Αριθμός 470/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μυρσίνη Παπαχίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Βλάχου, Γεωργία Κατσιμαγκλή, Ασπασία Μεσσηνιάτη – Γρυπάρη και Σταύρο Μάλαινο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 16 Σεπτεμβρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειουσών: 1) Μ. – Ε. θυγ. Γ. και Κ. Π., ως μόνης εκ διαθήκης κληρονόμου του αποβιώσαντος στις 29-1-2021 Γ. Π. του Κ. και 2) Κ. χας Γ. Π., το γένος Δ. Τ., κατοίκων Π. Ψυχικού Αττικής, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Κουτσαντώνη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Μ. Π. του Ε., κατοίκου Αθηνών, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Κωστόπουλο, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι ανακαλεί την από 15-9-2022 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παρίσταται και 2) Γ. συζ. Γ. Π., ως διαχειρίστριας και νομίμου εκπροσώπου της συνιδιοκτησίας της επί της οδού … αρ. 8 (Π. Ψυχικό) πολυκατοικίας, αντικατασταθείσης, δυνάμει της από 30-6-2020 αποφάσεως της Γ.Σ. της αυτής πολυκατοικίας από τους Ι. Γ. του Ε., Η. Π. του Λ., Ά. Α. του Ι. και G. U. του F., μελών της επιτροπής διαχείρισης της πολυκατοικίας και ήδη G. U. του F., κατοίκου Π. Ψυχικού Αττικής, ως διαχειριστή της ευρισκόμενης στο Π. Ψυχικό Αττικής και επί της οδού … αρ. 8 πολυκατοικίας, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ευγενία Κουτσούλη, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι σύμφωνα με το από 20 Ιανουαρίου 2021 Πρακτικό της Γενικής Συνέλευσης των συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας επί της οδού … αρ. 8 στο Ψυχικό, εξελέγη διαχειριστής της πολυκατοικίας εκπροσωπώντας νόμιμα και τους λοιπούς συνιδιοκτήτες ο G. U. του F., κατέθεσε δε στο Γραμματέα και επικυρωμένο αντίγραφο του εν λόγω Πρακτικού.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5-7-2006 αγωγή της ήδη 1ης των αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκε με την από 20-12-2006 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή της ήδη 2ης των αναιρεσειουσών και του ήδη αποβιώσαντος Γ. Π. του Κ.. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2171/2009 μη οριστική και 544/2019 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 496/2021 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 28-4-2021 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Σταύρο Μάλαινο, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 68, 556 και 557 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, προϋπόθεση του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως αποτελεί η ενεργητική νομιμοποίηση του αναιρεσείοντος και το έννομο συμφέρον αυτού για αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Τη συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών, που ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, πρέπει να επικαλείται ο αναιρεσείων στην αίτησή του για αναίρεση. Ενεργητική νομιμοποίηση είναι η εξουσία διεξαγωγής ορισμένης δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση, που καθορίζεται, κατά κανόνα, ως προς το αντικείμενό της και τους φορείς της από το ουσιαστικό δίκαιο, έννομο δε συμφέρον υπάρχει όταν η πληττόμενη απόφαση βλάπτει ή εκθέτει σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένα ιδιωτικά δικαιώματα ή νόμιμα συμφέροντα του αναιρεσείοντος, όταν, δηλαδή, αναπτύσσει δυσμενείς συνέπειες για την νομική του κατάσταση (ουσιαστική ή δικονομική). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 1710 παρ. 1 του Α.Κ., το οποίο, ως προσδιοριστικό της έννοιας της κληρονομίας και του κληρονόμου, αναγκαίως συνδυάζεται με κάθε άλλη περί αυτών διάταξη και το οποίο ορίζει ότι κατά το θάνατο του προσώπου η περιουσία του ως σύνολο (κληρονομία) περιέρχεται από το νόμο ή από διαθήκη σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμοι), σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1813, 1820, 1846, 1847 του ιδίου κώδικα, προκύπτει ότι η κληρονομία, ως σύνολο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του κληρονομουμένου, μεταβιβάζεται από την επαγωγή στους κληρονόμους του αποβιώσαντος, είτε εκ διαθήκης είτε εξ αδιαθέτου, κατά το αναλογούν, στην περίπτωση της εξ αδιαθέτου διαδοχής, ποσοστό, επιφυλασσομένου σ’ αυτούς του δικαιώματος της αποποιήσεως της επαχθείσας κληρονομίας, οι οποίοι καθίστανται άμεσοι και καθολικοί διάδοχοι του κληρονομουμένου. Από αυτά παρέπεται ότι, για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως των κληρονόμων του αποβιώσαντος διαδίκου, αρκεί αυτοί να επικαλούνται το θάνατο του διαδίκου και τη συνδέουσα αυτούς και τον αποβιώσαντα συγγενική σχέση, δυνάμει της οποίας αυτοί καθίστανται, κατά το νόμο, κληρονόμοι του αποβιώσαντος. Στον αντίδικο τους δε αναιρεσίβλητο εναπόκειται, να αμφισβητήσει την ιδιότητα τούτων ως κληρονόμων, οπότε αυτή εξετάζεται παρεμπιπτόντως από το Δικαστήριο (Α.Π. 280/2019, Α.Π. 401/2018, Α.Π. 311/2009).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη, από 28 Απριλίου 2021, αίτησή τους οι αναιρεσείουσες, η πρώτη εξ αυτών ως μοναδική εκ διαθήκης κληρονόμος του αποβιώσαντος, στις 29-1-2021, μετά την έκδοση στις 27-1-2021 της αποφάσεως του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, πρώτου εναγομένου – εκκαλούντος – εφεσιβλήτου Γ. Π., ζητούν την αναίρεση της υπ’ αριθμ. 496/2021 τελεσιδίκου αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρ. 647 επ. του Κ.Πολ.Δ., όπως ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4.335/2015). Από τα προσκομιζόμενα από την πρώτη αναιρεσείουσα έγγραφα αποδεικνύεται ο θάνατος του πρώτου εναγομένου Γ. Π. μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως και η άνω συγγενική σχέση της πρώτης αναιρεσείουσας με αυτόν (θυγατέρα του) (βλ. την από 12-3-2017 ιδιόγραφη διαθήκη, το υπ’ αριθμ.256/10-5-2021 πρακτικό δημοσίευσης του Ειρηνοδικείου Χαλανδρίου και την υπ’ αριθμ. 48/2022 διάταξη κληρονομητηρίου του Ειρηνοδικείου Χαλανδρίου, το υπ’ αριθμ. 274/10-2-2022 πιστοποιητικό της γραμματείας του Ειρηνοδικείου Χαλανδρίου, περί μη αποποιήσεως της επαχθείσης κληρονομίας με την προαναφερόμενη διαθήκη), δυνάμει των οποίων αυτή καθίσταται κληρονόμος εκ διαθήκης του ως άνω αποβιώσαντος. Η αίτηση ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 και 566 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ.).
Από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, που επισκοπούνται επιτρεπτώς (άρθρο 561 αρ.2 Κ.Πολ.Δ.), αναφορικώς με τη δικαστική πορεία της υποθέσεως, προκύπτουν τα εξής: Η ενάγουσα και ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη, ιδιοκτήτρια της υπό στοιχεία Α-6 οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαμερίσματος) του δευτέρου ορόφου, του Α’τμήματος πολυώροφης οικοδομής, που βρίσκεται στο Παλαιό Ψυχικό – Αττικής (επί της οδού … 8),με την από 5-7-2009 (αρ.κατ. 122551/4276/6-7-2006) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, απευθυνόμενη εναντίον των εναγομένων α) Γ. Π. (ήδη αποβιώσαντος, καθολική διάδοχος του οποίου τυγχάνει η πρώτη αναιρεσείουσα, όπως προαναφέρθηκε) β) Κ. συζ. Γ. Π. (ήδη δεύτερης αναιρεσείουσας), συνιδιοκτητών της υπό στοιχεία Β-3 οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαμερίσματος) του δευτέρου ορόφου, του Β’τμήματος της ιδίας ως άνω πολυώροφης οικοδομής, γ) Ιωάννη Β. και δ) Μ. Π., συνδιαχειριστών και νομίμων εκπροσώπων της συνιδιοκτησίας της ιδίας ως άνω οικοδομής, ζήτησε να υποχρεωθούν: Α) οι δύο πρώτοι εναγόμενοι: 1) να προβούν σε στεγάνωση και αποκατάσταση των τμημάτων του δώματος, τα οποία ανήκουν κατ’ αποκλειστική χρήση στη με στοιχεία Β-3 οριζόντια ιδιοκτησία τους, εντός προθεσμίας ενός μηνός από την επίδοση της εκδοθησομένης αποφάσεως και, σε περίπτωση παρελεύσεως άπρακτης της ταχθείσης προθεσμίας, να επιτραπεί στην ίδια να προβεί στις αναγκαίες εργασίες, καθώς και να διαταχθεί η προκαταβολή των αντιστοίχων δαπανών, κατ’ ισομοιρία, ανερχομένων στο ποσό των 71.429,98 ευρώ, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στην αγωγή και 2) να της καταβάλουν, ως αποζημίωση, προς αποκατάσταση της προκληθείσης ζημίας στο διαμέρισμά της, εξαιτίας της ελλιπούς συντηρήσεως του τμήματος του δώματος, που βρίσκεται στην αποκλειστική χρήση της ιδιοκτησίας τους, το ποσό των 32.663,81 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και Β) οι τρίτος και τέταρτος εναγόμενοι: 1) να προβούν σε στεγάνωση και αποκατάσταση των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων τμημάτων του δώματος εντός προθεσμίας ενός μηνός από την επίδοση της εκδοθησομένης αποφάσεως και 2) να της καταβάλουν, ως αποζημίωση, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, προς αποκατάσταση της ζημίας, που προκλήθηκε στο διαμέρισμά της, εξαιτίας της ελλιπούς συντηρήσεως του κοινοχρήστου τμήματος του δώματος, το ποσό των 23.916,50 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Οι άνω πρώτος και δεύτερη των εναγομένων της αγωγής με την από 20-12 2006 (αρ. κατ. 3457/128/9-1-2007) ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε παρέμβαση και παρεμπίπτουσα αγωγή τους, κατά του τρίτου και της τέταρτης των εναγομένων της άνω αγωγής, ζήτησαν, μετά από νόμιμο περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι οι παρεμπιπτόντως εναγόμενοι υποχρεούνται: α) να προβούν στις ενέργειες, που αυτοί τυχόν υποχρεωθούν και β) να καταβάλουν όποιο ποσό αυτοί υποχρεωθούν να καταβάλουν στην ενάγουσα. Επί των αγωγών αυτών, κυρίας και παρεμπίπτουσας, οι οποίες συνεκδικάσθηκαν, εκδόθηκαν αρχικώς η υπ’ αριθμ. 2179/2009 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, ακολούθως δε, η υπ’ αριθμ. 544/2019 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία δέχθηκε εν μέρει την κυρία αγωγή και υποχρέωσε 1) τους αρχικούς εναγομένους (πρώτο και δεύτερη): α) να αποκαταστήσουν τη στεγανότητα του δώματος αποκλειστικής χρήσεως αυτών, εντός προθεσμίας 3 μηνών από την τελεσιδικία της αποφάσεως, σε περίπτωση δε που παρέλθει άπρακτη η προθεσμία, να προκαταβάλουν στην ενάγουσα – πρώτη αναιρεσίβλητη το ποσό των 4.741,96 ευρώ ο καθένας, προκειμένου να προβεί η ίδια στην αποκατάσταση των ζημιών και β) να καταβάλουν στην ενάγουσα, ως αποζημίωση, το ποσό των 1.446,33 ευρώ ο καθένας, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και 2) τη Γ. συζ. Γ. Π., διαχειρίστρια της προαναφερόμενης πολυκατοικίας (η οποία συνέχισε τη δίκη των προηγουμένων συνδιαχειριστών, Α. Κ. και Ε. Χ., που είχαν αντικαταστήσει τους προηγούμενους συνδιαχειριστές αρχικώς εναγομένους Ι. Β.. και Μ. Π.): α) να αποκαταστήσει το κοινόχρηστο τμήμα του δώματος, εντός προθεσμίας 3 μηνών από την τελεσιδικία της της αποφάσεως, σε περίπτωση δε που παρέλθει άπρακτη η προθεσμία, να προκαταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 4.157,21 ευρώ, προκειμένου να προβεί ίδια στην αποκατάσταση των ζημιών και β) να καταβάλει στην ενάγουσα, ως αποζημίωση, το ποσό των 1.268,22 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ενώ απέρριψε την παρεμπίπτουσα αγωγή. Κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως ασκήθηκαν ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών: α) η από 10-9-2019 (αρ. κατ. 79831/6222/19-09-2019) έφεση της κυρίως ενάγουσας Μ. θυγ. Ε. Π., με την οποία ζήτησε να γίνει δεκτή η αγωγή της στο σύνολό της, β) η από 19-9-2019 (αρ. κατ. 80172/6242/20-09-2019) έφεση της εναγομένης Γ. συζ. Γ. Π., με την οποία ζήτησε να απορριφθεί η εναντίον της κύρια αγωγή και γ) η από 9-7-2019 (αρ. κατ. 61526/4742/2019) έφεση των εναγομένων Γ. Π. και Κ. συζ. Γ. Π., με την οποία ζήτησαν να απορριφθεί η εναντίον τους κύρια αγωγή. Επί των εφέσεων αυτών, οι οποίες συνεκδικάσθηκαν, εκδόθηκε η προσβαλλομένη, υπ’ αριθμ. 496/2021, τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκαν οι υπό στοιχεία α’και γ’ εφέσεις κατ’ ουσίαν, έγινε δεκτή η υπό στοιχείο γ’ έφεση (της τότε διαχειρίστριας της πολυκατοικίας, στη θέση της οποίας εν τω μεταξύ είχαν υπεισέλθει οι Ι. Γ. του Ε., Η. Π. του Λ., Ά. Α. του Ι. και G. U. του F., ως μέλη της επιτροπής διαχειρίσεως της ως άνω πολυκατοικίας), εξαφανίσθηκε η πρωτόδικη απόφαση, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό της κεφάλαιο, δικάστηκε η από 5-7-2006 κύρια αγωγή, έγινε εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και υποχρεώθηκαν οι αρχικώς εναγόμενοι Γ. Π. και Κ. συζ, Γ. Π., να αποκαταστήσουν τη στεγανότητα του δώματος αποκλειστικής χρήσεως αυτών, εντός προθεσμίας τριών μηνών από την έκδοση της αποφάσεως και, σε περίπτωση παρελεύσεως άπρακτης της προθεσμίας αυτής, να προκαταβάλλουν στην ενάγουσα: 1) το ποσό των 4.741,96 ευρώ ο καθένας για την άνω αιτία και 2) το ποσό των 2.892,65 ευρώ (7.053,53 X 41,01%) ο καθένας, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση των ζημιών του διαμερίσματός, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
Από τις διατάξεις των άρθρων 914, 297, 298, 330 του Α.Κ. συνάγεται ότι η ευθύνη προς αποζημίωση από αδικοπραξία προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος προστατεύει δικαίωμα ή συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας από διάταξη νόμου ή από προηγούμενη συμπεριφορά του δράστη ή από υπάρχουσα έννομη σχέση μεταξύ αυτών. Η υπαιτιότητα εμφανίζεται με τη μορφή είτε δόλου (άμεσου ή ενδεχόμενου), ο οποίος υπάρχει όταν ο δράστης θέλει ή αποδέχεται την παραγωγή του επιζήμιου αποτελέσματος, είτε αμέλειας (ενσυνείδητης ή ασυνείδητης), η οποία υπάρχει όταν ο δράστης προξενεί το επιζήμιο αποτέλεσμα από έλλειψη προσοχής, την οποία όφειλε να καταβάλει ο μετρίως συνετός κοινωνικός άνθρωπος στη θέση του, ευρισκόμενος υπό τις αυτές βιοτικές και λοιπές περιστάσεις. Ζημία είναι η προς το χειρότερο προξενούμενη μεταβολή (βλάβη) των έννομων αγαθών του προσώπου, που αφήνει ένα έλλειμμα (μία διαφορά) μεταξύ της νέας καταστάσεως που έχει παραχθεί και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς το επιζήμιο γεγονός. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή παράλειψη είναι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, ικανή και μπορεί αντικειμενικά να επιφέρει, με την κανονική και συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα (Α.Π. 135/2018). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ και των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 4 παρ. 1, 5 και 13 του ν. 3741/1929, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 54 του εισαγωγικού του Νόμου, συνάγεται σαφώς ότι επί οριζόντιας ιδιοκτησίας ιδρύεται κυρίως μεν χωριστή (διαιρεμένη) κυριότητα σε όροφο οικοδομής ή διαμέρισμα ορόφου, παρεπομένως δε και αναγκαστική συγκυριότητα που αποκτάται αυτοδικαίως κατ’ ανάλογη μερίδα στα μέρη του όλου ακινήτου, που χρησιμεύουν σε κοινή από όλους τους οροφοκτήτες χρήση .Ο προσδιορισμός των κοινόκτητων και κοινόχρηστων αυτών μερών γίνεται, είτε με τη συστατική της οροφοκτησίας σύμβαση ,είτε με ιδιαίτερες συμφωνίες μεταξύ όλων των οροφοκτητών κατά τα άρθρα 4 § 1, 5 και 13 του ν.3741/1929 (ΑΠ 1633/2003). Εκτός από τις κατασκευές και εγκαταστάσεις που ενδεικτικά στο νόμο 3741/1929 (άρθρο 2 παρ. 1) και στον ΑΚ (άρθρο 1117) αναφέρονται ως κοινά μέρη της οικοδομής, είναι δυνατόν και άλλες, σύμφωνα με το κριτήριο της χρήσης, να αποτελέσουν αντικείμενα της αναγκαστικής συγκυριότητας (αφού θα χρησιμεύουν στην κοινή χρήση των ιδιοκτητών). Έτσι, αποτελούν κοινόκτητο και κοινόχρηστο πράγμα οικοδομής και οι εγκαταστάσεις παροχής και αποχέτευσης νερού, αφού όπως είναι πρόδηλο, παρέχουν χρησιμότητα σε όλους τους δικαιούχους της οριζόντιας ιδιοκτησίας (ΑΠ 406/1996). Αναφορικά, με τις υποχρεώσεις των ιδιοκτητών από την αποκλειστική ιδιοκτησία, από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 3741/1929, συνάγεται ότι ο κύριος χωριστής ιδιοκτησίας έχει υποχρέωση να τη διατηρεί σε τέτοια κατάσταση, ώστε να μην μπορεί να προκύψει από αυτή βλάβη στη χρήση των λοιπών διαιρετών ιδιοκτησιών. Η παράλειψη της υποχρέωσης αυτής γεννάει ενοχική αξίωση των λοιπών ή του βλαπτόμενου τρίτου να ζητήσουν αποζημίωση. Αν η πιο πάνω παράλειψη του συνιδιοκτήτη είναι και υπαίτια, δικαιούται ο βλαπτόμενος να στραφεί κατά του ζημιώσαντος με βάση τις διατάξεις για την αδικοπραξία και να ζητήσει πλήρη ικανοποίηση. Εξάλλου, σε σχέση με τις υποχρεώσεις από την αναγκαστική συνιδιοκτησία πάνω στα κοινά πράγματα, κατά το άρθρο 5 εδάφ. β’ και γ’ του πιο πάνω νόμου 3741/1929, καθένας από τους συνιδιοκτήτες συμμετέχει υποχρεωτικά στη συντήρηση και επισκευή των κοινών μερών της οικοδομής και ευθύνεται ατομικά ή και παράλληλα με τους λοιπούς συνιδιοκτήτες για την επισκευή τους, κατά το ποσοστό συνιδιοκτησίας του. Για κάθε δε υπαίτια ζημιογόνο παράλειψη των άνω συνιδιοκτητών ή του διαχειριστή εντολοδόχου τους σε σχέση με τις ανατεθείσες κατ` άρθρα 4 και 13 του ως άνω νόμου από τον Κανονισμό υποχρεώσεις του, για συντήρηση και επισκευή των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων μερών της οικοδομής, ο βλαπτόμενος ιδιοκτήτης ή τρίτος έχει αξίωση αποζημιώσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 914, 922, 926, 932,714, 297, 298 ΑΚ (ΑΠ 914/2005). Στην περίπτωση υποχρεώσεων από την αναγκαστική συνιδιοκτησία για συντήρηση και επισκευή των κοινών μερών, η κύρια υποχρέωση όλων των συγκυρίων συνίσταται σε επιχείρηση πράξης, η οποία ως εκ της φύσης της είναι αδιαίρετη παροχή. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 494 παρ. 1, 481 και 482 του ΑΚ, αν περισσότεροι οφείλουν αδιαίρετη παροχή, καθένας από αυτούς έχει την υποχρέωση να την εκπληρώσει ολόκληρη, ο δε δανειστής έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή, κατά την προτίμησή του, από οποιονδήποτε οφειλέτη.
Συνεπώς ο ιδιοκτήτης διαμερίσματος, βλαπτόμενος από τη χρήση κοινού πράγματος της οικοδομής έχει δικαίωμα να αξιώσει την κατάλληλη επισκευή αυτού προς άρση της προσβολής του, είτε από όλους τους λοιπούς συνιδιοκτήτες ,είτε από ένα ή ορισμένους από αυτούς κατά την προτίμησή του (ΑΠ 680/2021, ΑΠ 406/96). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται επ’ αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση (ΑΠ 1424/2017, ΑΠ 597/2015).Το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική βάση της αγωγής και το υποβαλλόμενο αίτημα και εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως το νόμο, προσδίδει στα περιστατικά, που αναφέρονται σε αυτή, τον κατάλληλο νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό στην, κατά την κρίση του, εφαρμοστέα διάταξη, για να διαγνώσει την ύπαρξη ή μη της επιδίκου εννόμου σχέσεως ή εννόμου συνέπειας (δικαιώματος-υποχρεώσεως). Ως ιστορική βάση της αγωγής, κατά το άρθρο 216 παρ. 1α του Κ.Πολ.Δ., νοείται το σύνολο των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν την αγωγή και χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επιδίκου εννόμου σχέσεως (ΑΠ 46/2020). Η πληρότητα ή μη του δικογράφου της αγωγής, ως προς την έκθεση των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν την ιστορική βάση αυτής, εκτιμάται κυριαρχικώς από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 917/2017). Ο Άρειος Πάγος ελέγχει την επάρκεια ή μη της θεμελιώσεως της αγωγής με βάση τις διακρίσεις της νομικής αοριστίας, της ποιοτικής αοριστίας και της ποσοτικής αοριστίας. Η νομική αοριστία της αγωγής, στηρίζει λόγο αναιρέσεως για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ.1 Κ.Πολ.Δ.), συντρέχει δε αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο την αγωγή. Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 του Κ.Πολ.Δ.. Ειδικότερα, ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 του Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που δεν εκτίθενται σε αυτή ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σε αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 του Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη (ΑΠ 46/2020, ΑΠ 106/2015). Από τις διατάξεις, των άρθρων914, 297, 298, 330 του Α.Κ. σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 216 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι για το ορισμένο της αγωγής, με την οποία ζητείται αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας του εναγομένου, αρκεί να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής τα πραγματικά περιστατικά που κατά το νόμο θεμελιώνουν την παράνομη και υπαίτια ζημιογόνο συμπεριφορά του τελευταίου, η πρόκληση από την εν λόγω συμπεριφορά ζημίας, καθώς και τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν τη (θετική και αποθετική) ζημία του ενάγοντος, ήτοι περιγραφή των ζημιών κατά το είδος, την έκταση, την αιτία και το ύψος της δαπάνης, η οποία απαιτείται για την αποκατάσταση κάθε επιμέρους ζημίας, επιτρέποντας στο μεν δικαστήριο την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας του καταγόμενου προς κρίση δικαιώματος αποζημιώσεως, στο δε ζημιώσαντα εναγόμενο την άσκηση ανταπόδειξης, και, τέλος, η ύπαρξη αιτιώδους συναφείας μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας (ΑΠ 46/2020, ΑΠ 1817/2017, ΑΠ 853/2017, ΑΠ 93/2016, ΑΠ 1513/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, από την, παραδεκτώς, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., επισκόπηση του δικογράφου της κρινόμενης κύριας αγωγής, προκύπτει, ότι εκτίθενται επαρκώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίζεται η αξίωση αποζημιώσεως της ενάγουσας (πρώτης αναιρεσίβλητης) για τις ζημίες που υπέστη στην οριζόντια ιδιοκτησία της λόγω των διαρροών από την ιδιοκτησία των εναγομένων, καθόσον περιέχει όλα τα από τον νόμο και δη από τα άρθρα 914, 297 και 298 Α.Κ. απαιτούμενα στοιχεία και συγκεκριμένα την πρόκληση ζημίας και την περιγραφή της ζημίας κατά το είδος, την έκταση, την αιτία και το ύψος της δαπάνης, η οποία απαιτείται για την αποκατάσταση κάθε επιμέρους ζημίας (είδος απαιτουμένων υλικών, δαπάνη αγοράς αυτών, δαπάνη αποκαταστάσεως των ζημιών, με σαφή και αναλυτικό τρόπο, τιμής ανά τ.μ. ή κατ’ αποκοπή και την αποδιδόμενη στους εναγομένους συνιδιοκτήτες της υπό στοιχείο Β-3 ιδιοκτησίας αμέλεια για τη συντήρηση του αντιστοιχούντος στο επίδικο δώμα τμήματος της αποκλειστικής χρήσεώς τους, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρεται περαιτέρω ανάλυση της κάθε δαπάνης, η οποία, άλλωστε, μπορεί να προκύψει από τις αποδείξεις (ΑΠ 529/2017). Επομένως, το Εφετείο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ορισμένη την αγωγή, απορρίπτοντας τον συναφή αντίθετο λόγο εφέσεως των εναγομένων, δεν παραβίασε τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, αρκούμενο σε στοιχεία λιγότερα από εκείνα που οι ως άνω κανόνες απαιτούν για τη γένεση του δικαιώματος αποζημιώσεως της ενάγουσας, ούτε παρέλειψε, παρά το νόμο, να κηρύξει απαράδεκτο. Επομένως, ο όγδοος λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. και όχι από τον αριθμό 19, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνουν οι αναιρεσείουσες, που ερευνάται κατά προτεραιότητα, επιτρεπτώς, διότι ο Άρειος Πάγος δεν δεσμεύεται από τη σειρά των αναιρετικών λόγων, που καθορίζουν οι διάδικοι (ΑΠ 1498/2022, ΑΠ 1230/2020, ΑΠ 91/2019, ΑΠ 1446/2018), είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται, αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή, αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. Α.Π. 4/2021, Ολ. Α.Π. 2/2019, Ολ. Α.Π. 7/2006). Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ., ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (Ολ. Α.Π. 2/2019, Ολ. Α.Π. 27/1998). Στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το Δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει, όταν το Δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, μολονότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, αν και τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε, αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ. Α.Π. 2/2019, Ολ. Α.Π. 7/2006). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως, η οποία στοιχειοθετεί τον προβλεπόμενο από την διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. λόγο αναιρέσεως, συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το Δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα, που ήταν εφαρμοστέος, αλλά δεν εφαρμόσθηκε. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της αποφάσεως δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται, όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος, που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν, δηλαδή, στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι, όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως (Ολ. Α.Π. 6/2020, Ολ. Α.Π. 1/2020, Ολ. Α.Π. 6/2019, Ολ. Α.Π. 2/2019, Ολ. Α.Π. 6/2006, Α.Π. 671/2020). Από την ανωτέρω διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία, που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της αποφάσεως για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περιπτώσεως στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και τον νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περιπτώσεως. Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και, γενικότερα, ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (Ολ. Α.Π. 6/2020, Ολ. Α.Π. 1/2020, Ολ. Α.Π. 6/2019, Ολ. Α.Π. 2/2019, Ολ. Α.Π. 15/2006). Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και, ως εκ τούτου, δεν αποτελούν “αιτιολογία” της αποφάσεως, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διατάξεως του άρθρου 559 αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δ. να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναιρέσεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικώς τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναιρέσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτος (Α.Π. 736/2021, Α.Π. 551/2021, Α.Π. 162/2020, Α.Π. 169/2019, Α.Π. 1.339/2017).Στην ερευνώμενη υπόθεση, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, με την πληττόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς, ως προς τα πραγματικά γεγονότα, κρίση του (άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ” Η ενάγουσα (ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη) είναι ιδιοκτήτρια της υπό στοιχεία Α-6 οριζόντιας ιδιοκτησίας, επιφάνειας 153,60 τμ, του δευτέρου ορόφου και του Α’ τμήματος της επί της οδού … αρ. 8 πολυκατοικίας, στο Παλαιό Ψυχικό… Οι εναγόμενοι-παρεμπιπτόντως ενάγοντες Γ. Π. (ήδη αποβιώσας καθολική διάδοχος του οποίου τυγχάνει η πρώτη αναιρεσείουσα) και Κ. συζ. Γ. Π. (ήδη δεύτερη αναιρεσείουσα) είναι συνιδιοκτήτες, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας …της υπό στοιχεία Β-3 οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαμερίσματος) του δευτέρου ορόφου του Β’ τμήματος της ως άνω πολυκατοικίας, επιφάνειας 183,4 τμ, στην οποία ανήκει και η αποκλειστική χρήση των οριζοντίων τμημάτων του δώματος του Α’ τμήματος της πολυκατοικίας. Η παρεμπιπτόντως εναγομένη, Γ. Π., (ήδη δεύτερη αναιρεσίβλητη) ήταν τότε διαχειρίστρια της επί της οδού … αρ. 8 πολυκατοικίας, την οποία αντικατέστησαν οι Ι. Γ. του Ε., Η. Π. του Λ., Ά. Α. του Ι. και G. U. του F., μέλη της επιτροπής διαχείρισης της ως άνω πολυκατοικίας και εκπροσωπούντες τους λοιπούς συνιδιοκτήτες δυνάμει της από 30-6-2020 απόφασης της Γενικής Συνέλευσης … . Οι ως άνω οριζόντιες ιδιοκτησίες βρίσκονται σε οικοδομικό συγκρότημα, αποτελούμενο από τρία συνεχόμενα τμήματα – συγκροτήματα, A, Β και Γ…Τα τρία τμήματα του συγκροτήματος, A, Β και Γ, καθένα με τη δική του ξεχωριστή είσοδο, παρατάσσονται στη σειρά, ξεκινώντας από την οδό … και καταλήγοντας στο πίσω μέρος του οικοπέδου. Ανά δύο εφάπτονται μεταξύ τους και στο σημείο επαφής τους, όπως και μεταξύ των τμημάτων Α’ και Β’, υπάρχει στατικός αρμός διαστολής. Λόγω της κλίσης του οικοπέδου το τμήμα Α’ βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο αυτού και το τμήμα Γ’ στο υψηλότερο, με αποτέλεσμα το δώμα του Α’ τμήματος του συγκροτήματος να αποτελεί το βατό εξώστη του διαμερίσματος Β3 του Β’ τμήματος του συγκροτήματος, ιδιοκτησίας Γ. και Κ. Π., το δε διαμέρισμα (Α-6) της ενάγουσας και το όμορο διαμέρισμα (Α-5) του Ι. Μ., που βρίσκονται στο δεύτερο όροφο στο Α’ τμήμα του συγκροτήματος, βρίσκονται σε όλο το μήκος τους κάτω από τη βατή επιφάνεια του εξώστη του ως άνω Β3 διαμερίσματος. Η οροφή του διαμερίσματος της ενάγουσας αποτελείται από δύο τμήματα και συγκεκριμένα α) ένα επίπεδο (οριζόντιο) βατό τμήμα, επενδεδυμένο με μαρμάρινες πλάκες, το οποίο είναι αποκλειστικής χρήσης του διαμερίσματος των πρώτου και δεύτερης εναγόμενων – παρεμπιπτόντως εναγόντων και β) ένα κεκλιμένο μη βατό τμήμα στεγασμένο με κεραμοσκεπή, το οποίο είναι κοινόχρηστο τμήμα της οικοδομής. Ο εξώστης του διαμερίσματος Β-3 και οι κεραμοσκεπές περιβάλλονται από επιχρισμένα στηθαία. Στην υπ’ αριθμόν …/1979 πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας και συγκεκριμένα στο άρθρο 2 αυτής, που καθορίστηκαν ως κοινόχρηστοι χώροι το οικόπεδο και ο ακάλυπτος χώρος αυτού, οι φωταγωγοί, οι θεμελιώσεις και η εξ οπλισμένου σκυροδέρματος φέρουσα κατασκευή του κτιρίου, οι πρωτότοιχοι, η καπνοδόχος κεντρικής θέρμανσης, οι καπνοδόχοι των τζακιών, οι γενικές σωληνώσεις κεντρικής θέρμανσης, οι σωλήνες αποχέτευσης όμβριων υδάτων και οικιακής χρήσης και λοιπές εγκαταστάσεις και πράγματα, τα οποία εκ του νόμου θεωρούνται κοινόχρηστα και γενικά εκείνα που προορίζονται για κοινή χρήση της πολυκατοικίας με τις επιφυλάξεις της αποκλειστικής χρήσης των τμημάτων του δώματος και του κήπου, δεν αναφέρονται ως κοινόχρηστα και τα τμήματα που είναι διαχωρισμένα με κιγκλίδωμα από τον υπόλοιπο εξώστη. Αντιθέτως στην ως άνω πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας αναφέρεται ρητά ότι στην υπό στοιχείο Β-3 οριζόντια ιδιοκτησία του δευτέρου ορόφου του Β τμήματος της οικοδομής ανήκει η αποκλειστική χρήση των οριζόντιων τμημάτων του δώματος του Α τμήματος αυτής, έτσι ώστε οι 1ος και 2η εναγόμενοι – παρεμπιπτόντως ενάγοντες έχουν την υποχρέωση να διατηρούν το τμήμα του δώματος αποκλειστικής χρήσης τους σε καλή κατάσταση. Από το έτος 1996 η ενάγουσα δεν διαμένει στο ως άνω διαμέρισμά της, το οποίο όπως και το όμορο αυτού διαμέρισμα του Ι. Μ. παρουσίασαν το έτος 2000 προβλήματα υγρασίας. Για το λόγο αυτό η Γενική Συνέλευση της πολυκατοικίας αποφάσισε το 2003 το διορισμό μηχανικού από το ΤΕΕ, προκειμένου να διαπιστώσει τις αιτίες πρόκλησης υγρασιών στα δύο αυτά διαμερίσματα. Ο διορισθείς αρχιτέκτονας Ι. Σ. στην από 26-6-2003 έκθεσή του, (αφού διαχώρισε τις βλάβες από τις υγρασίες, που οφείλονται στις διαρροές της υδραυλικής εγκατάστασης και την εισροή όμβριων υδάτων από τη ΒΔ βεράντα του διαμερίσματος κατά τη διάρκεια νεροποντής το έτος 2000, που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω, καθόσον δεν αποτελούν αντικείμενο της παρούσας δίκης), αναφέρει τις βλάβες από υγρασία (μεγάλοι λεκέδες, ρωγμές και αποσάθρωση των επιχρισμάτων) που προέρχονται από όμβρια που εισρέουν διαβρέχοντας δομικά στοιχεία (σκελετό και οπτοπλινθοδομές) και τις οποίες αποδίδει στην ανεπάρκεια της στεγανότητας του βατού τμήματος του δώματος στην επιφάνεια και κυρίως στις ενώσεις με τα στηθαία και τους τοίχους, στη μη στεγανότητα του αρμού διαστολής μεταξύ Α’ και Β’ τμήματος, στην ανεπαρκή ρύση των επικλινών κοινόχρηστων κεραμοσκεπών, στην ανεπαρκή στεγάνωση της επικλινούς πλάκας κάτω από τα κεραμίδια κυρίως στις ενώσεις με τα χαμηλά στηθαία και στην οριακή διαστασιολόγηση των υδρορροών, που είναι χωνευτές, με αποτέλεσμα σε περίπτωση διαρροής αυτών, τα όμβρια να περνούν στα δομικά στοιχεία, που είναι ενσωματωμένη η υδρορροή. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και ο πραγματογνώμονας πολιτικός μηχ/κός Κ./νος Α., που διορίστηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στην υπ’ αριθμ. …/26-6-2017 έκθεση αυτοψίας – πραγματογνωμοσύνης του, ο οποίος αναφέρει ότι τα προβλήματα υγρασίας στο διαμέρισμα της ενάγουσας προέρχονται από τον υπερκείμενο εξώστη (τμήμα αποκλειστικής χρήσης και κοινόχρηστο τμήμα) του διαμερίσματος των πρώτου και δεύτερης των εναγόμενων και χρονολογούνται από την κατασκευή της οικοδομής. Ειδικότερα ο ως άνω πραγματογνώμονας διαπίστωσε ότι τα δάπεδα και τα επιχρισμένα στηθαία που περιβάλουν τον εξώστη και τις κεραμοσκεπές τόσο στο τμήμα αποκλειστικής χρήσης των πρώτου και δεύτερης των εναγόμενων – παρεμπιπτόντως εναγόντων όσο και στο κοινόχρηστο τμήμα είναι ελλιπώς συντηρημένα. Ότι τα στηθαία παρουσιάζουν ρηγματώσεις, φουσκώματα και αποφλοιώσεις, ότι οι μαρμαρόπλακες με τις οποίες είναι επενδεδυμένο το δάπεδο αποκλειστικής χρήσης πάνω από το διαμέρισμα της ενάγουσας, παρουσιάζουν ρηγματώσεις, σπασίματα και πιθανές αποκολλήσεις, ότι οι μονώσεις στις τσιμεντόπλακες έχουν φθαρεί και χάσει τις μονωτικές τους ιδιότητες, ότι οι συναρμογές μεταξύ δαπεδοστρώσεων και σοβατέπι εμφανίζουν ελαφριές ρηγματώσεις και σε σημεία έλλειψη αρμού, ότι σε σημεία της κεραμοσκεπής υπάρχουν σπασμένα κεραμίδια και ότι εμφανίζεται πρόβλημα στη συναρμογή τους με τα περιμετρικά στηθαία, ότι οι ρήσεις απορροής των όμβριων υδάτων δεν είναι επαρκείς και ότι έχουν διανοιχθεί δύο ακόμη ελεύθερες απορροές στη συναρμογή δαπέδου – στηθαίου στη νοτιοανατολική πλευρά του εξώστη άνωθεν του διαμερίσματος της ενάγουσας και ότι δεν είναι εμφανής ο τρόπος στεγάνωσης του κατασκευαστικού αρμού μήκους περίπου 8,30 μ. μεταξύ των τμημάτων Α και Β του συγκροτήματος των κατοικιών, το αποτύπωμα του οποίου είναι ορατό μέσω της ρωγμής που έχει δημιουργηθεί στη μαρμαρόστρωση στο μήκος του ορίου προς τον εξώστη του διαμερίσματος των πρώτου και δεύτερης των εναγόμενων. Σημειώνει δε ότι προβλήματα υγρασίας που δεν προέρχονται από τον υπερκείμενο εξώστη και εμφανίζονται στο δάπεδο του διαμερίσματος δεν ελήφθησαν υπόψη. Συμπερασματικά καταλήγει ότι “τα περισσότερα προβλήματα υγρασίας παρουσιάζονται στους επί μέρους χώρους των δύο κοιτώνων, στο χωλ 1, στο πατάρι του λουτρού 1 και στο λουτρό 2, που ουσιαστικά βρίσκονται δίπλα στον στατικό αρμό μεταξύ των τμημάτων Α και Β του συγκροτήματος και στο wc, το σιδερωτήριο και την κουζίνα, που βρίσκονται στην νοτιοανατολική όψη αυτού και κάτω από τον ιδιόχρηστο τμήμα του εξώστη του διαμερίσματος Β3, όπου έχουν διανοιχτεί συνολικά 2 ελεύθερες απορροές στη συναρμογή δαπέδου/στηθαίου”. Επιπροσθέτως, αναφέρει ότι ο στατικός αρμός έχει πάλι ανοίξει ενώ η μόνωση των στηθαίων και του δαπέδου του δώματος, που έλαβε χώρα στο διάστημα των δύο αυτοψιών, δεν έγινε και κάτω από την επιφάνεια των υφιστάμενων γλαστρών μεγάλου βάρους, λόγω της δυσκολίας μετακίνησής τους. Καταλήγει δε στο ό,τι η διευθέτηση του προβλήματος απαιτεί ριζική επέμβαση και αποκατάσταση της στεγάνωσης του εξώστη του διαμερίσματος Β-3, ιδιοκτησίας του πρώτου και δεύτερης των εναγομένων, υποκείμενα του οποίου βρίσκονται το διαμέρισμα της ενάγουσας και το κοινόχρηστο κλιμακοστάσιο του ορόφου που βρίσκεται δίπλα/εφαπτόμενο σε αυτό, και όχι επιφανειακές λύσεις, όπως οι αναφερόμενες στις από 1-7-2003, 1-3-2004, 5-4-2004, 16-4-2004, 7-7-2004, 25-6-2007 και 25-7-2008 τεχνικές εκθέσεις του πολιτικού μηχανικού Κ. Π. και στις από 19-6-2005 και 3-8-2006 τεχνικές εκθέσεις του πολιτικού μηχανικού Θ. Δ.. Επομένως, με βάση όλα τα ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι το πρόβλημα υγρασίας που εμφανίζεται στην οροφή και στους εσωτερικούς χώρους του διαμερίσματος της ενάγουσας προέρχεται από τα όμβρια ύδατα που εισρέουν από τον υπερκείμενο εξώστη του διαμερίσματος των πρώτου και της δεύτερης των εναγόμενων – παρεμπιπτόντως εναγόντων και ειδικότερα α) από το βατό τμήμα αποκλειστικής χρήσης, λόγω της πλημμελούς στεγάνωσης κυρίως στο σημείο της ύπαρξης του στατικού αρμού μεταξύ των τμημάτων Α’ και Β’ του συγκροτήματος και στο σημείο διάνοιξης δύο ελεύθερων απορροών στη συναρμογή δαπέδου και στηθαίου, αλλά και των μη ικανοποιητικών ρύσεων κάτω από το δάπεδο και της κακής κατάστασης των μαρμάρινων πλακών και των επιχριόμενων στηθαίων λόγω ελλιπούς συντήρησης και β) από το κεκλιμένο στεγασμένο με κεραμοσκεπή κοινόχρηστο τμήμα, στο σημείο της οροφής του βορειοδυτικού εξώστη του διαμερίσματος της ενάγουσας. Οι πρώτος και δεύτερη των εναγομένων…προβάλλουν την ένσταση συντρέχοντος πταίσματος της ενάγουσας ως προς την πρόκληση των ζημιών, επικαλούμενοι ότι η ενάγουσα αφενός το έτος 1988 έλαβε αποζημίωση από τον κατασκευαστή της πολυκατοικίας Α. Κ. για τη στεγανοποίηση του διαμερίσματος της, έργο που εκτελέστηκε με επιμέλειά της, και αφετέρου εξαιτίας της από μέρους χρόνιας εγκατάλειψης του επίδικου διαμερίσματος δεν φρόντισε το διαμέρισμα, δεν διαπίστωσε εγκαίρως τις διαρροές των σωληνώσεων ύδρευσης και δεν ειδοποίησε εγκαίρως τόσο τους εναγομένους για την επιδιόρθωση του μέρους του δώματος, που επέτρεψε την εισροή υγρασίας στο διαμέρισμά της, όσο και τους διαχειριστές για την εισροή όμβριων υδάτων. Η ένσταση αυτή, που είναι νόμιμη, στηριζόμενη στο άρθρο 300 ΑΚ, αλυσιτελώς προβάλλεται, διότι οι αγωγικές αξιώσεις της ενάγουσας αναφέρονται στις ζημίες που προκλήθηκαν στο διαμέρισμά της από την εισροή υδάτων από το δώμα και επιπλέον, όπως προαναφέρθηκε στην από 26-6-2003 έκθεση του αρχιτέκτονα Ι. Σ., αλλά και στην υπ’ αριθμ. …/26-6-2017 έκθεση αυτοψίας – πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα πολιτικού μηχ/κού Κ. Α. γίνεται καταγραφή μόνο των βλαβών και των υγρασιών από την ανωτέρω αιτία και όχι λόγω διαρροών της υδραυλικής εγκατάστασης και της εισροής όμβριων υδάτων από τη ΒΔ βεράντα του διαμερίσματος κατά τη διάρκεια νεροποντής το έτος 2000. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την ένσταση αυτή με την ίδια αιτιολογία ορθά έκρινε και ο σχετικός περί του αντιθέτου λόγος έφεσης κρίνεται απορριπτέος…” Περαιτέρω το Εφετείο δέχθηκε και τα εξής: ” Για την οριστική επίλυση του προβλήματος πρέπει οι πρώτος και δεύτερη εναγόμενοι να στεγανοποιήσουν το τμήμα του δώματος αποκλειστικής χρήσης τους. Ειδικότερα, πρέπει να λάβουν χώρα οι ακόλουθες εργασίες στα ιδιόχρηστα τμήματα του διαμερίσματος Β-3 αποκατάστασης δώματος, στηθαίων και κεραμοσκεπών: α) αποξήλωση όλων των υπερκείμενων της σκυροδετημένης πλάκας (δάπεδο εξώστη διαμερίσματος Β3) στρώσεων (μονώσεις, τσιμεντοκονίες, λασπώματα, πλάκες) με μέσο πάχος 0,20 μ., επιφάνειας 88,65 τ.μ., β) υγρομόνωση – θερμομόνωση της επιφάνειας με καθαρισμό της πλάκας, τοποθέτηση θερμομονωτικών πλακών Dow ή Fibran πάχους 5 εκ., τη διάστρωση με αφρομπετόν πάχους τουλάχιστον 5 εκ. στις περιοχές των απορροών για την επίτευξη κλίσεων – ρύσεων > 1,5% – 2%, την στρογγυλοποίηση των ακμών περιμετρικά στα στηθαία, την επάλειψη της επιφάνειας με ασφαλτικό γαλάκτωμα για τη δημιουργία φράγματος υδρατμών σε κατανάλωση περί τα 350 – 500γρ/τ.μ., την επικόλληση πλαστομερούς ασφαλτικής μεμβράνης τύπου Sica Bituseal Τ 660MG (-20) HR στα 6,0 Kg/m2, ή αντίστοιχης της ΕΣΧΑ, με ανύψωση περιμετρικά κατά 20 εκ. στα περιμετρικά στηθαία, το στοκάρισμα με ασφαλτική μαστίχα της εταιρείας Sika Viscobond, της επικάλυψης των μεμβρανών μεταξύ τους (10εκ. τουλάχιστον) και των απολήξεων των υδρορροών, γ) κατασκευή τσιμεντοκονίας με τα υλικά, πάχους 4-5 εκ. για προσθήκη βάρους συγκράτησης των μεμβρανών, τη δημιουργία ρύσεων και προστασία των μεμβρανών ενισχυμένης με λεπτό πλέγμα, ίνες πολυπροπυλενίου και στεγανωτικό συγκολλητικό γαλάκτωμα τύπου Sika Viscobond, δ) επικάλυψη της τσιμεντοκονίας με κεραμικά πλακίδια εξωτερικού χώρου μετά των αντίστοιχων σοβατεπί στα περιμετρικά στηθαία, δημιουργία αρμών διαστολής με ελαστική μαστίχη, ε) αποκατάσταση και υγρομόνωση του στατικού αρμού μεταξύ των τμημάτων Α’ και Β’ του συγκροτήματος και στ) αποξήλωση των αποσαθρωμένων επιφανειών των επιχρισμάτων των περιμετρικών στηθαίων (και των κεραμοσκεπών), επιφάνειας 13 τ.μ., τοποθέτηση πλέγματος, αποκατάσταση των επιχρισμάτων με έτοιμο επισκευαστικό σοβά, τρίψιμο, μία στρώση αστάρι και δυο χέρια χρωματισμού του συνόλου των στηθαίων με ειδικό ελαστομερές αδιάβροχο χρώμα τύπου καουτσούκ της Βιβεχρώμ στο σύνολο της επιφάνειας τους. Για την αποκατάσταση των ανωτέρω φθορών απαιτούνται τα κάτωθι χρηματικά ποσά: 1) για την αποξήλωση των υπερκείμενων στρώσεων του δαπέδου του δώματος (μονώσεις, τσιμεντοκονίες, λασπώματα, πλάκες) και την αποκομιδή των μπαζών το ποσό των 975,15 ευρώ (17,73 κ.μ. * 55 ευρώ/κ.μ.), 2) για την υγρομόνωση – θερμομόνωση το ποσό των 3.546 ευρώ (88,65τ.μ. *40 ευρώ /τ.μ.), 3) για την αγορά τσιμεντοκονίας το ποσό των 1.241,10 ευρώ (88,65τ.μ.* 14 ευρώ/τ.μ.), 4) για την αγορά πλακιδίων το ποσό των 2.438 ευρώ {88,65 τ.μ.+ 10% (φύρα, σοβατεπί, στοκ) = 97,52τ.μ.* 25 ευρώ/τ.μ.}, 5) για την τοποθέτηση των πλακιδίων και των σοβατεπί το ποσό των 975,15 ευρώ (88,65 τ.μ. * 11 ευρώ/τ.μ.), 6) για αποκατάσταση επιχρισμάτων στηθαίων δώματος το ποσό των 182 ευρώ (13μ2 * 14 ευρώ/μ2), 7) για τον χρωματισμό στηθαίων το ποσό των 670 ευρώ (67 μ2 * 10ευρώ/τμ), 8) για 3 τοποθετήσεις γερανού το ποσό των 300 ευρώ (3 γερανοί * 100 ευρώ), 9) για αποξήλωση στρώσεων δώματος που είναι διαχωρισμένο με κιγκλίδωμα από τον υπόλοιπο εξώστη το ποσό των 182,60 ευρώ (3,32κμ. * 55 ευρώ/κ.μ.), 10) για υγρομόνωση – θερμομόνωση του ανωτέρω τμήματος του δώματος το ποσό των 663,60 ευρώ (16,59 τ.μ. * 40 ευρώ/τ.μ.), 11) για αγορά τσιμεντοκονίας το ποσό των 232,26 ευρώ (16,59 τ.μ. * 14 ευρώ/τ.μ.), 12) για αγορά πλακιδίων το ποσό των 456,25 ευρώ (16,59 τ.μ. + 10 % (φάρα, σοβατεπί, στοκ) = 18,25 τ.μ. * 25 ευρώ/τ.μ.}, 13) για την τοποθέτηση των πλακιδίων και σοβατεπί το ποσό των 182,49 ευρώ (16,59 τ.μ.*11 ευρώ/τ.μ.), και συνολικά το ποσό των 12.044,60 ευρώ (975,15 + 3.546 + 1.241,10 + 2.438 + 975,15 + 182 + 670 + 300 + 182,60 + 663,60 + 232,26 + 456,25 + 182,49). Στο ποσό αυτό πρέπει να υπολογιστεί ποσοστό 7% για απρόβλεπτες δαπάνες, ήτοι ποσό 843,12 ευρώ και ποσοστό 20% για εργολαβικό όφελος, ήτοι ποσό 2.408,92 ευρώ και συνολικά το ποσό των 15.296,64 ευρώ (12.044,60 + 843,12 + 2.408,92), επί του οποίου ως άνω συνολικού ποσού θα προστεθεί και το ποσό των 3.671,19 ευρώ (24% για ΦΠΑ). Άρα το συνολικό ποσό των εργασιών ανέρχεται στα 18.967,83 ευρώ (15.296,64 + 3.671,19), το οποίο καθένας από τους πρώτος και δεύτερη των εναγομένων σε περίπτωση μη αποκατάστασης του τμήματος του δώματος αποκλειστικής τους χρήσης οφείλουν 9.483,92 ευρώ (18.967,83 : 2). Επιπλέον, ο ως άνω πραγματογνώμονας διαπίστωσε φθορές και στο κοινόχρηστο τμήμα του δώματος της υπό στοιχείο Β-3 ιδιοκτησίας του πρώτου και της δεύτερης των εναγομένων, υπερκείμενου του διαμερίσματος της ενάγουσας, η αποκατάσταση των οποίων -εργασίες στεγανοποίησης αυτού- πρέπει να λάβουν χώρα από τους οι εναγομένους- παρεμπιπτόντως εναγομένους – διαχειριστές της συνιδιοκτησίας της ανωτέρω οικοδομής. Ειδικότερα οι εργασίες που πρέπει να γίνουν είναι: α) αποξήλωση όλων των στρώσεων των τελευταίων 2μ. της κεραμοσκεπής στην οροφή του βορειοδυτικού εξώστη του διαμερίσματος της ενάγουσας, επιφάνειας 20,66 τ.μ. και η συνολική αποκατάσταση του εν λόγω τμήματος, ήτοι καθαρισμός της πλάκας, επάλειψη της επιφάνειας με ασφαλτικό γαλάκτωμα για τη δημιουργία φράγματος υδρατμών σε κατανάλωση περί τα 350 – 500 γρ./τ.μ., κατασκευή σκελετού με βιδωτά καδρόνια 0,07 χ 0,05 τ.μ. τη δημιουργία επιφάνειας με τοποθέτηση πετσώματος από εμποτισμένο σκουρέτο 0,015 χ 0,18τ.μ., τοποθέτηση αναπνέουσας υγρομονωτικής μεμβράνης βάρους 120 – 150 γρ/τ.μ., τοποθέτηση καδρονιών 0,05 χ 0,03 τ.μ., η τοποθέτηση θερμομονωτικών πλακών Dow ή Fibran πάχους 5 εκ., τοποθέτηση νέων κεραμιδιών, αποκατάσταση των σπασμένων κεραμιδιών στην υπόλοιπη επιφάνεια της κεραμοσκεπής πάνω από το διαμέρισμα της ενάγουσας, επάλειψη με ασφαλτικό γαλάκτωμα και τοποθέτηση λωρίδας ασφαλτόπανου στη συναρμογή των στηθαίων της κεραμοσκεπής με τα κεραμίδια, β) αποκατάσταση και υγρομόνωση του στατικού αρμού μεταξύ των Α’ και Β’ του συγκροτήματος με καθαρισμό των τοιχωμάτων του αρμού, προεπάλειψη των αρμών εκατέρωθεν του ανοίγματος με εποξειδική ρητίνη σε μορφή πάστας δύο συστατικών τύπου Sicadur 31 EF σε πλάτος 50mm, τοποθέτηση ειδικής ελαστομερούς μεμβράνης από χλωροσουλφιδικό πολυαιθυλένιο τύπου Sicadur combiflex SG tape, πλάτους 150mm και πάχους 1mm, αφού πρώτα εφαρμοστεί στρώση εποξειδικής ρητίνης και συμπίεση με κυλινδρικό ρολό από καουτσούκ και δεύτερη επάλειψη με εποξειδική πάστα τύπου Sicadur 31 EF σε πλάτος 50mm εκατέρωθεν, εγκιβωτίζοντας τις απολήξεις της μεμβράνης στη ρητίνη και γ) κατάργηση της χωνευτής υδρορροής που ξεκινάει από το βατό τμήμα του εξώστη διαστάσεων περί τα 1,20 χ 3,75 τ.μ. και αντικατάσταση της με νέα εξωτερική PVC βαρέως τύπου διαστάσεων 0,06 χ 0,10 τ.μ. 6atm. Για την αποκατάσταση των ανωτέρω φθορών στο κοινόχρηστο τμήμα του δώματος απαιτούνται τα κάτωθι χρηματικά ποσά: 1) για την αποξήλωση των στρώσεων των κεραμοσκεπών το ποσό των 227,15 ευρώ (4,13 κ.μ.* 55 ευρώ/κ.μ.), 2) για την αποκατάσταση του στατικού αρμού το ποσό των 373,50 ευρώ (8,3 μ. * 45 ευρώ/τ.μ.), 2) για την αποκατάσταση των κεραμοσκεπών το ποσό των 1.198,28 ευρώ {(17,8 τ.μ.+ 2,86 τ.μ.) 20,66 τ.μ. * 58 ευρώ/τ.μ.}, 3) για την αντικατάσταση των σπασμένων κεραμιδιών το ποσό των 125 ευρώ κατ’ αποκοπή, 4) για την τοποθέτηση λωρίδων ασφαλτόπανου στη συναρμογή των στηθαίων της κεραμοσκεπής με τα κεραμίδια το ποσό των 165,90 ευρώ {(7,4 μ. + 7,4μ. + 8,9 μ.) 23,7 μ. * 7 ευρώ/μ.}, 5) για την αντικατάσταση της υδρορροής το ποσό των 450 ευρώ (150 ευρώ/όροφο * 3 ορόφους), 7) για την τοποθέτηση ενός γερανού το ποσό των 100 ευρώ και συνολικά το ποσό των 2.639,83 ευρώ (227,15 + 373,50 + 1.198,28 + 125 + 165,90 + 450 + 100). Στο ποσό αυτό πρέπει να υπολογισθεί ποσοστό 7% για απρόβλεπτες δαπάνες, ήτοι το ποσό των 184,79 ευρώ, καθώς και ποσοστό 20% για το εργολαβικό όφελος, ήτοι το ποσό των 527,97 ευρώ και συνολικά το ποσό των 3.352,59 ευρώ (2.639,83 + 184,79 + 527,97) καθώς και το ποσό των 804,62 ευρώ (24% για ΦΠΑ) και συνολικά το ποσό των 4.157,21 ευρώ (3.352,59 + 804,62). Τέλος, ο πραγματογνώμονας πολιτικός μηχ/κός Κ. Α., κατά την αυτοψία που διενήργησε διαπίστωσε και αποτύπωσε στην ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης, ότι παρουσιάζονται στην κουζίνα φουσκώματα και υγρασίες στο δοκάρι δεξιά της μπαλκονόπορτας, λεκέδες και φουσκώματα στο υπερκείμενο της μπαλκονόπορτας δοκάρι και στην οροφή πάνω από το νεροχύτη, συνολικής επιφάνειας περί τα 2 τ.μ., καθώς και ρηγματώσεις στο κάτω μέρος του πρεκιού της μπαλκονόπορτας και του παραθύρου. Στο σιδερωτήριο υπάρχει ρωγμή στο πρέκι του παραθύρου και στην τοιχοποιία στα δεξιά αυτού και έχει αποκολληθεί μέρος της επιχρισμένης επιφάνειας της οροφής του χώρου και πάνω από το παράθυρο αυτού. Στο WC έχουν αποκολληθεί τα επιτοίχια πλακίδια κάτω από το παράθυρο σε επιφάνεια περί των 0,75 τ.μ.. Στο βορειοδυτικό χωλ 1 υπάρχουν αποξηλωμένοι σοβάδες σε τμήμα της οροφής 0,30 χ 0,15 τ.μ. με εμφανή τον οξειδωμένο οπλισμό της πλάκας, καθώς και υγρασία με λεκέδες, μαυρίλες και φουσκώματα στο υπερκείμενο πατάρι ιδίως στην οροφή και στην πίσω δεξιά γωνία, καθώς και στην εσωτερική επιφάνεια της πόρτας του. Στο νοτιοανατολικό λουτρό 2 υπάρχουν φουσκωμένοι σοβάδες στην οροφή περί το 1,5 τ.μ. και έχουν αποκολληθεί ελαφρά 2-3 πλακίδια στη θέση του πρεκιού του παραθύρου. Στο νοτιοανατολικό χωλ 2 υπάρχουν ρηγματώσεις στην οροφή περί το 1 τ.μ. Στον βορειοδυτικό κοιτώνα 1 παρουσιάζονται υγρασίες με τη μορφή στιγμάτων, λεκέδων, ρωγμών και φουσκωμένων επιχρισμάτων, στην εσωτερική συναρμογή των 2 εξωτερικών τοιχοποιιών, κατά το ύψος των οποίων ‘τρέχει’ η χωνευτή υδρορροή που ξεκινάει από το βατό κοινόχρηστο τμήμα του εξώστη του Β-3 διαμερίσματος, διαστάσεων 1,20 χ 3,75 τ.μ., στο δοκάρι πάνω από την μπαλκονόπορτα και στο πρέκι αυτής, καθώς και στο εσωτερικό της ντουλάπας σε επιφάνεια 0,75 τ.μ.. Στον νοτιοανατολικό κοιτώνα 2 παρουσιάζονται ρωγμές στην οροφή σε επιφάνεια 1 τ.μ., πίσω από το φωτιστικό οροφής και στο σημείο επαφής της ντουλάπας με το παράθυρο σε επιφάνεια 0,75 τ.μ.. Στον βορειοδυτικό εξώστη 1 παρουσιάζονται υγρασίες με μαυρίλα στο τοιχίο του προς τη μεριά του κοιτώνα 1, επιφάνειας 1,20 χ 3,75 τ.μ. και υπάρχουν αποφλοιώσεις και φουσκωμένοι σοβάδες με σκουριές στο κάτω μέρος της οροφής. Για την αποκατάσταση των ανωτέρω ζημιών στην οριζόντια ιδιοκτησία της ενάγουσας απαιτούνται τα κάτωθι χρηματικά ποσά: 1) α) Για την αποξήλωση και αντικατάσταση των πρεκιών στα παράθυρα της κουζίνας και του σιδερωτηρίου το ποσό των 300 ευρώ (2 τεμάχια χ 150 ευρώ/τεμάχιο), β) για την αποξήλωση και επανατοποθέτηση των δύο ανωτέρω παραθύρων το ποσό των 150 ευρώ (2 τεμάχια χ 75 ευρώ/τεμάχιο), γ) για την αποξήλωση των σαθρών τμημάτων των επιχρισμάτων, την αποκομιδή των μπαζών, την τοποθέτηση πλέγματος και την αποκατάσταση με έτοιμο επισκευαστικό σοβά το ποσό των 300 ευρώ κατ’ αποκοπή. 2) για την αποκατάσταση του οπλισμού στην οροφή του βορειοδυτικού χωλ 1, ήτοι για την καθαίρεση των αποφλοιωμένων ή ρηγματωμένων τμημάτων σκυροδέματος, την αποκάλυψη των οξειδωμένων ράβδων οπλισμού, τον καθαρισμό αυτών χειρωνακτικά, την επάλειψη των οπλισμών με αντισκωριακό αυξημένης συνάφειας με το χάλυβα και το σκυρόδεμα τύπου BARRAFER, την αποκατάσταση της αρχικής διατομής του σκυροδέματος με τη χρήση μη συρρικνούμενης κονίας τύπου EMACO, το ποσό των 150 ευρώ κατ’ αποκοπή (αποκατάσταση 1 τ.μ. οροφής με μέσο πάχος εφαρμογής 3 εκατοστά). 3) α) Για την αποξήλωση όλων των επιτοίχιων πλακιδίων του wc του διαμερίσματος και την αποκομιδή των μπαζών με κάδο το ποσό των 220 ευρώ κατ’ αποκοπή, β) για την προμήθειανέων πλακιδίων μετά των υλικών τοποθέτησης (κόλλες, στόκοι, σταυροί) για το ποσό των 359 ευρώ {(1,2 μ. + 2,3 μ.) X 2 χ 2,17 ύψος + 1,2 μ. χ 2,3 μ. = 17.95 τ.μ. χ 20 ευρώ/τ.μ.} και γ) για την τοποθέτηση των ανωτέρω πλακιδίων το ποσό των 300 ευρώ κατ’ αποκοπή. 4) Για το βάψιμο του διαμερίσματος χωρίς ντουλάπες και μεσόθυρες, ήτοι τρίψιμο μερεμετιών, 1 στρώση αστάρι και 2 στρώσεις πλαστικό τελείωμα με χρώμα Ευρωπαϊκής- προέλευσης το ποσό των 2.700 ευρώ κατ’ αποκοπή. Επομένως για τις ανωτέρω εργασίες απαιτείται το ποσό των 4.479 ευρώ (300 + 150 + 300 + 150 + 220 + 359 + 300 + 2.700). Στο ποσό αυτό πρέπει να υπολογισθεί ποσοστό 7% για απρόβλεπτες δαπάνες, ήτοι το ποσό των 313,53 ευρώ, καθώς και ποσοστό 20% για το εργολαβικό όφελος, ήτοι το ποσό των 395,80 ευρώ και συνολικά το ποσό των 5.688,33 ευρώ (4.479 + 313,53 + 895,80), καθώς και ποσοστό 24% για ΦΠΑ, ήτοι το ποσό των 1.365,20 ευρώ και συνολικά το ποσό των 7.053,53 ευρώ (5.688,33 + 1.365,20). Το ποσό αυτό βαρύνει την διαχείριση της πολυκατοικίας, ανεξαρτήτως της δυνατότητας πρόσβασης στο επισκευαστέο μέρος του δώματος ή της ταράτσας από το διαμέρισμα των πρώτου και δεύτερης των εναγομένων, καθόσον το τμήμα αυτό είναι κοινόχρηστο κατά τα προβλεπόμενα στο Κανονισμό της οικοδομής και η διαχείριση βαρύνεται με το 1/2 της σχετικής δαπάνης εκ του νόμου, απορριπτομένου του δεύτερου, περί του αντιθέτου, λόγου έφεσης της συνιδιοκτησίας. Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που επιδίκασε τα ως άνω ποσά για την αποκατάσταση των ζημιών τόσο στο ιδιόχρηστο όσο και στο κοινόχρηστο τμήμα του διαμερίσματος Β-3 αλλά και στο εσωτερικό του διαμερίσματος της ενάγουσας, απορρίπτοντας τα επιπλέον αιτούμενα ποσά, συμπεριλαμβανομένων και των δαπανών για προμήθεια και τοποθέτηση νέας λεκάνης με εξωτερικό καζανάκι και κάλυμμα και νιπτήρα για το λουτρό του διαμερίσματος ύψους 150 ευρώ, για τοποθέτηση των παραπάνω ειδών υγιεινής κατ’ αποκοπή ύψους 150 ευρώ και για την προμήθεια και τοποθέτηση νέας παροχής για χωνευτά spots οροφής του εξώστη 1 (βορειοδυτικός) και αντικατάσταση των spots με νέα, ύψους κατ’ αποκοπή 200 ευρώ, ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις, διότι δεν προέκυψε ζημία των ειδών υγιεινής και των χωνευτών spots της οροφής του εξώστη και κατά συνέπεια η ανάγκη αντικατάστασής τους, ούτε ο πραγματογνώμονας αναφέρει σχετική βλάβη αυτών αλλά ούτε και η ενάγουσα επικαλείται ότι αυτά καταστράφηκαν.
Συνεπώς, η έφεση της ενάγουσας, με την οποία παραπονείται … ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κακώς εκτίμησε τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα επειδή απέρριψε τα επιπλέον αιτούμενα με την αγωγή της κονδύλια, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη. Τέλος, οι πρώτος και δεύτερη των εναγομένων με τον έκτο λόγο έφεσης παραπονούνται ότι έσφαλε η εκκαλουμένη διότι συμπεριέλαβε στα ως άνω επιδικασθέντα ποσά το κονδύλιο του Φ.Π.Α., το ποσό των απρόβλεπτων δαπανών και το ποσό του εργολαβικού ανταλλάγματος. Ο λόγος αυτός κρίνεται απορριπτέος διότι η ενάγουσα ζημιώνεται και ως προς τα ποσά αυτά καθόσον κατά την αποκατάσταση των φθορών του δώματος και των ζημιών του διαμερίσματος της, στις οποίες θα προβεί αναγκαστικά, θα κληθεί να καταβάλει και τα ανωτέρω ποσά. Με βάση τα ανωτέρω, οι εναγόμενοι πρέπει να προβούν στην αποκατάσταση όλων των ανωτέρω ζημιών και φθορών άλλως να καταβάλουν στην ενάγουσα, προκειμένου η τελευταία να προβεί στην εκτέλεση των ανωτέρω εργασιών, και συγκεκριμένα: 1) οι πρώτος και δεύτερη εναγόμενοι α) το ποσό των 4.741,96 ευρώ (9.483,92 ευρώ : 2) ο καθένας τους, για την αποκατάσταση των φθορών του δώματος στο ιδιόκτητο τμήμα της ιδιοκτησίας τους βάσει των άρθρων 2 παρ. 1 και 7 παρ. 2 του ν. 3741/1929 και β) το ποσό των 2.892,65 ευρώ (7.053,53 * 41,01%) ο καθένας τους για την αποκατάσταση των ζημιών στο εσωτερικό του διαμερίσματος της ενάγουσας και 2) οι Ι. Γ. του Ε., Η. Π. του Λ., Ά. Α. του Ι. και G. U. του F., ως μέλη της επιτροπής διαχείρισης της ως άνω πολυκατοικίας, δυνάμει της από 30-6-2020 απόφασης της Γενικής Συνέλευσης αυτής (πολυκατοικίας) το ποσό 4.157,21 ευρώ για την αποκατάσταση των φθορών του δώματος στο κοινόχρηστο τμήμα της υπό στοιχείο Β- 3 ιδιοκτησίας του πρώτου και δεύτερης των εναγομένων και το ποσό των 1.268,22 ευρώ (7.053,53 * 17,98%) για την αποκατάσταση των ζημιών στο εσωτερικό του διαμερίσματος της ενάγουσας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι οι πρώτος και δεύτερος των εναγομένων υποχρεούνται να καταβάλουν στην ενάγουσα για την αποκατάσταση των ζημιών στο κοινόχρηστο τμήμα του δώματος της ιδιοκτησίας τους το ποσό 1.446,33 ευρώ έκαστος, έσφαλε ως προς τον υπολογισμό αυτό, γενομένου δεκτού του σχετικού πρώτου λόγου έφεσης της διαχείρισης της πολυκατοικίας. Αντιθέτως, οι παρεμπιπτόντως εναγόμενοι Ι. Γ. του Ε., Η. Π. του Λ., Ά. Α. του Ι. και G. U. του F., μέλη της επιτροπής διαχείρισης της ως άνω πολυκατοικίας, δεν είναι υποχρεωμένοι να καταβάλουν στους παρεμπιπτόντως ενάγοντες – πρώτο και δεύτερη εναγομένους, κάθε ποσό που θα υποχρεωθούν αυτοί να καταβάλουν στην ενάγουσα της κύριας αγωγής, καθόσον οι τελευταίοι έχουν την αποκλειστική χρήση του βατού τμήματος του δώματος, το οποίο βρίσκεται πάνω από την ιδιοκτησία της ενάγουσας, και έχουν και την ευθύνη για τη συντήρηση και την επισκευή του και την υποχρέωση καταβολής του ημίσεος της ανωτέρω δαπάνης (άρθρα 2 παρ. 1 και 7 παρ. 2 του ν. 3741/1929), καθώς και την υποχρέωση αποκατάστασης των ζημιών που προκλήθηκαν από την έλλειψη συντήρησης του τμήματος αυτού στο διαμέρισμα της ενάγουσας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως και απέρριψε την από 20- 12-206 παρεμπίπτουσα αγωγή των πρώτου και δεύτερης εναγομένων- παρεμπιπτόντως εναγόντων, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ο τελευταίος λόγος έφεσης τελευταίων περί του αντιθέτου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατόπιν αυτών …, πρέπει να απορριφθούν α) η από 10-9-2019 (αρ. εκθ. κατ. 79831/6222/2019) έφεση της ενάγουσας Μ. Π. και β) η από 9-7-2019 (αριθμ. καταθ. 61526/4742/2019) έφεση των εναγομένων Γ. Π. και Κ. συζ. Γ. Π. ως ουσία αβάσιμες … . Ακολούθως, πρέπει να γίνει δεκτή η από 19-9-2019 (αρ. εκθ. κατ. 80172/6262/2019) έφεση των Ι. Γ. του Ε., Η. Π. του Λ., Α. Α. του Ι. και G. U. του F., ως μελών της επιτροπής διαχείρισης της ως άνω πολυκατοικίας, που αντικατέστησαν την τότε διαχειρίστρια αυτής Γ. Π., …, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το κεφάλαιο της υποχρέωσης των πρώτου και δεύτερης των εναγομένων να καταβάλουν τα ποσά των 4.741,96 και 1.446,33 ευρώ έκαστος και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό κατά το ως άνω μέρος και εκδικαστεί η αγωγή κατά το κεφάλαιο αυτό, να γίνει εν μέρει δεκτή αυτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθούν οι πρώτος και δεύτερη των εναγομένων να αποκαταστήσουν τη στεγανότητα του δώματος αποκλειστικής χρήσης αυτών εντός προθεσμίας τριών μηνών από την έκδοση της απόφασης και σε περίπτωση παρέλευσης άπρακτης της προθεσμίας αυτής να υποχρεωθούν να προκαταβάλουν στην ενάγουσα α) το ποσό των 4.741,96 ευρώ ο καθένας τους και β) το ποσό των 2.892,65 ευρώ (7.053,53 * 41,01 %) ο καθένας τους προκειμένου να προβεί η ίδια στην αποκατάσταση των ζημιών (σ.σ. στο εσωτερικό του διαμερίσματός της), με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως “. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο δέχθηκε τυπικώς τις εφέσεις και αφού απέρριψε κατ’ ουσίαν: α) την από 10-9-2019 έφεση της ενάγουσας Μ. Π. και β) την από 9-7-2019 έφεση των εναγομένων Γ. Π. και Κ. συζ. Γ. Π., δέχθηκε ως βάσιμη κατ’ ουσίαν την από 19-9-2019 έφεση των Ι. Γ. του Ε., Η. Π. του Λ., Α. Α. του Ι. και G. U. του F., ως μελών της επιτροπής διαχείρισης της ως άνω πολυκατοικίας, που αντικατέστησε την τότε διαχειρίστρια αυτής Γ. Π., αφού δε εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση (κατά το κεφάλαιο με το οποίο υποχρεώθηκαν οι πρώτος και δεύτερη των εναγομένων να καταβάλουν στην ενάγουσα της κύριας αγωγής, τα ποσά των 4.741,96 και των 1.446,33 ευρώ έκαστος, κράτησε την υπόθεση και δίκασε την κύρια αγωγή κατά το άνω κεφάλαιο, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και υποχρέωσε τους πρώτο και δεύτερη των εναγομένων (Γ. Π. και Κ. συζ. Γ. Π.) να αποκαταστήσουν τη στεγανότητα του δώματος αποκλειστικής χρήσεως αυτών εντός προθεσμίας τριών μηνών από την έκδοση της αποφάσεως και σε περίπτωση παρελεύσεως άπρακτης της προθεσμίας αυτής υποχρέωσε αυτούς να προκαταβάλουν στην ενάγουσα α) το ποσό των 4.741,96 ευρώ ο καθένας και β) το ποσό των 2.892,65 ευρώ (7.053,53 * 41,01 %) ο καθένας, προκειμένου να προβεί η ίδια στην αποκατάσταση των ζημιών (σ.σ. στο εσωτερικό του διαμερίσματός της). Από τις παραδοχές αυτές της προσβαλλομένης αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, προκύπτει ότι έχει νόμιμη βάση και δη την απαιτούμενη αιτιολογία, διότι καλύπτεται χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς να χρειαζόταν οποιαδήποτε άλλη παραδοχή, το πραγματικό των εφαρμοστέων, στην προκείμενη περίπτωση, κανόνων ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 297, 298, 299, 300 και 914 Α.Κ. σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 1002 και 1117 του Α.Κ. και των άρθρων 1, 2 παρ.1, 4 παρ.1, 5 και 13 του Ν.3741/1929, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ. με το άρθρο 54 του εισαγωγικού του Νόμου, τους οποίους ορθά ερμήνευσε και δεν παραβίασε εκ πλαγίου. Ειδικότερα το Δικαστήριο κατέληξε σε σαφές πόρισμα ότι η υγρασία που εμφανίζεται στην οροφή και στους εσωτερικούς χώρους του διαμερίσματος της ενάγουσας προέρχεται από τα όμβρια ύδατα που εισρέουν από τον υπερκείμενο εξώστη του διαμερίσματος των πρώτου και της δεύτερης των εναγομένων και ειδικότερα α) από το βατό τμήμα αποκλειστικής χρήσεως, λόγω της πλημμελούς στεγάνωσης κυρίως στο σημείο της ύπαρξης του στατικού αρμού μεταξύ των τμημάτων Α’ και Β’ του συγκροτήματος και στο σημείο διάνοιξης δύο ελευθέρων απορροών στη συναρμογή δαπέδου και στηθαίου, αλλά και των μη ικανοποιητικών ρύσεων κάτω από το δάπεδο και της κακής καταστάσεως των μαρμάρινων πλακών και των επιχριόμενων στηθαίων λόγω ελλιπούς συντηρήσεως και β) από το κεκλιμένο στεγασμένο με κεραμοσκεπή κοινόχρηστο τμήμα, στο σημείο της οροφής του βορειοδυτικού εξώστη του διαμερίσματος της ενάγουσας, καθώς και ότι το επελθόν αποτέλεσμα της ζημίας της κυρίως ενάγουσας οφείλεται σε υπαιτιότητα (αμέλεια) των εναγομένων. Επομένως, ο δωδέκατος λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. Οι περαιτέρω αιτιάσεις του ιδίου λόγου αναιρέσεως, περί ανεπαρκούς αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως προς το ζήτημα του κοινοχρήστου και κοινοκτήτου χαρακτήρα του δώματος, κατά τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1 και 7 του Ν.3741/1929, με την αιτίαση ότι το Εφετείο εσφαλμένα δέχθηκε ότι το κάτωθι του επιστρώματος του δώματος τμήμα, ήτοι οι μονώσεις, ο σκελετός αυτού κλπ, ανήκουν στο ιδιόχρηστο τμήμα, με συνέπεια τον καταλογισμό σ’ αυτούς ευθύνης για κακή συντήρηση των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων μερών της οικοδομής, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, καθόσον ερείδεται επί αναληθούς προϋποθέσεως, διότι υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης, έγινε δεκτό ότι οι εναγόμενοι ως έχοντες την αποκλειστική χρήση του ευρισκομένου άνωθεν της ιδιοκτησίας της ενάγουσας βατού τμήματος του δώματος έχουν και την ευθύνη για τη συντήρηση και την επισκευή του και βαρύνονται με το 1/2 της δαπάνης επισκευής του, ενώ για το υπόλοιπο 1/2 της δαπάνης βαρύνονται οι λοιποί συνιδιοκτήτες, αναλόγως του ποσοστού συμμετοχής καθενός στα κοινά βάρη.
Με τον έβδομο λόγο αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. και όχι από τον αριθμό 19, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνουν οι αναιρεσείουσες, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αιτίαση ότι εσφαλμένα απερρίφθη ως μη νόμιμη η περί παραγραφής ένσταση των αξιώσεων της ενάγουσας, προς αποκατάσταση των ζημιών της οριζόντιας ιδιοκτησίας της, οι οποίες προκλήθηκαν από την ελλιπή στεγάνωση του τμήματος του δώματος της αποκλειστικής χρήσεως του πρώτου και της δεύτερης των εναγομένων, η οποία είχε προβληθεί στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και παραδεκτά είχε επαναφερθεί και ενώπιον του Εφετείου, κατ’ άρθρο 240 ΚΠολΔ, σε αντίκρουση της εφέσεως της ενάγουσας – πρώτης αναιρεσίβλητης. Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατ’ άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το Εφετείο αναφορικά με την προβληθείσα ένσταση παραγραφής δέχτηκε ανελέγκτως τα εξής: “Με τον τρίτο λόγο έφεσης οι πρώτος και δεύτερη εναγόμενοι εκκαλούντες παραδεκτά επαναφέρουν την πρωτοδίκως προταθείσα ένσταση παραγραφής των αγωγικών αξιώσεων της ενάγουσας και συγκεκριμένα ισχυρίζονται ότι εφόσον οι ζημίες που αναφέρει στην αγωγή της προκλήθηκαν το Μάρτιο του 2000 και η αγωγή τους επιδόθηκε στις 17-7-2006, οι αγωγικές της αξιώσεις υπέπεσαν στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 Α.Κ … η ένσταση… περί παραγραφής της ένδικης αξίωσης της ενάγουσας, που αφορά στην αποκατάσταση ζημιών της οριζόντιας ιδιοκτησίας της, που προκλήθηκαν από την ελλιπή στεγάνωση του τμήματος του δώματος, αποκλειστικής χρήσης του πρώτου και της δεύτερης των εναγομένων, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, διότι στηρίζεται στη σχέση της οροφοκτησίας και δεν υπόκειται σε παραγραφή”. Το Εφετείο με το να κρίνει μη παραγεγραμμένη τις αξιώσεις της ενάγουσας και ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης, δεν παραβίασε ευθέως τις άνω διατάξεις, οι οποίες δεν ήταν εφαρμοστέες στην ένδικη περίπτωση. Τούτο διότι οι αξιώσεις του κυρίου για προστασία της αποκλειστικής του κυριότητας ή συγκυριότητάς του επί των κοινοκτήτων – κοινοχρήστων χώρων της οικοδομής, στην οποία βρίσκεται η αυτοτελής οριζόντια ιδιοκτησία του, οι οποίες έχουν νόμιμη θεμελίωση στον Ν. 3741/1929, δεν υπόκεινται σε παραγραφή (Α.Π. 1096/2015, Α.Π. 1620/1983). Επομένως, ο έβδομος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. Κατά το άρθρο 559 αριθ.8 του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται “αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης”. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής ως “πράγματα” θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί, οι θεμελιωτικοί, καταλυτικοί ή διακωλυτικοί ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, ασκούμενοι με αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση ή με λόγο εφέσεως ή αντεφέσεως, ο οποίος αφορά αυτοτελείς ισχυρισμούς ή άρνηση αυτοτελών ισχυρισμών (Α.Π. 62/2002), όχι δε οι αιτιολογημένες αρνήσεις ή οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και εαν αποτελούν περιεχόμενο λόγου εφέσεως, ούτε οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι ισχυρισμοί (Ολ. Α.Π. 3/1997) ή τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα και τα πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν από αυτά (Α.Π. 185/2002). Επίσης δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ. Α.Π. 12/1997) ή όταν αντιμετώπισε και απέρριψε στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντιθέτων προς αυτά που τον συγκροτούν (Ολ. Α.Π. 11/1996) ή παρέλειψε να απαντήσει σε ισχυρισμό αόριστο, μη νόμιμο ή αλυσιτελή, που δεν ασκούσε επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολ. Α.Π. 2/1989, Α.Π. 559/2020, Α.Π.282/2012). Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθμ. 11 περ. γ’ Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται “αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν”. Κατά την έννοια της διατάξεως ταύτης, για την ίδρυση του σχετικού λόγου αναιρέσεως” αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο προσκομισθέντων με επίκληση αποδεικτικών μέσων, τα οποία το δικαστήριο έχει υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 341 και 346 Κ.Πολ.Δ. (Ολ. Α.Π. 2/2008). Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίσθησαν και των οποίων έγινε επίκληση. Συνήθως αρκεί προς τούτο η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολογήσεως καθενός και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη. Μη λήψη υπόψη, πάντως, δεν συνάγεται από μόνο το γεγονός ότι μνημονεύονται στην απόφαση ορισμένα μόνο από τα προσκομισθέντα με επίκληση έγγραφα όχι όμως και τα φερόμενα ως αγνοηθέντα (Α.Π. 559/2020, Α.Π.1437/2017).
Με τους πρώτο, δεύτερο και τρίτο λόγους αναιρέσεως αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. ο πρώτος και 11γ και 12 οι άλλοι δύο του αυτού ως άνω άρθρου. Ειδικότερα, α) με τον πρώτο η αιτίαση ότι εσφαλμένα απερρίφθη την ένσταση συντρέχοντος πταίσματος της ενάγουσας (πρώτης αναιρεσίβλητης), ως προς την πρόκληση των ζημιών της, με την οποία προέβαλαν ότι η τελευταία αφενός το έτος 1988, έλαβε από τον κατασκευαστή της πολυκατοικίας Α. Κ. αποζημίωση ποσού 1.532.000 δραχμών για την ανακατασκευή του βατού ιδιόχρηστου εκ μέρους τους δώματος, έργο που εκτελέστηκε με επιμέλειά της και αφετέρου εξαιτίας της από μέρους της χρόνιας εγκατάλειψης από το έτος 1996 του διαμερίσματός, χωρίς να το επισκέπτεται για να το ελέγχει, δεν μερίμνησε ώστε να είναι καθαρά τα σιφόνια των εξωστών της, ώστε να απορρέουν ελεύθερα τα όμβρια ύδατα, ούτε διαπίστωσε εγκαίρως τις διαρροές των σωληνώσεων υδρεύσεως, αποχετεύσεως και θερμάνσεως και δεν ειδοποίησε εγκαίρως τόσο τους ίδιους εναγομένους για την επιδιόρθωση του μέρους του δώματος που επέτρεψε την εισροή υγρασίας στο διαμέρισμά της, όσο και τους διαχειριστές της πολυκατοικίας για την εισροή ομβρίων υδάτων από το κεραμοσκεπές τμήμα του διαμερίσματός της, με αποτέλεσμα, να μην δικαιούται πλέον να αξιώσει την αποκατάσταση της υγρομονώσεως του διαμερίσματός της και των κεραμοσκεπών, καθώς και η ίδια συντέλεσε στη ζημία της ιδιοκτησίας της. Ο άνω πρώτος λόγος αναιρέσεως, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, διότι από τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι έγινε δεκτό ότι οι αγωγικές αξιώσεις της ενάγουσας της κύριας αγωγής αναφέρονται στις ζημίες που προκλήθηκαν στο διαμέρισμά της από την εισροή υδάτων από το δώμα και όχι λόγω διαρροών της υδραυλικής εγκατάστασης και της εισροής ομβρίων υδάτων από τη ΒΔ βεράντα του διαμερίσματός της κατά τη διάρκεια νεροποντής το έτος 2000. β) με τον δεύτερο η αιτίαση ότι δεν έλαβε υπ’ όψιν το από 29 Απριλίου 1988 εξώδικο της πρώτης αναιρεσίβλητης, με το οποίο καλούσε τις αναιρεσείουσες, να της επιτρέψουν την διέλευση από την ιδιοκτησία τους, προκειμένου να ανακατασκευάσει το δάπεδο της βεράντας της ιδιοκτησίας τους και γ) με τον τρίτο η αιτίαση ότι παραβίασε τους τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων και δη όσον αφορά τα προσκομισθέντα ενώπιον του Εφετείου αποδεικτικά έγγραφα, της αποζημιώσεως, που έλαβε η πρώτη αναιρεσίβλητη από τον κατασκευαστή της πολυκατοικίας για τις εργασίες ανακατασκευής του δώματος και μονώσεως και της κεραμοσκεπής. Οι άνω δεύτερος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως, είναι απορριπτέοι, ομοίως, ως αλυσιτελείς, διότι από τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι κρίθηκαν οι αγωγικές αξιώσεις της πρώτης αναιρεσίβλητης, για τις προκληθείσες στο διαμέρισμά της ζημίες από την εισροή υδάτων στο δώμα το έτος 2006 και όχι λόγω διαρροών της υδραυλικής εγκατάστασης και της εισροής ομβρίων υδάτων από τη ΒΔ βεράντα του διαμερίσματός της κατά τη διάρκεια νεροποντής το έτος 2000.
Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, κατ’ ορθή εκτίμηση των προς θεμελίωσή του εκτιθέμενων, από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. και όχι από τον αριθμό 11, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνουν οι αναιρεσείουσες, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αιτίαση ότι προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό της πόρισμα, δεν έλαβε υπ’ όψιν του τον προβληθέντα ισχυρισμό τους ότι κάθε έτος προβαίνουν σε ολική επανάληψη της μονώσεως του βατού ιδιόχρηστου δώματος ακόμη και των μη ιδιόχρηστων καθέτων τοιχίων που ορίζουν το δώμα από το κεραμοσκεπές καθώς και τους αρμούς ενώσεως. Ο λόγος αυτός, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον ο ως άνω ισχυρισμός δεν αποτελεί “πράγμα” υπό την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 8 του Κ.Πολ.Δ. Σε κάθε περίπτωση είναι απορριπτέος και ως αβάσιμος, καθόσον το Εφετείο έλαβε υπ’ όψιν τον προαναφερθέντα ισχυρισμό, τον οποίο απέρριψε με την αντίθετη παραδοχή του περί υπάρξεως υγρασίας στο δώμα και της ανάγκης μονώσεως αυτού.
Κατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο τη ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας, με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναιρέσεως, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει, δηλαδή, να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναιρέσεως, είχε προταθεί νομίμως στο δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση. Το γεγονός, εξάλλου, ότι ο ισχυρισμός έπρεπε να ληφθεί αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει σημασία, γιατί, ναι μεν η εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου είναι έργο αυτεπάγγελτης ενέργειας του δικαστή, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι οι νόμοι είναι δημοσίας τάξεως. Αλλά και οι λόγοι που ανάγονται στη δημόσια τάξη ή όταν το σφάλμα προκύπτει από την απόφαση είναι δεκτοί για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου, εφόσον στηρίζονται στο πραγματικό υλικό, που υποβλήθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και εφόσον γίνεται σαφής επίκληση στο αναιρετήριο. (ΑΠ 168/2015). Εξάλλου στα σφάλματα που προκύπτουν από την ίδια την απόφαση υπάγονται κυρίως λόγοι αναιρέσεως που θεμελειώνονται σε έλλειψη τυπικών στοιχείων της απόφασης ή σε διαδικαστικά σφάλματα που αποδεικνύονται αμέσως από την απόφαση, χωρίς ανάγκη προσφυγής σε άλλα έγγραφα (ΑΠ 157/2018).
Συνεπώς ισχυρισμός που προτείνεται το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου με λόγο αναιρέσεως και δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση παραδεκτού, κατά το άρθρο 562 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ. είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. (ΑΠ 1620/2005, ΑΠ 556/2012). Περαιτέρω, o ισχυρισμός πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και να αναφέρεται ο χρόνος και ο τρόπος της προτάσεως του ή της επαναφοράς του στο ανώτερο δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί με βάση το αναιρετήριο και μόνο εάν ήταν παραδεκτός και νόμιμος (ΟλΑΠ 15/2000). Αν δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο αναιρεσείων πρότεινε τον θεμελιούντα αναιρετικό λόγο ισχυρισμό ή ότι συντρέχει εξαιρετική περίπτωση άρθρου 562 παρ.2 ΚΠολΔ ο λόγος απορρίπτεται ως αόριστος (ΑΠ 911/2019, ΑΠ 148/2006).
Με τον ένατο λόγο αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αιτίαση ότι δεχόμενη ότι η επιτροπή διαχειρίσεως της πολυκατοικίας νομιμοποιείται παθητικώς στη δίκη, έσφαλε, διότι ο κανονισμός της πολυκατοικίας δεν προβλέπει το διορισμό διαχειριστικού συμβουλίου ή επιτροπής διαχειρίσεως της συνιδιοκτησίας, ενώ, ακόμη και εάν ήθελε θεωρηθεί σύμφωνος με τον κανονισμό ο διορισμός των παρασταθέντων φυσικών προσώπων, ως μελών του διαχειριστικού συμβουλίου, ελλείπει η νόμιμη συγκρότησή του σε σώμα και η εκλογή Προέδρου, για την κατά νόμο εκπροσώπηση της συνιδιοκτησίας στο Δικαστήριο. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος, καθόσον δεν εκτίθεται ότι παραδεκτά προβλήθηκε στο δικαστήριο της ουσίας ισχυρισμός, περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεως της επιτροπής διαχειρίσεως της συνιδιοκτησίας. Σε κάθε δε περίπτωση είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, καθόσον διαρκούσης της δίκης αντικαταστάθηκε νομίμως κατά τον Κανονισμό της πολυκατοικίας η αρχικώς εναγομένη διαχειρίστρια αυτής και διαδέχθηκαν αυτήν τα παρασταθέντα φυσικά πρόσωπα, τα οποία, ως μέλη της επιτροπής διαχειρίσεως της συνιδιοκτησίας, μετείχαν νομίμως στη δίκη.
Με το δέκατο λόγο αναιρέσεως από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αιτίαση ότι δεν έλαβε υπ’ όψιν του την προβληθείσα εκ του άρθρου 281 Α.Κ. ένσταση, με την οποία προέβαλαν ότι η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο διάστημα που μεσολάβησε από την εκτέλεση των εργασιών αποκαταστάσεως του δώματος εκ μέρους της πρώτης αναιρεσίβλητης, με τα χρήματα που έλαβε από τον κατασκευαστή της πολυκατοικίας για το σκοπό αυτό και με ευθύνη της, μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, δεν δικαιολογεί τη μεταγενέστερη άσκηση νέας αξιώσεως για την ίδια αιτία, πράξη μη ανεκτή κατά τις περί δικαίου αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Ο λόγος αυτός, είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος, καθόσον δεν εκτίθεται στο αναιρετήριο ότι παραδεκτά προβλήθηκε στο δικαστήριο της ουσίας ισχυρισμός, περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της ενάγουσας-πρώτης αναιρεσίβλητης (άρθρο 562 παρ.2 ΚΠολΔ), τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι τα επικαλούμενα με το λόγο αυτό περιστατικά, αληθή υποτιθέμενα, δεν καθιστούν την εκ μέρους της τελευταίας άσκηση του δικαιώματός της προς αποκατάσταση μεταγενέστερης και από άλλη αιτία ζημίας καταχρηστική. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 9 περ. γ’ Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο άφησε αδίκαστη αίτηση. Ως “αίτηση” νοείται και κάθε μη αυτοτελής αίτηση των διαδίκων στη διαδρομή του δικαστικού αγώνα, εφόσον προκαλεί την ενέργεια του δικαστηρίου και συντελεί έτσι στην εξέλιξη της διαδικασίας, για το σκοπό έκδοσης οριστικής απόφασης, εφόσον αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο δίκης. Τέτοιες “αιτήσεις” είναι και οι διαδικαστικές, εφόσον όμως είναι υποχρεωτικές για το δικαστήριο της ουσίας και όχι όταν αυτές υπόκεινται στην κυριαρχική του εξουσία (ΑΠ 835/2013, ΑΠ 1022/2013). Έτσι δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός, εκτός άλλων περιπτώσεων, και όταν το δικαστήριο δεν απάντησε σε αίτημα για τη διενέργεια αυτοψίας ή για αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων, κατ’ άρθρο 415 παρ.1 ΚΠολΔικ ή για επανεμφάνιση των μαρτύρων στο ακροατήριο προς συμπλήρωση ή διευκρίνηση των καταθέσεων τους, κατ’ άρθρο 411 ΚΠολΔικ ή για εξέταση από το Εφετείο των πρωτοδίκως εξετασθέντων ή νέων μαρτύρων ή για αναβολή (αναστολή) της δίκης κατ’ άρθρο 249 και 250 ΚΠολΔικ ή στο αίτημα για διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, εκτός της περιπτώσεως που αυτή κατά το άρθρο 368 παρ.1 και 2 ΚΠολΔικ είναι υποχρεωτική, ήτοι εάν το ζήτησε ο διάδικος και το δικαστήριο έχει δεχθεί με την απόφασή του ότι χρειάζονται “ειδικές” γνώσεις επιστήμης ή τέχνης για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως (ΑΠ 87/2013).
Με τον ενδέκατο λόγο αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, κατ’ ορθή εκτίμηση των προς θεμελίωσή του εκτιθέμενων, από το άρθρο 559 αριθ. 9 Κ.Πολ.Δ. (δεν προσδιορίζεται στο αναιρετήριο ο αριθμός του αριθμού τους άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ.), η πλημμέλεια ότι δεν απάντησε και,συνακόλουθα άφησε αδίκαστο το υποβληθέν με τις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση και εξέταση ενώπιόν του του διορισθέντος πραγματογνώμονα, προκειμένου αυτός να παράσχει εξηγήσεις και διευκρινίσεις σε κρίσιμα ερωτήματα. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος, καθόσον, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, η αποδοχή του αιτήματος αυτού ανήκει στην κυριαρχική και ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου και η μη απάντηση επ’ αυτού δεν ιδρύει τον ως άνω λόγο αναιρέσεως.
Ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 17 Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται αν η ίδια απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις. Για να ιδρυθεί λόγος αναιρέσεως με βάσει την εν λόγω διάταξη πρέπει η αντίφαση μεταξύ των διατάξεων της προσβαλλόμενης αποφάσεως να υπάρχει στο διατακτικό της, έτσι ώστε να καθίσταται εξ αιτίας αυτής, αδύνατη η εκτέλεσή της ή να εμποδίζεται η παραγωγή και η ενέργεια του δεδικασμένου. Εάν η αντίφαση υπάρχει στο αιτιολογικό ή ανάμεσα στο αιτιολογικό και το διατακτικό της αποφάσεως και έχει τη μορφή ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, δεν ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αριθ. 17 Κ.Πολ.Δ. (ΑΠ 644/2014, ΑΠ 1341/2014, ΑΠ 41/2009). Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, κατ’ ορθή εκτίμηση των προς θεμελίωσή του εκτιθέμενων, η πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αριθ. 8 του Κ.Πολ.Δ. και όχι του άρθρου 559 αριθ. 17 Κ.Πολ.Δ., όπως εσφαλμένα υπολαμβάνουν οι αναιρεσείουσες η πλημμέλεια ότι το Εφετείο καίτοι απέρριψε την έφεση της ενάγουσας – πρώτης αναιρεσίβλητης κατ’ ουσίαν, εντούτοις, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου εφέσεως της δεύτερης αναιρεσίβλητης, η οποία προέβαλε ότι, ορθώς κρίθηκε ότι το ποσοστό ευθύνης της συνιδιοκτησίας στην αποκατάσταση των ζημιών στο διαμέρισμα της πρώτης αναιρεσίβλητης ανέρχεται σε 17,98% και ότι το ποσοστό ευθύνης καθενός των αρχικώς εναγομένων σε 41,01%, στο οποίο αντιστοιχεί ποσό 2.892,65 ευρώ για έκαστο και όχι το πρωτοδίκως ορισθέν ποσό των 1.446,33 ευρώ για έκαστο, εσφαλμένα υποχρέωσε τους εναγομένους να καταβάλουν στην κυρίως ενάγουσα προς αποκατάσταση των ζημιών του διαμερίσματός της, το μεγαλύτερο ποσό των 2.892,65 ευρώ έκαστος, αντί του μικροτέρου πρωτοδίκως ορισθέντος ποσού των 1.446,33 ευρώ για έκαστο. Ο λόγος αυτός, κατ’ εκτίμηση εκ του άρθρου 559 αριθ. 8 του Κ.Πολ.Δ., είναι βάσιμος, καθόσον το Εφετείο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα, τα οποία δεν προτάθηκαν με λόγο εφέσεως της κυρίως ενάγουσας πρώτης αναιρεσίβλητης επιδικάζοντας υπέρ αυτής και σε βάρος εκάστου των πρώτου και δεύτερης των εναγομένων το μεγαλύτερο ποσό των 2.892,65 ευρώ, αντί του πρωτοδίκως επιδικασθέντος και σε βάρος εκάστου των προαναφερομένων ποσού των 1.446,33ευρώ. Επομένως, ο άνω τέταρτος λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Μετά ταύτα, παρέλκει η εξέταση του πέμπτου λόγου της αναιρέσεως, διότι καλύπτεται από την αναιρετική εμβέλεια του τετάρτου λόγου, που έγινε δεκτός. Κατόπιν αυτών, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, κατά παραδοχή ως βασίμου του τετάρτου λόγου αυτής και να αναιρεθεί η πληττόμενη απόφαση. Ακολούθως, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλον Δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 580 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ.), να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειουσών, που κατέθεσαν προτάσεις (άρθρ. 176, 183, 189 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.) και, τέλος, να διαταχθεί η επιστροφή στις αναιρεσείουσες του κατατεθέντος από αυτές παραβόλου (άρθρο 495 παρ. 3, εδάφ. ε’ του Κ.Πολ.Δικ., όπως ισχύει και εφαρμόζεται στην προκειμένη υπόθεση μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 που ισχύει, κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 και 4 αυτού, για τα ένδικα μέσα που κατατίθενται από 1-1-2016), κατά τα, ειδικότερα, αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 496/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο παραπάνω Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο Δικαστή, πλην αυτού που εξέδωσε την εν λόγω απόφαση.
Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειουσών, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων ευρώ (3.000€). Και Διατάσσει την επιστροφή στις αναιρεσείουσες του κατατεθέντος από αυτές παραβόλου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 2 Δεκεμβρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 28 Μαρτίου 2023.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 470 / 2023 Αποζημίωση και αποκατάσταση ζημιών σε διαμέρισμα λόγω υγρασίας και διαρροών
Πηγή :