ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος – ενάγοντος: …………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Γιάννο (ΑΜ ………. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Της εφεσίβλητης – εναγόμενης: ………, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ρουμπίνη Φαρμάκη (ΑΜ ……… Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 01.10.2020 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2020 και ειδικό …./2020 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 3228/2023 οριστική απόφασή του που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, απέρριψε την αγωγή. Ο εκκαλών – ενάγων προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 08.12.2023 έφεσή του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/14.12.2023 και ειδικό …/14.12.2023 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/14.12.2023 και ειδικό …../14.12.2023, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 3228/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία απορρίφθηκε η από 01.10.2020 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2020 και ειδικό …./2020 αγωγή του εκκαλούντος – ενάγοντος, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η δε κρινόμενη από 08.12.2023 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 14.12.2023, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …../14.12.2023 και ειδικό …../14.12.2023 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 28.09.2023. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα – ενάγοντα το παράβολο των 100,00 ευρώ, που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.
Ο ενάγων στην από 01.10.2020 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2020 και ειδικό …/2020 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εξέθετε ότι μεταξύ αυτού και της εναγόμενης καταρτίσθηκε την 22.06.2017 το υπ’ αριθ. …./2017 προσύμφωνο αγοραπωλησίας ακινήτου της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., δυνάμει του οποίου προσυμφωνήθηκε η πώληση και μεταβίβαση σε αυτόν ενός οικοπέδου με την επ’ αυτού ερειπωμένη διώροφη οικοδομή, που βρίσκεται στη θέση «……..», εντός του οικισμού Χώρας ….., όπως ειδικότερα περιγράφεται στην αγωγή, το οποίο περιήλθε στην εναγόμενη δυνάμει του υπ’ αριθ. ……./1991 πωλητήριου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Μήλου ……… που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κιμώλου στον τόμο … και με αριθμό …., αντί τιμήματος 25.000,00 ευρώ, από το οποίο καταβλήθηκε στην εναγόμενη το μεν ποσό των 3.215,28 ευρώ πριν την υπογραφή του προσυμφώνου, το δε ποσό των 3.784,72 ευρώ κατά την υπογραφή του προσυμφώνου, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 18.000,00 ευρώ συμφωνήθηκε να καταβληθεί κατά την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου, ότι κατόπιν ελέγχου που διενεργήθηκε στο Κτηματολογικό Γραφείο Μήλου διαπιστώθηκε ότι το ακίνητο ευρίσκεται εκτός ορίου ανεκτής απόκλισης ως προς τη θέση και τα όριά του σε σχέση με τα κτηματολογικά στοιχεία, γεγονός που θα καθιστούσε απορριπτέα την αίτηση εγγραφής του πωλητήριου συμβολαίου του ακινήτου στα κτηματολογικά βιβλία, εάν δεν προηγούνταν η διόρθωση των γεωμετρικών στοιχείων που θα ήραν ανωτέρω απόκλιση, ότι για τον λόγο αυτό συμφωνήθηκε με σχετικό όρο του προσυμφώνου αφενός ότι η εναγόμενη ως ιδιοκτήτρια του ακινήτου θα προέβαινε σε όλες τις νόμιμες δικαστικές ενέργειες που προέβλεπε ο Ν. 2664/1998, αφετέρου ότι το οριστικό συμβόλαιο θα καταρτιζόταν αμέσως μόλις θα γινόταν η καταχώρηση στα Κτηματολογικά Φύλλα της δικαστικής απόφασης για την άρση της ανωτέρω απόκλισης, και το αργότερο έως την 30.06.2019, χρονικό διάστημα εντός του οποίου εκτιμήθηκε ότι θα λάμβανε χώρα η καταχώρηση στα Κτηματολογικά Φύλλα, ότι παρά τις συνεχείς οχλήσεις του ιδίου, η εναγόμενη μέσω του συζύγου της που δρούσε ως αντιπρόσωπός της, προέβαλλε διαρκώς κωλύματα, επικαλούμενη τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε ο σύζυγός της, ότι ο ίδιος επέδειξε υπομονή έως και τον Ιούνιο του έτους 2020, οπότε διαπίστωσε ότι δεν είχε γίνει καμιά δικαστική ενέργεια για τη διόρθωση των γεωμετρικών στοιχείων του ακινήτου και την καταχώρηση στα Κτηματολογικά Φύλλα της σχετικής δικαστικής απόφασης, προκειμένου να αρθούν τα εμπόδια και να προχωρήσουν στη σύναψη της οριστικής σύμβασης, ότι την 28.08.2020 η εναγόμενη απέστειλε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην πληρεξούσια δικηγόρο του, με το οποίο τον ενημέρωνε ότι εάν δεν προέβαινε σε εξόφληση αυθημερόν του υπολοίπου τιμήματος των 18.000,00 ευρώ, θα έπαυε να ισχύει η μεταξύ τους συμφωνία αγοραπωλησίας, ότι ακολούθως κοινοποίησε στην εναγόμενη την από 31.08.2020 εξώδικη δήλωσή του, με την οποία την κάλεσε, εντός χρονικού διαστήματος πέντε ημερών, να προσκομίσει ασφαλιστική και φορολογική ενημερότητα καθώς και πιστοποιητικό ΕΝΦΙΑ, προκειμένου να προχωρήσουν στην κατάρτιση του οριστικού συμβολαίου, ότι επιπλέον με την από 28.09.2020 εξώδικη δήλωσή του, γνωστοποίησε στην εναγόμενη ότι σύμφωνα με την υπ’ αριθ. ………/28.09.2020 πράξη κατάθεσης γραμματίου σύστασης παρακαταθήκης του συμβολαιογράφου Νίκαιας ………, κατατέθηκε το υπ’ αριθ. ……../15.09.2020 γραμμάτιο σύστασης παρακαταθήκης ποσού 18.000,00 ευρώ του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, προς εξόφληση του υπολοίπου τιμήματος σύμφωνα με το υπ’ αριθ. ……../2017 προσύμφωνο αγοραπωλησίας ακινήτου, ότι μετά την ολοσχερή εξόφληση του συμφωνηθέντος τιμήματος, έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη και απαιτητή η αξίωσή του προς μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζήτησε, επικαλούμενος την άρνηση της εναγόμενης να συμπράξει στη σύναψη της οριστικής σύμβασης, να καταδικαστεί αυτή σε δήλωση βούλησης με περιεχόμενο τη μεταβίβαση προς αυτόν της κυριότητας του ως άνω ακινήτου, καθώς και να καταδικασθεί αυτή στη μεταβίβαση της κυριότητας του εν λόγω ακινήτου, και να καταδικασθεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 3228/2023 οριστική απόφασή του, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, απέρριψε αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών – ενάγων με την υπό κρίση έφεσή του για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή του στο σύνολό της.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 166 του AK, το προσύμφωνο είναι σύμβαση, με την οποία τα μέρη υποχρεούνται να συνάψουν ορισμένη σύμβαση. Προκύπτει, έτσι, σαφώς ότι το προσύμφωνο, ως παράγον υποχρέωση προς παροχή, συνισταμένη στην κατάρτιση της οριστικής σύμβασης, αποτελεί ενοχική – υποσχετική σύμβαση. Η σύναψη της σκοπούμενης οριστικής σύμβασης επιφέρει απόσβεση της ενοχής εκ του προσυμφώνου. Η εκπλήρωση της ενοχής σε ορισμένο χρονικό σημείο αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της έννοιας της ενοχής. Ο χρόνος αυτός μπορεί να καθορίζεται από το νόμο ή από τη δικαιοπραξία, ειδικά δε όσον αφορά το προσύμφωνο, η πρακτική σημασία του ζητήματος καθορισμού του χρόνου σύναψης της οριστικής σύμβασης συνίσταται, μεταξύ άλλων, στο ότι έκτοτε η απαίτηση καθίσταται ληξιπρόθεσμη και αρχίζει η παραγραφή, η οποία είναι 20ετής. Αναφορικά με τη σημασία, η οποία πρέπει να προσδοθεί στην άπρακτη πάροδο της ορισμένης ημέρας προς σύναψη της οριστικής σύμβασης εκ μέρους, είτε του ενός, είτε αμφοτέρων των μερών του προσυμφώνου, προέχουσα σημασία έχει η προς τούτο βούληση των συμβαλλόμενων μερών. Καταρχήν, η εν λόγω προθεσμία, εφόσον δεν ορίσθηκε διαφορετικά, έχει απλώς τον χαρακτήρα προθεσμίας εκπλήρωσης της παροχής των συμβληθέντων μερών, οπότε η άπρακτη παρέλευσή της δεν επάγεται ανατροπή του προσυμφώνου. Και μετά την πάροδο αυτής της προθεσμίας και μέχρι τη συμπλήρωση της 20ετούς παραγραφής, στην οποία υπόκειται η σχετική αξίωση, μπορεί να ζητηθεί η σύναψη της οριστικής σύμβασης (ΑΠ 16/2022 ΝΟΜΟΣ). Οι συμβαλλόμενοι, όμως, μπορούν να ορίσουν, ρητά ή σιωπηρά, ότι η παρέλευση άπρακτης της ορισθείσας προθεσμίας, ανεξαρτήτως του λόγου που την προκάλεσε, επάγεται ανατροπή του προσυμφώνου και ματαίωση κατάρτισης της οριστικής σύμβασης. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η προθεσμία λειτουργεί ως διαλυτική κατά την έννοια του άρθρου 210 του ΑΚ (ΑΠ 1306/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2356/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 249/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 476/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 388/2014 ΝΟΜΟΣ). Το εάν η προθεσμία αυτή είναι προθεσμία εκπλήρωσης των εκατέρωθεν παροχών, υπό την έννοια της δήλης ημέρας, ή ανατρεπτική ή αποσβεστική προθεσμία που με την παρέλευσή της επέρχεται απόσβεση των εκατέρωθεν υποχρεώσεων και δικαιωμάτων, εξαρτάται από τη βούληση των μερών, για την εξεύρεση της οποίας, εάν οι συμβαλλόμενοι δεν εκφράστηκαν σαφώς, ερμηνεύεται η σύμβαση σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ (ΑΠ 911/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 949/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1851/2009 ΝΟΜΟΣ). Η προσφυγή στις διατάξεις αυτές προϋποθέτει την ύπαρξη κενού ή ασάφειάς στη δικαιοπραξία, που διαπιστώνεται ανελέγκτως από το δικαστήριο, έστω και έμμεσα (ΑΠ 934/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 875/2021 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠατρ 15/2021 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑιγ 18/2020 ΝΟΜΟΣ). Προκειμένου δε περί προσυμφώνου με αντικείμενο την ανάληψη υποχρέωσης προς μεταβίβαση εμπραγμάτου δικαιώματος επί ακινήτου, αυτό πρέπει να περιληφθεί τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 369, 1033, 166 του ΑΚ (ΑΠ 1306/2019 ΝΟΜΟΣ). Κατά κανόνα, επί προσυμφώνου πώλησης ακινήτου, κατά την κατάρτιση του οποίου έχει καταβληθεί μέρος ή ολόκληρο το συμφωνηθέν τίμημα και ο πωλητής παρέδωσε στον αγοραστή την νομή και κατοχή του ακινήτου, η προθεσμία αυτή συνομολογείται ως προθεσμία εκπλήρωσης της παροχής σε ορισμένη δήλη ημέρα (ΕφΠειρ 106/1998 ΕλλΔνη 40. 429, ΕφΑθ 9758/2002 ΕλλΔνη 44. 853), οπότε παρερχομένης αυτής, ο μη επληρώσας τις υποχρεώσεις του από το προσύμφωνο, περιέρχεται σε κατάσταση υπερημερίας οφειλέτη, δικαιουμένου του αντισυμβαλλομένου δανειστή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση για τον λόγο αυτό, αφού τάξει στον οφειλέτη εύλογη προθεσμία εκπλήρωσης δηλώνοντας συνάμα ότι μετά την παρέλευσή της αποκρούει την παροχή. Μέχρι την υπαναχώρηση εξακολουθεί να υφίσταται η σύμβαση και να δημιουργούνται από αυτή δικαιώματα και υποχρεώσεις (αποζημίωση για μη έγκαιρη εκπλήρωση της παροχής), ενώ με την υπαναχώρηση του δανειστή λύνεται η σύμβαση αναδρομικά και αναζητούνται τα εκατέρωθεν δοθέντα σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, ο δε δανειστής δικαιούται εύλογης αποζημίωσης (ΕφΠατρ 306/2004 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθ. 4, 520 παρ.1 και 522 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το έγγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων, αίτηση και τους λόγους αυτής. Και ως προς μεν την αίτηση, αυτή υπάρχει και είναι ορισμένη εάν ζητείται η εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης ως προς όλες ή μερικές από τις διατάξεις της, σχετικώς με το αιτητικό της αγωγής, ανταγωγής, ανακοπής κλπ., οι δε λόγοι έφεσης συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλουμένης απόφασης, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος, είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου. Στα τελευταία ανάγεται και η πλημμελής εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται από τη μνεία ότι εξαιτίας αυτής οδηγήθηκε το δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων περί την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το Εφετείο λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 του ΚΠολΔ) επανεκτιμά εξ υπαρχής την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού, κατ’ άρθρο 534 του ίδιου κώδικα, με βάση την καθολική αυτή επανεκτίμηση και όχι με βάση τα συνδεόμενα με αυτήν μερικότερα παράπονα του εκκαλούντος (ΑΠ 1443/2023 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών – ενάγων με τον δεύτερο λόγο της υπό κρίση έφεσης παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο των ανωτέρω διατάξεων των άρθρων 166 και 210 του AK, ενώ με τον πρώτο και τον τρίτο λόγο της υπό κρίση έφεσης παραπονείται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, και ως εκ τούτου στο δικόγραφο της ένδικης έφεσης διαλαμβάνονται σαφείς και διακριτοί λόγοι, με τους οποίους πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση αφενός για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, αφετέρου για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων περί την εκτίμηση των αποδείξεων, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, αφού το Δικαστήριο τούτο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, επανεκτιμά την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού. Συνεπώς, με το περιεχόμενο αυτό οι λόγοι της υπό κρίση έφεσης είναι ορισμένοι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 520, 118, 119, 120 του ΚΠολΔ, και συνεπώς η έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος είναι παραδεκτή, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εφεσίβλητη – εναγόμενη.
Από την επανεκτίμηση της υπ’ αριθ. …../07.01.2021 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της συμβολαιογράφου Μήλου .………. του μάρτυρος ……….., που λήφθηκε με επιμέλεια της εναγόμενης, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθ. ………../28.12.2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ……..), και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (βλ. ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004. 723), σε συνδυασμό και με τα νέα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και λαμβάνονται υπόψη, αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι κατά την παρ. 2 του άρθρου 529 του ΚΠολΔ λόγοι απόκρουσής τους, μεταξύ των οποίων οι υπ’ αριθ. …/28.05.2024 και …./28.05.2024 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …….. των μαρτύρων ………… και …………., αντίστοιχα, που λήφθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγόμενης (βλ. την υπ’ αριθ. …./22.05.2024 έκθεση επίδοσης του αρμόδιου για τη διενέργεια επιδόσεων υπαλλήλου του Δήμου Μήλου . ….), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Από το έτος 2016, η εναγόμενη, που δεν είχε επαγγελματική απασχόληση (βλ. τις προσκομιζόμενες πράξεις διοικητικού προσδιορισμού φόρου με βάση τις φορολογικές δηλώσεις των ετών 2016, 2017 και 2018 σύμφωνα με τις οποίες η εναγόμενη δήλωνε μηδενικά εισοδήματα από μισθωτή εργασία – συντάξεις) και ο σύζυγός της ………….., που ήταν συνταξιούχος αστυνομικός, αντιμετώπιζαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα, εξαιτίας της μείωσης της σύνταξης του τελευταίου, αλλά και των ασθενειών από τις οποίες έπασχαν, τόσο ο σύζυγος της εναγόμενης (βλ. το προσκομιζόμενο από 13.12.2018 πληροφοριακό σημείωμα του Ρευματολογικού Τμήματος του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ» σύμφωνα με το οποίο εμφάνισε ιστορικό ψωρίασης από εξαετία και λάμβανε φαρμακευτική αγωγή), όσο και η ίδια η εναγόμενη (βλ. την προσκομιζόμενη από 14.09.2017 ιστολογική εξέταση της ιατρού παθολογοανατόμου του Ιδιωτικού Νοσοκομείου «ΙΑΣΩ» σύμφωνα με την οποία παρατηρούνται αλλοιώσεις σύνθετης ενδομητρικής υπερπλασίας χωρίς ατυπία με εκτεταμένες επιθηλιακές μεταπλάσεις). Ειδικότερα, η εναγόμενη και ο σύζυγός της είχαν συσσωρεύσει χρέη προς τις Τράπεζες (βλ. την προσκομιζόμενη από 05.02.2016 αναλυτική βεβαίωση οφειλών της Τράπεζας ΠΕΙΡΑΙΩΣ σύμφωνα με την οποία ο σύζυγος της εναγόμενης είχε οφειλές από στεγαστικά δάνεια ύψους 3.087,83 ευρώ, 62.622,68 ευρώ, 8.015,61 ευρώ και 70.425,22 ευρώ, καθώς και οφειλή από καταναλωτικό δάνειο ύψους 2.309,35 ευρώ, αλλά και την προσκομιζόμενη από 30.09.2014 επιστολή της ΕΘΝΙΚΗΣ Τράπεζας σύμφωνα με την οποία προέκυψε χρεωστικό σε βάρος της εναγόμενης υπόλοιπο από την καταγγελία σύμβασης πίστωσης με ανοικτό – αλληλόχρεο λογαριασμό ύψους 4.835,06 ευρώ), χρέη προς το Ελληνικό Δημόσιο (βλ. το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. πρωτ. ……../26.02.2020 έγγραφο της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, Δ.Ο.Υ. Α’ Πειραιώς προς την ΕΘΝΙΚΗ Τράπεζα με θέμα την άρση της κατάσχεσης εις χείρας της και σε βάρος του οφειλέτη συζύγου της εναγόμενης, λόγω εξόφλησης του 50% της βασικής αρχικής ρυθμιζόμενης οφειλής), χρέη προς την Δ.Ε.Η. (βλ. το προσκομιζόμενο από 05.12.2019 έγγραφο της Δ.Ε.Η. προς την εναγόμενη με θέμα τη ρύθμιση εξόφλησης οφειλών ύψους 1.410,00 ευρώ σε 12 δόσεις) και χρέη προς το Δήμο Μήλου από λογαριασμούς ύδρευσης – αποχέτευσης (βλ. τον προσκομιζόμενο από 01.09.2020 λογαριασμό ύδρευσης – αποχέτευσης του Δήμου Μήλου σύμφωνα με τον οποίο η εναγόμενη είχε προηγούμενες οφειλές ύψους 629,54 ευρώ πλέον προσαυξήσεων ύψους 85,59 ευρώ). Αποδείχθηκε επίσης ότι η θυγατέρα της εναγόμενης και του συζύγου της …………. λειτουργούσε από το έτος 2014 στον ………….. Μήλου κατάστημα τουριστικών ειδών, το οποίο, μετά τη δημοσιονομική κρίση του έτους 2015, είχε καταστεί ζημιογόνο και είχε συσσωρεύσει ζημίες τόσο από οφειλόμενα μισθώματα (βλ. την προσκομιζόμενη από 31.08.2016 εξώδικη διαμαρτυρία – πρόσκληση – δήλωση της εκμισθώτριας και ιδιοκτήτριας του ακινήτου ………. προς τη μισθώτρια ………… και την εναγόμενη ως εγγυήτρια υπέρ αυτής, ευθυνόμενη εις ολόκληρον για την καταβολή των μισθωμάτων, σύμφωνα με την οποία οφείλονταν μισθώματα οκτώ μηνών από τον Ιανουάριο μέχρι και τον Αύγουστο του έτους 2016, συνολικού ποσού 4.558,40 ευρώ), όσο και από οφειλές προς τον Ε.Φ.Κ.Α. (βλ. την προσκομιζόμενη από 23.09.2019 αίτηση ρύθμισης σε δόσεις οφειλών ύψους 2.413,26 ευρώ πλέον τόκων 278,19 ευρώ) και προς τη Δ.Ο.Υ. (βλ. τις προσκομιζόμενες υπ’ αριθ. πρωτ. ……/04.12.2019 και …/04.12.2019 βεβαιώσεις της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων περί αποδέσμευσης μελλοντικών απαιτήσεων που έχουν κατασχεθεί στα χέρια της ΕΘΝΙΚΗΣ Τράπεζας και της Τράπεζας ΠΕΙΡΑΙΩΣ για συνολικές οφειλές ύψους 9.239,55 ευρώ). Προκειμένου να εξοφλήσουν τις ανωτέρω ληξιπρόθεσμες σε βάρος τους απαιτήσεις, η εναγόμενη και ο σύζυγός αποφάσισαν να προβούν στην άμεση πώληση ενός οικοπέδου με την επ’ αυτού ερειπωμένη διώροφη οικοδομή, που βρίσκεται στη θέση «………..», εντός του οικισμού Χώρας …, ιδιοκτησίας της εναγόμενης. Για τον λόγο αυτό, το θέρος του έτους 2016, ο ενάγων, που διαμένει στον Πειραιά και δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στη νήσο ……, ήρθε σε επαφή με τον σύζυγο της εναγόμενης και εκδήλωσε σε αυτόν την πρόθεσή του να αγοράσει το εν λόγω ακίνητο, αντί τιμήματος 40.000,00 ευρώ. Κατά τη συνάντηση του ενάγοντος με τον σύζυγο της εναγόμενης, που έλαβε χώρα μετά την κοινοποίηση της προαναφερόμενης από 31.08.2016 εξώδικης διαμαρτυρίας – πρόσκλησης – δήλωσης της εκμισθώτριας και ιδιοκτήτριας του μίσθιου ακινήτου ……………., γνωστοποιήθηκε στον ενάγοντα ότι η πώληση του ακινήτου είχε επείγοντα χαρακτήρα, λόγω των σοβαρών οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε η οικογένεια της εναγόμενης και της συνακόλουθης επιτακτικής τους ανάγκης προς εξεύρεση χρημάτων. Ακολούθως, ο ενάγων δήλωσε ότι θα μπορούσε να προβεί άμεσα στην αγορά του ακινήτου, αντί τιμήματος 25.000,00 ευρώ, που αντιστοιχούσε στην αντικειμενική αξία του ακινήτου, να αναλάβει ο ίδιος όλα τα έξοδα που θα απαιτούνταν για την πώληση και τη μεταβίβασή του, η οποία θα γινόταν σε συμβολαιογράφο της επιλογής του στον Πειραιά, ενώ αποδέχθηκε την πρόταση του συζύγου της εναγόμενης για καταβολή του ποσού των 10.000,00 ευρώ ως προκαταβολή έναντι του τιμήματος, πριν την υπογραφή της σύμβασης αγοραπωλησίας. Κατόπιν τούτων, η εναγόμενη μετέβη την 23.09.2016 στο γραφείο της συμβολαιογράφου Μήλου …….. και συντάχθηκε το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. ………../23.09.2016 πληρεξούσιο προς τον οικογενειακό της φίλο …….., κάτοικο …. Αττικής, στον οποίο χορήγησε την πληρεξουσιότητα να πωλεί, παραχωρεί, μεταβιβάζει και παραδίδει προς οποιονδήποτε το ανωτέρω ακίνητο που βρίσκεται στη θέση «……….», εντός του οικισμού Χώρας ………., προκειμένου να δύναται αυτός να την εκπροσωπήσει κατά τη σύναψη της οριστικής σύμβασης, καθώς και τυχόν προσυμφώνου, πώλησης και μεταβίβασης του εν λόγω ακινήτου στον ενάγοντα. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι τον Μάρτιο του έτους 2017 η εναγόμενη μετέβη στην Αθήνα για να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις, αλλά και για να ρυθμίσει φορολογικές εκκρεμότητες προς τη Δ.Ο.Υ. Γ’ Πειραιώς, ώστε να λάβει φορολογική ενημερότητα που ήταν απαραίτητη για τη σύναψη του συμβολαίου της πώλησης του ακινήτου προς τον ενάγοντα. Κατά την παραμονή της στην Αθήνα, η εναγόμενη συναντήθηκε με τον ενάγοντα και μετέβησαν μαζί τόσο στη Δ.Ο.Υ. Γ’ Πειραιώς, όπου προέβη σε ρύθμιση των οφειλών της και στην πληρωμή δόσης ύψους 377,15 ευρώ, ποσό που καταβλήθηκε από ενάγοντα, όσο και σε υποκατάστημα της Τράπεζας Alpha Bank στον Πειραιά, όπου προέβη σε εξόφληση της υπ’ αριθ. ….. επιταγής της Τράπεζας Alpha Bank, με ημερομηνία έκδοσης την 28.02.2017, που είχε εκδοθεί από την θυγατέρα της ………., σε διαταγή προμηθευτή της, ποσού 2.838,13 ευρώ, το οποίο επίσης καταβλήθηκε από τον ενάγοντα. Ακολούθως, η εναγόμενη παρέδωσε στον ενάγοντα την προσκομιζόμενη από 03.03.2017 απόδειξη είσπραξης προκαταβολής ποσού 3.215,28 ευρώ (377,15 ευρώ + 2.838,13 ευρώ), έναντι του συμφωνηθέντος τιμήματος για την πώληση του ως άνω ακινήτου. Την 22.06.2017, καταρτίσθηκε μεταξύ της εναγόμενης και του ενάγοντος το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. ……../2017 προσύμφωνο αγοραπωλησίας ακινήτου της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……. ., δυνάμει του οποίου προσυμφωνήθηκε η πώληση και η μεταβίβαση στον ενάγοντα του ανωτέρω ακινήτου, ήτοι ενός οικοπέδου με την επ’ αυτού ερειπωμένη διώροφη οικοδομή, που βρίσκεται στη θέση «……..», εντός του οικισμού Χώρας ………., εμφαίνεται υπό στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-Α στο από 22.10.1991 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ………….., που προσαρτήθηκε στο υπ’ αριθ. ……/27.11.1991 συμβόλαιο της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, έχει επιφάνεια 57,50 τ.μ. και συνορεύει σε πλευρά Α-Β μέτρων 1,35 με κοινοτική οδό, σε πλευρά Β-Γ μέτρων 1, Γ-Δ μέτρων 2,90, Δ-Ε μέτρων 5,60, Ε-Ζ μέτρων 9,45 εν μέρει με ιδιοκτησία …… και εν μέρει με δρόμο, σε πλευρά Ζ-Η μέτρων 1,19, Η-Θ μέτρων 1,47, Θ-Ι μέτρων 2,17 με ιδιοκτησία ………, σε πλευρά Ι-Κ μέτρων 1,75, Κ-Λ-Μ μέτρων 5,80, Μ-Α μέτρων 5,10 με ιδιοκτησία …… και ……….., η δε επ’ αυτού διώροφη οικοδομή έχει συνολική επιφάνεια 65,60 τ.μ., έχει Κ.Α.Ε.Κ. ………., όπως προκύπτει από το προσαρτώμενο στο προσύμφωνο υπ’ αριθ. ………./23.09.2016 απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος του Κτηματολογικού Γραφείου Μήλου. Το ακίνητο αυτό περιήλθε στην εναγόμενη δυνάμει του υπ’ αριθ. ……./1991 πωλητήριου συμβολαίου της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου Μήλου …. που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου … στον τόμο … και με αριθμό ….. Σύμφωνα με σχετικό όρο του προσυμφώνου υπό τον τίτλο «ΤΙΜΗΜΑ – ΤΡΟΠΟΣ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ», το τίμημα συμφωνήθηκε στο ποσό των 25.000,00 ευρώ, το οποίο οι συμβαλλόμενοι θεώρησαν ως δίκαιο, εύλογο και ανάλογο προς την αξία του πωλούμενου ακινήτου, ενώ συμφωνήθηκε ότι η καταβολή του τιμήματος θα γινόταν ως εξής: α) το ποσό των 3.215,28 ευρώ που καταβλήθηκε ήδη από τον ενάγοντα στην εναγόμενη πριν την υπογραφή του προσυμφώνου, β) το ποσό των 3.784,72 ευρώ που καταβλήθηκε κατά την υπογραφή του προσυμφώνου στον πληρεξούσιο της εναγόμενης, . …………, με την υπ’ αριθ. ΓΔ …………. ισόποση τραπεζική επιταγή της Εθνικής Τράπεζας που εκδόθηκε σε διαταγή του ενάγοντος και μεταβιβάσθηκε στον πληρεξούσιο της πωλήτριας με οπισθογράφηση, γ) το υπόλοιπο ποσό των 18.000,00 ευρώ που συμφωνήθηκε να καταβληθεί κατά την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου. Σύμφωνα με σχετικό όρο του προσυμφώνου υπό τον τίτλο «ΧΡΟΝΟΣ», οι συμβαλλόμενοι δήλωσαν ότι κατόπιν ελέγχου ταυτότητας του ακινήτου που διενεργήθηκε στο Κτηματολογικό Γραφείο Μήλου, διαπιστώθηκε ότι το ακίνητο ευρίσκεται εκτός ορίου ανεκτής απόκλισης ως προς τη θέση και τα όριά του σε σχέση με τα κτηματολογικά στοιχεία και ότι τα στοιχεία του ακινήτου, όπως εμφανίστηκαν στο ακριβές τοπογραφικό διάγραμμα που εκπονήθηκε προς τούτο, δεν είναι συμβατά με την μέτρηση και την καταχώρηση του Κτηματολογίου, γεγονός που θα καθιστούσε απορριπτέα την αίτηση εγγραφής του πωλητήριου συμβολαίου του ακινήτου στα κτηματολογικά βιβλία, εάν δεν προηγούνταν η διόρθωση των γεωμετρικών στοιχείων που θα ήραν την ανωτέρω απόκλιση. Κατόπιν τούτων, οι συμβαλλόμενοι συμφώνησαν αφενός ότι η εναγόμενη θα προέβαινε άμεσα σε όλες τις νόμιμες, αναγκαίες δικαστικές ενέργειες που προέβλεπε ο Ν. 2664/1998 ή άλλος σε ισχύ νόμος που θα ήρε τα ανωτέρω εμπόδια, αφετέρου ότι το οριστικό συμβόλαιο θα καταρτιζόταν αμέσως μόλις θα γινόταν η καταχώρηση στα Κτηματολογικά Φύλλα της δικαστικής απόφασης για την άρση της ανωτέρω απόκλισης. Συμφώνησαν επίσης ότι αν καταστεί εφικτή η καταχώρηση του συμβολαίου της πώλησης από το Κτηματολογικό Γραφείο Μήλου, λόγω τροποποίησης της ισχύουσας νομοθεσίας ή έκδοσης σχετικής υπουργικής απόφασης, θα υπογραφεί τότε το οριστικό συμβόλαιο αγοραπωλησίας του ακινήτου. Τέλος, συμφώνησαν ότι το οριστικό συμβόλαιο θα υπογραφεί το αργότερο έως την 30.06.2019, χρονικό διάστημα εντός του οποίου, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, εκτιμήθηκε ότι θα έχει καταχωρηθεί στα Κτηματολογικά Φύλλα του Κτηματολογικού Γραφείου Μήλου η δικαστική απόφαση για την άρση της ανωτέρω απόκλισης, ενώ η πωλήτρια θα κληθεί να υπογράψει το οριστικό συμβόλαιο με απλή τηλεφωνική ή άλλη ειδοποίηση του αγοραστή και αυτή θα υποχρεούται να προσέλθει προσκομίζοντας τη φορολογική της ενημερότητα και τα λοιπά έγγραφα που απαιτούνται από το νόμο για την πώληση του ακινήτου. Σύμφωνα με σχετικό όρο του προσυμφώνου υπό τον τίτλο «ΕΞΟΔΑ», οι συμβαλλόμενοι συμφώνησαν ότι το ήμισυ των εξόδων του προσυμφώνου και το σύνολο των εξόδων του οριστικού συμβολαίου της πώλησης βαρύνουν τον αγοραστή, ενώ συμφωνήθηκε ότι ο αγοραστής θα καταβάλει όλα τα έξοδα (δικαστικά έξοδα, αμοιβή δικηγόρου και δικαστικού επιμελητή κλπ.) που θα απαιτηθούν ώστε να αρθεί η ασυμβατότητα μεταξύ της μέτρησης και της καταχώρησης του Κτηματολογίου, σε σχέση με την πραγματική κατάσταση του ακινήτου, και ότι οι σχετικές δαπάνες δεν αποτελούν μέρος του τιμήματος. Σύμφωνα με σχετικό όρο του προσυμφώνου υπό τον τίτλο «ΑΥΤΟΣΥΜΒΑΣΗ», οι συμβαλλόμενοι συμφώνησαν ότι σε περίπτωση που η πωλήτρια δεν προσέλθει για την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου, κατά τα ανωτέρω, ο αγοραστής μπορεί να την καλέσει με έγγραφη πρόσκληση που θα της κοινοποιηθεί προ δεκαπέντε ημερών με δικαστικό επιμελητή, και αν δεν προσέλθει κατά την ορισθείσα ημέρα και ώρα η ίδια ή ο αντιπρόσωπός της με ειδικό πληρεξούσιο, η πωλήτρια δίνει στον αγοραστή την ανέκκλητη εντολή και πληρεξουσιότητα και το δικαίωμα να υπογράψει το οριστικό συμβόλαιο μόνος του, για λογαριασμό της και στο όνομα της πωλήτριας, δηλαδή να υπογράψει το οριστικό συμβόλαιο με αυτοσύμβαση, σύμφωνα με τα άρθρα 235 επ. του ΑΚ, και με την προϋπόθεση να προσκομισθούν στη συμβολαιογράφο και να επισυναφθούν στο συμβόλαιο, το αποδεικτικό επίδοσης της ανωτέρω πρόσκλησης, καθώς και έγγραφα από τα οποία να προκύπτει η εξόφληση του τιμήματος, δηλαδή οι εξοφλητικές αποδείξεις ή τα γραμμάτια σύστασης παρακαταθήκης, από τα οποία να προκύπτει ότι το υπόλοιπο μέρος του τιμήματος έχει νομίμως παρακατατεθεί στο όνομα της πωλήτριας. Εξάλλου, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι η εναγόμενη, μέσω του συζύγου της που δρούσε ως αντιπρόσωπός της, είχε τακτική επικοινωνία τόσο με την πληρεξούσια δικηγόρο του ενάγοντος, όσο και με τον ίδιο, και επεδίωκε την επίσπευση της διαδικασίας έκδοσης της δικαστικής απόφασης για την άρση της ανωτέρω απόκλισης μεταξύ της μέτρησης και της καταχώρησης του Κτηματολογίου και της πραγματικής κατάστασης του ακινήτου, δοθέντος ότι σύμφωνα με τους προαναφερόμενους όρους του υπ’ αριθ. ……../2017 προσύμφωνου αγοραπωλησίας ακινήτου, η εναγόμενη, ως ιδιοκτήτρια του ακινήτου, είχε αναλάβει την υποχρέωση να προβεί άμεσα σε όλες τις νόμιμες, αναγκαίες δικαστικές ενέργειες που προέβλεπε ο Ν. 2664/1998 ή άλλος σε ισχύ νόμος, ενώ ο ενάγων είχε αναλάβει το σύνολο των εξόδων που απαιτούνταν, ήτοι τα δικαστικά έξοδα και την αμοιβή της δικηγόρου, επιλογής του ενάγοντος, η οποία είχε αναλάβει την υπόθεση. Ωστόσο, τον Ιούνιο του έτους 2020, η εναγόμενη διαπίστωσε ότι δεν είχε γίνει καμιά δικαστική ενέργεια εκ μέρους της δικηγόρου επιλογής του ενάγοντος, για τη διόρθωση των γεωμετρικών στοιχείων του ακινήτου και την καταχώρηση στα Κτηματολογικά Φύλλα της σχετικής δικαστικής απόφασης, προκειμένου να αρθούν τα εμπόδια και να προχωρήσουν στη σύναψη της οριστικής σύμβασης. Τον Αύγουστο του έτους 2020, σε επικοινωνία του ενάγοντος με τον σύζυγο της εναγόμενης, ο τελευταίος διαμαρτυρήθηκε έντονα για τη μη πρόοδο των δικαστικών ενεργειών εκ μέρους της δικηγόρου επιλογής του ενάγοντος, καθώς και για την άπρακτη πάροδο της συμφωνηθείσας προθεσμίας σύναψης της οριστικής σύμβασης αγοραπωλησίας. Ο ενάγων υποσχέθηκε ότι το οριστικό συμβόλαιο θα συνταχθεί εντός του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 2020 και πρότεινε την καταβολή του ποσού των 3.000,00 ευρώ, έναντι του συμφωνηθέντος υπολοίπου τιμήματος, πλην όμως αυτή η πρότασή του δεν έγινε αποδεκτή από την εναγόμενη, η οποία επέμεινε στην άμεση ολοσχερή εξόφληση του τιμήματος, ενώ συναίνεσε στη σύναψη της οριστικής σύμβασης αγοραπωλησίας εντός του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 2020. Την 28.08.2020, η εναγόμενη απέστειλε το προσκομιζόμενο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην πληρεξούσια δικηγόρο του ενάγοντος, με το οποίο, αφού διαμαρτυρήθηκε για την άπρακτη πάροδο της συμφωνηθείσας προθεσμίας σύναψης της οριστικής σύμβασης αγοραπωλησίας, γνωστοποίησε στον ενάγοντα αφενός ότι δεν αποδεχόταν την πρότασή του για κατάθεση στον τραπεζικό της λογαριασμό του υπολοίπου συμφωνηθέντος τιμήματος των 18.000,00 ευρώ και δέσμευση του εν λόγω ποσού μέχρι τη σύναψη του οριστικού συμβολαίου, αφετέρου ότι εάν δεν προέβαινε σε άμεση εξόφληση του υπολοίπου τιμήματος, θα έπαυε να ισχύει η μεταξύ τους συμφωνία αγοραπωλησίας. Ακολούθως, ο ενάγων κοινοποίησε στην εναγόμενη την προσκομιζόμενη από 31.08.2020 εξώδικη δήλωσή του, με την οποία την κάλεσε, εντός χρονικού διαστήματος πέντε ημερών, να προσκομίσει τα έγγραφα που απαιτούνται από το νόμο για την κατάρτιση της οριστικής σύμβασης πώλησης του ακινήτου, ήτοι ασφαλιστική και φορολογική ενημερότητα, καθώς και πιστοποιητικό ΕΝΦΙΑ, ενώ με την προσκομιζόμενη από 28.09.2020 εξώδικη δήλωσή του, γνωστοποίησε στην εναγόμενη ότι σύμφωνα με την υπ’ αριθ. ……../28.09.2020 πράξη κατάθεσης γραμματίου σύστασης παρακαταθήκης του συμβολαιογράφου Νίκαιας ……., κατατέθηκε το υπ’ αριθ. ……./15.09.2020 γραμμάτιο σύστασης παρακαταθήκης, ποσού 18.000,00 ευρώ, του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, προς εξόφληση του υπολοίπου τιμήματος σύμφωνα με το υπ’ αριθ. ………../2017 προσύμφωνο αγοραπωλησίας ακινήτου. Κατόπιν τούτων, από τα αποδειχθέντα ως άνω πραγματικά περιστατικά προέκυψε ότι για το κρίσιμο ζήτημα αναφορικά με τη φύση της προθεσμίας που συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων για τη σύναψη του οριστικού συμβολαίου αγοραπωλησίας του ακινήτου, τα συμβαλλόμενα μέρη δεν όρισαν ρητά με το προσύμφωνο ότι η άπρακτη πάροδος αυτής της προθεσμίας συνεπάγεται την ανατροπή του προσυμφώνου. Εφόσον, λοιπόν, υφίσταται αμφιβολία ως προς την αληθινή έννοια της δικαιοπρακτικής βούλησης των συμβαλλομένων μερών, είναι ζήτημα ερμηνείας, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, το αν η κατάρτιση της οριστικής σύμβασης μπορεί να επιδιωχθεί και μετά από αυτή, διότι η προθεσμία ορίστηκε ως προθεσμία εκπλήρωσης της παροχής, ή αν τα μέρη εξάρτησαν την ανατροπή των αποτελεσμάτων από την πάροδο αυτής, οπότε πρόκειται για προθεσμία διαλυτική. Στην προκειμένη περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη, τη φύση της σύμβασης, το δικαιοπρακτικό σκοπό, τα συμφέροντα των συμβαλλομένων μερών και κυρίως εκείνου, το οποίο αποβλέπει να προστατεύσει ο ερμηνευόμενος όρος, ήτοι την εναγόμενη που επεδίωκε τη συντομότερη δυνατή σύναψη της οριστικής σύμβασης αγοραπωλησίας του ακινήτου της, προκειμένου να εισπράξει το υπόλοιπο του συμφωνηθέντος τιμήματος και να αντιμετωπίσει τις επείγουσες και επιτακτικές οικονομικές της υποχρεώσεις, τη συμπεριφορά που επέδειξαν τα συμβαλλόμενα μέρη, την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, συνάγεται ότι τα συμβαλλόμενα μέρη επιθυμούσαν η προθεσμία να λειτουργήσει ως διαλυτική, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση που παρέλθει άπρακτη να παύσει η ισχύς του προσυμφώνου και να μην υφίστανται αξιώσεις θεμελιούμενες σε αυτό. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου στοιχειοθετείται στα αποδειχθέντα ως άνω πραγματικά περιστατικά, και ιδίως στο γεγονός ότι ο εναγών έλαβε πλήρη γνώση ότι η πώληση του ακινήτου ήταν επείγουσα για την εναγόμενη, λόγω των σοβαρών οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε η οικογένειά της, αιτία για την οποία το τίμημα που συμφωνήθηκε ήταν ιδιαίτερα χαμηλό, στο γεγονός ότι ο ίδιος ο ενάγων ανέλαβε να καλύψει όλα τα έξοδα που θα απαιτούνταν ώστε να αρθεί η ασυμβατότητα μεταξύ της μέτρησης και της καταχώρησης του Κτηματολογίου σε σχέση με την πραγματική κατάσταση του ακινήτου, ήτοι τα δικαστικά έξοδα και την αμοιβή της δικηγόρου, επιλογής του ενάγοντος, η οποία είχε αναλάβει την υπόθεση, καθώς και το σύνολο των εξόδων του οριστικού συμβολαίου της πώλησης, στο γεγονός ότι με την προκαταβολή που καταβλήθηκε από τον ενάγοντα, έναντι του συμφωνηθέντος τιμήματος, πριν τη σύναψη του προσυμφώνου, αντιμετωπίστηκαν επείγουσες οικονομικές υποχρεώσεις της εναγόμενης, κατά την εξόφληση των οποίων ο ίδιος ο ενάγων ήταν παρών και κατέβαλε τα σχετικά ποσά. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι η ρήτρα αυτοσύμβασης που είχε περιληφθεί στο προσύμφωνο ήταν άνευ αντικειμένου, δεδομένου ότι, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, ήταν απορριπτέα οποιαδήποτε αίτηση εγγραφής πωλητήριου συμβολαίου του επίδικου ακινήτου στα κτηματολογικά βιβλία, εάν δεν είχε προηγηθεί η διόρθωση των γεωμετρικών στοιχείων του ακινήτου και η άρση της απόκλισης μεταξύ της μέτρησης και της καταχώρησης του Κτηματολογίου και της πραγματικής κατάστασης του ακινήτου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού δέχθηκε ότι η προθεσμία που συμφωνήθηκε με το υπ’ αριθ. ………./2017 προσύμφωνο αγοραπωλησίας ακινήτου ήταν διαλυτική, και όχι προθεσμία εκπλήρωσης, και ότι μετά την άπρακτη παρέλευσή της έπαυσε η ισχύς του προσυμφώνου, με έννομη συνέπεια να μην υφίσταται ενεργός αξίωση του ενάγοντος για κατάρτιση της οριστικής σύμβασης, στη συνέχεια απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, δεν προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ορθά έκρινε, και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εκκαλούντος-ενάγοντος που διαλαμβάνονται στον πρώτο, στον δεύτερο και στον τρίτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η από 08.12.2023 έφεση κατ’ ουσίαν, ενώ τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης – εναγόμενης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος – ενάγοντος, λόγω της ήττας του (άρθρα 106, 176 και 183 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό. Επίσης, δεδομένου ότι η ένδικη έφεση απορρίπτεται, πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο, κατ’ άρθρο 495 του ΚΠολΔ, το παράβολο για το παραδεκτό της έφεσης που προκατέβαλε ο εκκαλών – ενάγων, λόγω της ήττας του.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 08.12.2023 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 3228/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Επιβάλει σε βάρος του εκκαλούντος – ενάγοντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης – εναγόμενης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400,00) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατό (100,00) ευρώ, που καταβλήθηκε από τον εκκαλούντα – ενάγοντα κατά την άσκηση της έφεσής του με το υπ’ αριθ. ………../2023 ηλεκτρονικό παράβολο.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 18.7.2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ