την κατάθεση ότι ο S.Y. είχε πει ότι θα κανόνιζε οι φίλοι του να βρεθούν ερωτικά με την προσφεύγουσα, ότι ορισμένοι ύποπτοι είχαν εκφράσει ωμά την πρόθεσή τους να κάνουν σεξ με την προσφεύγουσα στις 17 Ιουλίου 2019, ότι το αίμα που βρέθηκε σε ένα προφυλακτικό και στον κόλπο της προσφεύγουσας και οι μώλωπες στο σώμα της και οι γρατζουνιές στον S.Υ. θα μπορούσαν να αποτελούν ένδειξη ότι είχε ασκηθεί βία, ότι η προσφεύγουσα δεν γνώριζε τους περισσότερους από τους άλλους υπόπτους και ότι η συμπεριφορά της μετά το περιστατικό έδινε αξιοπιστία στους ισχυρισμούς της.
Φάνηκε ότι η απροθυμία των αρχών να συνεχίσουν περαιτέρω την έρευνα ή να κινήσουν ποινικές διαδικασίες βασίστηκαν στην σεξουαλική ελευθεριότητα και συμπεριφορά της προσφεύγουσας. Η αξιοπιστία της φαίνεται να είχε αξιολογηθεί με βάση προκαταλήψεις για στερεότυπα φύλου και συμπεριφορές που κατηγορούσαν τα θύματα. Επειδή φέρεται στο παρελθόν να είχε συμμετάσχει σε ομαδικές σεξουαλικές δραστηριότητες, φάνηκε να θεωρήθηκε ως δεδομένο ότι δεν θα αρνιόταν να το πράξει την ημέρα του φερόμενου βιασμού.
Το Δικαστήριο παρατήρησε επίσης ότι ενώ η απόφαση του επικεφαλής ανακριτή να διακόψει την έρευνα και η απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα να μην την ανοίξει εκ νέου είχαν βασιστεί σε μεγάλο βαθμό σε υποτιθέμενες ασυνέπειες στις καταθέσεις της προσφεύγουσας, χωρίς να έχουν εξετάσει τις συνθήκες υπό τις οποίες αυτές οι καταθέσεις είχαν γίνει και χωρίς να λάβουν υπόψιν τους την ψυχολογική επίδραση που μπορούσε να είχε ο υποτιθέμενος βιασμός εκείνη την στιγμή ή αν μπορούσε να βρισκόταν υπό την επήρεια αλκοόλ, ναρκωτικών ή ηρεμιστικών που της είχε δώσει φίλη της για να την ηρεμήσει.
Επιπλέον, δεν ήταν σαφές αν της δόθηκε χρόνος να κοιμηθεί ή να ξεκουραστεί μεταξύ του υποτιθέμενου βιασμού και των δύο πρώτων καταθέσεών της.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η προσφεύγουσα, μια 18χρονη αλλοδαπή, μόνη στην Κύπρο, είχε παραπεμφθεί σε ψυχολόγο στις 19 Ιουλίου 2019, δύο ημέρες μετά τον υποτιθέμενο ομαδικό βιασμό. Επιπλέον, παρόλο που είχε καταθέσει ενώπιον γυναίκας αστυνομικού στις πρώτες της καταθέσεις, αυτό είχε γίνει με απουσία δικηγόρου, ψυχολόγου ή των υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας. Μετά από έξι ώρες κατάθεσης καθ’ όλη τη διάρκεια του απογεύματος της 27 Ιουλίου 2019, η προσφεύγουσα κατέληξε να ανακαλέσει την καταγγελία της μετά τη 01.00 τα ξημερώματα. Υποστήριξε ότι οι μακρές και επαναλαμβανόμενες καταθέσεις την οδήγησαν σε αυτό.
Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, οι πολυάριθμες φορές που η προσφεύγουσα έπρεπε να επαναλάβει στις αρχές τι είχε συμβεί, και η αποτυχία τους να υιοθετήσουν μια προσέγγιση που να λαμβάνει υπόψη το θύμα, αποτελούσε ένδειξη εκ νέου θυματοποίησης.
Συμπερασματικά, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η υπόθεση αποκάλυψε ορισμένες προκαταλήψεις σχετικά με τις γυναίκες στην Κύπρο, οι οποίες εμπόδισαν την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων της προσφεύγουσας ως πιθανό θύμα έμφυλης βίας.
Υπό το πρίσμα των πολυάριθμων ελλείψεων που εντοπίστηκαν, το Δικαστήριο κατέληξε, χωρίς να εκφράσει γνώμη ως προς την ενοχή των υπόπτων, ότι η ανταπόκριση των ανακριτικών και εισαγγελικών αρχών στην καταγγελία της προσφεύγουσας περί βιασμού δεν ανταποκρίθηκε στο καθήκον («θετική υποχρέωση») του κράτους να εφαρμόσει τις σχετικές ποινικές διατάξεις στην πράξη μέσω αποτελεσματικής έρευνας και δίωξης.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση των άρθρων 3 και 8 της Σύμβασης.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο επιδίκασε στην προσφεύγουσα 20.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 5.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.