Αριθμός 1414/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μυρσίνη Παπαχίου – Εισηγήτρια, Μαρία Ανδρικοπούλου και Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 27 Σεπτεμβρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.” που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Παπακωνσταντίνου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.πολ.Δ.
Της αναιρεσίβλητης: Σ. Κ. του Χ., που εκπροσωπείται νόμιμα από τη δικαστική συμπαραστάτριά της Χ. Α. του Σ., κατοίκου …. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σπύρο Μπαλατσούκα.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-10-2015 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, της Χ. Α. και προσώπου που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Κοζάνης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5/2017 του ίδιου Δικαστηρίου και 283/2019 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 23-12-2019 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 23-12-2019 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η υπ’ αριθμ. 283/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης, που δίκασε, ως Εφετείο, κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, κατ’ επιτρεπτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων: Με την από 1-10-2015 αγωγή οι ενάγουσες 1) Μ. Κ., 2) Σ. Κ., νόμιμα εκπροσωπούμενη από τη δικαστική συμπαραστάτριά της Χ. Α., και 3) Χ. Α., ζήτησαν να υποχρεωθεί η εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα να καταβάλει σε εκάστη εξ αυτών το ποσό των 19.919,78 ευρώ, ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο. Μετά την άσκηση της αγωγής και πριν τη συζήτησή της, απεβίωσε η πρώτη ενάγουσα και στη θέση της υπεισήλθε, ως μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος της, η θυγατέρα της, δεύτερη ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη, η οποία συνέχισε τη βιαίως διακοπείσα δίκη, αιτούμενη να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει, αφενός ατομικά και αφετέρου υπό την ιδιότητά της ως κληρονόμου της αποβιώσας αρχικώς πρώτης ενάγουσας, το συνολικό ποσό των 38.148,34 ευρώ (=19.919,78+19.919,78). Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία η υπ’ αριθμ. 5/2017 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Κοζάνης, με την οποία η αγωγή έγινε δεκτή ως νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη. Μετά από έφεση της εναγομένης εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 283/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης, το οποίο εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και αφού κράτησε την υπόθεση και δίκασε την αγωγή, την απέρριψε ως προς την τρίτη ενάγουσα, ως ουσιαστικά αβάσιμη, τη δέχθηκε ως προς τη δεύτερη ενάγουσα ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε την εναγομένη να της καταβάλει το αιτηθέν ποσό των 38.148,34 ευρώ συνολικά, με το νόμιμο τόκο. Την αναίρεση της τελευταίας αυτής απόφασης ζητεί η εναγομένη με την ένδικη αίτησή της για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή και αναλύονται ειδικότερα κατωτέρω. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρα 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω.
Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του Ν. 5638/1932, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ΝΔ 951/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. δ’ στοιχ. Α’ του ΝΔ 118/1973, χρηματική κατάθεση σε τράπεζα, σε ανοικτό λογαριασμό, στο όνομα δύο ή περισσοτέρων από κοινού (joint account) είναι η περιέχουσα τον όρο ότι του λογαριασμού αυτής μπορεί να κάνει χρήση εν όλω ή εν μέρει, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας, είτε μερικοί εξ αυτών, είτε και όλοι οι κατ’ ιδία δικαιούχοι. Η χρηματική κατάθεση επιτρέπεται να ενεργείται και σε κοινό λογαριασμό επί προθεσμία ή ταμιευτηρίου υπό προειδοποίηση. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 411, 489, 490 και 491 ΑΚ, προκύπτει ότι σε περίπτωση χρηματικής κατάθεσης στο όνομα δύο ή περισσοτέρων προσώπων ή στο όνομα του ιδίου του καταθέτη και τρίτου ή τρίτων, σε κοινό λογαριασμό, παράγεται, μεταξύ των καταθετών ή του καταθέτη και τρίτου αφ’ ενός και του δέκτη της κατάθεσης νομικού προσώπου αφ’ ετέρου, ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή. Επομένως, καθένας από αυτούς γίνεται δικαιούχος των χρημάτων που κατατέθηκαν και δύναται να τα χρησιμοποιεί χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, η δε καταβολή των χρημάτων της κατάθεσης σε έναν από τους δικαιούχους επιφέρει απόσβεση της απαίτησης, έναντι του δέκτη της κατάθεσης, και ως προς τους λοιπούς. Το ίδιο αποσβεστικό αποτέλεσμα της απαίτησης επάγεται και ο έναντι ενός εκ των καταθετών συμψηφισμός, που προτείνει η τράπεζα, ανταπαίτησής της κατ’ αυτού, προς την απαίτηση του τελευταίου εναντίον της, προς καταβολή του ποσού της κατάθεσης, εφ’ όσον και ο συμψηφισμός, όπως και η καταβολή, είναι γεγονός που ενεργεί αντικειμενικώς (ΑΠ 213/2020, ΑΠ 1010/2019). Εξάλλου, με τις διατάξεις των άρθρων 440 επ. ΑΚ ρυθμίζεται ο συμψηφισμός αμοιβαίων απαιτήσεων, εφ’ όσον αυτές είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες, που επέρχεται με τη μονομερή δήλωση του ενός από τα δύο μέρη, απευθυντέα προς το άλλο, η οποία δεν υποβάλλεται σε συστατικό τύπο και δεν υπόκειται σε ανάκληση. Από το γεγονός όμως ότι ο νόμος ρυθμίζει τον μεταξύ δύο προσώπων μονομερή ή αναγκαστικό συμψηφισμό, που επέρχεται κατά τους όρους των άρθρων 440 έως 452 ΑΚ, κατόπιν μονομερούς δηλώσεως του ενός εξ αυτών, δεν αποκλείεται η δυνατότητα αποσβέσεως αμοιβαίων απαιτήσεων με συμψηφισμό κατόπιν συμφωνίας των ενδιαφερομένων μερών. Πρόκειται για τον λεγόμενο συμβατικό ή εκούσιο συμψηφισμό, που συνάπτεται με βάση την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ). Το περιεχόμενο μιας τέτοιας σύμβασης, που είναι έγκυρη εφ’ όσον δεν αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη (άρθρα 174 και 178 ΑΚ), καθορίζουν ελευθέρως τα μέρη, τα οποία δύνανται να συμφωνήσουν τον συμψηφισμό των μεταξύ τους υφισταμένων απαιτήσεων και χωρίς να συντρέχουν οι όροι του νόμου, δηλαδή χωρίς οι αμοιβαίες απαιτήσεις να είναι ληξιπρόθεσμες και ομοειδείς και χωρίς να απαιτείται πρόταση συμψηφισμού με δήλωση του ενός συμβαλλομένου προς τον άλλον. Η σύμβαση περί συμψηφισμού είναι δυνατόν να αφορά και σε απαιτήσεις μέλλουσες, με αποτέλεσμα να επέρχεται αυτοδικαίως η λόγω συμψηφισμού απόσβεση, ευθύς ως γεννηθούν και συνυπάρξουν αμοιβαίες απαιτήσεις μεταξύ των μερών. Στην περίπτωση αυτή, η επίκληση του συμβατικού συμψηφισμού αποτελεί και θεμελιώνει ένσταση αποσβέσεως της οφειλής (ΑΠ 857/2020, ΑΠ 213/2020, ΑΠ 1010/2019, ΑΠ 31/2017). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Η παράλειψη ως όρος της αδικοπραξίας συντρέχει, όταν υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ (ΑΠ 459/2019, ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 118/2006, ΑΠ 831/2005, ΑΠ 174/2005). Είναι δυνατόν μια ζημιογόνος ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή καθ’ εαυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον (ΑΠ 1028/2015, ΑΠ 1738/2013). Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΑΠ 1009/2019, ΑΠ 459/2019, ΑΠ 1350/2018). Το ζήτημα τούτο κρίνεται εκ των προτέρων και ποτέ εκ των υστέρων. Δεν εξετάζονται οι ατομικές δυνατότητες και γνώσεις του συγκεκριμένου βλάψαντος, αλλά η δυνατότητα πρόγνωσης του μέσου συνετού ανθρώπου. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε κυριαρχικώς, ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή η μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Αντιθέτως, η κρίση ότι η πράξη ή η παράλειψη υπήρξε ή δεν υπήρξε ένας από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσματος αφορά τα πράγματα και δεν ελέγχεται αναιρετικά (Ολ ΑΠ 2/2019, Ολ ΑΠ 18/2004, ΑΠ 813/2019, ΑΠ 2/2019, ΑΠ 949/2015). Ειδικότερες μορφές της υποχρέωσης πρόνοιας, ασφάλειας και προστασίας των αγαθών των άλλων, η οποία θεμελιώνει το στοιχείο του παρανόμου κατά τα ανωτέρω, αποτελούν οι υποχρεώσεις διαφώτισης/ενημέρωσης και συμβουλευτικής καθοδήγησης/προειδοποίησης του πελάτη εκ μέρους της Τράπεζας, οι οποίες στηρίζονται στη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ Τράπεζας-πελάτη. Η εκ μέρους της Τράπεζας παράλειψη εκπλήρωσης των ως άνω υποχρεώσεων θεμελιώνει αδικοπρακτική της ευθύνη, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις αυτής (ευθύνης), ήτοι η υπαιτιότητα και η επέλευση ζημίας αιτιωδώς συνδεόμενης με την παράνομη συμπεριφορά της Τράπεζας, με την έννοια ότι η παράβαση των απορρεουσών από την καλή πίστη υποχρεώσεων της Τράπεζας αποτελεί όρο, κατ’ αντικειμενική πρόγνωση, πρόσφορο να οδηγήσει στο αποτέλεσμα της ζημίας. Υπό την έννοια αυτή, οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται, μεταξύ άλλων, και στις περιπτώσεις που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στον συγκεκριμένο αποδέκτη των τραπεζικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί την μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθέτησης των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με την ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε, έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, να αξιολογήσει ακολούθως ιδίως τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επιλογής και ο ίδιος να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας τη σχετική εντολή στην αντισυμβαλλόμενη αυτού Τράπεζα (ΑΠ 1406/2021). Εξ άλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 2251/1994 “Περί προστασίας των καταναλωτών “, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 10 παρ. 3 ν. 3587/2007, προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, ο οποίος, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, μπορεί να είναι και Τράπεζα έναντι του πελάτη της ή άλλου με αυτή συμβεβλημένου προσώπου, μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος (ΑΠ 1028/2015). Υπό τη συνδρομή των προϋποθέσεων των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, περαιτέρω, ότι με αυτές, θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση τόσο λόγω αδικοπραξίας όσο και λόγω παροχής τραπεζικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της Τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 2251/1994, όπως δεν αμφισβητείται ότι συμβαίνει, με το πρόσωπο που μετέχει στην συγκεκριμένη σχέση ως αποδέκτης των υπηρεσιών, χωρίς να διαθέτει οποιουδήποτε είδους εξειδίκευση, επιχειρώντας να καλύψει προεχόντως ανάγκες ασφαλούς τοποθέτησης του κεφαλαίου του (ΑΠ 865/2017, ΑΠ 2212/2014). Ο ανωτέρω νόμος έχει συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν στον οποιονδήποτε “προμηθευτή” – και στις τράπεζες- την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου “καταναλωτή” – και του ιδιώτη επενδυτή -, ώστε αυτός να λαμβάνει τεκμηριωμένα την σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής. Η προβλεπόμενη στο νόμο κύρωση για την περίπτωση παράβασης της εν λόγω υποχρέωσης εκ μέρους του “προμηθευτή” συνίσταται κυρίως σε αποζημίωση του καταναλωτή (ΑΠ 1406/2021). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 παρ.1 εδ. α’ του ΚΠολΔ, ταυτόσημη προς εκείνη του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ίδιου Κώδικα, αναίρεση κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ` αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου, κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά, που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΟλΑΠ 18/1998, ΑΠ 272/2021, ΑΠ 179/2019, ΑΠ 3/2019, ΑΠ 130/2016, ΑΠ 449/2014, ΑΠ 1420/2013). Κατά το εδ. β’ της ίδιας, ως άνω, διάταξης η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε αυτούς. Για το ορισμένο του λόγου αυτού αναίρεσης, πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο, εκτός των άλλων, ο κανόνας δικαίου για την αληθινή έννοια του οποίου χρησιμοποιήθηκαν ή όχι τα διδάγματα της κοινής πείρας, η έννοια που προσδόθηκε σ’ αυτόν, από την προσβαλλόμενη απόφαση, την οποία ο αναιρεσείων χαρακτηρίζει ως εσφαλμένη, η ορθή, κατά τη γνώμη του αναιρεσείοντος έννοια, που προκύπτει από τα επικαλούμενα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία ο δικαστής είτε χρησιμοποίησε λανθασμένα είτε παρέλειψε να χρησιμοποιήσει, ο προσδιορισμός των διδαγμάτων της κοινής πείρας και ο τρόπος, κατά τον οποίο παραβιάσθηκαν (ΑΠ 272/2021, ΑΠ 1378/2018, ΑΠ 574/2010, ΑΠ 225/2009, ΑΠ 2174/2007). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αριθμ. 6 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, ταυτόσημη προς εκείνη του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ίδιου Κώδικα, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω αντιφατικών ή ανεπαρκών αιτιολογιών, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης, που εφαρμόστηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν εφαρμόστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Ως ζητήματα δε, σε σχέση με τα οποία η έλλειψη, η αντιφατικότητα ή η ανεπάρκεια των αιτιολογιών στερεί από νόμιμη βάση την απόφαση, νοούνται οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση, την κατάλυση ή την παρακώλυση του ασκουμένου δικαιώματος, όπως είναι και τα περιστατικά, που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής ή καταλυτικής αυτής ένστασης, και επιδρούν στο διατακτικό της απόφασης (ΟλΑΠ 9/2016, ΑΠ 1264/2020, ΑΠ 401/2019, ΑΠ 95/2019, ΑΠ 293/2018). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός, πρέπει, μεταξύ άλλων, να διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο, πλην άλλων, ο ισχυρισμός (αγωγικός, ένσταση) και τα περιστατικά, που προτάθηκαν προς θεμελίωσή του, ως προς τον οποίο η έλλειψη, η ανεπάρκεια, ή η αντίφαση και η σύνδεσή του με το διατακτικό. Και, συγκεκριμένα, όταν προβάλλεται αιτίαση για ανεπαρκείς αιτιολογίες, πρέπει να προσδιορίζεται στο αναιρετήριο, ποια επί πλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται ώστε να είναι επαρκής η αιτιολογία, χωρίς να αρκούν γενικές εκφράσεις για “ανεπάρκεια”, καθώς και το ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και ως προς το οποίο, κατά τον αναιρεσείοντα, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και, αν πρόκειται για αντιφατικές αιτιολογίες, σε τι συνίσταται η αντίφαση (ΟλΑΠ 16/2013, ΟλΑΠ 20/2005, ΟλΑΠ 32/1996, ΑΠ 272/2021, ΑΠ 587/2020,ΑΠ 238/2020). Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 283/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης, που δίκασε, ως Εφετείο, έγιναν δεκτά, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα: ” Την 08-11-2015, ήτοι μετά την άσκηση της υπό κρίση αγωγής και πριν από τη συζήτησή της στο ακροατήριο, αποβίωσε στην Κοζάνη χωρίς να αφήσει διαθήκη η πρώτη των εναγουσών, Μ. Κ., ηλικίας 83 ετών, καταλείποντας μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμο της τη δεύτερη εξ αυτών – θυγατέρα της (ήδη πρώτη εφεσίβλητη) και ήδη αναιρεσίβλητη, Σ. Κ., ως πλησιέστερη συγγενή της. Η τελευταία, η οποία πάσχει από εγκεφαλική παράλυση, νοητική υπέραση σε έδαφος περιγεννητικής ανηλγίας, διανοητική καθυστέρηση, διαταραχές στη συμπεριφορά της και μείωση της όρασής της, έχει κριθεί ανάπηρη με ποσοστό αναπηρίας ανερχόμενο σε 100%. Για το λόγο αυτό, μη δυνάμενη να επιμεληθεί των υποθέσεών της και της περιουσίας της, δυνάμει της με αριθμό 9/2009 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας) τέθηκε σε καθεστώς πλήρους στερητικής δικαστικής συμπαράστασης και ορίσθηκε δικαστική συμπαραστάτριά της η τρίτη των εναγουσών (ήδη δεύτερη εφεσίβλητη), Χ. Α. (κόρη του αδελφού της πρώτης των εναγουσών – α’ εξαδέλφη της δεύτερης), μη διάδικος στην παρούσα αναιρετική δίκη, η οποία και ανέλαβε την αποκλειστική φροντίδα της, όπως είχε εξάλλου αναλάβει και τη φροντίδα της πρώτης εξ αυτών, η οποία ήταν προχωρημένης ηλικίας και αντιμετώπιζε και αυτή πολλά προβλήματα υγείας. Η τελευταία (πρώτη ενάγουσα), εξαιτίας της προαναφερθείσας κατάστασης της κόρης της (δεύτερης ενάγουσας) και προκειμένου να εξασφαλίσει το μέλλον της, είχε ήδη από την 30-09-2004 προβεί στο άνοιγμα του με αριθμό … τραπεζικού λογαριασμού ταμιευτηρίου στην πρώην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος, καθώς και σε μία προθεσμιακή κατάθεση στην ίδια Τράπεζα, εξάμηνης διάρκειας, με αριθμό …, καθιστώντας συνδικαιούχους σε αμφότερους τους άνω λογαριασμούς (ταμιευτηρίου και προθεσμιακής κατάθεσης) τη δεύτερη και την τρίτη των εναγουσών (βλ. τη νομίμως επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τις εφεσίβλητες με αριθμό πρωτ. …/20-02-2014 βεβαίωση της Τράπεζας Πειραιώς). Ειδικότερα, όπως οι ίδιες οι ενάγουσες εκθέτουν στο δικόγραφό τους, η πρώτη εξ αυτών κατέστησε συνδικαιούχο την τρίτη εξ αυτών, προκειμένου να συναλλάσσεται αυτή για λογαριασμό τόσο της ιδίας, που αντιμετώπιζε, όπως προαναφέρθηκε, λόγω και της προχωρημένης ηλικίας της προβλήματα υγείας, όσο και της δεύτερης των εναγουσών, λόγω της αναπηρίας της και της δυσκολίας αμφοτέρων να μεταβαίνουν στα κατά τόπον τότε καταστήματα της ΑΤΕ για τις οποιεσδήποτε συναλλαγές τους. Κατόπιν τούτου, η τρίτη ενάγουσα ως συνδικαιούχος ενεργούσε νομίμως, μετά μάλιστα και τον ορισμό της ως δικαστικής συμπαραστάτριας της δεύτερης, για λογαριασμό των δύο πρώτων εξ αυτών καταθέσεις και αναλήψεις χρημάτων στον ως άνω κοινό λογαριασμό ταμιευτηρίου, καθώς και όλες τις ανανεώσεις της προθεσμιακής κατάθεσης, πάντα μετά από εντολή της πρώτης των εναγουσών, στην οποία μετά από κάθε συναλλαγή (ανάληψη, κατάθεση, ενημέρωση, ανανέωση) επεδείκνυε τα σχετικά έγγραφα, και πάντα με την επίδειξη στους αρμόδιους υπαλλήλους της ΑΤΕ του βιβλιαρίου καταθέσεων, το οποίο είχε στην κατοχή της η πρώτη ενάγουσα και το παρέδιδε στην τρίτη μόνο ενόψει της εκάστοτε τραπεζικής συναλλαγής, σημειωμένων επιπλέον αφενός ότι ουδέποτε πραγματοποιήθηκαν από την τελευταία συναλλαγές μέσω ΑΤΜ με χρήση κάρτας, δεδομένου ότι τέτοια δεν είχε εκδοθεί, αφετέρου ότι αυτή κατέστη συνδικαιούχος του λογαριασμού μόνο για την εξυπηρέτηση των δύο πρώτων εναγουσών κατά τα ανωτέρω, χωρίς η ίδια να έχει καταθέσει οποιοδήποτε ποσό στους παραπάνω λογαριασμούς (ταμιευτηρίου και προθεσμιακής κατάθεσης) και, συνεπώς, χωρίς επί της ουσίας να της ανήκει οποιοδήποτε ποσό, όπως εξάλλου και οι ίδιες ομολογούν. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι από τις 27-07-2012 δυνάμει της με αριθμό 4/27-07-2012 απόφασης της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος (αρ. φύλλου 2209/2012 ΦΕΚ Β’) η εναγομένη κατέστη ειδική διάδοχος των απαιτήσεων και των υποχρεώσεων της ως άνω ΑΤΕ. Στις 10-10-2013, αφού είχε λήξει η τελευταία από 10-04-2013 προθεσμιακή κατάθεση στην πρώην ΑΤΕ, η τρίτη ενάγουσα, κατόπιν εντολής της πρώτης -εν ζωή- τότε ενάγουσας, προέβη σε νέα προθεσμιακή κατάθεση και δη στη με αριθμό … προθεσμιακή κατάθεση, ποσού 53.000 ευρώ εξάμηνης επίσης διάρκειας, όπως δηλαδή και η προηγούμενη με την ΑΤΕ, και στο ίδιο υποκατάστημα της πρώην ΑΤΕ (επί της οδού …) και με τους ίδιους υπαλλήλους που συναλλασσόταν και τις προηγούμενες φορές. Εξάλλου, αποδεικνύεται ότι η τρίτη ενάγουσα είχε συμβληθεί στο παρελθόν ως εγγυήτρια σε συμβάσεις δανείων και δη στη με αριθμό …/18-02-2008 σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού και στο από 07-08-2008 Πρόγραμμα Εκδόσεως Κοινού Ομολογιακού Δανείου μετά Σύμβασης Καλύψεως και Πρωτογενούς Διαθέσεως και Ορισμού Διαχειριστή Πληρωμών, που είχε συνάψει η Ανώνυμη Βιομηχανική και Εμπορική Εταιρία με την επωνυμία “…” και το διακριτικό τίτλο “…” με την Τράπεζα Κύπρου, της οποίας την 26-03-2013 ειδική διάδοχος κατέστη, επίσης, η εναγομένη. Επειδή η ως άνω εταιρία δεν ήταν συνεπής στις εκ των ανωτέρω συμβάσεων απορρέουσες υποχρεώσεις της, η Τράπεζα Κύπρου είχε εκδώσει κατ’ αυτής, αλλά και κατά των εγγυητών που είχαν συνυπογράψει τις συμβάσεις αυτές, συμπεριλαμβανομένης και της τρίτης ενάγουσας, τη με αριθμό 148/2011 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης και τη με αριθμό 8050/2012 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Μετά δε την ανωτέρω διαδοχή και δυνάμει των ως άνω διαταγών πληρωμής η εναγομένη προέβη σε συμψηφισμό των οφειλών που είχε η τρίτη ενάγουσα, ως εγγυήτρια, προς την πρώην Τράπεζα Κύπρου με τα ποσά που ήταν κατατεθειμένα στον προαναφερθέντα με αριθμό … τραπεζικό λογαριασμό καταθέσεων ταμιευτηρίου, ο οποίος εμφάνιζε υπόλοιπο 3.322,52 ευρώ, αλλά και στη με αριθμό … προθεσμιακή κατάθεση ποσού 53.000 ευρώ, ήτοι με καταθέσεις συνολικού ποσού 56.322,52 ευρώ (=3.322,52 + 53.000). Το γεγονός αυτό, για το οποίο η εναγομένη ενημέρωσε την τρίτη εξ αυτών με σχετική από 18-02-2014 εξώδικη δήλωσή της, εξέπληξε τις ενάγουσες, καθόσον αυτές, ανεξαρτήτως της γνώσης τους ή μη περί της ειδικής διαδοχής της Τράπεζας Κύπρου από την εναγομένη, δε γνώριζαν ότι υπήρχε περίπτωση να απολέσουν τα χρήματά τους, που ήταν οικονομίες μιας ζωής και προορίζονταν για τη μελλοντική εξασφάλιση των δύο πρώτων και κυρίως της δεύτερης εξ αυτών. Ειδικότερα, αποδεικνύεται ότι η τρίτη ενάγουσα, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, ενεργούσε νομίμως κατ’ εντολή και για λογαριασμό των δύο πρώτων εναγουσών, δεν είχε ενημερωθεί, προφορικώς ή εγγράφως, από τους υπαλλήλους της εναγομένης πριν από την κατάρτιση της ως άνω τελευταίας προθεσμιακής κατάθεσης περί της ύπαρξης ουσιώδους διαφοράς μεταξύ αυτής και των προηγούμενων προθεσμιακών καταθέσεων, συνιστάμενης (της διαφοράς) στο γεγονός ότι στη νέα από 10-10-2013 προθεσμιακή κατάθεση συμπεριλήφθηκε όρος (με αριθμό 2) σύμφωνα με τον οποίο “Η τράπεζα έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί την κατάθεση αυτή για την κάλυψη κάθε ληξιπρόθεσμης οφειλής του οφειλέτη”, καθώς και όρος (με αριθμό 6) σύμφωνα με τον οποίο “Η παραλαβή ή κατοχή της παρούσας από τον καταθέτη, συνεπάγεται την ανεπιφύλακτη εκ μέρους του αποδοχή όλων των όρων της παρούσας και γενικά των όρων από τους οποίους διέπονται οι καταθέσεις επί προθεσμία σύμφωνα με τις ισχύουσες εκάστοτε διατάξεις”, την ύπαρξη των οποίων διαπίστωσαν μετά το γενόμενο το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2014 συμψηφισμό. Είναι, λοιπόν, σαφές ότι οι ενάγουσες ευλόγως δε θα προχωρούσαν στη νέα προθεσμιακή κατάθεση, αν γνώριζαν τους παραπάνω όρους και τους περιλαμβανόμενους σε αυτούς κινδύνους, χωρίς τούτο να συνιστά καταδολιευτική ενέργεια εκ μέρους τους σε βάρος της εναγομένης, παρά τα όσα αβάσιμα ισχυρίζεται η τελευταία, καθόσον είναι απόλυτα θεμιτό η πρώτη ενάγουσα να θέλει να προστατεύσει τις οικονομίες της και την περιουσία της, που προοριζόταν, όπως και παραπάνω εκτέθηκε, για τις μελλοντικές ανάγκες κυρίως της δεύτερης ενάγουσας – ανάπηρης κόρης της και δεδομένου ότι η ίδια ουδεμία υποχρέωση είχε είτε απέναντι στην εναγομένη είτε απέναντι των τραπεζών των οποίων αυτή κατέστη ειδική διάδοχος. Εξάλλου, αποδεικνύεται ότι τον προβλεπόμενο έλεγχο για την κατάρτιση της προθεσμιακής αυτής κατάθεσης τον ενήργησε η ίδια υπάλληλος που είχε ενεργήσει τον έλεγχο και στην τελευταία ανανέωση αυτής στην πρώην ΑΤΕ, γεγονός που δεν αμφισβητείται από την εναγομένη και το οποίο σε συνδυασμό με το ότι οι συναλλαγές συνεχίζονταν να λαμβάνουν χώρα στο ίδιο κατάστημα, όπου γίνονταν και οι προηγούμενες συναλλαγές τους με την πρώην ΑΤΕ, συνέτεινε στο να μην υφίσταται αμφιβολία στις ενάγουσες και κυρίως στην τρίτη αυτών ότι ουδεμία διαφορά υπήρχε μεταξύ της νέας προθεσμιακής κατάθεσης με την εναγόμενη και των προηγούμενων με την πρώην ΑΤΕ και ότι και η εν λόγω ανανέωση ήταν μια τυπική διαδικασία. Ειδικότερα, λόγω της πολύχρονης συναλλαγής των εναγουσών με την ΑΤΕ, είτε στο κεντρικό της κατάστημα στην Κεντρική Πλατεία της Κοζάνης, είτε τα τελευταία χρόνια στο υποκατάστημά της επί των οδών … , που εν συνεχεία κατέστη υποκατάστημα της εναγομένης και με το οποίο και συνεχίσθηκαν οι συναλλαγές τους, είχε δημιουργηθεί μία σχέση εμπιστοσύνης με τους υπαλλήλους-προστηθέντες της εναγομένης, οι οποίοι και γνώριζαν την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των δύο πρώτων εναγουσών, αλλά και την κατάσταση της υγείας τους (υπέργηρη η πρώτη ενάγουσα, ανάπηρη και τελούσα σε καθεστώς πλήρους στερητικής δικαστικής συμπαράστασης η δεύτερη) και, ως εκ τούτου, τους εμπιστεύονταν και πίστευαν ότι οι καταθέσεις τους ήταν ασφαλείς. Και ναι μεν δεν απαιτείτο από την τρίτη ενάγουσα είτε η προσκομιδή ειδικού πληρεξουσίου της πρώτης αυτών για την επιχείρηση της εν λόγω συναλλαγής (την κατάρτιση της νέας προθεσμιακής κατάθεσης), είτε η αυτοπρόσωπη εμφάνισή της (της πρώτης ενάγουσας), όπως βάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη, δεδομένου ότι η τρίτη ήταν συνδικαιούχος των ως άνω τραπεζικών προϊόντων και δη της προθεσμιακής κατάθεσης που ενδιαφέρει κυρίως εν προκειμένω, πλην όμως ο εν λόγω ισχυρισμός της ουδεμία έννομη συνέπεια επιφέρει. Εκ των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι η εναγόμενη τράπεζα διά των αρμόδιων υπαλλήλων της παρέλειψε παράνομα και υπαίτια, από αμέλειά της, να ενημερώσει, να εξηγήσει και να επισημάνει στις ενάγουσες, λαμβανομένων υπόψη του μορφωτικού επιπέδου τους (η τρίτη είναι απόφοιτος Δημοτικού, ενώ η πρώτη δεν είχε αποφοιτήσει από το Δημοτικό) και της απειρίας τους περί τις τραπεζικές συναλλαγές, την προσθήκη των παραπάνω όρων της προθεσμιακής κατάθεσης και τις συνέπειες αυτών, τις συνέπειες της ειδικής διαδοχής της Τράπεζας Κύπρου και της ΑΤΕ από την εναγομένη, το γεγονός ότι τυχόν οφειλές τους σε μία από τις ανωτέρω Τράπεζες σήμαινε και οφειλή προς την εναγομένη, ότι υπάρχει δυνατότητα συμψηφισμού των τραπεζικών τους καταθέσεων με τυχόν οφειλές τους και δη με τις οφειλές της τρίτης εξ αυτών, αλλά και τι ακριβώς είναι ο συμψηφισμός, τον οποίο ως έννοια ουδόλως αποδεικνύεται ότι γνώριζαν. Εξάλλου, η εναγομένη ουδόλως εξηγεί για ποιο λόγο επέλεξε τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή να προσθέσει τους παραπάνω όρους στην προθεσμιακή κατάθεση και μάλιστα χωρίς οποιαδήποτε ενημέρωση των εναγουσών, λαμβανομένου υπόψη ότι επρόκειτο για όρους που μπορούσαν να επιφέρουν και τελικά επέφεραν δυσμενείς συνέπειες σε αυτές και δη την απώλεια των χρημάτων τους. Παραβίασε, επομένως, υπαίτια τους αναφερόμενους στη μείζονα σκέψη της παρούσας επιτακτικούς κανόνες δικαίου και παράλληλα ενήργησε παραβιάζοντας την αρχή της καλής πίστης και των χρηστών ηθών, κάνοντας κατάχρηση της εμπιστοσύνης των εναγουσών ως αντισυμβαλλομένων της και ως καταναλωτών, ενώ, επίσης, μετά από τόσα χρόνια συνεργασίας δε δύναται να γίνει δεκτό πως οι υπάλληλοί της δε γνώριζαν ότι τα χρήματα των παραπάνω τραπεζικών προϊόντων (λογαριασμού ταμιευτηρίου και προθεσμιακής κατάθεσης) δεν ανήκαν ουσιαστικά στην τρίτη ενάγουσα. Η εναγομένη με το σχετικό σκέλος του δεύτερου λόγου της έφεσής της ισχυρίζεται ότι νομίμως άσκησε το συμβατικό δικαίωμά της προς συμψηφισμό, πλην όμως αυτό τυγχάνει απορριπτέο, καθόσον το εν λόγω δικαίωμά της προβλέφθηκε το πρώτον στην τελευταία προθεσμιακή κατάθεση, με όρους για τους οποίους ουδόλως ενημέρωσε τις ενάγουσες, ούτε, εξάλλου, επικαλείται ενημέρωσή τους, αλλά αντίθετα εκθέτει ότι ουδεμία υποχρέωση είχε σχετικά, με αποτέλεσμα η εν λόγω συμπεριφορά της να είναι αντίθετη στα συναλλακτικά ήθη και μη ανεκτή κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, υπερβαίνει δε τα όρια του άρθρου 281 ΑΚ και τις αρχές που απορρέουν από αυτό, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι στο χώρο των τραπεζικών συναλλαγών η ανάγκη προστασίας της συμβατικής ισορροπίας και διασφάλισης της δικαιοπρακτικής αυτοδιάθεσης των αντισυμβαλλόμενων των τραπεζών, και εν προκειμένω των εναγουσών, είναι ιδιαίτερα έκδηλη λόγω της οικονομικής και οργανωτικής υπεροχής ή της εξουσιαστικής θέσης των τραπεζών, οι οποίες επιβάλλουν κατά κανόνα μονομερώς στους ασθενέστερους αντισυμβαλλόμενους την κατάρτιση τυποποιημένων συμβάσεων, με προδιατυπωμένους από τις ίδιες γενικούς όρους. Εξάλλου, μόνο το γεγονός ότι η τρίτη ενάγουσα αφενός είχε συμβληθεί στο παρελθόν ως εγγυήτρια σε δάνεια που είχε λάβει, όπως προεκτέθηκε, η εταιρία “…”, ιδιοκτησίας των αδερφών του ήδη από πολλών ετών αποβιώσαντος συζύγου της, αφετέρου ότι διορίστηκε και δικαστική συμπαραστάτρια της δεύτερης ενάγουσας (και ήδη πρώτης εφεσίβλητης) ουδόλως αναιρεί την κρίση του Δικαστηρίου περί της απειρίας (και) της τρίτης ενάγουσας ως προς τις τραπεζικές συναλλαγές και της αδυναμίας της να κατανοήσει συμβατικούς όρους και έννοιες όπως αυτή του συμβιβασμού, καθόσον αφενός είναι γνωστό ότι τις περισσότερες φορές η υπογραφή εγγυητών καθιστά ευκολότερη τη λήψη του δανείου, χωρίς να εξετάζεται αν ο εκάστοτε εγγυητής αντιλαμβάνεται επακριβώς το περιεχόμενο των εγγράφων που υπογράφει, αφετέρου ότι για την επιλογή του προσώπου του δικαστικού συμπαραστάτη δε λαμβάνεται υπόψη η εμπειρία του στις συναλλαγές και η μόρφωσή του, αλλά κυρίως το ανιδιοτελές ενδιαφέρον για τον συμπαραστατούμενο και η φροντίδα του προσώπου και των υποθέσεων του τελευταίου.
Συνεπώς, γενομένων δεκτών όλων των ανωτέρω οι σχετικοί πρώτος, δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγοι της κρινόμενης έφεσης τυγχάνουν απορριπτέοι ως ουσία αβάσιμοι. Εντούτοις, όπως προεκτέθηκε, τα χρήματα που ήταν κατατεθειμένα στους προαναφερθέντες λογαριασμούς (ταμιευτηρίου και προθεσμιακής κατάθεσης) ανήκαν στις δύο πρώτες ενάγουσες, γεγονός που συνομολογεί εξάλλου και η τρίτη αυτών, καθόσον ρητώς αναφέρεται στην αγωγή, αλλά και στις προτάσεις τόσο ενώπιον του πρωτοβάθμιου όσο και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ότι αυτή τέθηκε συνδικαιούχος για την εξυπηρέτηση και μόνο των δύο πρώτων εναγουσών.
Συνεπώς, και ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι ήταν συνδικαιούχος των λογαριασμών, η τρίτη ενάγουσα ουδεμία ζημία υπέστη στην πραγματικότητα από την προαναφερόμενη ενέργεια της εναγομένης να προβεί σε συμψηφισμό των οφειλών της, και ως εκ τούτου, η αγωγή ως προς αυτήν πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη, γενομένου δεκτού του πέμπτου λόγου της έφεσης ως βάσιμου κατ’ ουσία. Τέλος, εξαιτίας της ανωτέρω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγόμενης Τράπεζας, οι δύο πρώτες ενάγουσες υπέστησαν πέραν της περιουσιακής τους ζημίας και ηθική βλάβη, καθόσον η απώλεια των χρημάτων τους προξένησε σε αυτές ψυχικό άλγος και αβεβαιότητα για το μέλλον και κυρίως στην ήδη αποβιώσασα πρώτη ενάγουσα, καθόσον στις απολεσθείσες καταθέσεις στήριζε το βιοπορισμό και την οικονομική εξασφάλιση της κόρης της – δεύτερης ενάγουσας. Για την αποκατάσταση δε της ηθικής τους βλάβης δικαιούνται χρηματικής ικανοποίησης, η δεύτερη αυτών και ως κληρονόμος της πρώτης, καθόσον η αγωγή είχε ασκηθεί πριν το θάνατό της, την οποία το Δικαστήριο καθορίζει στο, εύλογο κατά την κρίση του, ποσό των 300 ευρώ, λαμβάνοντας προς τούτο υπόψη του: α) το βαθμό του πταίσματος της εναγομένης, β) την έλλειψη οποιουδήποτε πταίσματος της πρώτης και της δεύτερης των εναγουσών και γ) την κοινωνικοοικονομική θέση και κατάσταση των μερών. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στη δεύτερη ενάγουσα ατομικά αλλά και ως κληρονόμο της πρώτης το ως άνω ποσό των 300 ευρώ ορθά το νόμο εφάρμοσε και προσηκόντως τις αποδείξεις εκτίμησε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εναγομένη με τον έκτο λόγο της κρινόμενης έφεσης περί εσφαλμένης επιδίκασης από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του ποσού των 2.300 ευρώ για την παραπάνω αιτία (ηθική βλάβη) κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα. Ειδικότερα, ναι μεν στην τελευταία (12η) σελίδα της εκκαλουμένης, στοίχοι 5-8, αναγράφεται ότι ” (…) Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την ζημία που επήλθε, τη βαρύτητα της πράξης της εναγομένης και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων, κρίνει ότι εύλογο ποσό είναι εκείνο των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ”, πλην όμως αυτό οφείλεται σε παραδρομή, καθόσον στην προηγούμενη σελίδα (11η) της εκκαλουμένης, στοίχοι 40 – 41, αναγράφεται το συνολικό ποσό των (18.774,17 + 300 =) 19.074,17 ευρώ, εκ του οποίου σαφώς προκύπτει ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επιδίκασε σε έκαστη των εναγουσών το ποσό των 18.774,17 ευρώ για περιουσιακή ζημία και το ποσό των 300 ευρώ για ηθική βλάβη, ενώ το ίδιο ως άνω συνολικό ποσό των 19.074,17 ευρώ αναγράφεται και στο διατακτικό της εκκαλουμένης (σελ. 12η). Σημειώνεται δε ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επιδίκασε πράγματι το ποσό των 2.300 ευρώ, πλην όμως ως δικαστικά έξοδα των εναγουσών (και όχι ως χρηματική ικανοποίηση έκαστης αυτών) και, συνεπώς, προκύπτει αναμφίβολα ότι από προφανή παραδρομή κατά τη σύνταξη της εκκαλουμένης παρεισέφρησε στο σκεπτικό της το εν λόγω λάθος (ήτοι το ποσό των δικαστικών εξόδων αναγράφηκε στο σκεπτικό ως ποσό επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης). Κατόπιν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της, να κρατηθεί η υπόθεση και να δικαστεί η αγωγή από το παρόν Δικαστήριο, να απορριφθεί αυτή ως προς την τρίτη ενάγουσα, να καταδικαστεί αυτή στα δικαστικά έξοδα της εναγομένης και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό, να γίνει η αγωγή δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία ως προς τη δεύτερη ενάγουσα και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει σε αυτήν το ποσό των 18.774,17 ευρώ (=56.352,22 ευρώ : 3) ως αποζημίωση για την υλική ζημία της και το ποσό των 300 ευρώ για τη χρηματική της ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, ήτοι το συνολικό ποσό των 19.074,17 ευρώ, το αυτό δε ποσό (19.074,17 ευρώ) και ως κληρονόμο της αποβιώσασας πρώτης ενάγουσας, ήτοι το συνολικό ποσό των 38.148,34 ευρώ (=19.074,17 ευρώ Χ 2) με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση. Επισημαίνεται ότι, γενομένων δεκτών των ανωτέρω, η δεύτερη ενάγουσα δικαιούται και το υπόλοιπο 1/3 των ως άνω λογαριασμών (ήτοι 18.774,17 ευρώ), πλην όμως το Δικαστήριο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 106 ΚΠολΔ, ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι, και τις αιτήσεις τις οποίες υποβάλλουν, και, συνεπώς, δεν έχει εξουσία να επιδικάσει κάτι που δε ζητήθηκε ή περισσότερα από όσα ζητήθηκαν …”. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Μονομελές Πρωτοδικείο δέχτηκε την έφεση της εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, που είχε δεχθεί την από 1-10-2015 αγωγή, κράτησε την υπόθεση και αφού δίκασε επί της ουσίας, απέρριψε την αγωγή ως προς την τρίτη ενάγουσα, δέχτηκε την αγωγή ως προς τη δεύτερη ενάγουσα και υποχρέωσε την εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα να καταβάλει σ’ αυτήν αφενός ατομικά και αφετέρου ως μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμου της αρχικώς πρώτης ενάγουσας, το ποσό των 38.148,34 ευρώ συνολικά, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της επίδοσης της αγωγής. Έτσι, που έκρινε το Μονομελές Πρωτοδικείο Κοζάνης, που δίκασε, ως Εφετείο, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 914, 922, 281, 288, 297 και 298 του ΑΚ και 8 του Ν. 2251/1994, τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως, αφού τα ως άνω ανελέγκτως γενόμενα δεκτά, ως αποδειχθέντα, πραγματικά περιστατικά, πληρούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων αυτών, καθόσον στοιχειοθετούν αδικοπραξία και δη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της αναιρεσείουσας, η οποία κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν πράγματι πρόσφορη να προκαλέσει κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων το ανωτέρω επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και προκάλεσε (κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της) στη συγκεκριμένη περίπτωση και, ως εκ τούτου, τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την προκληθείσα στις δύο πρώτες ενάγουσες ζημία και θεμελιώνει την ένδικη αξίωση αυτών προς αποζημίωση. Ειδικότερα δε, σύμφωνα με τις ανωτέρω ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ενώ είχε δημιουργηθεί σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των εναγουσών και των υπαλλήλων – προστηθέντων της αναιρεσείουσας και οι τελευταίοι γνώριζαν την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των δύο πρώτων εναγουσών, αλλά και την κατάσταση της υγείας τους, από τις οποίες η πρώτη ήταν υπέργηρη και η δεύτερη ανάπηρη, τελούσα σε καθεστώς πλήρους στερητικής δικαστικής συμπαράστασης, με δικαστική συμπαραστάτρια την τρίτη ενάγουσα, και επίσης γνώριζαν ότι τα χρήματα των παραπάνω τραπεζικών κοινών λογαριασμών (λογαριασμού ταμιευτηρίου και προθεσμιακής κατάθεσης) δεν ανήκαν στην τρίτη ενάγουσα, η οποία είχε κασταστεί συνδικαιούχος αποκλειστικά και μόνο για την εξυπηρέτηση των δύο πρώτων εναγουσών, παρ’ όλα αυτά, κατά παράβαση της αρχής της καλής πίστης και των χρηστών ηθών και κατά κατάχρηση δικαιώματος κάνοντας κατάχρηση της εμπιστοσύνης των εναγουσών ως αντισυμβαλλομένων της και ως καταναλωτών, οι ανωτέρω αρμόδιοι υπάλληλοι της αναιρεσείουσας παρέλειψαν να ενημερώσουν, εξηγήσουν και να επισημάνουν στις ενάγουσες, λαμβανομένων υπόψη του μορφωτικού επιπέδου τους και της απειρίας τους περί τις τραπεζικές συναλλαγές, την προσθήκη των παραπάνω επίμαχων όρων στη νέα από 10-10-2013 προθεσμιακή κατάθεση και τις συνέπειες αυτών, όπως και τις συνέπειες της ειδικής διαδοχής της Τράπεζας Κύπρου και της ΑΤΕ από την αναιρεσίβλητη, και ιδιαίτερα το γεγονός ότι τυχόν οφειλές τους σε μία από τις ανωτέρω Τράπεζες, δηλαδή ακόμη και της τρίτης ενάγουσας, δικαστικής συμπαραστάτριας της δεύτερης, σήμαινε και οφειλή προς την αναιρεσείουσα, και άρα υπήρχε δυνατότητα συμψηφισμού των τραπεζικών καταθέσεων τους με τυχόν οφειλές της τρίτης εξ αυτών, με αποτέλεσμα να προβεί, στη συνέχεια, η αναιρεσείουσα σε συμψηφισμό των οφειλών που είχε η τρίτη ενάγουσα (ως εγγυήτρια άλλης σύμβασης) προς την πρώην Τράπεζα Κύπρου με τα ποσά των ένδικων λογαριασμών των δύο πρώτων εναγουσών, συνολικού ποσού 56.322,52 ευρώ, που προοριζόταν για τις μελλοντικές ανάγκες κυρίως της δεύτερης ενάγουσας – ανάπηρης κόρης της πρώτης, και να υποστούν έτσι αυτές ισόποση ζημία, η οποία δεν θα είχε επέλθει, αν οι ανωτέρω υπάλληλοι δεν είχαν ενεργήσει κατά τον προαναφερόμενο παράνομο τρόπο, αφού οι ενάγουσες δεν θα είχαν προβεί στην ανανέωση της προθεσμιακής κατάθεσης, με τους συγκεκριμένους όρους. Περαιτέρω, το Εφετείο, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του, δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση και δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου τις ανωτέρω έφαρμοσθείσες διατάξεις, καθόσον διέλαβε στην απόφασή του, αναφορικά με τα ουσιώδη ζητήματα, της πρόκλησης ζημίας στις δύο πρώτες ενάγουσες, του προσδιορισμού του ύψους της και της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της υπαίτιας και παράνομης συμπεριφοράς των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης (αναιρεσείουσας) και της προκληθείσας από αυτούς ζημίας των δύο πρώτων εναγουσών, αντισυμβαλλομένων της τελευταίας, σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των παραπάνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της όλα τα αναγκαία περιστατικά που στηρίζουν με επάρκεια το σαφές ως άνω αποδεικτικό της πόρισμα και δη προσδιορίζει με σαφήνεια και πληρότητα: α) τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η συγκεκριμένη (και αναλυτικώς πιο πάνω αναφερόμενη) αμελής συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης (αναιρεσείουσας), κατά παράβαση των προβλεπόμενων στις διατάξεις των άρθρων 281 και 288 του ΑΚ και 8 του Ν.2251/1994, η οποία συνιστά, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη σχετική νομική σκέψη, παρανομία και, συγκεκριμένα, κατά την κατάρτιση της από 10-10-2013 και με αριθμό … προθεσμιακής κατάθεσης, ποσού 53.000 ευρώ, εξάμηνης διάρκειας, μεταξύ της αναιρεσείουσας και της Χ. Α., ενεργούσας κατ’ εντολή και για λογαριασμό των δύο πρώτων εναγουσών-δικαιούχων της προθεσμιακής κατάθεσης, όσον αφορά τη δεύτερη και υπό την πρόσθετη ιδιότητά της ως συμπαραστάτρια αυτής (δυνάμει της υπ’αριθμ. 9/2009 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης), η οποία είχε το χαρακτήρα παροχής τραπεζικών υπηρεσιών, δεν παρείχαν σαφή, πλήρη και κατάλληλη ενημέρωση, προφορικώς ή εγγράφως, περί της ύπαρξης ουσιώδους διαφοράς μεταξύ της ως άνω προθεσμιακής κατάθεσης και των προηγουμένων, ομοίων, καταθέσεων, συνισταμένης (της διαφοράς) στην προσθήκη όρων, σύμφωνα με τους οποίους, “Η τράπεζα έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί την κατάθεση αυτή για την κάλυψη κάθε ληξιπρόθεσμης οφειλής του οφειλέτη” (όρος 2) και “Η παραλαβή ή κατοχή της παρούσας από τον καταθέτη, συνεπάγεται την ανεπιφύλακτη εκ μέρους του αποδοχή όλων των όρων της παρούσας και γενικά των όρων από τους οποίους διέπονται οι καταθέσεις επί προθεσμία σύμφωνα με τις ισχύουσες εκάστοτε διατάξεις” (όρος 6), αλλά, αντιθέτως, οι προστηθέντες υπάλληλοι της αναιρεσείουσας παρέλειψαν παράνομα και υπαίτια (από αμέλεια), να ενημερώσουν και να επιστήσουν την προσοχή των αντισυμβαλλομένων της τελευταίας, λαμβανομένου υπόψη του μορφωτικού επιπέδου της πρώτης εξ αυτών, αλλά και της ενεργούσης για λογαριασμό αμφοτέρων των δικαιούχων, Χ. Α., αλλά και της απειρίας τους περί των τραπεζικών συναλλαγών, σχετικά με την προσθήκη των άνω όρων, το περιεχόμενό τους και τις συνέπειές τους και, ιδίως, τον κίνδυνο απώλειας των χρημάτων τους, που ήθελαν να εξασφαλίσουν, δεδομένης της οικονομικής και κοινωνικής τους κατάστασης, καθώς και της υγείας τους (υπέργηρη η πρώτη ενάγουσα, ανάπηρη και τελούσα σε καθεστώς πλήρους στερητικής δικαστικής συμπαράστασης η δεύτερη), καθώς και περί της ειδικής διαδοχής της Τράπεζας Κύπρου και της ΑΤΕ από την αναιρεσείουσα, στις 27-7-2012 και στις 26-3-2013, αντιστοίχως, τις συνέπειες της διαδοχής αυτής και δη ότι τυχόν οφειλές τους προς αυτές (Τράπεζες), συνεπαγόταν οφειλές και προς την ίδια (αναιρεσείουσα) και, ιδίως, ότι βάσει του όρου 2 της προθεσμιακής κατάθεσης υπήρχε δυνατότητα συμψηφισμού του χρηματικού ποσού αυτής με τυχόν οφειλές των συνδικαιούχων, μεταξύ των οποίων και η Χ. Α., η οποία ήδη από 30-9-2004, κατόπιν εντολής της πρώτης των εναγουσών, είχε καταστεί συνδικαιούχος του υπ’ αριθμ. … τραπεζικού λογαριασμού ταμιευτηρίου και της υπ’ αριθμ. … προθεσμιακής κατάθεσης, εξάμηνης διάρκειας, της πρώην ΑΤΕ, συνεχώς ανανεούμενης, της τελευταίας (ανανέωσης) λαβούσης χώρα στις 10-10-2013, προς εξυπηρέτηση και μόνον των συναλλακτικών αναγκών των δικαιούχων των λογαριασμών, για τους προαναφερόμενους λόγους, β) ότι η αμελής συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της αναιρεσείουσας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν πράγματι πρόσφορη να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και (κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης) επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση, ενώ δεν θα επερχόταν, αν οι ανωτέρω υπάλληλοι δεν είχαν ενεργήσει κατά τον προαναφερόμενο παράνομο τρόπο, διότι οι αντισυμβαλλόμενες της αναιρεσείουσας δεν θα είχαν προβεί στην ανανέωση της προθεσμιακής κατάθεσης, με τους συγκεκριμένους όρους, γ) ότι η ζημία των δύο πρώτων εναγουσών και ήδη της αναιρεσίβλητης (ατομικά και ως μοναδικής εξ αδιαθέτου κληρονόμου της αποβιώσασας συνδικαιούχου μητέρας της), συνίσταται στην αδυναμία ανάληψης των κατατεθειμένων στους λογαριασμούς (υπ’ αριθμ. … ταμιευτηρίου και υπ’ αριθμ. … προθεσμιακής κατάθεσης), χρηματικών ποσών, διότι, η αναιρεσείουσα, ως ειδική διάδοχος των άνω πιστωτικών ιδρυμάτων, προέβη, σε συμψηφισμό, ανταπαίτησής της, κατά της συνδικαιούχου Χ. Α., με βάση τους αναφερόμενους στην προσβαλλόμενη απόφαση τίτλους (υπ’ αριθμ. 148/2011 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης και υπ’ αριθμ. 8050/2012 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδοθέντων σε βάρος της, κατόπιν αίτησης της Τράπεζας Κύπρου), με το κατάλοιπο αυτών (ποσού 3.322,52 και 53.000 ευρώ αντιστοίχως), συνολικού ύψους 56.322,52 ευρώ, υπό την επίκληση του επίμαχου όρου 2 της προθεσμιακής κατάθεσης, με συνέπεια την απόσβεση της υποχρέωσής της (αναιρεσείουσας) προς απόδοση των άνω καταλοίπων [ανεξαρτήτως του ποσού της επιδικασθείσης, ως αποζημίωση, θετικής ζημίας, ποσού 37.548,34 ευρώ (πλέον του επιδικασθέντος ποσού των 600 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης) για τους διαλαμβανόμενους στην προσβαλλομένη απόφαση λόγους]. Δεν ήταν δε αναγκαία, για την πληρότητα της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (αναφορικά με τα ως άνω ουσιώδη ζητήματα), η παράθεση και άλλων αιτιολογιών. Οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, σε σχέση με τις κρίσεις της προσβαλλόμενης απόφασης: α) περί εσφαλμένης παραδοχής ότι με την από 18-02-2014 εξώδικη δήλωσή της προς την τρίτη ενάγουσα προέβη, ως ειδική διάδοχος της πρώην τράπεζας Κύπρου, σε ενημέρωσή της, περί συμψηφισμού οφειλών της, ως εγγυήτριας, προς την τελευταία, απορρέουσες από τις υπ’ αριθμ. 148/2011 και 8050/2012 διαταγές πληρωμής των Μονομελών Πρωτοδικείων Κοζάνης και Αθηνών αντίστοιχα, ενώ επρόκειτο περί άσκησης του δικαιώματός της σε συμψηφισμό, δια μονομερούς απευθυντέας δηλώσεως κατά το άρθρο 441 ΑΚ, β) περί εσφαλμένης παραδοχής ότι λόγω της δημιουργίας σχέσεως εμπιστοσύνης με τους υπαλλήλους-προστηθέντες της αναιρεσείουσας, οι οποίοι γνώριζαν την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των δύο πρώτων εναγουσών, αλλά και την κατάσταση της υγείας τους, είχαν αυτές την πεποίθηση ότι οι καταθέσεις τους ήταν ασφαλείς και γ) περί αναιτιολόγητης παραδοχής όσον αφορά την απειρία περί τις τραπεζικές συναλλαγές, αφού “είχαν ανοίξει κοινό τραπεζικό λογαριασμό ταμιευτηρίου αλλά και κοινή προθεσμιακή κατάθεση περιοδικώς ανανεούμενη” τραπεζικά προϊόντα, που σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας προϋποθέτουν τόσο γνώση της διαδοχής των τραπεζών και τη συνέπεια αυτής, όσο βεβαίως και την έννοια του συμψηφισμού”, είναι απαράδεκτες, καθόσον ανάγονται στην εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας, που δεν ελέγχεται από το Άρειο Πάγο (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ). Ακόμη, η επικαλούμενη στο σημείο αυτό από την αναιρεσείουσα παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας ως προς το ζήτημα της παράλειψης ενημέρωσης εκ μέρους της ότι κατέστη διάδοχος της Τράπεζας Κύπρου δεν αφορά στην εφαρμογή των κανόνων του δικαίου ή στην υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε αυτούς, αλλά αναφέρεται στην εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας, η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ).
Συνεπώς, είναι απορριπτέοι, ως αβάσιμοι, οι πρώτος και τρίτος αναιρετικοί λόγοι, από τους αριθμούς 1 και 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, με τους οποίους η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση, ευθεία και εκ πλαγίου, παραβίαση των, αναφερομένων ως άνω ουσιαστικών διατάξεων.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αριθμ. 5 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπ’ όψη πράγματα, που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα, που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία είναι ταυτόσημη προς εκείνη του αριθμού 8 του άρθρου 559 του ίδιου Κώδικα, ως “πράγματα” θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης (ΟλΑΠ 25/2003, ΟλΑΠ 3/1997, ΟλΑΠ 11/1996). Δεν αποτελούν “πράγματα” η άρνηση αιτιολογημένη ή όχι αγωγής, ανταγωγής ή ένστασης ή τα επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων και που δεν έχουν “αυτοτέλεια” (ΟλΑΠ 469/1984, ΑΠ 1299/2009, ΑΠ 6252008, ΑΠ 701/2008), έστω και αν προτείνονται ως λόγοι έφεσης. Τούτο διότι το “πραγματικό επιχείρημα”, δεν έχει αυτοτελή ύπαρξη, αλλά τείνει απλώς σε επίρρωση ή απόκρουση απόδειξης του πραγματικού ισχυρισμού, αναφερόμενο στο οντολογικό μέρος του. Ούτε αποτελούν πράγματα οι νομικοί ισχυρισμοί, που αφορούν στην ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων δικαίου, ούτε και η επιχειρηματολογία του διαδίκου (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 107/2020, ΑΠ 805/2020, ΑΠ 74/2019, ΑΠ 701/2008). Δεν στοιχειοθετείται δε ο λόγος αυτός αναίρεσης και αν ο αυτοτελής πραγματικός ισχυρισμός λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας και απορρίφθηκε ρητά για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 69/2016, ΑΠ 725/2012), αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετώπισε και απέρριψε στην ουσία προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν και τούτο συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης (ΟλΑΠ 11/1996, ΑΠ 15/2020, ΑΠ 1228/2019, ΑΠ 1386/2015). Mε το δεύτερο λόγο της αίτησης, η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από τον αριθμό 5 του άρθρου 560, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη και άφησε αναπάντητο τον προβληθέντα δια των από 22-9-2018 προτάσεών της ισχυρισμό της και ειδικότερα ότι ο επίδικος συμψηφισμός δεν έλαβε χώρα σύμφωνα με τους περιεχόμενους στην από 10-10-2013 προθεσμιακή κατάθεση όρους με αριθμούς 2 και 6, αλλά σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 440 έως 452 ΑΚ. Ωστόσο, ο ως άνω ισχυρισμός συνιστά αρνητικό ισχυρισμό της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της αναιρεσείουσας και όχι “πράγμα” υπό την έννοια του αριθμού 5 του άρθρου 560 ΚΠολΔ. Επομένως, ο δεύτερος λόγος από τον αριθμό 5 του άρθρου 560 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος. Σε κάθε περίπτωση ο λόγος είναι αβάσιμος, καθώς ο ισχυρισμός αυτός λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας και απορρίφθηκε ρητά, κατά τα προαναφερθέντα, με εκτενή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 579 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε, αν δε αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε, ο Άρειος Πάγος, αν υποβληθεί αίτηση με το αναιρετήριο ή με τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου ως την παραμονή της συζήτησης, διατάζει με την αναιρετική απόφαση την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση. Από τις αμέσως πιο πάνω διατάξεις προκύπτει, ότι το αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση υποβάλλεται και με τις προτάσεις του αναιρεσείοντος που έχουν κατατεθεί έως την παραμονή της συζήτησης, όπως επιβάλλεται και στην περίπτωση της αυτοτελούς αίτησης, για την ταυτότητα του νομικού λόγου (ΟλΑΠ 13/2004, ΑΠ 1486/2014).Το αίτημα της αναιρεσείουσας για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν την εκτέλεση της προσβαλλομένης απόφασης, παραδεκτά υποβλήθηκε με τις έγγραφες προτάσεις της, όπως προκύπτει από τη βεβαίωση της αρμόδιας γραμματέως σ’ αυτές, που κατατέθηκαν στις 21-9-2021, ζητώντας να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση πριν από την εκτέλεση της προσβαλλομένης απόφασης και η επιστροφή του ποσού των 55.126,21 ευρώ, που κατεβλήθη σε εκούσια συμμόρφωση στην από 20-12-2019 επιταγή προς πληρωμή της αναιρεσίβλητης, πλην όμως είναι απορριπτέο ως αλυσιτελές, λόγω της απόρριψης της αίτησης. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που κατέθεσε η αναιρεσείουσα στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί αυτή, ως ηττώμενη στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), που κατέθεσε προτάσεις και υπέβαλε σχετικό αίτημα, κατά τα στο διατακτικό οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23-12-2019 αίτηση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.”, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 283/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης, που δίκασε, ως Εφετείο.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος, για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης παραβόλου.
Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 26 Οκτωβρίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 5 Σεπτεμβρίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 1414 / 2022 Αποζημίωση από τράπεζα λόγω ελλιπούς ενημέρωσης σε επενδυτικά προϊόντα
Πηγή :