ΑΠΟΦΑΣΗ
Ezeoke κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 25.02.2025 (αριθ. 61280/21)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων, Obina Christopher Ezeoke, είναι Βρετανός υπήκοος, ο οποίος γεννήθηκε το 1992 και είναι κρατούμενος στο HMP Frankland, στο Durham (Ηνωμένο Βασίλειο).
Ο προσφεύγων συνελήφθη στις 18 Σεπτεμβρίου 2016 ως ύποπτος για τη δολοφονία μιας γυναίκας και του 21χρονου ανιψιού της, οι οποίοι δεν ήταν οι επιδιωκόμενοι στόχοι της επίθεσης. Εν συνεχεία μετά από πέντε αναβολές – που διήρκεσαν πέντε χρόνια και ένα μήνα λόγω διαφόρων παραγόντων, όπως η ασθένεια του δικαστή, η πανδημία COVID-19 και η αδυναμία των ενόρκων να καταλήξουν σε απόφαση – καταδικάστηκε από το δικαστήριο των ενόρκων για τις δύο ανθρωποκτονίες εκ προθέσεως σε ισόβια κάθειρξη και με ελάχιστο χρόνο παραμονής στις φυλακές τα 40 χρόνια. Παραπονέθηκε με την προσφυγή του για παραβίαση του εύλογου χρόνου και της δίκαιης δίκης συνεπεία των καθυστερήσεων και των επανειλημμένων επαναληπτικών δικών.
Κατά το ΕΔΔΑ σε κάποιες περιπτώσεις, οι διαδικασίες δεν προχώρησαν με την απαιτούμενη επιμέλεια για να περιορίσουν τις καθυστερήσεις στο απολύτως ελάχιστο. Έτσι διαπίστωσε παραβίαση του εύλογου χρόνου.
Όσον αφορά το αίτημα για παραβίαση της δίκαιης δίκης το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι δεν υπήρξε καμία ένδειξη ότι ο προσφεύγων υπέστη οποιασδήποτε βλάβη στην ποινική διαδικασία λόγω των διαδοχικών δικών και της καθυστέρησης έκδοσης απόφασης.
Ο προσφεύγων δεν υπέβαλε αίτημα για ηθική βλάβη, ζητώντας αντ’ αυτού την άμεση αποφυλάκισή του. Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν είχε τη δικαιοδοσία να διατάξει ένα τέτοιο μέτρο και σε κάθε περίπτωση δεν προέκυψε από τη διαπίστωση παραβίασης του «εύλογου χρόνου» κατά το άρθρο 6 § 1 ότι ο προσφεύγων καταδικάστηκε άδικα.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων συνελήφθη στις 18 Σεπτεμβρίου 2016 για τη δολοφονία μιας γυναίκας («BE») και του 21 έτους ανιψιού της. Τα θύματα πιστεύεται ότι πυροβολήθηκαν από τον προσφεύγοντα στο πλαίσιο επίθεσης εκδίκησης που σχετιζόταν με συμμορία εναντίον των υιων της BE. Η BE και ο ανιψιός της δεν συμμετείχαν σε βία που σχετιζόταν με συμμορία και δεν πιστεύεται ότι ήταν οι επιδιωκόμενοι στόχοι της επίθεσης.
Όταν ανακρίθηκε από την αστυνομία, ο προσφεύγων δεν έκανε κανένα σχόλιο και παρέδωσε μια προδιατυπωμένη δήλωση λέγοντας ότι δεν ήταν υπεύθυνος και ότι δεν ήταν παρών όταν έγιναν οι δολοφονίες.
Στις 20 Σεπτεμβρίου 2016 ο προσφεύγων κατηγορήθηκε για τις δύο δολοφονίες.
Πέντε μήνες αργότερα, σε μια δήλωσή του με ημερομηνία 7 Φεβρουαρίου 2017, ο προσφεύγων έδωσε για πρώτη φορά στοιχεία για άλλοθι. Δήλωσε ότι κατά τον χρόνο των δολοφονιών βρισκόταν με την CG, τα δύο παιδιά της, την αδελφή της («RM») και τον φίλο του («AMC») στο διαμέρισμα της CG στο Λονδίνο.
Οι ποινικές δίκες
Ο προσφεύγων παραπέμφθηκε σε δίκη στις 21 Μαρτίου 2017, έξι μήνες μετά τη σύλληψη και την απαγγελία κατηγοριών. Όταν η δίκη είχε ξεκινήσει για περίπου τέσσερις εβδομάδες και η υπόθεση είχε σχεδόν ολοκληρωθεί, ο δικαστής ασθένησε. Μόλις κατέστη προφανές ότι ο δικαστής δεν θα ήταν σε θέση να επανέλθει στα καθήκοντά του εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, οι ένορκοι απαλλάχθηκαν. Η υπόθεση αναβλήθηκε για να ξαναδικαστεί ενώπιον άλλου δικαστή.
Η δεύτερη δίκη άρχισε στις 3 Απριλίου 2018. Κατά τη διάρκεια της δίκης ο προσφεύγων κατέθεσε στοιχεία για την υπεράσπισή του και κάλεσε μάρτυρες, συμπεριλαμβανομένου του μάρτυρα που παρείχε άλλοθι, CG. Δεν κάλεσε τον RM ή τον AMC. Αποκάλυψε επίσης την ταυτότητα ενός άλλου βασικού μάρτυρα, του JC, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι είχε τον έλεγχο του οχήματος που χρησιμοποιήθηκε στις δολοφονίες κατά τον επίδικο χρόνο. Μετά από διαβουλεύσεις αρκετών ημερών (περίπου 42 ώρες συνολικά) οι ένορκοι ανέφεραν ότι δεν μπορούσαν να καταλήξουν σε πλειοψηφική ετυμηγορία. Οι ένορκοι απαλλάχθηκαν και η εισαγγελία ζήτησε -και έλαβε- επανάληψη της δίκης.
Η τρίτη δίκη (πρώτη επαναληπτική) άρχισε στις 7 Ιανουαρίου 2019. Για άλλη μια φορά, οι ένορκοι δεν μπόρεσαν να καταλήξουν σε ετυμηγορία και απαλλάχθηκαν την τρίτη ημέρα των συσκέψεων, όταν υπέδειξαν ότι δεν υπήρχε προοπτική έκδοση πλειοψηφικής ετυμηγορίας. Η εισαγγελία ζήτησε νέα επανάληψη της δίκης και η αίτηση αυτή έγινε δεκτή στις 12 Απριλίου 2019. Ο δικαστής, στην απόφασή του με ημερομηνία 18 Απριλίου 2019, αναφέρθηκε στην εφαρμοστέα νομολογία και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η υπόθεση χαρακτηριζόταν ως εξαιρετικά σοβαρή – αφορούσε ένα έγκλημα που είχε αναμφίβολα διαπραχθεί, η υπόθεση εναντίον του προσφεύγοντος ήταν μια πειστική, πολύπλευρη, περιστασιακή υπόθεση η οποία δεν είχε αποδυναμωθεί με την πάροδο του χρόνου, αλλά αντίθετα είχε παραμείνει πειστική – υπήρχε μεγάλο δημόσιο συμφέρον να υπάρξει ετυμηγορία, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σε μια τόσο σοβαρή υπόθεση- και η προϋπόθεση της εξαιρετικότητας, την οποία έπρεπε να πληροί η εισαγγελία, πληρούται.
Η τέταρτη δίκη (δεύτερη επαναληπτική δίκη) άρχισε στις 10 Φεβρουαρίου 2020. Οι ένορκοι αποσύρθηκαν στις 18 Μαρτίου 2020, την 26η εργάσιμη ημέρα της δίκης. Μέχρι τότε η χώρα, και ιδίως το Λονδίνο, βίωνε κατάσταση έκτακτης ανάγκης για τη δημόσια υγεία λόγω της εξάπλωσης του ιού Covid-19. Για λόγους που σχετίζονται με την έκτακτη ανάγκη δημόσιας υγείας, στις 24 Μαρτίου 2020 οι ένορκοι μειώθηκαν σε οκτώ μέλη, αριθμός ανεπαρκής για την έκδοση έγκυρης ετυμηγορίας. Κατά συνέπεια, οι ένορκοι απαλλάχθηκαν.
Η εισαγγελία ζήτησε την επανάληψη της δίκης του προσφεύγοντος από νέο σώμα ενόρκων. Ο συνήγορος του προσφεύγοντος αντιστάθηκε στο αίτημα αυτό με το σκεπτικό ότι, λόγω της παρέλευσης του χρόνου, θα ήταν καταπιεστικό για τον προσφεύγοντα να δικαστεί εκ νέου, και οποιαδήποτε δίκη θα ήταν άδικη και/ή θα συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας του δικαστηρίου. Οι ένορκοι είχαν συγκληθεί 4 φορές για να τον δικάσουν και είχε καταθέσει σε 3 διαφορετικές περιπτώσεις. Επιπλέον, είχε περάσει όλη την περίοδο μετά τη σύλληψή του υπό κράτηση σε φυλακή υψηλής ασφαλείας.
Ο δικαστής απέρριψε τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος και, με απόφαση της 20 Απριλίου 2020, διέταξε νέα (πέμπτη) δίκη.
Ο δικαστής σημείωσε ότι το ζήτημα που έπρεπε να προσδιοριστεί ήταν κατά πόσον θα ήταν σκόπιμο να υπάρξει περαιτέρω προσπάθεια για την εξαγωγή συμπερασμάτων κατά τη δεύτερη επαναληπτική δίκη του προσφεύγοντος. Η δεύτερη επαναληπτική δίκη είχε λήξει λόγω της έκτακτης ανάγκης για τη δημόσια υγεία και όχι επειδή οι ένορκοι δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν. Εάν συνέβαινε αυτό, η αίτηση ενώπιον του δικαστή θα ήταν αίτηση για τρίτη επανάληψη της δίκης, για την οποία δεν θα έδινε άδεια.
Ο δικαστής εξέτασε τα έμμεσα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλέστηκε η υποστήριξη της κατηγορίας, τα οποία κατά την άποψή του ήταν ισχυρά και πειστικά.
Επιπλέον, κατά τη διάρκεια των προφορικών αγορεύσεων ο δικαστής είχε ρωτήσει τον συνήγορο του προσφεύγοντος αν θα ήταν καταπιεστικό για τον προσφεύγοντα να διεξαχθεί πέμπτη δίκη, εάν η τέταρτη ματαιωνόταν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και η πέμπτη ξεκινούσε αμέσως ή εντός λίγων ημερών. Ο συνήγορος δεν είχε αντίρρηση.
Ο δικαστής δεν απέκλεισε τον αντίκτυπο της καθυστέρησης στην υπόθεση. Ωστόσο, σημείωσε ότι τα περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία που είχε καλέσει η υποστήριξη της κατηγορίας ήταν και θα ήταν τέτοιου είδους που δεν εξαρτώνται από τη μνήμη των μαρτύρων, όπως αρχεία εγγράφων, υλικό από κάμερες κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης, τηλεφωνικά αρχεία και κατάλληλα καταγεγραμμένες επιστημονικές εξετάσεις. Ο κατηγορούμενος είχε καταθέσει στη δεύτερη επαναληπτική δίκη ενώπιον του δικαστή και δεν παρεμποδίστηκε σημαντικά από το γεγονός ότι κατέθετε στοιχεία για θέματα που συνέβησαν το 2016 ή περίπου το 2016. Η μαρτυρία της CG επηρεάστηκε από το πέρασμα του χρόνου. Ωστόσο, δεν έδωσε καμία εξήγηση στον νομικό εκπρόσωπο ή στον αστυνομικό μέχρι μερικούς μήνες μετά το συμβάν, γεγονός που από μόνο του είχε σαφώς επηρεάσει τη μνήμη της.
Η έφεση
Ο προσφεύγων ζήτησε παράταση προθεσμίας (34 μέρες) για να ασκήσει έφεση στο Εφετείο κατά της καταδίκης του. Με διάταξη της 3 Μαΐου 2021 ο δικαστής απέρριψε την άδεια άσκησης έφεσης επί των εγγράφων, σημειώνοντας ότι δεν θα είχε νόημα να χορηγηθεί η σύντομη παράταση της προθεσμίας, καθώς κανένας από τους λόγους έφεσης του προσφεύγοντος δεν ήταν βάσιμος. Η αίτηση αδείας ανανεώθηκε. Στις 6 Οκτωβρίου 2021 το Εφετείο απέρριψε την αίτηση του προσφεύγοντος για άδεια άσκησης έφεσης μετά από ακρόαση. Σε λεπτομερή και προσεκτικά αιτιολογημένη απόφασή του, σημείωσε ότι αν η έφεση ήταν βάσιμη, θα είχε χορηγήσει παράταση προθεσμίας. Σύμφωνα με το δικαστήριο, «καμία κριτική» δεν θα μπορούσε να ασκηθεί στους συνηγόρους του προσφεύγοντος σε σχέση με τον χρόνο, καθώς είχαν επιμελώς προωθήσει την υπεράσπισή του καθ’ όλη τη διάρκεια, συμπεριλαμβανομένης της αίτησης για άδεια άσκησης έφεσης.
Ο προσφεύγων είχε ασκήσει την έφεσή του στο Εφετείο για έξι λόγους, μεταξύ των οποίων, στο μέτρο που είναι σχετικό με την αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου: η απόφαση να προχωρήσει σε δίκη για πέμπτη φορά συνιστούσε παραβίαση του δικαιώματός του για δίκαιη ακρόαση εντός εύλογου χρόνου, σύμφωνα με το άρθρο 6 – η απόφαση αυτή απέτυχε να αντιμετωπίσει δεόντως το ζήτημα της καταπίεσης – και οι επανειλημμένες δίκες και η καθυστέρηση είχαν τέτοια επιζήμια επίδραση στην ποιότητα των αποδεικτικών στοιχείων της υπεράσπισης, ώστε το αποτέλεσμα της πέμπτης δίκης ήταν «τουλάχιστον αναμφισβήτητα» επισφαλές. Ο προσφεύγων επεσήμανε ότι παρακολούθησε 5 δίκες σε 168 ημέρες. Ειδικότερα, η μαρτυρία της CG ήταν θεμελιώδης για την υπεράσπιση του προσφεύγοντος, καθώς δεν θα μπορούσε να καταδικαστεί αν γινόταν δεκτή η μαρτυρία της. Μέχρι την πέμπτη δίκη ήταν σαφές ότι δυσκολευόταν να ανακαλέσει λεπτομέρειες, ως αποτέλεσμα τόσο της καθυστέρησης όσο και της συγκεχυμένης και αγχωτικής απαίτησης να καταθέσει επανειλημμένα, και αυτό ήταν πολύ πιθανό να είχε μειώσει την αξιοπιστία της στα μάτια των ενόρκων. Κατά συνέπεια, υπήρξε μια αυξανόμενη ανισορροπία κατά τη διάρκεια των διαδοχικών δικών όσον αφορά την ικανότητα των μερών να παρουσιάσουν επαρκώς την υπόθεσή τους.
Το Εφετείο δεν έκρινε ότι η διακριτική ευχέρεια που άσκησε ο δικαστής όταν αποφάσισε ότι η πέμπτη δίκη έπρεπε να συνεχιστεί ήταν στρεβλή ή ότι κανένας λογικός δικαστής δεν θα μπορούσε να καταλήξει στην ίδια απόφαση. Η απόφαση του δικαστή ήταν σαφής και προσεκτική – εξέτασε τις παρατηρήσεις του προσφεύγουντος και τις έλαβε δεόντως υπόψη. Επιπλέον, ήταν σε ιδανική θέση για να κρίνει αν η πέμπτη δίκη έπρεπε να συνεχιστεί, και σε ιδανική θέση για να καθορίσει αν ο προσφεύγων μπορούσε να έχει δίκαιη δίκη. Είχε παρακολουθήσει τον προσφεύγοντα να καταθέτει και είχε πεισθεί ότι δεν υπήρχε τίποτε στην κατάθεσή του, είτε ως προς το περιεχόμενό της είτε ως προς την εκφορά της, που να δημιουργεί ανησυχίες για την ικανότητά του να παρουσιάσει την υπόθεσή του. Ασχολήθηκε επίσης με την επίδραση της καθυστέρησης στη μνήμη του μάρτυρα υπεράσπισης, CG. Αναφέρθηκε ρητά στην επιβάρυνση και την πίεση που θα προκαλούσε στον προσφεύγοντα η απαίτηση να δικαστεί εκ νέου και κατέστησε σαφές ότι δεν το έπαιρνε αψήφιστα – και εξισορρόπησε τον αντίκτυπο στον προσφεύγοντα με τη βαρύτητα του εγκλήματος και το δημόσιο συμφέρον να καταδικαστούν οι ένοχοι για εξαιρετικά σοβαρά εγκλήματα.
Επιπλέον, υπό τις εξαιρετικές περιστάσεις της υπόθεσης, το Εφετείο δεν θεώρησε αμφισβητήσιμη την παραβίαση της υποχρέωσης διεξαγωγής της δίκης εντός εύλογου χρόνου. Ειδικότερα, σημείωσε ότι «τέθηκαν σε εφαρμογή εξαιρετικές ρυθμίσεις για να διασφαλιστεί ότι η πέμπτη δίκη θα διεξαχθεί γρήγορα παρά την πανδημία και υπό τις εξαιρετικές συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη τη στιγμή».
Τέλος, το Εφετείο έκρινε αδιαμφισβήτητα ότι η καθυστέρηση είχε τόσο δυσμενείς επιπτώσεις στην ποιότητα της υπεράσπισης ή των αποδεικτικών στοιχείων, ώστε η έκβαση της δίκης δεν ήταν ασφαλής. Έλαβε δε υπόψη του τους ακόλουθους παράγοντες:
α. Η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής δεν περιελάμβανε αμφισβητούμενες καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων, αλλά βασιζόταν κυρίως σε αποδεικτικά στοιχεία από επαγγελματίες που είχαν σύγχρονες σημειώσεις για να τους βοηθήσουν.
β. Η υπεράσπιση δεν είχε καμία δυσκολία να αμφισβητήσει την κατηγορία και, ως εκ τούτου, οποιαδήποτε ζημία που προέκυψε από την καθυστέρηση ήταν πολύ περιορισμένη.
γ. Ενώ τα αποδεικτικά στοιχεία του προσφεύγοντος ήταν πραγματικά και εξαρτώνταν από τη δική του αμφισβητούμενη ανάμνηση των σχετικών γεγονότων, μαζί με τα αποδεικτικά στοιχεία της CG, ο δικαστής ήταν ο πλέον κατάλληλος για να εκτιμήσει τον αντίκτυπο της περαιτέρω καθυστέρησης σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία. Ο δικαστής δεν είχε καμία ανησυχία σχετικά με την ικανότητα του προσφεύγοντος να καταθέσει για την υπεράσπισή του σε μελλοντική δίκη, διαπιστώνοντας ότι διέθετε αυτοπεποίθηση μια ήταν ικανός να θέσει στους ενόρκους τα ζητήματα που θεωρούσε σημαντικά.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ….
Σύμφωνα με τις σχετικές γενικές αρχές, όπως συνοψίζονται στην υπόθεση Pélissier and Sassi κατά Γαλλίας ([GC], αρ. 25444/94, § 67), ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας της διαδικασίας πρέπει να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπόθεσης, λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων της περίπλοκης περίπτωσης που θέτει το Δικαστήριο. τη συμπεριφορά του αιτούντος και τη συμπεριφορά των αρμόδιων αρχών. Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η περίοδος που έπρεπε να ληφθεί υπόψη άρχισε στις 18 Σεπτεμβρίου 2016, όταν ο προσφεύγων συνελήφθη και έληξε στις 6 Οκτωβρίου 2021, όταν το Εφετείο απέρριψε την αίτησή του για χορήγηση άδειας άσκησης έφεσης μετά από ακρόαση.
Η υπόθεση του προσφεύγοντος δεν φαίνεται να ήταν ιδιαίτερα περίπλοκη για αμφισβητούμενη κατηγορία διπλής δολοφονίας. Αρχικά παραπέμφθηκε σε δίκη εντός έξι μηνών, και η πέμπτη δίκη έλαβε χώρα μόλις 10 εβδομάδες μετά, παρά τη συνεχιζόμενη πανδημία.
Όσον αφορά τη συμπεριφορά των μερών, κανένας δεν επισήμανε κάποια συγκεκριμένη περίοδο αδικαιολόγητης καθυστέρησης που μπορεί να καταλογιστεί στον άλλο διάδικο. Αντίθετα, το κύριο παράπονο του προσφεύγοντος ήταν ότι οι επαναλαμβανόμενες επαναληπτικές δίκες προκάλεσαν απαράδεκτη καθυστέρηση και ζημίωσαν την έκβαση της υπόθεσης. Η νομολογία του Δικαστηρίου για το θέμα αυτό, όπως είναι, υποδηλώνει ότι οι διαδοχικές δίκες δεν εγείρουν από μόνες τους ένα ζήτημα σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης, από την άποψη αυτή, έχει αναγνωρίσει ότι όταν έχει διαπραχθεί ένα σοβαρό έγκλημα, μπορεί κάλλιστα να υπάρχει σαφές δημόσιο συμφέρον σε ένα ένορκο να αποφασίσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εάν η κατηγορία αποδείχθηκε (βλ. Henworth κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 02.11.2004, αρ. 515/02, §§ 28-31). Ωστόσο, σε περίπτωση διαδοχικών δικών, το Κράτος θα έχει την ευθύνη να προχωρήσει με ιδιαίτερη επιμέλεια και θα εναπόκειται στις αρχές να διασφαλίσουν ότι οποιαδήποτε καθυστέρηση διατηρείται στο ελάχιστο δυνατόν.
Στην υπό κρίση υπόθεση το γεγονός ότι οι τέσσερις πρώτες δίκες έληξαν χωρίς ετυμηγορία οφειλόταν σε παράγοντες εκτός του ελέγχου κανενός από τα μέρη. Η πρώτη δίκη έληξε λόγω της ασθένειας δικαστή. Το δεύτερο έληξε επειδή οι ένορκοι δεν μπόρεσαν να εκδώσουν ετυμηγορία. Η τρίτη (πρώτη επανάληψη) έληξε επίσης επειδή διαφορετική επιτροπή ενόρκων δεν μπορούσε να καταλήξει σε ετυμηγορία. Και η τέταρτη (δεύτερη επανάληψη) έληξε λόγω της παγκόσμιας έκτακτης ανάγκης για τη δημόσια υγεία που προκλήθηκε από τον Covid-19.
Ωστόσο, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας ο προσφεύγων – ο οποίος αντιμετώπιζε μακροχρόνια ποινή φυλάκισης (καταδικάστηκε τελικά σε ισόβια κάθειρξη με ελάχιστη κάθειρξη 40 ετών) – κρατούνταν σε φυλακή υψίστης ασφαλείας. Ενώ η πέμπτη δίκη φαίνεται να προχώρησε με ιδιαίτερη επιμέλεια, η καθυστέρηση περίπου ενός έτους μεταξύ της τρίτης και της τέταρτης είναι πιο προβληματική. Από την άποψη αυτή, δεν είναι σαφές γιατί οι «εξαιρετικές ρυθμίσεις» που τέθηκαν σε εφαρμογή για να διασφαλιστεί ότι η πέμπτη δίκη προχώρησε γρήγορα παρά την πανδημία δεν τέθηκαν σε εφαρμογή μόλις διατάχθηκε – κατ’ εξαίρεση – δεύτερη επανάληψη της δίκης, ώστε να διασφαλιστεί ότι οποιαδήποτε καθυστέρηση διατηρήθηκε στο απόλυτο ελάχιστο. Η πάροδος 12 μηνών μεταξύ της αίτησης για άδεια έφεσης και της άρνησης της άδειας φαίνεται επίσης να προκαλεί κάποια ανησυχία. Ειδικότερα, αν και ο αιτών ζήτησε άδεια για να ασκήσει έφεση περίπου 34 μέρες εκπρόθεσμα (αν και χωρίς υπαιτιότητα του συνηγόρου του), φαίνεται ότι χρειάστηκαν περισσότεροι από έξι μήνες για να αρνηθεί ο δικαστής.
Υπό το φως των εξαιρετικών περιστάσεων στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο είναι της άποψης ότι αυτές οι δύο καθυστερήσεις αποκαλύπτουν ότι η διαδικασία δεν προχώρησε με την επιμέλεια που ήταν απαραίτητη για να περιοριστούν οι καθυστερήσεις στο απόλυτο ελάχιστο.
Κατά συνέπεια, διαπίστωσε παραβίαση της απαίτησης του «εύλογου χρόνου» κατ΄ αρθρο 6 § 1 της Σύμβασης.
Όσον αφορά τη δίκαιη δίκη κατά τη διαδικασία, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι ως ένα από τα χαρακτηριστικά της ευρύτερης έννοιας της δίκαιης δίκης, είναι ότι πρέπει να δοθεί σε κάθε μέρος μια εύλογη ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεσή του υπό συνθήκες που δεν τον θέτουν σε μειονεκτική θέση έναντι του αντιπάλου του.
Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο τέταρτος πρωτόδικος δικαστής, αφού έλεγξε τα αποδεικτικά στοιχεία, δεν διαπίστωσε καμία παραβίαση της ικανότητας του προσφεύγοντος να χειριστεί τα θέματα. Σύμφωνα με τον δικαστή, ο προσφεύγων κατέθεσε με αυτοπεποίθηση και ήταν ικανός να θέσει ζητήματα στους ενόρκους, τα οποία θεωρούσε σημαντικά. Δεν υπήρχε τίποτα στα αποδεικτικά στοιχεία του, είτε το περιεχόμενό τους είτε ο τρόπος παράδοσής τους, που τον οδήγησε να έχει οποιεσδήποτε ανησυχίες σχετικά με την ικανότητά του να παρουσιάσει την υπόθεσή του στους ενόρκους.
Καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι θα ήταν δίκαιο να ξαναδικάσει τον προσφεύγοντα, ο δικαστής έκρινε σαφώς σημαντικό ότι κατά τη διάρκεια των προφορικών παρατηρήσεων ο συνήγορός του είχε παραδεχτεί ότι δεν θα ήταν καταπιεστικό για αυτόν να είχε μια πέμπτη δίκη, εφόσον η τέταρτη είχε ματαιωθεί κατά τη διάρκεια των αποδεικτικών στοιχείων και η πέμπτη ξεκινούσε αμέσως ή εντός λίγων ημερών. Στο τέλος, η πέμπτη δίκη ξεκίνησε μόλις τρεις μήνες μετά την ματαίωση της τέταρτης.
Με την άρνησή του να ασκήσει έφεση κατά της καταδίκης, το Εφετείο είχε το πλεονέκτημα να δει πώς είχε προχωρήσει η πέμπτη δίκη, και ειδικότερα εάν είχε πράγματι υπάρξει οποιαδήποτε επιφύλαξη από την υπεράσπιση. Θεώρησε αδιαμφισβήτητο ότι η καθυστέρηση είχε τόσο επιζήμια επίδραση στην ποιότητα της υπόθεσης υπεράσπισης ή στα αποδεικτικά στοιχεία ώστε το αποτέλεσμα της πέμπτης δίκης να μην ήταν ασφαλές. Το δικαστήριο εξέτασε τα αποδεικτικά στοιχεία που έδωσε η CG κατά την πέμπτη δίκη και –παρά τα σχόλια που έκανε ο τέταρτος πρωτόδικος δικαστής σχετικά με τα στοιχεία που έδωσε ενώπιόν του – διαπίστωσε ότι δεν είχαν αναμφισβήτητα μειωθεί από την καθυστέρηση. Αντίθετα, κατά τη διάρκεια της πέμπτης δίκης είχε τη δυνατότητα να μετριάσει τα στοιχεία της σχετικά με τη φύση της σχέσης της με τον προσφεύγοντα, αφού αποδείχθηκε ότι έλεγε ψέματα σχετικά με τη δεύτερη δίκη. Επιπλέον, δεν είχε καμία δυσκολία να θυμηθεί τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου 2016, εκτός από τη γενική της έλλειψη ιδιαίτερης ανάμνησης, η οποία ήταν εμφανής όταν παρακολούθησε για πρώτη φορά την αστυνομική ανάκριση στις 15 Μαρτίου 2017. Η σταθερή απόδειξη του άλλοθι της ήταν ότι μπορούσε να θυμηθεί ξεκάθαρα πού ήταν ο προσφεύγων, ότι ήταν μαζί της και ότι δεν μπορούσε να είχε διαπράξει τις δολοφονίες.
Υπό το πρίσμα των αποφάσεων τόσο του πρωτοδίκου δικαστηρίου όσο και του Εφετείου, και λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη την παραχώρηση που έκανε ο δικηγόρος του προσφεύγοντος πριν από την πέμπτη δίκη, το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος ότι οι διαδοχικές δίκες έβλαψαν την έκβαση της ποινικής διαδικασίας.
Επομένως, παρά την αναμφισβήτητη πίεση που ασκήθηκε στον προσφεύγοντα λόγω των διαδοχικών ποινικών δικών, το Δικαστήριο δεν θεώρησε ότι η ποινική διαδικασία ήταν άδικη, κατά την έννοια του άρθρου 6 § 1. Συνεπώς, δεν διαπίστωσε παραβίαση του εν λόγω άρθρου σε σχέση με αυτήν την πτυχή της καταγγελίας του προσφεύγοντος.
Δίκαιη Ικανοποίηση: Ο προσφεύγων δεν υπέβαλε αξίωση για δίκαιη ικανοποίηση, ζητώντας αντ’ αυτού την άμεση αποφυλάκισή του. Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να διατάξει ένα τέτοιο μέτρο και σε κάθε περίπτωση δεν προέκυψε από τη διαπίστωση του Δικαστηρίου για παραβίαση του «εύλογου χρόνου» κατά το άρθρο 6 § 1 ότι ο προσφεύγων καταδικάστηκε άδικα. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν επιδίκασε στον προσφεύγοντα οποιοδήποτε ποσό ως δίκαιη ικανοποίηση.