ΑΠΟΦΑΣΗ
Botticelli κ.α. κατά Ιταλίας της 20.03.2025 (προσφ. αριθ. 3272/24 και 8 άλλες)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι προσφεύγοντες διαμαρτυρήθηκαν για τη μη εκτέλεση ή την καθυστερημένη εκτέλεση αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων. Οι προσφεύγοντες υπέβαλαν προσφυγή βάσει του άρθρου 6 § 1, σχετικά με την αδυναμία εκτέλεσης των εν λόγω αποφάσεων, δυνάμει του ΝΔ με αριθ. 267/2000, καθώς και καταγγελία βάσει του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Κατά το Δικαστήριο η εκτέλεση της απόφασης οποιουδήποτε δικαστηρίου πρέπει να θεωρείται αναπόσπαστο μέρος της «διαδικασίας» της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 παρ. 1) και διαπίστωσε ότι οι δικαστικές αποφάσεις υπέρ των προσφευγόντων παρέμειναν ανεκτέλεστες επί σειρά ετών. Επιπλέον οι προσφεύγοντες δεν ήταν σε θέση να κινήσουν διαδικασία εκτέλεσης βάσει της εθνικής νομοθεσίας.
Το Δικαστήριο στηριζόμενο στην πάγια νομολογία του, εκτίμησε ότι οι αρχές δεν κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια για να εξασφαλίσουν την πλήρη και έγκαιρη εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων υπέρ των προσφευγόντων και περιόρισαν δυσανάλογα το δικαίωμα πρόσβασής τους σε δικαστήριο.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6 παρ. 1
Άρθρο 1 ΠΠΠ
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Λόγω της ομοιότητας των προσφυγών, το Δικαστήριο έκρινε σκόπιμο να τις εξετάσει μαζί με μία και μόνη απόφαση.
ΑΡΘΡΑ 6 § 1 ΕΣΔΑ ΚΑΙ ΑΡΘΡΟ 1 ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ
Οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν κυρίως για την μη εκτέλεση ή την καθυστερημένη εκτέλεση των εθνικών δικαστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν υπέρ τους, καθώς και για την αδυναμία άσκησης προσφυγής για την εκτέλεση των αποφάσεων αυτών. Επικαλέστηκαν το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η εκτέλεση απόφασης οποιουδήποτε δικαστηρίου πρέπει να θεωρείται αναπόσπαστο μέρος της «διαδικασίας» κατά την έννοια του άρθρου 6. Παρέπεμψε επίσης στη νομολογία του σχετικά με την μη εκτέλεση ή την καθυστερημένη εκτέλεση αμετάκλητων εγχώριων δικαστικών αποφάσεων (Hornsby κατά Ελλάδας της 19.03.1997, § 40).
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρείχαν τα μέρη, οι εθνικές αποφάσεις υπέρ των προσφευγόντων παρέμειναν ανεκτέλεστες επί σειρά ετών. Επιπλέον, δυνάμει του ΝΔ με αριθ. 267/2000, οι προσφεύγοντες δεν ήταν σε θέση να κινήσουν διαδικασία εκτέλεσης.
Στις κορυφαίες αποφάσεις De Luca κατά Ιταλίας της 24.09.2013, αριθ. 43870/04, Pennino κατά Ιταλίας της 24.09.2013, αριθ. 43892/04, Ventorino κατά Ιταλίας της 17.05.2011, αριθ. 357/07, De Trana κατά Ιταλίας της 16.10.20017, αριθ. 64215/01, Nicola Silvestri κατά Ιταλίας της 09.06.2009, αριθ. 16861/02 και Antonetto κατά Ιταλίας της 20.07.2000, αριθ. 15918/89, το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση σε σχέση με ζητήματα παρόμοια με τα επίμαχα της επίδικης υπόθεσης.
Αφού εξέτασε όλο το υλικό που του υποβλήθηκε, το Δικαστήριο δεν μπορεί να βρει κανένα γεγονός ή επιχείρημα ικανό να το πείσει να καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα ως προς το παραδεκτό και την ουσία των εν λόγω καταγγελιών. Λαμβάνοντας υπόψη τη σχετική νομολογία του, εκτίμησε ότι στην επίδικη περίπτωση οι αρχές δεν κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια για να εξασφαλίσουν την πλήρη και έγκαιρη εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων υπέρ των προσφευγόντων και περιόρισαν δυσανάλογα το δικαίωμα πρόσβασης των προσφευγόντων σε δικαστήριο.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι οι εν λόγω προσφυγές ήταν παραδεκτές και υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 λόγω της μη εκτέλεσης της εγχώριας δικαστικής απόφασης και παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης των προσφευγόντων σε δικαστήριο.
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν ήταν αναγκαίο να εξετάσει χωριστά την προσφυγή των προσφευγόντων βάσει του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.