ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)
27 Φεβρουαρίου 2025 ( * )
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής απόφασης – Προστασία των καταναλωτών – Συμβάσεις καταναλωτικής πίστης σχετικά με ακίνητη περιουσία κατοικίας – Οδηγία 2014/17/ΕΕ – Άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο ζ) – Γενικές πληροφορίες σχετικά με τα προϊόντα στεγαστικών δανείων – Υποχρέωση παροχής «αντιπροσωπευτικού παραδείγματος» – Οδηγία 2005/29/ΕΚ που περιέχει μόνο παραδείγματα πιστωτικών ιδρυμάτων συμβάσεις πίστωσης κυμαινόμενου επιτοκίου»
Στην υπόθεση C-85/24,
ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΓΙΑ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 267 ΣΛΕΕ ΑΠΟ ΤΟ OBERSTER GERICHTSHOF (ΑΝΩΤΕΡΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, ΑΥΣΤΡΙΑ), ΕΚΔΗΜΕΝΟ ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 23ης ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2024, ΛΗΨΗ ΣΤΙΣ 22 ΩΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΤ EDINGS
Ένωση Ενημέρωσης Καταναλωτών
κατά
BAWAG PSK Bank for Labor and Economy και Austrian Postal Services AG,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (Πρώτο Τμήμα),
απαρτιζόμενη από τον κ. F. Biltgen, Πρόεδρο τμήματος, τον κ. T. von Danwitz, Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, ως δικαστή του πρώτου τμήματος, τον κ. A. Kumin, την κα I. Ziemele και τον κ. S. Gervasoni (εισηγητής), δικαστές,
Γενικός Εισαγγελέας: κ. D. Spielmann,
υπάλληλος: κ. A. Calot Escobar,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν:
– για το Association for Consumer Information, από τον κ. S. Langer, Γενικό Εισαγγελέα,
– για την BAWAG PSK Bank for Work and Economy και την Austrian Postal Services AG, από την κα M. Kellner και τον F. Liebel, Νομικό Σύμβουλο,
– για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, από τον Μ.Μ. B.-R. Killmann και P. Vanden Heede, ως πράκτορες,
έχοντας υπόψη την απόφαση που ελήφθη, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να κρίνει την υπόθεση χωρίς συμπεράσματα,
κάνει το παρόν
Στάση
1 Η παρούσα αίτηση για την έκδοση προδικαστικής απόφασης αφορά την ερμηνεία του άρθρου 13 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) της Οδηγίας 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για τους καταναλωτές σχετικά με ακίνητη περιουσία κατοικίας και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/408/ΕΕ201/ΕΕ και 6 0 ( ΕΕ 2014 L 60, σ. 34).
2 Το αίτημα αυτό υποβλήθηκε στο πλαίσιο μιας διαφωνίας μεταξύ της Verein für Konsumenteninformation, μιας αυστριακής ένωσης προστασίας των καταναλωτών (στο εξής «VKI»), και της BAWAG PSK Bank für Arbeit und Wirtschaft und Österreichische Postsparkasse AG (στο εξής «BAWAG»), μιας αυστριακής τράπεζας, η οποία αναφέρεται σε γενικές πληροφορίες από τον καταναλωτή σύμβαση πίστωσης και σύμβαση πίστωσης που εναλλάσσεται μεταξύ σταθερού και κυμαινόμενου επιτοκίου.
Το νομικό πλαίσιο
δίκαιο της Ένωσης
Οδηγία 2014/17
3 Οι αιτιολογικές σκέψεις 15, 20, 38 και 53 της Οδηγίας 2014/17 αναφέρουν:
(15) Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί να εξασφαλίσει ότι οι καταναλωτές που συνάπτουν συμβάσεις πίστωσης σχετικά με ακίνητη περιουσία επωφελούνται από υψηλό επίπεδο προστασίας. […]
[…]
(20) Προκειμένου να διασφαλιστεί ένα συνεκτικό πιστωτικό πλαίσιο για τους καταναλωτές και να ελαχιστοποιηθούν οι διοικητικές επιβαρύνσεις για τους πιστωτές και τους μεσίτες πιστώσεων, η παρούσα οδηγία θα πρέπει, στην ουσία και στο μέτρο του δυνατού, να ακολουθεί τη δομή της [Οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για τους καταναλωτές και την κατάργηση της Οδηγίας για τους καταναλωτές, σελ . Ο δανειστής αξιολογεί την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή πριν χορηγήσει πίστωση. […]
[…]
(38) Η διαφήμιση τείνει να επικεντρώνεται σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα προϊόντα, ενώ οι καταναλωτές θα πρέπει να μπορούν να λαμβάνουν τεκμηριωμένες αποφάσεις για ολόκληρο το φάσμα των προσφερόμενων πιστωτικών προϊόντων. Οι γενικές πληροφορίες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο από αυτή την άποψη, φέρνοντας στην προσοχή του καταναλωτή το πλήρες φάσμα των προσφερόμενων προϊόντων και υπηρεσιών και επιτρέποντάς τους να ανακαλύψουν τα κύρια χαρακτηριστικά τους. Ως εκ τούτου, θα ήταν σκόπιμο ο καταναλωτής να μπορεί να έχει πρόσβαση σε γενικές πληροφορίες σχετικά με τις διαθέσιμες πιστωτικές επιλογές ανά πάσα στιγμή. Όταν αυτή η απαίτηση δεν ισχύει για μη συνδεδεμένους μεσίτες πιστώσεων, αυτό δεν θα πρέπει να θίγει την υποχρέωσή τους να παρέχουν στον καταναλωτή εξατομικευμένες προσυμβατικές πληροφορίες.
[…]
(53) Δεδομένου ότι τη στιγμή της διαφήμισης το ΣΕΠΕ μπορεί να αναφέρεται μόνο με ένα παράδειγμα, αυτό θα πρέπει να είναι αντιπροσωπευτικό. Θα πρέπει επομένως να αντιστοιχεί, για παράδειγμα, στη μέση διάρκεια και στο μέσο συνολικό ποσό της πίστωσης που χορηγείται για τον τύπο της προβλεπόμενης σύμβασης πίστωσης. Κατά την ανάπτυξη του αντιπροσωπευτικού παραδείγματος, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η συχνότητα ορισμένων τύπων συμβάσεων πίστωσης σε μια δεδομένη αγορά. Μπορεί να είναι προτιμότερο για κάθε δανειστή να βασίζει το αντιπροσωπευτικό παράδειγμα σε ένα ποσό δανείου που είναι αντιπροσωπευτικό της γκάμας των προϊόντων του και της πελατειακής βάσης-στόχου, καθώς αυτά μπορεί να διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των δανειστών. Όσον αφορά το ΣΕΠΕ που ορίζεται στο [Ευρωπαϊκό Τυποποιημένο Φύλλο Πληροφοριών (εφεξής «ESIS»)], οι προτιμήσεις και οι πληροφορίες που παρέχονται από τον καταναλωτή θα πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να λαμβάνονται υπόψη και ο πιστωτής ή ο μεσίτης πιστώσεων θα πρέπει να διευκρινίζει εάν οι παρεχόμενες πληροφορίες είναι ενδεικτικές ή αντικατοπτρίζουν τις προτιμήσεις και τις πληροφορίες που παρέχονται. Σε κάθε περίπτωση, τα αντιπροσωπευτικά παραδείγματα δεν θα πρέπει να είναι αντίθετα με τις απαιτήσεις της [Οδηγίας 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, σχετικά με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές μεταξύ των επιχειρήσεων και των καταναλωτών στην εσωτερική αγορά και την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/EEC, των οδηγιών 97/7/2/ΕΚ και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 7/ΕΚ, 2009 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου («Οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές») (ΕΕ 2005 L 149, σ. 22)]. […] »
4 Το άρθρο 13 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Γενικές πληροφορίες», ορίζει, στην παράγραφο 1:
«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πιστωτές ή, κατά περίπτωση, οι συνδεδεμένοι μεσίτες πιστώσεων ή οι διορισμένοι αντιπρόσωποί τους διασφαλίζουν τη μόνιμη διαθεσιμότητα, σε χαρτί, σε άλλο σταθερό μέσο ή σε ηλεκτρονική μορφή, σαφών και κατανοητών γενικών πληροφοριών για τις συμβάσεις πίστωσης. Επιπλέον, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν την παροχή γενικών πληροφοριών από μη συνδεδεμένους μεσίτες πιστώσεων.
Αυτές οι γενικές πληροφορίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα:
[…]
ε) τους τύπους των προσφερόμενων επιτοκίων δανεισμού, προσδιορίζοντας εάν είναι σταθερά ή/και μεταβλητά, συνοδευόμενα από σύντομη δήλωση των χαρακτηριστικών ενός σταθερού επιτοκίου και ενός μεταβλητού επιτοκίου, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεών τους για τον καταναλωτή·
[…]
ζ) αντιπροσωπευτικό παράδειγμα του συνολικού ποσού της πίστωσης, του συνολικού κόστους της πίστωσης στον καταναλωτή, του συνολικού ποσού που οφείλει ο καταναλωτής και του ΣΕΠΕ·
[…] »
5 Το άρθρο 14, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Προσυμβατικές πληροφορίες», ορίζει:
«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο πιστωτής ή, κατά περίπτωση, ο μεσίτης πιστώσεων ή ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπός του, παρέχει στον καταναλωτή τις εξατομικευμένες πληροφορίες που χρειάζεται για να συγκρίνει τις πιστώσεις που είναι διαθέσιμες στην αγορά, να αξιολογήσει τις επιπτώσεις τους και να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση για τη σύναψη σύμβασης πίστωσης:
α) το συντομότερο δυνατό, αφού ο καταναλωτής έχει παράσχει τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με τις ανάγκες, την οικονομική κατάσταση και τις προτιμήσεις του σύμφωνα με το άρθρο 20· Και
(β) έγκαιρα πριν ο καταναλωτής δεσμευτεί από σύμβαση πίστωσης ή προσφορά. »
Οδηγία 2005/29
6 Το άρθρο 7 της οδηγίας 2005/29, με τίτλο «Παραπλανητικές παραλείψεις», ορίζει, στην παράγραφο 1:
«Μια εμπορική πρακτική θεωρείται παραπλανητική εάν, στο πραγματικό της πλαίσιο, λαμβανομένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών και των περιστάσεων καθώς και των περιορισμών που αφορούν τα μέσα επικοινωνίας που χρησιμοποιούνται, παραλείπει ουσιαστικές πληροφορίες που χρειάζεται ο μέσος καταναλωτής, λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο, για να λάβει μια τεκμηριωμένη εμπορική απόφαση και, κατά συνέπεια, οδηγεί ή είναι πιθανό να τον οδηγήσει να λάβει μια εμπορική απόφαση που διαφορετικά δεν θα μπορούσε να λάβει. »
Αυστριακό δίκαιο
7 Παράγραφος 7(7) του Bundesgesetz über Hypothekar- und Immobilienkreditverträge und sonstige Kreditierungen zu Gunsten von Verbrauchern (Hypothekar- und Immobilienkreditgesetz) [Ομοσπονδιακός νόμος περί υποθηκών και ακίνητων περιουσιών και λοιπών πιστώσεων] της 26ης Νοεμβρίου 2015 (BGBl. I, 135/2015), στην εκδοχή που ισχύει για τη διαφορά της κύριας δίκης (εφεξής «νόμος για την ενυπόθηκη πίστη και την πίστωση ακινήτων»), μεταφέρει το άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) της Οδηγίας 2014/17 με πανομοιότυπους όρους.
Η κύρια διαφορά και το προκαταρκτικό ερώτημα
8 Η BAWAG είναι τραπεζικό ίδρυμα και προσφέρει τις υπηρεσίες της σε όλη την Αυστρία. Αυτή η τράπεζα παρέχει στους καταναλωτές γενικές πληροφορίες για τις συμβάσεις στεγαστικών δανείων και δανείων ακινήτων που προσφέρει σε ένα «Πληροφοριακό Φύλλο Πιστωτικής Ακίνητης Περιουσίας κατοικιών».
Οι σελίδες 2 έως 4 του ενημερωτικού δελτίου αφορούν πιστώσεις που σχετίζονται με την κατασκευή κατοικιών που δεν έχουν εξασφαλιστεί με υποθήκη και ολοκληρώνονται με ένα «αντιπροσωπευτικό παράδειγμα». Οι σελίδες 5 έως 7 αυτού του ενημερωτικού δελτίου αφορούν συμβάσεις πίστωσης που σχετίζονται με την κατασκευή κατοικιών με εξασφάλιση υποθήκης και επίσης τελειώνουν με ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα. Το αντιπροσωπευτικό παράδειγμα που προβλέπεται για σύμβαση πίστωσης σχετικά με την ανέγερση κατοικίας που δεν έχει εξασφαλιστεί με υποθήκη αφορά πίστωση ποσού 35.000 ευρώ σε περίοδο 180 μηνών, με ονομαστικό ετήσιο μεταβλητό επιτόκιο που ορίζεται στο 4,58%. Το αντιπροσωπευτικό παράδειγμα που παρέχεται για σύμβαση πίστωσης σχετικά με την ανέγερση κατοικιών με εξασφάλιση υποθήκης αφορά πίστωση ποσού 200.000 ευρώ σε περίοδο 240 μηνών, με ονομαστικό ετήσιο μεταβλητό επιτόκιο που ορίζεται στο 0,5%. Και τα δύο παραδείγματα προσδιορίζουν το ποσό του τόκου που πρέπει να καταβληθεί, το πραγματικό επιτόκιο και το συνολικό κόστος της πίστωσης.
10 Μεταξύ των προϊόντων της, η BAWAG προσφέρει, εκτός από συμβάσεις πίστωσης αποκλειστικά με κυμαινόμενο επιτόκιο, συμβάσεις πίστωσης αποκλειστικά με σταθερό επιτόκιο καθώς και συμβάσεις πίστωσης εναλλασσόμενων περιόδων με κυμαινόμενο επιτόκιο και περιόδους με σταθερό επιτόκιο.
11 Η VKI άσκησε προσφυγή ζητώντας να απαγορεύσει στην BAWAG να συμπεριλάβει, στο φύλλο πληροφοριών που αναφέρεται στην παράγραφο 8 της παρούσας απόφασης, μόνο ένα παράδειγμα σύμβασης πίστωσης μεταβλητού επιτοκίου, χωρίς επίσης να παρέχει παράδειγμα σύμβασης πίστωσης σταθερού επιτοκίου και παράδειγμα σύμβασης πίστωσης μικτού επιτοκίου, καθώς προσφέρει αυτούς τους τρεις τύπους επιτοκίων για αυτές τις συμβάσεις πίστωσης.
12 Στην άμυνά της, η BAWAG υποστήριξε ότι σκοπός αυτού του δελτίου πληροφοριών δεν ήταν να παρέχει στους καταναλωτές λεπτομερείς προσυμβατικές πληροφορίες προσαρμοσμένες σε συγκεκριμένες καταστάσεις και συγκεκριμένους πελάτες. Σύμφωνα με αυτήν, δεν μπορεί να απαιτείται κάθε πιθανή μορφή επιτοκίου να απεικονίζεται στο εν λόγω φύλλο πληροφοριών με ένα παράδειγμα.
13 Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι ένα παράδειγμα δανείου σταθερού επιτοκίου έπρεπε να εμφανίζεται στο ίδιο δελτίο πληροφοριών και να δεχτεί, εν μέρει, τα αιτήματα που υπέβαλε η VKI.
14 Από την άλλη πλευρά, το εφετείο έκρινε ότι το άρθρο 7 παράγραφος 7 του νόμου περί στεγαστικών δανείων και πίστωσης ακινήτων απαιτούσε μόνο ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα για την υποστήριξη των πληροφοριών που αναφέρονται στο δελτίο πληροφοριών και ότι, ως εκ τούτου, η BAWAG δεν όφειλε να παράσχει επίσης, στο δελτίο πληροφοριών της, παράδειγμα σύμβασης πίστωσης σταθερού επιτοκίου.
15 Η VKI άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως του εφετείου ενώπιον του Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο .
16 Το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι η απαίτηση παροχής αντιπροσωπευτικών παραδειγμάτων για καθένα από τα τρία προτεινόμενα είδη συμβάσεων πίστωσης υπερβαίνει τα γενικά στοιχεία που πρέπει να περιέχουν, αλλά δέχεται ότι αυτή η ερμηνεία του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, της οδηγίας 2014/17 δεν απαιτείται κατ’ ανάγκη.
17 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο ζ) της Οδηγίας [2014/17] πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν υπάρχει παράβαση της διάταξης αυτής όταν ένας δανειστής που προσφέρει στεγαστικά δάνεια και μη ενυπόθηκα δάνεια, σε καθεμία από αυτές τις δύο περιπτώσεις σε διαφορετικές μορφές [(α) δάνεια που παρέχουν αποκλειστικά με κυμαινόμενο επιτόκιο (με σταθερό επιτόκιο). ly για μεταβλητά επιτόκια], παρέχει, σε καθεμία από αυτές τις δύο περιπτώσεις, ένα (ενιαίο) αντιπροσωπευτικό παράδειγμα για στεγαστικό δάνειο κατασκευής στεγαστικού δανείου και στεγαστικό δάνειο κατασκευής στεγαστικών δανείων, ή η διάταξη αυτή απαιτεί την παροχή, σε καθεμία από αυτές τις δύο περιπτώσεις, αντιπροσωπευτικού παραδείγματος για κάθε τύπο επιτοκίου; »
Επί της προκαταρκτικής ερώτησης
18 Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, της οδηγίας 2014/17 πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι ο δανειστής που προσφέρει, για τη χρηματοδότηση της ανέγερσης κατοικίας, συμβάσεις πίστωσης, έστω και με εξασφάλιση υποθήκης, με σταθερό επιτόκιο ή εναλλασσόμενο επιτόκιο για καθένα από τα τρία είδη συμβάσεων πίστωσης που προσφέρονται.
19 Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι σκοπός της οδηγίας 2014/17, όπως προκύπτει από το άρθρο 1 της , είναι η θέσπιση κοινού πλαισίου για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης που αφορούν ακίνητα κατοικίας.
20 Το άρθρο 13, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Γενικές πληροφορίες», απαριθμεί τις γενικές πληροφορίες σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης που αφορούν ακίνητα κατοικίας, τις οποίες τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι πιστωτές θέτουν μόνιμα στη διάθεση των καταναλωτών.
21 Σύμφωνα με αυτές τις γενικές πληροφορίες, το άρθρο 13, παράγραφος 1, ορίζει, στο στοιχείο ζ), ότι ο δανειστής πρέπει ιδίως να παρέχει «αντιπροσωπευτικό παράδειγμα του συνολικού ποσού της πίστωσης, του συνολικού κόστους της πίστωσης για τον καταναλωτή, του συνολικού ποσού που οφείλει ο καταναλωτής και του ΣΕΠΕ».
22 Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την ερμηνεία μιας διάταξης του δικαίου της ΕΕ, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο η διατύπωσή της, αλλά και το πλαίσιο και οι στόχοι που επιδιώκονται από τους κανόνες στους οποίους εντάσσεται (απόφαση της 14ης Μαρτίου 2024, VR Bank Ravensburg-Weingarten, ci ted).
23 Πρώτον, το γράμμα του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, της οδηγίας 2014/17 υποδηλώνει, μέσω της χρήσης του αορίστου άρθρου «α», ότι οι δανειστές οφείλουν να παρέχουν στους καταναλωτές ένα μόνο παράδειγμα ως προς τη γενική τους ενημέρωση. Επιπλέον, διευκρινίζει ότι αυτό το παράδειγμα πρέπει να είναι “αντιπροσωπευτικό” όχι των διαφορετικών τύπων συμβάσεων πίστωσης που προσφέρει ο δανειστής, αλλά “του συνολικού ποσού της πίστωσης, του συνολικού κόστους της πίστωσης για τον καταναλωτή, του συνολικού ποσού που οφείλει ο καταναλωτής και του APR”.
24 Επομένως, η λειτουργία του αντιπροσωπευτικού παραδείγματος που πρέπει να παρασχεθεί δεν φαίνεται να είναι η απεικόνιση της ποικιλίας των συμβάσεων πίστωσης που προσφέρει ο δανειστής, αλλά να κάνει τους καταναλωτές να κατανοήσουν, για γενικές πληροφορίες, το νόημα και τη άρθρωση των διαφόρων εννοιών σχετικά με την πίστωση.
25 Δεύτερον, το πλαίσιο εντός του οποίου τίθεται το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, της οδηγίας 2014/17 συνηγορεί υπέρ αυτής της γραμματικής ερμηνείας.
26 Πρώτον, ενώ το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, της εν λόγω οδηγίας απαιτεί οι «γενικές πληροφορίες» να περιλαμβάνουν ένδειξη των «ειδών των προσφερόμενων δανειακών επιτοκίων, διευκρινίζοντας αν είναι σταθερά ή/και κυμαινόμενα», το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, δεν περιέχει καμία ένδειξη ότι πρέπει να παρέχεται το αντιπροσωπευτικό παράδειγμα για κάθε είδος προσφερόμενης σύμβασης πίστωσης. Ωστόσο, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, εάν ο νομοθέτης της Ένωσης είχε την πρόθεση να απαιτήσει από τους δανειστές να παρέχουν αντιπροσωπευτικό παράδειγμα για όλα τα είδη των προσφερόμενων επιτοκίων, θα το είχε δηλώσει ρητά.
27 Δεύτερον, από την ανάγνωση της οδηγίας 2014/17 στο σύνολό της προκύπτει σαφώς ότι θεσπίζει ένα υποχρεωτικό σύστημα πληροφοριών δύο επιπέδων προς όφελος των καταναλωτών.
28 Το πρώτο επίπεδο αποτελείται από «γενικές πληροφορίες», που αναφέρονται στο άρθρο 13 της παρούσας οδηγίας. Σύμφωνα με τους όρους της αιτιολογικής σκέψης 38, αυτές οι πληροφορίες θα πρέπει να επιτρέπουν στον καταναλωτή να λάβει μια πλήρως τεκμηριωμένη απόφαση «εφιστώντας [του] την προσοχή […] ολόκληρο το φάσμα των προσφερόμενων προϊόντων και υπηρεσιών και επιτρέποντάς του να ανακαλύψει τα κύρια χαρακτηριστικά τους. Ως εκ τούτου, θα ήταν σκόπιμο ο καταναλωτής να μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να έχει πρόσβαση σε γενικές πληροφορίες σχετικά με τις διαθέσιμες πιστωτικές επιλογές.
29 Το δεύτερο επίπεδο πληροφόρησης από το οποίο πρέπει να επωφελούνται οι καταναλωτές αποτελείται από την «προσυμβατική ενημέρωση», που αναφέρεται στο άρθρο 14 της εν λόγω οδηγίας. Αυτό το άρθρο 14 διευκρινίζει, στην παράγραφο 1 του, ότι πρόκειται για «εξατομικευμένες πληροφορίες που χρειάζεται [ο καταναλωτής] για να συγκρίνει τις πιστώσεις που είναι διαθέσιμες στην αγορά, να αξιολογήσει τις επιπτώσεις τους και να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση ως προς τη σκοπιμότητα σύναψης σύμβασης πίστωσης».
30 Έτσι, όπως επισημαίνουν η BAWAG και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις παρατηρήσεις τους που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο, σκοπός της «γενικής πληροφόρησης» δεν είναι να παρέχουν στους καταναλωτές λεπτομερείς εξηγήσεις προσαρμοσμένες σε κάθε τύπο σύμβασης πίστωσης που προσφέρει ο δανειστής και σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ενώ οι εξηγήσεις αυτές πρέπει να τους κοινοποιούνται υπό τις «προσυμβατικές πληροφορίες». Προορίζονται μόνο να ενημερώσουν τον καταναλωτή κατά την αναζήτησή του για πίστωση σε ένα προκαταρκτικό στάδιο της σκέψης του. Ως εκ τούτου, δεν θα ήταν σκόπιμο να υιοθετηθεί μια ερμηνεία του άρθρου 13 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) της οδηγίας 2014/17 που να απαιτεί οι πληροφορίες αυτές να είναι εξαντλητικές. Μια τέτοια ερμηνεία θα έθετε επίσης υπό αμφισβήτηση τη διάκριση μεταξύ γενικών πληροφοριών και προσυμβατικών πληροφοριών που κάνει ο νομοθέτης της Ένωσης.
31 Τρίτον, όσον αφορά τους σκοπούς που επιδιώκει η οδηγία 2014/17, πρέπει να υπομνησθεί ότι η εν λόγω οδηγία αποσκοπεί, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 15 της, να εξασφαλίσει υψηλό επίπεδο προστασίας για τους καταναλωτές που ενδιαφέρονται να συνάψουν στεγαστικό δάνειο.
32 Συναφώς, η αιτιολογική σκέψη 53 της οδηγίας 2014/17 υπογραμμίζει, ειδικότερα, ότι τα αντιπροσωπευτικά παραδείγματα δεν πρέπει να είναι αντίθετα προς τις απαιτήσεις της οδηγίας 2005/29.
33 Αυτή η τελευταία οδηγία, η οποία στοχεύει στην καταπολέμηση των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών έναντι των καταναλωτών, προβλέπει στο άρθρο 7 παράγραφος 1 ότι «μια εμπορική πρακτική θεωρείται παραπλανητική εάν, στο πραγματικό της πλαίσιο, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα χαρακτηριστικά της και τις περιστάσεις και τους περιορισμούς που αφορούν τα μέσα επικοινωνίας που χρησιμοποιούνται, παραλείπει ουσιαστικές πληροφορίες που ο μέσος καταναλωτής χρειάζεται να λάβει υπόψη του να τον οδηγήσει να λάβει μια συναλλακτική απόφαση την οποία δεν θα είχε λάβει διαφορετικά».
34 Εν προκειμένω, η πρόβλεψη, για συμβάσεις πίστωσης με εξασφάλιση υποθήκης, αντιπροσωπευτικού παραδείγματος, που αφορά δάνειο κυμαινόμενου επιτοκίου και, για συμβάσεις που δεν εξασφαλίζονται με υποθήκη, αντιπροσωπευτικού παραδείγματος, που αφορά επίσης δάνειο κυμαινόμενου επιτοκίου, δεν φαίνεται να στερεί από τον καταναλωτή ουσιώδη πληροφόρηση κατά την έννοια του άρθρου 50/20 της Direct(1).
35 Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι οι γενικές πληροφορίες που χρειάζεται ο καταναλωτής για να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση σχετικά με ένα δάνειο σταθερού επιτοκίου, ένα δάνειο με κυμαινόμενο επιτόκιο ή ένα δάνειο μεικτού επιτοκίου δεν έγκειται στις πληροφορίες που πρέπει να περιέχει το αντιπροσωπευτικό παράδειγμα, δηλαδή το συνολικό ποσό του δανείου, το συνολικό κόστος του δανείου για τον καταναλωτή, το συνολικό ποσό που οφείλεται σε αυτόν τον τύπο δανείου τα άλλα δύο.
36 Αυτά τα βασικά χαρακτηριστικά των συμβάσεων πίστωσης με σταθερά ή/και κυμαινόμενα επιτόκια πρέπει να περιλαμβάνονται στις γενικές πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο ε) και όχι σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) στο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα.
37 Πράγματι, το αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αποσκοπεί στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών σε συνδυασμό, αφενός, με τις άλλες γενικές πληροφορίες που απαριθμούνται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/17 και, αφετέρου, με προσυμβατικές πληροφορίες προσαρμοσμένες στην προσωπική κατάσταση κάθε καταναλωτή.
38 Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι ένας δανειστής, ο οποίος προσφέρει συμβάσεις πίστωσης με σταθερά, κυμαινόμενα και μικτά επιτόκια, παρέχει, στις γενικές πληροφορίες του, μόνο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα σύμβασης πίστωσης με κυμαινόμενο επιτόκιο που εξασφαλίζεται με υποθήκη και αντιπροσωπευτικό παράδειγμα σύμβασης πίστωσης με κυμαινόμενο επιτόκιο που δεν εξασφαλίζεται με υποθήκη δεν μπορεί να στερεί από τον καταναλωτή την εσφαλμένη έννοια της εμπορικής πληροφόρησης του άρθρου 7 παράγραφος 1 της Οδηγίας 2005/29. Επομένως, η παρουσίαση στις γενικές πληροφορίες ενός μόνο αντιπροσωπευτικού παραδείγματος συνάδει με τον στόχο της Οδηγίας 2014/17.
39 Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι το παράδειγμα που αναφέρεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, της οδηγίας 2014/17 πρέπει, όπως αναφέρεται στη σκέψη 23 της παρούσας αποφάσεως, να είναι «αντιπροσωπευτικό».
40 Συναφώς, η αιτιολογική σκέψη 53 της οδηγίας 2014/17 αναφέρει ότι, «[κατά την ανάπτυξη του αντιπροσωπευτικού παραδείγματος, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η συχνότητα ορισμένων τύπων συμβάσεων πίστωσης σε μια δεδομένη αγορά. Μπορεί να είναι προτιμότερο για κάθε δανειστή να βασίζει το αντιπροσωπευτικό παράδειγμα σε ένα ποσό δανείου που είναι αντιπροσωπευτικό της γκάμας των προϊόντων του και της πελατειακής βάσης-στόχου του, καθώς αυτά μπορεί να διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των δανειστών».
41 Επομένως, από αυτήν την αιτιολογική σκέψη προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της αξιολόγησης του αντιπροσωπευτικού χαρακτήρα του παραδείγματος που θα παρασχεθεί, ενδέχεται να ληφθούν υπόψη ορισμένα στοιχεία, συγκεκριμένα, για παράδειγμα, η μέση διάρκεια και το μέσο συνολικό ποσό πίστωσης που χορηγείται για τον τύπο της προβλεπόμενης σύμβασης πίστωσης καθώς και η συχνότητα ορισμένων τύπων σύμβασης πίστωσης σε μια δεδομένη αγορά. Όσον αφορά το ΣΕΠΕ, που περιλαμβάνεται στο τυποποιημένο δελτίο πληροφοριών, οι προτιμήσεις και οι πληροφορίες που παρέχονται από τον καταναλωτή θα πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να λαμβάνονται υπόψη και ο δανειστής ή ο μεσίτης πιστώσεων θα πρέπει να προσδιορίζει εάν οι παρεχόμενες πληροφορίες είναι ενδεικτικές ή αν αντικατοπτρίζουν τις προτιμήσεις και τις πληροφορίες που παρέχονται. Εν πάση περιπτώσει, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 32 της παρούσας αποφάσεως, τα αντιπροσωπευτικά παραδείγματα δεν θα πρέπει να είναι αντίθετα προς τις απαιτήσεις της οδηγίας 2005/29.
42 Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει, ιδίως υπό το φως των ενδείξεων αυτών, αν το παράδειγμα που παρέχει η BAWAG στις γενικές πληροφορίες της, σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, της οδηγίας 2014/17, είναι αντιπροσωπευτικό.
43 Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, η απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα είναι ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, της οδηγίας 2014/17 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο δανειστής που προσφέρει, για τη χρηματοδότηση της ανέγερσης κατοικίας, συμβάσεις πίστωσης, έστω και με εξασφάλιση υποθήκης, με σταθερό επιτόκιο ή με σταθερό επιτόκιο, με κυμαινόμενο επιτόκιο τις γενικές πληροφορίες, μόνο ένα παράδειγμα των πιστώσεων που προσφέρει, υπό τον όρο ότι είναι αντιπροσωπευτικές.
Επί του κόστους
44 Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ασκήθηκε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα για την υποβολή παρατηρήσεων στο Δικαστήριο, πλην αυτών των εν λόγω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:
Άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) της Οδηγίας 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές σχετικά με ακίνητη ιδιοκτησία κατοικίας και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ . 109/2
θα πρέπει να ερμηνευθεί ως εξής:
δανειστής που προσφέρει, για τη χρηματοδότηση της ανέγερσης κατοικίας, συμβάσεις πίστωσης, με εξασφάλιση ή όχι με υποθήκη, με σταθερό επιτόκιο, με κυμαινόμενο επιτόκιο ή εναλλασσόμενες περιόδους με σταθερό επιτόκιο και με κυμαινόμενο επιτόκιο, απαιτείται να παρέχει, στις γενικές πληροφορίες, μόνο ένα παράδειγμα των πιστώσεων που προσφέρει, υπό την προϋπόθεση ότι είναι αντιπροσωπευτικό.
Υπογραφές