ΑΠΟΦΑΣΗ
Kotnik και Jukič κατά Σλοβενίας της 06.03.2025 (αριθ. προσφ. 56605/19 και 25424/23)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
H κεντρική Τράπεζα της Σλοβενίας κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης (2013 και 2014) έλαβε έκτακτα μέτρα για την προστασία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ως αποτέλεσμα των μέτρων αυτών, είχαν ακυρωθεί χωρίς αποζημίωση ομόλογα μειωμένης εξασφάλισης και μετοχές που ανήκαν στους προσφεύγοντες.
Οι προσφεύγοντες προσέφυγαν στο ΕΔΔΑ γιατί οι σλοβενικές αρχές δεν είχαν εφαρμόσει απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου του 2021 υπέρ τους. Η εν λόγω απόφαση είχε αποφανθεί ότι οι πρώην κάτοχοι ακυρωμένων μετοχών ή ομολόγων δεν διέθεταν μια νομική διέξοδο για να προσβάλουν αποτελεσματικά την παρέμβαση στα περιουσιακά τους δικαιώματα.
Στη συνέχεια το 2024 θεσπίστηκε νέα νομοθεσία που επιτρέπει στους πρώην κατόχους ακυρωμένων ομολόγων ή μετοχών να καταθέσουν αγωγές προβλέποντας επιδίκαση αποζημιώσεων. Ο νέος αυτός νόμος καλύπτει αναδρομικά και τα επίδικα έτη. Οι προσφεύγοντες όμως δεν άσκησαν τα προβλεπόμενα ένδικα μέσα της νέας νομοθεσίας.
Κατόπιν αυτού το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων απέρριψε τις προσφυγές ως απαράδεκτες, επειδή οι προσφεύγοντες δεν άσκησαν τα διαθέσιμα ένδικα μέσα της νέας νομοθεσίας, που είχαν αναδρομική ισχύ.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες, Tadej Kotnik και Luka Jukič, είναι Σλοβένοι υπήκοοι που γεννήθηκαν το 1972 και το 1974 αντίστοιχα. Ζουν, αντίστοιχα, στη Λιουμπλιάνα και στο Žužemberk. Το 2013 και το 2014 η Τράπεζα της Σλοβενίας έλαβε έκτακτα μέτρα για την προστασία του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Οι αποφάσεις επηρέασαν μεγάλες σλοβενικές τράπεζες, μεταξύ των οποίων η τράπεζα Celje και η τράπεζα Nova KBM. Ο πρώτος προσφεύγων κατείχε 3.365 ομόλογα μειωμένης εξασφάλισης στην τράπεζα Celje, ενώ ο δεύτερος προσφεύγων κατείχε 4.850 μετοχές στην τράπεζα Nova KBM bank. Ως αποτέλεσμα των έκτακτων μέτρων, τα ομόλογα μειωμένης εξασφάλισης των προσφευγόντων και οι μετοχές ακυρώθηκαν χωρίς αποζημίωση. Κατά συνέπεια, ο πρώτος προσφεύγων δεν μπόρεσε επίσης να λάβει τους τόκους που αφορούσαν τα ομόλογα μειωμένης εξασφάλισης.
Ακολούθησε σειρά προσπαθειών για να παρασχεθεί στους πρώην κατόχους ακυρωμένων ομολόγων και μετοχών νομικά ένδικα μέσα για να αμφισβητήσουν τα εν λόγω μέτρα. Ειδικότερα, το 2016 το Σλοβενικό Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάσισε ότι έπρεπε να θεσπιστεί κατάλληλο νομικό πλαίσιο. Έτσι ένας νέος νόμος τέθηκε σε ισχύ το 2020, αλλά ανεστάλη μετά τρεις μήνες από την έναρξη ισχύος του, εν αναμονή αιτήματος από την Τράπεζα της Σλοβενίας για την επανεξέταση της συνταγματικότητάς του και ετέρου αιτήματος για έκδοση προδικαστικής απόφασης που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ). Πιο πρόσφατα, το 2023, αφού το ΔΕΕ εξέδωσε την απόφασή του, το Συνταγματικό Δικαστήριο ανακάλεσε τον νόμο του 2020 και διέταξε τον νομοθέτη να θεσπίσει νέο νόμο για την προστασία των δικαιωμάτων των πρώην κατόχων των ακυρωμένων ομολόγων και μετοχών, σεβόμενος την ανεξαρτησία της Τράπεζας της Σλοβενίας.
Εν τω μεταξύ, οι προσφεύγοντες στην επίδικη υπόθεση αλλά και άλλοι πρώην κάτοχοι ακυρωμένων ομολόγων ή μετοχών είχαν καταθέσει προσφυγές στο ΕΔΔΑ (Pintar κ.α. κατά Σλοβενίας αριθ. προσφ. 49969/14 και 4 άλλες) διαμαρτυρόμενοι για παρέμβαση στα περιουσιακά τους δικαιώματα. Το Δικαστήριο διεπίστωσε το 2021 στην ανωτέρω υπόθεση ότι παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της περιουσίας). Είχε επίσης σημειώσει ότι υπήρχαν χιλιάδες φυσικά και νομικά πρόσωπα που βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση και ότι ήταν σημαντικό να έχουν μια νομική οδό (διέξοδο) για να αμφισβητήσουν αποτελεσματικά την παρέμβαση στα δικαιώματά τους.
Η εφαρμογή αυτής της απόφασης κατά την έκδοση της παρούσας απόφασης βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη ενώπιον της Επιτροπής Υπουργών, του εκτελεστικού βραχίονα του Συμβουλίου της Ευρώπης που είναι υπεύθυνος για την εποπτεία της εφαρμογής των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Τον Ιούνιο δε του 2024 η Σλοβενική Κυβέρνηση υπέβαλε έκθεση με την οποία ενημέρωνε την Επιτροπή Υπουργών ότι το Κοινοβούλιο είχε θεσπίσει νόμο σχετικά με το θέμα.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι προσφεύγοντες είχαν καταθέσει τις προσφυγές τους το 2019 και το 2023, όταν το εθνικό δίκαιο δεν παρείχε αποτελεσματική λύση για τις αντίστοιχες καταστάσεις τους. Ωστόσο, ένας νέος νόμος είχε πλέον τεθεί σε ισχύ επιτρέποντας στους πρώην κατόχους ακυρωμένων ομολόγων ή μετοχών να καταθέσουν αγωγές κατά της Τράπεζας της Σλοβενίας προβλέποντας επιδίκαση αποζημιώσεων. Ο νέος αυτός νόμος κάλυπτε αναδρομικά και τα έτη 2023 και 2014 (δυνητικό σύστημα διακανονισμού και δυνατότητα άσκησης συλλογικών αγωγών).
Ο καθορισμός της ευθύνης για τις οικονομικές ζημίες που προκλήθηκαν ήταν πολύπλοκος, αλλά το Δικαστήριο σημείωσε ότι η διαδικασία υπόκειται σε χρονικούς περιορισμούς και οι ασκούμενες αγωγές αντιμετωπίζονται κατά προτεραιότητα. Η νομοθεσία, η οποία είχε θεσπιστεί μετά από προσεκτικό έλεγχο από το Συνταγματικό Δικαστήριο και το ΔΕΕ των προηγούμενων νόμων που ρύθμιζαν το θέμα, είχε τεθεί σε ισχύ από τον Ιούνιο του 2024 και βρισκόταν υπό εφαρμογή.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι προσφεύγοντες έπρεπε να χρησιμοποιήσουν αυτό το ένδικο μέσο που είχαν πλέον στη διάθεσή τους και/ή οποιαδήποτε άμεσα συναφή προσιτά και αποτελεσματικά ένδικα μέσα ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Επισήμανε δε ότι η ακύρωση των μετοχών και των ομολόγων το 2013 και το 2014 είχε επηρεάσει χιλιάδες και ότι είχε ήδη αποφασίσει σε άλλες υποθέσεις που αφορούσαν συστηματικές παραβιάσεις της Σύμβασης ότι οι προσφεύγοντες θα πρέπει να χρησιμοποιούν όλα τα ένδικα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους σε εθνικό επίπεδο, ακόμη και αν οι προσφυγές είχαν υποβληθεί πριν από την ψήφιση της νέας νομοθεσίας, όπως συνέβη στην προκειμένη περίπτωση.
Όσον αφορά την καταγγελία του πρώτου προσφεύγοντος, η οποία αφορούσε τις πληρωμές τόκων των ομολόγων του και όχι την ακύρωσή τους, το Δικαστήριο σημείωσε ότι δεν είχε υπήρχε καμία διάταξη της νέας νομοθεσίας που θα τον εμπόδιζε να διεκδικήσει αποζημίωση.
Ως εκ τούτου, οι προσφυγές απορρίφθηκαν λόγω «μη εξάντλησης των εθνικών ένδικων μέσων». Αυτό ήταν σύμφωνο με την αρχή ότι οι εθνικές αρχές πρέπει πρώτα να έχουν την ευκαιρία να διορθώσουν μια κατάσταση μέσω του δικού τους νομικού συστήματος.
Το Δικαστήριο τόνισε, ωστόσο, ότι οι αγωγές των πρώην κατόχων ακυρωμένων ομολόγων ή μετοχών θα πρέπει να εκδικαστούν γρήγορα, λαμβάνοντας υπόψη το χρονικό διάστημα που είχε ήδη παρέλθει από τα έκτακτα μέτρα που ελήφθησαν.