ΑΠΟΦΑΣΗ
Mohammed Satuf κατά της Ελλάδας της 27.02.2025 (προσφ. αριθ. 44291/21 και 4 άλλες προσφυγές)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Προσφυγές των προσφευγόντων βάσει του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ σχετικά με τις ανεπαρκείς συνθήκες κράτησης στις φυλακές Διαβατών και βάσει του άρθρου 13 σχετικά με την έλλειψη αποτελεσματικής προσφυγής στο εσωτερικό δίκαιο.
Οι προσφεύγοντες είχαν καταθέσει στο ΕΔΔΑ προγενέστερα και άλλες προσφυγές με τις οποίες είχαν διαμαρτυρηθεί για τις συνθήκες κράτησής τους στην ίδια φυλακή και για την ίδια ή ουσιαστικά την ίδια περίοδο.
Η ένσταση σχετικά με την κατάχρηση του δικαιώματος προσφυγής εάν δεν έχει προβληθεί από την Κυβέρνηση μπορεί να επιληφθεί το ίδιο το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως.
Ανάλυση στην απόφαση του ΕΔΔΑ της έννοιας της καταχρηστικής άσκησης ατομικής προσφυγής. Κατά το Δικαστήριο καταχρηστική άσκηση υφίσταται όχι μόνον ενεργητικά, όπως η αναγραφή στην προσφυγή αναληθών γεγονότων, αλλά και με παράλειψη, όταν ο προσφεύγων παραλείπει να ενημερώσει το Δικαστήριο για ένα ουσιώδες στοιχείο για την εξέταση της υπόθεσης ή για νέες, σημαντικές εξελίξεις που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της εκκρεμούς διαδικασίας.
Οι προσφεύγοντες ενώ είχαν ήδη εισπράξει ένα ποσό μέσω φιλικού διακανονισμού ή μονομερούς δήλωσης – ή είχαν αποδεχθεί αυτό – εξακολουθούσαν να επιδιώκουν να εισπράξουν ποσά μέσω μιας δεύτερης προσφυγή για τις ίδιες παραβιάσεις, χωρίς να ενημερώσουν σχετικά το Δικαστήριο. Επίσης μερικοί προσφυγόντες δεν ενημέρωσαν το Δικαστήριο για προγενέστερες προσφυγές για ίδιες παραβιάσεις ή για εξελίξεις επι των προσφυγών τους. Κατά το ΕΔΔΑ αυτό συνιστούσε καταχρηστική συμπεριφορά.
Το Δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές ως απαράδεκτες λόγω καταχρηστικότητας, σύμφωνα με το άρθρο 35 §§ 3 (α) και 4 της Σύμβασης.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 35 § 3 (α),
Άρθρο 35 § 4,
Άρθρο 3,
Άρθρο 13
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Στις υποθέσεις με αριθμ. προσφ. 44291/21, 44360/21, 18166/22 και 22816/22, η Κυβέρνηση έθεσε το ζήτημα ότι οι προσφεύγοντες ήταν διάδικοι σε άλλες υποθέσεις στο πλαίσιο των οποίων είτε είχαν ήδη υπογράψει φιλικούς διακανονισμούς είτε είχαν ήδη λάβει τα ποσά που συμφωνήθηκαν μετά από απόφαση διαγραφής. Στη βάση αυτή, η Κυβέρνηση ζήτησε από το Δικαστήριο να απορρίψει τις προσφυγές είτε ως καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος προσφυγής είτε ως ουσιαστικά ίδιες με υπόθεση που έχει ήδη εξεταστεί από το Δικαστήριο είτε λόγω έλλειψης καθεστώτος θύματος.
Στις προσφυγές με αριθμ. 44291/21 και 44360/21 οι προσφεύγοντες δεν σχολίασαν την ένσταση της Κυβέρνησης. Στην υπόθεση με αριθ. 22816/22 ο προσφεύγων απάντησε ότι η παρούσα προσφυγή του υποβλήθηκε από διαφορετικό εκπρόσωπο, ο οποίος δεν γνώριζε την ύπαρξη προηγούμενης αίτησης. Πρότεινε επίσης ότι η παρούσα αίτησή του θα έπρεπε σε κάθε περίπτωση να εξεταστεί όσον αφορά την περίοδο κράτησης μετά την υποβολή της δήλωσης της Κυβέρνησης στην προηγούμενη υπόθεσή του. Στην υπόθεση με αριθ. 18166/22, όπου οι δύο αιτήσεις είχαν υποβληθεί από τον ίδιο εκπρόσωπο, ο προσφεύγων πρότεινε ομοίως να εξεταστεί η παρούσα προσφυγή του σε σχέση με την περίοδο κράτησης μετά την υποβολή της δήλωσης της κυβέρνησης στην προηγούμενη υπόθεσή του.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι μια προσφυγή μπορεί να κηρυχθεί απαράδεκτη ως καταχρηστική, σύμφωνα με το άρθρο 35 § 3 (α) της Σύμβασης.
Το Δικαστήριο έχει προσδιορίσει τέσσερα είδη καταστάσεων στο πλαίσιο των οποίων θα πρέπει να εφαρμόζεται η διάταξη αυτή, μία από αυτές είναι η περίπτωση κατά την οποία οι προσφυγές στηρίζονται εν γνώσει τους σε αναληθή γεγονότα (βλ. Mamić κ.α. κατά Κροατίας της 09.07.2022 (dec.), αριθ. 21714/22 και 2 άλλες, § 116). Σημείωσε, ωστόσο, ότι η έννοια της κατάχρησης του δικαιώματος προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 35 § 3 (α) δεν περιορίζεται σε αυτές τις τέσσερις καταστάσεις και ότι και άλλες καταστάσεις μπορούν επίσης να θεωρηθούν ως κατάχρηση του δικαιώματος αυτού, εφόσον συνεπάγονται συμπεριφορά εκ μέρους του προσφεύγοντος η οποία είναι προδήλως αντίθετη προς το σκοπό του δικαιώματος ατομικής προσφυγής, όπως προβλέπεται στη Σύμβαση, και η οποία παρεμποδίζει την εύρυθμη λειτουργία του Δικαστηρίου ή την ορθή διεξαγωγή της διαδικασίας ενώπιον του (Mamić κ.α. κατά Κροατίας § 117).
Σε περίπτωση που μια προσφυγή βασίζεται εν γνώσει της σε αναληθή γεγονότα, το Δικαστήριο έχει σημειώσει ότι αυτού του είδους η κατάχρηση μπορεί επίσης να διαπραχθεί με παράλειψη, όταν ο προσφεύγων παραλείπει να ενημερώσει το Δικαστήριο για ένα στοιχείο ουσιώδες για την εξέταση της υπόθεσης ή για νέες, σημαντικές εξελίξεις που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου (βλ. Bencheref κατά Σουηδίας της 05.12.2017 (dec.), αριθ. 9602/15, § 37).
Η παράλειψη αυτή συνιστά συγχρόνως παράλειψη του προσφεύγοντος να συμμορφωθεί με την υποχρέωσή του να συμμετάσχει αποτελεσματικά στη διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 44Γ § 1 του Κανονισμού του Δικαστηρίου. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο έχει σημειώσει ότι, όταν ένας προσφεύγων παραλείπει, κατά παράβαση του κανόνα 44Γ § 1 του Κανονισμού του Δικαστηρίου, να αποκαλύψει σχετικές πληροφορίες αυτεπαγγέλτως, ανάλογα με τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, το Δικαστήριο μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματα που κρίνει κατάλληλα, συμπεριλαμβανομένης της διαγραφής της προσφυγής σύμφωνα με ένα από τα τρία εδάφια του άρθρου 37 § 1 (βλ. Belošević κατά Κροατίας της 03.12.2019 (dec.), αριθ. 57242/13, § 48).
Αυτό που έχει σημασία είναι εάν οι επίμαχες πληροφορίες αφορούν τον πυρήνα της υπόθεσης και δεν δίδεται επαρκής εξήγηση για τη μη κοινοποίηση των πληροφοριών αυτών (βλ. Gross κατά Ελβετίας [GC], αριθ. 67810/10, § 28, ΕΔΔΑ 2014, και Bencheref, § 37).
Όσον αφορά το υποκειμενικό στοιχείο, το Δικαστήριο έχει τονίσει ότι για να χαρακτηριστεί μια συμπεριφορά ως κατάχρηση του δικαιώματος προσφυγής, πρέπει να είναι εκ προθέσεως, και η πρόθεση αυτή πρέπει να αποδεικνύεται με επαρκή βεβαιότητα (βλ. Gross, ό.π., § 28).
Επανερχόμενο στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η ένσταση σχετικά με την κατάχρηση του δικαιώματος προσφυγής δεν είχε προβληθεί από την Κυβέρνηση και στις πέντε προσφυγές. Επανέλαβε, ωστόσο, ότι μπορεί να θέσει το ζήτημα της ενδεχόμενης κατάχρησης proprio motu ελλείψει σχετικής ένστασης της Κυβέρνησης (βλ. Gevorgyan κ.α. κατά Αρμενίας της 14.01.2020 (dec.), αριθ. 66535/10, § 32).
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι όλοι οι προσφεύγοντες παρέλειψαν να ενημερώσουν το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, για τις προηγούμενες προσφυγές τους, που αφορούσαν τα ίδια πραγματικά περιστατικά, και τις σχετικές εξελίξεις. Ειδικότερα, κατά την κατάθεση των αιτήσεών τους, οι προσφεύγοντες παρέλειψαν να αναφέρουν τις προηγούμενες αιτήσεις τους ενώπιον του Δικαστηρίου στο σχετικό πεδίο των υποβληθέντων εντύπων αιτήσεων (πεδία αριθ. 68-69 του εντύπου της αίτησης). Επιπλέον, όταν οι προσφεύγοντες ειδοποιήθηκαν για την κοινοποίηση των υποθέσεών τους στην Κυβέρνηση, ενημερώθηκαν για την υποχρέωσή τους να ενημερώνουν το Δικαστήριο για κάθε σημαντική εξέλιξη σχετικά με τις υποθέσεις τους (άρθρο 47 § 7 του Κανονισμού), αλλά δεν δόθηκαν σχετικές πληροφορίες. Τέλος, όταν οι προσφεύγοντες στις υποθέσεις 44291/21, 44360/21 και 15228/22 υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους, παρέλειψαν να ενημερώσουν το Δικαστήριο για τις εξελίξεις σχετικά με τις προηγούμενες υποθέσεις τους. Οι προσφεύγοντες στις υποθέσεις 22816/22 και 18166/22 αναφέρθηκαν στις προηγούμενες προσφυγές τους μόνο στις παρατηρήσεις τους σε απάντηση στις σχετικές αιτιάσεις της Κυβέρνησης.
Ωστόσο, όπως προκύπτει από τις πληροφορίες που περιήλθαν στο ΕΔΔΑ, μέχρι τότε όλοι οι προσφεύγοντες είτε είχαν αποδεχθεί τη δήλωση της Κυβέρνησης (υπόθεση αριθ. 44360/21) είτε, πιο συγκεκριμένα, είχαν ενημερωθεί για την απόφαση του Δικαστηρίου να διαγράψει τις προηγούμενες αιτήσεις τους ενόψει των αποδεκτών δηλώσεων (υποθέσεις αριθ. 44291/21, 15228/22, 18166/22, 22816/22).
Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, μια τέτοια συμπεριφορά, δηλαδή το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες είχαν ήδη λάβει ένα ποσό κατόπιν φιλικού διακανονισμού ή μονομερούς δήλωσης – ή είχαν αποδεχθεί αυτό – και εξακολουθούσαν να επιδιώκουν το ίδιο με μια δεύτερη προσφυγή με την οποία διαμαρτύρονταν επί της ουσίας για τις ίδιες παραβιάσεις, χωρίς να ενημερώσουν σχετικά το Δικαστήριο, συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά.
Επιπλέον, ενόψει του πολύ προχωρημένου σταδίου των προηγούμενων προσφυγών των προσφευγόντων, το Δικαστήριο θεώρησε ότι οι προσφεύγοντες είχαν πλήρη επίγνωση της «επανάληψης» της διαδικασίας και εξακολουθούσαν να παραλείπουν σκόπιμα να παράσχουν στο Δικαστήριο σημαντικές πληροφορίες που αφορούσαν ένα βασικό στοιχείο των υποθέσεών τους με σκοπό την ταυτόχρονη άσκηση δύο υποθέσεων που αναφέρονταν στα ίδια πραγματικά περιστατικά. Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο δεν μπορούσε παρά να θεωρήσει την εν λόγω συμπεριφορά σκόπιμη.
Οι ίδιες εκτιμήσεις ισχύουν και για τις υποθέσεις 22816/22 και 18166/22, όπου οι προσφεύγοντες αναγνώρισαν ότι είχαν υποβάλει προηγούμενες προσφυγές μόνο αφού το θέμα τέθηκε από την κυβέρνηση. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι οι προσφεύγοντες δεν έδωσαν επαρκή εξήγηση για την παράλειψή τους να αποκαλύψουν αυτεπαγγέλτως τις πληροφορίες αυτές σε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο θεωρεί τη συμπεριφορά τους σκόπιμη για τους ίδιους λόγους που προαναφέρθηκαν.
Τέλος, το Δικαστήριο δεν μπορεί να δεχθεί το επιχείρημα που προέβαλε ο προσφεύγων στην υπόθεση 22816/22 ότι η προσφυγή δεν ήταν καταχρηστική, καθώς οι δύο αιτήσεις υποβλήθηκαν από δύο διαφορετικούς εκπροσώπους. Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι ο προσφεύγων είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για τη συμπεριφορά του δικηγόρου του. Επομένως, κάθε παράλειψη εκ μέρους του εκπροσώπου καταλογίζεται κατ’ αρχήν στον προσφεύγοντα και μπορεί να οδηγήσει στην απόρριψη της προσφυγής ως καταχρηστικής (βλ. Bekauri κατά Γεωργίας της 10.04.2012 (προδικαστική ένσταση), αριθ. 14102/02, §§ 22-25). Το Δικαστήριο δεν διέκρινε κανένα λόγο να παρεκκλίνει από το συμπέρασμα αυτό στην παρούσα υπόθεση.
Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο σημείωσε ότι στις υποθέσεις 44291/21 και 44360/21 οι προσφεύγοντες εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο δικηγόρο. Το ίδιο ισχύει και για τις υποθέσεις αριθ. 15228/22, 18166/22 και 22816/22. Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο έκρινε σκόπιμο να τονίσει ότι οι δικηγόροι πρέπει να επιδεικνύουν υψηλό επίπεδο επαγγελματικής σύνεσης και πραγματικής συνεργασίας με το Δικαστήριο, αποφεύγοντας την υποβολή αδικαιολόγητων προσφυγών. Διαφορετικά, η αξιοπιστία τους στα μάτια του Δικαστηρίου θα υπονομευθεί και – σε περίπτωση συστηματικών καταγγελιών – μπορεί να αποκλειστούν από τη διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 36 § 4 (β) και το άρθρο 44Δ του Κανονισμού του Δικαστηρίου (βλ. Martins Alves κατά Πορτογαλίας (dec.) της 21.01.2014, αριθ. 56297/11, § 16).
Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι η καταχρηστική συμπεριφορά όλων των προσφευγόντων θα έπρεπε να έχει επιπτώσεις στο παραδεκτό του συνόλου των προσφυγών τους (βλ. mutatis mutandis, Mamić κα.α, ό.π., §§ 144-45).
Κατά συνέπεια, οι προσφυγές απορρίφθηκαν ως καταχρηστικές, σύμφωνα με το άρθρο 35 §§ 3 (α) και 4 της Σύμβασης.