Αριθμός 397/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Λεπενιώτη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Σοφία Οικονόμου, Δημήτριο Τράγκα, Κωστούλα Πρίγγουρη και Ευαγγελία Γιακουμάτου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 26 Ιανουαρίου 2024, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Όλγας Σμυρλή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Χ. Κ. του Ι., κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης … ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μοροζίνη, για αναίρεση της υπ’αριθμ. 22/2023 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδος. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Δυτικής Στερεάς Ελλάδος με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από … και με αριθμό κατάθεσης … αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …
Αφού άκουσε Ι)Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η αίτηση αναίρεσης και συγκεκριμένα για την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, σχετικά με την από … ψυχολογική έκθεση Κ. Π. και την από … ψυχολογική πραγματογνωμοσύνη του παιδοψυχολόγου Ι. Κ. και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
ΙΙ)Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από … και με αριθμό κατάθεσης .. αίτηση του Χ. Κ. του Ι., κατοίκου …οδός … αρ….) και ήδη κρατούμενου στο Κ.Κ…. για αναίρεση της με αριθμό 22/30.06.2023 καταδικαστικής απόφασης του ΜΟΕ Δυτικής Στερεάς Ελλάδος, η οποία καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο κατά το άρθρο 473 παρ.2 και 3 εδ.α του ΚΠΔ βιβλίο στις … και με την οποία αυτός κηρύχθηκε ένοχος των πιο κάτω αξιοποίνων πράξεων: α) του βιασμού κατ’ εξακολούθηση και β) της γενετήσιας πράξης κατ’ εξακολούθηση με ανήλικο που δεν συμπλήρωσε τα 12 έτη της ηλικίας του και με την οποία, αφού το Δικαστήριο του αναγνώρισε τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2α’ και 2ε του ΠΚ, του επέβαλε συνολική ποινή κάθειρξης επτά (7) ετών, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (473 παρ.2 και 3 ΚΠΔ), από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μοροζίνη (του ΔΣΑ), που είχε σχετική εντολή κατά το άρθρο 89 παρ.2 ΚΠΔ, με την επίδοση, διά του δικαστικού επιμελητή Η. Α., του σχετικού δικογράφου της στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στις 22.09.2023, (άρθρα 462 παρ.1, 464, 466 παρ.1, 474 παρ.2Α και 4, 504 παρ1 και 505 παρ.1 ΚΠΔ του ΚΠΔ) και περιέχει παραδεκτούς λόγους αναίρεσης, ήτοι την απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και (άρθρο 510 παρ.1, εδ.Α’ και εδ.Δ’ του ΚΠΔ ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων με αυτή λόγων.
Α) Κατά τη διάταξη του άρθρου 336 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ΠΚ (ΠΔ 283/1985), περί βιασμού, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ.1 του ν. 3500/2006, και ίσχυε μέχρι 30-6-2019, ” Όποιος με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου εξαναγκάζει άλλον σε συνουσία ή σε άλλη ασελγή πράξη ή σε ανοχή της, τιμωρείται με κάθειρξη”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος του βιασμού απαιτείται: α) εξαναγκασμός κάποιου, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας, σε συνουσία ή σε επιχείρηση ασελγούς πράξης, ή σε ανοχή της που συντρέχει, όταν το πρόσωπο, χωρίς τη θέλησή του, υποβάλλεται σε συνουσία ή επιχείρηση ασελγούς πράξης ή σε ανοχή της και β) ο εξαναγκασμός του προσώπου αυτού να γίνεται με απειλή σπουδαίου ή αμέσου κινδύνου ή με σωματική βία, που είναι η φυσική δύναμη, η οποία δεν μπορεί να αποκρουσθεί και που αναγκάζει έτσι κάποιον να υποστεί, χωρίς τη θέλησή του, σαρκική συνάφεια ή να επιχειρήσει ή να ανεχθεί ασελγή πράξη. Κατά το άρθρο 336 παρ. 1 και 2 του ισχύσαντος ΠΚ από 1.7.2019 έως 18.11.2019 “1. Όποιος με σωματική βία ή με απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας εξαναγκάζει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης, τιμωρείται με κάθειρξη. 2. Γενετήσια πράξη είναι η συνουσία και οι ίσης βαρύτητας με αυτήν πράξεις”. Κατά το άρθρο 336 παρ. 1 και 2, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του νόμου 4637/2019 “τροποποιήσεις Ποινικού Κώδικα, Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και συναφείς διατάξεις” ισχύοντος από 18.11.2019, “1. Όποιος µε σωµατική βία ή µε απειλή σοβαρού και άµεσου κινδύνου ζωής ή σωµατικής ακεραιότητας εξαναγκάζει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης τιµωρείται µε κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών. 2. Γενετήσια πράξη είναι η συνουσία και οι ίσης βαρύτητας µε αυτήν πράξεις”. Από την αμέσως ανωτέρω διάταξη του άρθρου 336 παρ.1,2 του ισχύοντος ΠΚ προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος του βιασμού, απαιτούνται: α) εξαναγκασμός κάποιου, ανεξαρτήτως φύλου, σε ακούσια συνουσία ή ίσης βαρύτητας με αυτήν πράξεις, που συντρέχει όταν το πρόσωπο, χωρίς τη θέληση του υποβάλλεται σε συνουσία ή επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης, δηλαδή πράξης που προσβάλλει το έννομο αγαθό της γενετήσιας ελευθερίας και μέσω αυτής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας του θύματος, πράξεις οι οποίες κατά τον προϊσχύσαντα ΠΚ χαρακτηρίζονταν ως “ασελγείς”, (βλ. Αιτιολογική Έκθεση του νόμου 4619/2019 δέκατο ένατο κεφάλαιο), β) ο εξαναγκασμός του προσώπου αυτού να γίνεται με απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας ή με σωματική βία, η οποία συνίσταται σε φυσική δύναμη που δεν μπορεί να αποκρουσθεί και που αναγκάζει έτσι κάποιον να υποστεί χωρίς τη θέληση του ή να επιχειρήσει γενετήσια πράξη. Ο εξαναγκασμός μπορεί να γίνει και με τους δύο τρόπους, δηλαδή της απειλής και της σωματικής βίας. Η απειλή (ψυχική βία) είναι εκείνη που ενέχει απειλή ενωμένη με επικείμενο κίνδυνο ζωής ή άλλου ουσιώδους δικαιώματος, ο δε κίνδυνος πρέπει να είναι “άμεσος” και “σοβαρός”, δηλαδή το επαπειλούμενο κακό να μπορεί να επέλθει σε σύντομο χρονικό διάστημα και να ενέχει σοβαρότητα και βαρύτητα ικανή να οδηγήσει τον εξαναγκαζόμενο να υποστεί συνουσία ή να ανεχθεί ή να επιχειρήσει άλλη γενετήσια πράξη, προς δε, μπορεί να αφορά την ζωή ή την υγεία ή την περιουσία του παθόντος ή των οικείων του. Απειλή βίας συνιστά και αυτή που μπορεί να εμποιήσει στον απειλούμενο φόβο περί επικειμένου κινδύνου κατ’ αυτού, έστω και αν αντικειμενικά και υπό άλλες συνθήκες η απειλή αυτή κρίνεται ως αστήρικτη ή ακόμη και μη δυναμένη να δημιουργήσει τις καταστάσεις που ο απειλούμενος υπέλαβε κατά τον χρόνο της απειλής, αρκεί ο απειλούμενος, κατά τον χρόνο που υφίσταται την απειλή, να πιστέψει ότι η απειλή αυτή είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί. Περαιτέρω, για την κατάφαση του εξαναγκασμού δεν απαιτείται κατ’ ανάγκην το θύμα να αντιστάθηκε ενεργά, αλλά αρκεί ότι η συνουσία ή γενετήσια πράξη τελείται παρά την αντίθετη βούλησή του, που εξωτερικεύθηκε και έγινε εμφανής στο δράστη με οποιονδήποτε τρόπο, και ότι αυτός ασκεί σωματική βία που εξουδετέρωσε τη βούληση του θύματος να αντισταθεί. Έτσι, υπάρχει βιασμός και όταν το θύμα, λόγω του αιφνιδιασμού ή του φόβου των συνεπειών προβολής αντίστασης ή των ασθενών σωματικών του δυνάμεων ή άλλων περιστάσεων, θεώρησε εύλογα ανέφικτη ή μάταιη την αντίσταση και δεν αντιστάθηκε καθόλου στη σωματική βία του δράστη. Κατά μείζονα λόγο δεν απαιτείται η σωματική βία και αντίστοιχα η αντίσταση σ’ αυτήν να είναι διαρκής, δηλαδή μέχρι την αποπεράτωση της πράξης. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, που συνίσταται στη βούληση του δράστη, όπως με σωματική βία ή με απειλή ή και με τις δύο μαζί εξαναγκάσει άλλον σε συνουσία ή ανοχή ή επιχείρηση γενετήσιας πράξης και περιλαμβάνει τη γνώση ότι ο άλλος δεν συναινεί στη συνουσία ή σε γενετήσια πράξη. Από τη σύγκριση των πιο πάνω διατάξεων, προκύπτει ότι ευμενέστερες διατάξεις είναι αυτές του ισχύοντος από 01.07.2019 ποινικού κώδικα, στην αρχική όσον και στην μετά την τροποποίησή του δια του άρθρου 12 του νόμου 4637/2019 μορφή, όσον αφορά τα στοιχεία της υποκειμενικής και αντικειμενικής υπόστασης του οικείου εγκλήματος, καθόσον, στις ισχύουσες πλέον από 01.07.2019 διατάξεις, πέραν της εξειδίκευσης σε σημαντικό βαθμό του περιεχομένου της απειλής με ρητή αναφορά στον προσδιορισμό των αγαθών που πρόκειται να πληγούν, οπότε για την τέλεση του εγκλήματος είναι αναγκαία η απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου για τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα, αντί για την αναφορά στην ασελγή πράξη γίνεται πλέον λόγος για επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης, η οποία έχει την έννοια της συνουσίας και άλλων πράξεων με την ίδια βαρύτητα από πλευράς προσβολής του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας, και δεν περιλαμβάνονται ασελγείς πράξεις ήσσονος βαρύτητας, οι οποίες προσβάλλουν την γενετήσια αξιοπρέπεια, όπως χειρονομίες ή θωπείες ή ψαύσεις του σώματος που δεν εξικνούνται όμως σε γενετήσια πράξη. Ως προς δε την προβλεπόμενη ποινή ευμενέστερη είναι η διάταξη του άρθ. 336 παρ. 1 και 2 του Ποινικού Κώδικα, όπως αυτή ίσχυσε από την 01.07.2019 έως τις 18.11.2019, καθόσον οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου, αφού με αυτήν προβλέπεται πλαίσιο ποινής κάθειρξης χωρίς ελάχιστο όριο, δηλ. από πέντε (5) έτη έως δέκα πέντε (15) έτη (άρθρ. 52 παρ. 2 του νέου ΠΚ), ενώ η μεν προηγούμενη διάταξη, που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, προέβλεπε κάθειρξη από πέντε (5) έως είκοσι (20) έτη, η δε μετά την τροποποίηση δια του άρθρου 12 του νόμου 4637/2019 και νυν ισχύουσα, κάθειρξη από δέκα (10) έως δέκα πέντε (15) έτη. (ΑΠ 1337/2022, ΑΠ 441/2020, 1949/2019). Β) Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ΠΚ, περί αποπλάνησης παιδιών, που ίσχυε μέχρι 30.06.2019, “Όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο από 15 ετών ή το παραπλανά, με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα για το έγκλημα του άρθρου 351Α , ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δώδεκα αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και γ) αν συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα και μέχρι τα δεκαπέντε έτη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών”. Κατά τη διάταξη του άρθρου 339 παρ.1 του ισχύοντος από 01.07.2019 νέου Ποινικού Κώδικα (ν.4619/2019) “Όποιος ενεργεί γενετήσια πράξη με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών ή το παραπλανά, με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα για το έγκλημα του άρθρου 351Α , ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, με κάθειρξη, β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δώδεκα αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη έως δέκα έτη και γ) αν συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα έτη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών”. Η διάταξη αυτή του άρθ. 339 παρ. 1 του νέου ΠΚ (Ν. 4619/2019), τροποποιήθηκε με το άρθ. 74 Ν. 4855/2021 (ΦΕΚ. Α’215/12.11.2021), ως προς την προβλεπόμενη ποινή, και ορίστηκε ότι α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα 12 έτη, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα 12 έτη με κάθειρξη. Είναι προφανές ότι ευμενέστερη, ως προς την απειλούμενη ποινή, είναι η διάταξη του άρθ. 339 παρ. 1 περ. α’ του ισχύσαντος από 01.07.2019 ΠΚ (Ν. 4619/2019), πριν την τροποποίησή του με το άρθ. 74 Ν. 4855/2021 (ΦΕΚ Α’ 215/12.11.2021) (ΑΠ 1337/2022, ΑΠ 887/2020), αφού, καθόσον αφορά την περ. α’ κατά την οποία ο παθών δεν είχε συμπληρώσει τα 12 έτη, ο δράστης τιμωρείτο με κάθειρξη (ήτοι από πέντε {5} έως δέκα πέντε {15} έτη), ενώ κατά την ταυτάριθμη διάταξη του προϊσχύσαντος ΠΚ, όπως και κατά την ταυτόσημη διάταξη, μετά την άνω τροποποίηση με το άρθρο 74 του Ν.4855/2021, τιμωρείται πλέον με κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών (έως 15 έτη). (ήτοι από δέκα {10} έως δέκα πέντε {15} έτη). Από τις διατάξεις αυτές, που έχουν ως σκοπό την προστασία της αγνότητας της παιδικής ηλικίας, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού, απαιτείται τέλεση γενετήσιας πράξης, δηλαδή ασελγούς πράξης, η οποία αντικειμενικά μεν προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη, με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών, κατά τις σχετικές ως προς την ηλικία διακρίσεις, ο δε δράστης στη συγκεκριμένη περίπτωση να γνωρίζει ότι το πρόσωπο, προς το οποίο κατευθύνεται η πράξη του, έχει ηλικία κατώτερη των δεκαπέντε ετών, αρκεί, όμως, ως προς το σημείο αυτό και ο ενδεχόμενος δόλος, που υπάρχει όταν ο δράστης αμφιβάλλει ως προς την ηλικία του παθόντος. Η συναίνεση του ανηλίκου ή η παρ’ αυτού πρωτοβουλία ή και πρόκληση δεν έχουν σημασία (Ολ. ΑΠ 3/2018). Μεταξύ του βιασμού και της γενετήσιας πράξης με ανηλίκους ή ενώπιον τους, υπάρχει αληθής κατ’ ιδέαν συρροή, διότι μεταξύ των εγκλημάτων αυτών δεν υφίσταται ταυτότητα των προσβαλλόμενων αγαθών, τα οποία συγκροτούνται από διαφορετικά στοιχεία το καθένα και κανένα δεν απορροφάται από το άλλο, αφού κανένα δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση ή αναγκαίο μέσο τέλεσης του άλλου και στο μεν έγκλημα του βιασμού προσβάλλεται το έννομο αγαθό της γενετήσιας ελευθερίας, ενώ στο έγκλημα της διενέργειας γενετήσιας πράξης με ανηλίκους ή ενώπιον τους προσβάλλεται η αγνότητα της παιδικής ηλικίας από γενετήσιες προσβολές (ΑΠ 317/2021, ΑΠ 1949/2019). Γ) Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ ιδίου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε, ειδικότερα, έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Όσον αφορά το δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του ΠΚ για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ’ αυτή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Ως προς τα αποδεικτικά μέσα αρκεί αυτά να αναφέρονται κατ’ είδος γενικώς, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά εξ ενός εκάστου αυτών και χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται από ποιο συγκεκριμένα αποδεικτικό μέσο προέκυψε η κάθε παραδοχή. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους (εγγράφων, μαρτυρικών καταθέσεων), ούτε απαιτείται να ορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπ’ όψη του και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης περί της ενοχής ή μη του κατηγορουμένου, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μερικά κατ’ επιλογήν, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 §1 και 178 ΚΠΔ. Μόνο δε, όταν υπάρχουν αντιφατικά ή διαφορετικά αποδεικτικά μέσα, πρέπει στην αιτιολογία να αναφέρεται γιατί το δικαστήριο πείσθηκε από το συγκεκριμένο και όχι από άλλο αντίθετο. Ειδικώς δε, η προανακριτική γραπτή κατάθεση ανηλίκου θύματος των άρθρων 336 και 339 ΠΚ, που δόθηκε με τις προϋποθέσεις (παρουσία πραγματογνωμόνων, παιδοψυχολόγων κλπ) του άρθρου 226Α του προϊσχύσαντος ΚΠΔ, το οποίο τυποποιήθηκε στο άρθρο 227 του ισχύοντος ΚΠΔ, αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο και πρέπει να προκύπτει αναμφίβολα ότι ελήφθη υπόψη και συναξιολογήθηκε και η γραπτή αυτή κατάθεση με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, χωρίς όμως, να απαιτείται να μνημονεύεται ειδικώς στο αιτιολογικό και χωρίς να έχει ιδιαίτερη βαρύτητα σε σχέση με τα τελευταία. Πλην όμως, επιβάλλεται από την παρ.5 του άρθρου 227 ήδη ισχύοντος ΚΠΔ (και την παρ.4 του προϊσχύσαντος ΚΠΔ), η ανάγνωσή της στο ακροατήριο και η μνεία της ανάγνωσής της στα πρακτικά του Δικαστηρίου, ανεξάρτητα από την δυνατότητα του θύματος μετά το 18ο έτος της ηλικίας του, να παρίσταται αυτοπροσώπως κατά την ακροαματική διαδικασία, με σκοπό να μην αποστερηθεί ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις παρατηρήσεις του για το εν λόγω ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, καθότι, στην περίπτωση μη ανάγνωσης αυτής, προκαλείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, καθώς ο κατηγορούμενος, αφενός μεν, στερείται του δικαιώματος (άρθρο 171 παρ.1 στ.δ του ΚΠΔ) να προβεί σε παρατηρήσεις (άρθρο 358 ΚΠΔ) σε σχέση με το αποδεικτικό αυτό μέσο που δεν αναγνώθηκε στο ακροατήριο, αφετέρου δε, επέρχεται παραβίαση των περί προφορικότητας της συζήτησης στο ακροατήριο και κατ’ αντιμωλίαν διεξαγωγής της δίκης αρχών (άρθρο 331 ΚΠΔ), οι οποίες περιλαμβάνονται στην έννοια της δημοσιότητας της διαδικασίας (ΑΠ 1090/2022, ΑΠ 884/2022, ΑΠ 1332/2019). Η ανάγνωση αυτή του εγγράφου δεν απαιτείται να προκύπτει μόνο από τη ρητή μνεία του στο οικείο μέρος των πρακτικών της δίκης, όπου αναφέρονται τα αναγνωσθέντα έγγραφα, αλλά αρκεί να προκύπτει αυτή από το όλο περιεχόμενο των πρακτικών της δίκης ή από τις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης (ΑΠ 68/2022, ΑΠ 560/2020). Μόνο δε, αν το Δικαστήριο δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα από την προανακριτική γραπτή κατάθεση του ανηλίκου θύματος περιστατικά, οφείλει να αιτιολογεί την αντίθετη δικανική του πεποίθηση, παραθέτοντας πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν και αποκλείουν αυτά που το ανήλικο θύμα κατέθεσε (ΑΠ 1332/2019). Αλλωστε, για τον ίδιο παραπάνω σκοπό, δηλαδή για να μπορεί ο κατηγορούμενος να λάβει γνώση και να αντικρούσει το περιεχόμενό τους, επιβάλλεται να αναφέρονται στα αναγνωσθέντα έγγραφα της δικογραφίας και οι σχετικές γραπτές εκθέσεις των πραγματογνωμόνων που παρέστησαν, κατά την άνω εξέταση του ανηλίκου θύματος και περιέχουν τις διαπιστώσεις τους, το εύρος των οποίων δεν περιορίζεται από το νόμο, αλλά αφορά καθετί που υπέπεσε στην αντίληψη και διαπίστωσε ο πραγματογνώμονας (παιδοψυχολόγος – παιδοψυχίατρος ή ψυχολόγος ή ψυχίατρος) σύμφωνα με την επαγγελματική του εκτίμηση και πείρα και θεωρεί σημαντικό και απαραίτητο (ΑΠ 1332/2019). Οι εκθέσεις αυτές αποτελούν το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 178 παρ.1 στοιχ. γ του ΚΠΔ ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 του ίδιου Κώδικα, υπό προϋποθέσεις, από τον ανακριτικό υπάλληλο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα, διακρίνεται από τα έγγραφα και αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσεως του δικαστή, όταν ανακύπτει ζήτημα το οποίο απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις ενός προσώπου,. Ως ιδιαίτερο δε είδος αποδεικτικού μέσου, η πραγματογνωμοσύνη πρέπει να προκύπτει από την αιτιολογία της αποφάσεως ότι λήφθηκε και αυτή υπόψη, όπως αυτό συμβαίνει όχι μόνο όταν αυτή μνημονεύεται ειδικώς μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, αλλά και όταν προκύπτει αναμφίβολα από τις παραδοχές της αποφάσεως ότι τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης έγιναν δεκτά από το δικαστήριο και, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι αντίθετα με αυτές (ΑΠ 1226/2015, ΑΠ 569/2015, ΑΠ 455/2010, ΑΠ 1113/2009). Διαφορετικά, δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, μη αρκούσης της γενικής αναφοράς στα έγγραφα, και ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης με αριθμό 22/2023 απόφασής του, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Δυτικής Στερεάς Ελλάδος, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και μνημονεύει κατ’ είδος (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, τα έγγραφα και τα πρακτικά της πρωτοδίκου αποφάσεως που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο), δέχθηκε ανελέγκτως κατά πιστή μεταφορά τα εξής: “Στην περιοχή … στην … και στο … κατά τον Απρίλιο του έτους …, ο κατηγορούμενος με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα που τιμωρούνται από το Νόμο με στερητικές της ελευθερίας ποινές, ήτοι: Α. Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο με πρόθεση, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, τουλάχιστον τρεις φορές με τη βία και απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής εξανάγκασε άλλον σε ανοχή γενετήσιας πράξης. Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος πηγαίνοντας από την …στο χωριό των γονέων του τα …, διήλθε από την …, όπου προσέγγισε την οικογένεια των αθιγγάνων γονέων της παθούσας, οι οποίοι είχαν έξι παιδιά, τα περισσότερα εκ των οποίων ήταν ανήλικα και υποσχόμενος ότι θα βαπτίσει ένα άρρεν παιδί, διατηρούσε φιλικές σχέσεις με την οικογένεια, μέλος της οποίας ήταν η παθούσα. Έτσι, αυτός, κατά τις επισκέψεις του στο χωριό του, διέρχονταν από την κατοικία της παθούσας, και εκμεταλλευόμενος την φιλική του σχέση με την οικογένεια αυτής και προφασιζόμενος ότι θα αγόραζε διάφορα φαγώσιμα είδη για τα παιδιά, έπαιρνε μαζί του δήθεν για παρέα στο αυτοκίνητό του την ανήλικη (γεννηθείσα στις 5-4-2003) Κ. Π., την οδηγούσε σε απομονωμένες τοποθεσίες της περιοχής, κλείδωνε το αυτοκίνητο και ασκώντας εναντίον της βία και απειλώντας την ότι αν αντιστεκόταν θα σκότωνε τη μητέρα της συνουσιαζόταν μαζί της, ήτοι έθετε το γεννητικό του όργανο στον κόλπο της, ικανοποιώντας με τον τρόπο αυτό τη γενετήσια επιθυμία του. Και Β. Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο με πρόθεση, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ενήργησε γενετήσια πράξη με πρόσωπο που δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα (12) έτη της ηλικίας του. Συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, έπαιρνε στο αυτοκίνητό του την ανήλικη (γεννηθείσα στις 5-4-2003) Κ. Π., γνωρίζοντας την ανηλικότητά της, την οδηγούσε σε απομονωμένες τοποθεσίες, κλείδωνε το αυτοκίνητο και ασκώντας εναντίον της βία και απειλές, συνουσιαζόταν μαζί της, ήτοι έθετε το γεννητικό του όργανο στον κόλπο της, ικανοποιώντας με τον τρόπο αυτό τη γενετήσια επιθυμία του. Οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του κατηγορουμένου διαψεύδονται πλήρως, ιδίως από την κατάθεση της παθούσας, η οποία διαθέτει την απαιτούμενη ωριμότητα ανάλογη με την ηλικία της, από την κατάθεση της μητέρας της, αλλά και από το έγγραφο του αστυνομικού Υποδιευθυντή …, σύμφωνα με το οποίο το 2013 υπήρχε έγγραφη καταγγελία για τα συμβάντα από μέρους της μητέρας της παθούσας, για τον κατηγορούμενο. Επίσης, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι η κατηγορία στηρίζεται σε οικονομικά κίνητρα της ανήλικης, δεν ευσταθεί, διότι η οικογένεια της παθούσας δεν ζήτησε αποζημίωση, ούτε άσκησε αγωγή εναντίον του, σε αντίθεση με τον ίδιο που προέβη σε μήνυση για ψευδή καταμήνυση. Περαιτέρω, το γεγονός ότι το 2006 ο κατηγορούμενος έπασχε από καρκίνο στο έντερο και έκανε τότε κάποιες χημειοθεραπείες και μετά τον Ιούλιο του 2013 έκανε ακτινοβολίες, λόγω μετάστασης στο συκώτι, δεν ασκεί έννομη επιρροή, ενώ δεν αποδείχθηκε από κανένα στοιχείο ο ισχυρισμός του ότι επειδή ήταν καρκινοπαθής ήταν και σεξουαλικά ανενεργής. Κατόπιν αυτών, πρέπει ομόφωνα να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος σύμφωνα με το διατακτικό.” Στη συνέχεια, το Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο, με τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ και περ. ε’ του ΠΚ, για τις αξιόποινες πράξεις του βιασμού ανηλίκου, κατ’ εξακολούθηση και της διενέργειας γενετήσιων πράξεων με ανήλικο που δεν συμπλήρωσε τα 12 έτη της ηλικίας του, κατ’ εξακολούθηση, για τις οποίες του επέβαλε συνολική ποινή κάθειρξης επτά (7) ετών, με το ακόλουθο διατακτικό: “
Κηρύσσει αυτόν ΟΜΟΦΩΝΑ ένοχο του ότι στην … και στο …, κατά τον Απρίλιο του έτους…, με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα που τιμωρούνται από το Νόμο με στερητικές της ελευθερίας ποινές, ήτοι: Α) Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο με πρόθεση, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με βία και απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής εξανάγκασε άλλον σε ανοχή γενετήσιας πράξης. Συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο και με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, έπαιρνε στο αυτοκίνητό του την ανήλικη (γεννηθείσα στις 5-4-2003) Κ. Π., εκμεταλλευόμενος τη φιλική του σχέση με την οικογένειά της, την οδηγούσε σε απομονωμένες τοποθεσίες, κλείδωνε το αυτοκίνητο και, ασκώντας εναντίον της βία και απειλώντας την ότι αν αντιστεκόταν θα σκότωνε τη μητέρα της συνουσιαζόταν μαζί της, ήτοι έθετε το γεννητικό του όργανο στον κόλπο της, ικανοποιώντας με τον τρόπο αυτό τη γενετήσια επιθυμία του. Β) Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο με πρόθεση, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ενήργησε γενετήσια πράξη με πρόσωπο που δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα (12) έτη της ηλικίας του. Συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο και με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, έπαιρνε στο αυτοκίνητό του την ανήλικη (γεννηθείσα στις 5-4-2003) Κ. Π., εκμεταλλευόμενος τη φιλική του σχέση με την οικογένειά της, της οποίας τελούσε σε γνώση της ανηλικότητάς της, την οδηγούσε σε απομονωμένες τοποθεσίες, κλείδωνε το αυτοκίνητο και, ασκώντας εναντίον της βία και απειλές, συνουσιαζόταν μαζί της, ήτοι έθετε το γεννητικό του όργανο στον κόλπο της, ικανοποιώντας με τον τρόπο αυτό τη γενετήσια επιθυμία του.” Πλην όμως, όπως προκύπτει από την παραδεκτώς για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκοπούμενη προσβαλλόμενη απόφαση, δεν αναφέρεται στα πρακτικά της, ότι αναγνώσθηκε η από …. γραπτή προανακριτική κατάθεση της ανήλικης παθούσας, που δόθηκε, κατά το άρθρο 226Α του προϊσχύσαντος ΚΠΔ, ενώπιον του Αστυνομικού Υποδιευθυντή Κ. Π. του Α.Τ. …., παρουσία και της Αστυνόμου Α’ Μ. Κ. της ίδιας Υπηρεσίας, ως και του παιδοψυχολόγου-πραγματογνώμονα Εισαγγελίας Πρωτοδικών ….Σ. Β. του Κ., ο οποίος προσλήφθηκε ως πραγματογνώμονας, ούτε γίνεται μνεία της ανάγνωσής της στο προοίμιο του σκεπτικού, όπου μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα (“καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, τα έγγραφα και τα πρακτικά της πρωτοδίκου αποφάσεως που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο”),, στα οποία το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο στήριξε την κρίση του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, αλλά ούτε προκύπτει από το προεκτεθέν σκεπτικό της προσβαλλόμενης, ότι η προανακριτική αυτή κατάθεση ελήφθη υπόψη και συναξιολογήθηκε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Συγκεκριμένα, δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των αναγνωσθέντων στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου της ουσίας εγγράφων, όπως αυτά απαριθμούνται στα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, στο 21ο φύλλο αυτών, στον σχετικό κατάλογο των αναγνωσθέντων εγγράφων και είναι τα εξής: Α) “1) Η με αριθμό πρωτοκόλλου … ιατροδικαστική έκθεση κλινικής εξέτασης Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Πατρών, 2) η από …. ψυχολογική έκθεση της Εταιρείας Ψυχικής Υγείας …, 3) η από … διενέργεια ψυχολογικής πραγματογνωμοσύνης του Τμήματος Προνοίας …, 4) η με αριθμό … Διάταξη της Ανακρίτριας Πρωτοδικείου Μεσολογγίου και 5) η με αριθμό …έκθεση καταθέσεως εγγύησης Πρωτοδικείου Μεσολογγίου, η από … αίτηση του κατηγορουμένου προς τον Αστυνομικό Υποδιευθυντή Χ. Κ.” και Β) τα έγγραφα, που προσκομίστηκαν από τον συνήγορο του κατηγορουμένου : “1) ιατροδικαστική έκθεση του καθηγητή ιατροδικαστικής και τοξικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Α..Σ.. Κ., 2) η από … ανώνυμη καταγγελία προς τον αρμόδιο Εισαγγελέα Μεσολογγίου, 3) το από … εξερχόμενο από το google έγγραφο της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας, 4) αποδείξεις εξόφλησης λογαριασμών στο όνομα Κ. Χ. από τηλέφωνα, ρεύμα κλπ, 5) η από … ιατροδικαστική γνωμοδότηση του Ειδικού Ιατροδικαστή Φ. Ν..Κ., 6) η με αριθμ…..ένορκη βεβαίωση του συμβολαιογράφου Α. Γ., 7) η από .. βεβαίωση του Αρχιμανδρίτη Κ. Θ., 8) η από … βεβαίωση τελέσεως μυστηρίου, 9) έντεκα (11) υπεύθυνες βεβαιώσεις συγχωριανών του Χ. Κ. που αναφέρονται στο ήθος του κατηγορουμένου, 10) η από …. βεβαίωση του διοικητή του τμήματος Χ. Τ., 11) το από .. ενημερωτικό σημείωμα του διευθυντή του Νοσοκομείου Πάτρας χειρουργού Α. Μ., 12) τα από .. και .. και με αριθμούς πρωτοκόλλων .. και .. αντίστοιχα πιστοποιητικά νοσηλείας του γενικού Νοσοκομείου Πατρών και 13) η από … γνωστοποίηση αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας από το ΙΚΑ Αθηνών”. Ούτε, άλλωστε, η γραπτή αυτή από 20.01.2018 προανακριτική κατάθεση της παθούσας, παρουσία παιδοψυχολόγου, περιλαμβάνεται μεταξύ των εγγράφων που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, τα οποία αναγνώστηκαν και στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, αφού στον κατάλογο των αναγνωσθέντων εγγράφων, που περιέχεται στη σελ.16 των πρακτικών της πρωτόδικης απόφασης, μνημονεύονται τα ίδια παραπάνω αναφερόμενα υπό στοιχείο Α έγγραφα του κατηγορητηρίου, που αναγνώστηκαν και στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, από τα οποία, ωστόσο, λείπει η από 20.01.2018 προανακριτική κατάθεση της τότε ανήλικης παθούσας, που δόθηκε παρουσία παιδοψυχολόγου κατ’άρθρο 226Α παρ.3 του προϊσχύσαντος ΚΠΔ (ήδη δε 227 του ισχύοντος ΚΠΔ). Η γραπτή αυτή κατάθεση, όπως εκτίθεται στη μείζονα σκέψη της παρούσας υπό στοιχείο Γ, αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο και έπρεπε, κατά το άρθρο 227 παρ.5 του νέου ΚΠΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο της εκδίκασης της υπόθεσης, να αναγνωσθεί στο ακροατήριο και να βεβαιωθεί η ανάγνωσή της με σχετική μνεία στα πρακτικά, προκειμένου να υπάρχει βεβαιότητα ότι λήφθηκε υπόψη, ανεξάρτητα από την δυνατότητα του θύματος μετά το 18ο έτος της ηλικίας του, να παρίσταται αυτοπροσώπως κατά την ακροαματική διαδικασία, με σκοπό να μην αποστερηθεί ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις παρατηρήσεις του για το εν λόγω ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, καθότι, στην περίπτωση μη ανάγνωσης αυτής, προκαλείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, καθώς ο κατηγορούμενος στερείται του δικαιώματος (άρθρο 171 παρ.1 στ.δ του ΚΠΔ) να προβεί σε παρατηρήσεις (άρθρο 358 ΚΠΔ) σε σχέση με το αποδεικτικό αυτό μέσο, που δεν αναγνώθηκε στο ακροατήριο, ενώ λόγω της μη ανάγνωσής της, αλλά και της μη αναφοράς της στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο την έλαβε υπόψη του στην κρίση του περί της ενοχής και έτσι, η απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στ.Α’ σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 στ.δ του ΚΠΔ και από το άρθρο 510 παρ.1 στ.Δ’ του ίδιου Κώδικα, 1ος αναιρετικός λόγος (κατά το α’ σκέλος αυτού, που αφορά τη μη ανάγνωση και τη μη μνεία της ανάγνωσης της προανακριτικής κατάθεσης της ανήλικης και την ως εκ τούτου, απόλυτη ακυρότητα που συνέβη στο ακροατήριο και την έλλειψη αιτιολογίας) είναι βάσιμος Περαιτέρω, μολονότι μνημονεύονται στον κατάλογο των αναγνωσθέντων εγγράφων (φύλλο 21ο της προσβαλλόμενης) οι εξής εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, που διενεργήθηκαν κατ’άρθρο 183 επ. ΚΠΔ, ήτοι : 1) η από … ψυχολογική έκθεση της Εταιρείας Ψυχικής Υγείας … και 2) η από … διενέργεια ψυχολογικής πραγματογνωμοσύνης του Τμήματος Προνοίας …, που διενεργήθηκαν η μεν πρώτη .. και στις .., από τον παιδοψυχολόγο Β. Σ., που διορίστηκε, κατ’άρθρο 183 ΚΠΔ, ως πραγματογνώμονας από τον Αστυνομικό Υποδιευθυντή Π. Κ. και την Αστυνόμο Α’Κ. Μ. του Α.Τ. …, που διενεργούσαν προανάκριση για τα πιο πάνω αδικήματα σε βάρος της ανήλικης Κ. Π.Σ, η δε δεύτερη την … από τον παιδοψυχολόγο Ι. Κ., που διορίστηκε κατ’άρθρο 183 επ.ΚΠΔ από τους ως άνω ανακριτικούς υπαλλήλους, μετά από σχετική αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Μεσολογγίου, εν τούτοις, δεν προκύπτει ότι οι εκθέσεις αυτές πραγματογνωμοσύνης ελήφθησαν υπόψη από το Δικαστήριο της ουσίας για τον σχηματισμό της περί της ενοχής κρίσης του. Και τούτο διότι, δεν μνημονεύονται ειδικώς, ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, ούτε στο προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης, όπου αναφέρονται κατ’είδος τα αποδεικτικά μέσα, (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, τα έγγραφα και τα πρακτικά της πρωτοδίκου αποφάσεως που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο), που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας, ούτε από το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης, όπως προεκτίθεται παραπάνω, προκύπτει ότι ελήφθησαν υπόψη, καθώς ουδεμία μνεία αυτών γίνεται, ούτε συνάγεται από τις παραδοχές της ότι τις έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε τα πορίσματα των εκθέσεων αυτών, εν όψει και του ότι αυτά είναι εκ διαμέτρου αντίθετα μεταξύ τους, αφού στο μεν πόρισμα της πρώτης (του Β. Σ.) περιέχεται επί λέξει : “…η γενική νοητική της ικανότητα τοποθετείται στην οριακή νοημοσύνη…πρόκειται για μια έφηβη με χαμηλές γνωστικές δεξιότητες…η ανήλικη διαθέτει μέτριο λεξιλόγιο…”, ενώ στο πόρισμα της δεύτερης (του Ι. Κ.): “…το νοητικό της πηλίκο …εντοπίστηκε να κυμαίνεται περίπου στους 124 βαθμούς Grade II+, νοητική ικανότητα και αντίληψη, η οποία φαίνεται να αντιστοιχεί σε ανώτερη νοημοσύνη για την χρονολογική ηλικία της Π….ένα παιδί εξαιρετικά εύστροφο με πολύ υψηλή λεξιλογική επάρκεια και ενημερότητα με πολύ υψηλό βαθμό ευφυϊας, κοινωνικής αντίληψης και συναισθηματικής νοημοσύνης…”, με αποτέλεσμα να προκαλείται έτσι, έλλειψη αιτιολογίας και να είναι βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στ.Δ’του ΚΠΔ 2ος λόγος αναίρεσης (ως προς το σκέλος του που αφορά τις δύο πιο πάνω εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης). Κατόπιν τούτων, κατά παραδοχή των προαναφερθέντων βασίμων λόγων αναίρεσης και εφόσον παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο συνολό της και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές (άρθρο 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 22/2023 καταδικαστική απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδος. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Φεβρουαρίου 2024.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Φεβρουαρίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :