ΑΠΟΦΑΣΗ
Vincenzo Giudice κ.α. κατά Ελλάδας της 27.03.2025 (προσφ. αρ. 29017/18)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι προσφεύγοντες άσκησαν αγωγή αποζημίωσης για ένα ατύχημα (βύθιση) που υπέστη το πλοίο τους. Οι δύο πρώτες εναγόμενες εταιρείες όταν εκδικάστηκε η αγωγή προέβαλαν ένσταση βάσει του άρθρου 169 του ΚΠολΔ, ζητώντας να υποχρεωθούν οι ενάγοντες να καταβάλουν εγγύηση για τα δικαστικά έξοδα. Το Πρωτοδικείο Πειραιώς με προδικαστική απόφαση του έκανε δεκτή την ένσταση, και διέταξε τους ενάγοντες να καταβάλλουν εγγύηση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων εντός προθεσμίας τριών μηνών από την επίδοση της απόφασης. Οι ενάγοντες – προσφεύγοντες δεν κατέβαλαν την εγγύηση. Στη συνέχεια το Πρωτοδικείο Πειραιά με την με αριθ. 5709/2008 απόφασή του της 17.12.2008 έκρινε ότι η αγωγή κατά των δύο εταιρειών είχε αποσυρθεί σύμφωνα με το άρθρο 172 του ΚΠολΔ. Στις 14 Σεπτεμβρίου 2010 το Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την με αριθ. 5181/2010 απόφαση με την οποία κήρυξε απαράδεκτη την αγωγή όσον αφορά τις δύο εταιρείες.
Οι προσφεύγοντες προσέφυγαν στο ΕΔΔΑ ισχυρισθέντες έλλειψη πρόσβασης σε δικαστήριο, μετά την απόρριψη της αγωγής τους λόγω μη καταβολής εγγύησης για τα δικαστικά έξοδα.
Κατά το Δικαστήριο του Στρασβούργου όταν ο προσφεύγων προσφεύγει σε ένδικο μέσο που είναι εξαρχής καταδικασμένο σε αποτυχία, η απόφαση επί του εν λόγω ένδικου μέσου δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό της προθεσμίας υποβολής της προσφυγής.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι ο κανόνας της προθεσμίας για την άσκηση της προσφυγής είναι κανόνας δημόσιας τάξης, τον οποίο, εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως, ακόμη και αν δεν προβάλλεται τέτοια ένσταση από την Κυβέρνηση.
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι οι αιτιάσεις των προσφευγόντων αφορούσαν αποκλειστικά την απόρριψη της αγωγής τους όσον αφορά τις δύο εναγόμενες εταιρείες, οι οποίες είχαν ζητήσει την καταβολή εγγύησης βάσει του άρθρου 169 του ΚΠολΔ. Έτσι, η καταγγελλόμενη επέμβαση έλαβε χώρα με την με αριθ. 5709/2008 απόφασης του Πρωτοδικείου Πειραιά της 17.12.2008, η οποία απεφάνθη ότι η αγωγή των προσφευγόντων ανακλήθηκε, όσον αφορά τις δύο εταιρείες, σύμφωνα με το άρθρο 172 του ΚΠολΔ.
Οι προσφεύγοντες προσέβαλαν την απόφαση με αριθ. 5709/2008 με ένδικα μέσα. Ωστόσο, τα εθνικά δικαστήρια κατέστησαν σαφές ότι οι εν λόγω αγωγές ήταν απαράδεκτες, δεδομένου ότι η απόφαση με αριθ. 5709/2008 ήταν οριστική απόφαση και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να ανακληθεί. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η ερμηνεία που έδωσαν τα εθνικά δικαστήρια προέκυψε από την σαφή διάταξη του άρθρου 309 του ΚΠολΔ και οι προσφεύγοντες δεν ισχυρίστηκαν ότι οι ανωτέρω δικονομικοί περιορισμοί δεν ήταν σαφείς ή προβλέψιμοι γι’ αυτούς.
Το Δικαστήριο θεώρησε ότι οι προσφεύγοντες έκαναν χρήση ένδικων μέσων που δεν ήταν κατάλληλα για να προσφέρουν αποτελεσματική επανόρθωση όσον αφορά την καταγγελία τους και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό της προθεσμίας άσκησης προσφυγής.
Έτσι, η απόφαση με αριθ. 5709/2008 του Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 2008 ήταν η αμετάκλητη απόφαση σε εθνικό επίπεδο όσον αφορά την καταγγελία των προσφευγόντων. Με δεδομένο ότι η προσφυγή ασκήθηκε στις 14 Ιουνίου 2018, δηλαδή σε χρόνο πολύ μεταγενέστερο της (τότε ισχύουσας) εξάμηνης προθεσμίας η προσφυγή εισήχθη εκπρόθεσμα στο Δικαστήριο.
Το ΕΔΔΑ κήρυξε απαράδεκτη την προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 35 §§ 1 και 4 της Σύμβασης.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο πρώτος προσφεύγων είναι ιδιοκτήτης, πλοίαρχος και μηχανικός του αλιευτικού πλοίου με την επωνυμία «LUISA» και οι δεύτερος και ο τρίτος ήταν μέλη του πληρώματός του. Τον Φεβρουάριο του 2004 το πλοίο τους ενεπλάκη σε ατύχημα με άλλο πλοίο με την επωνυμία «CMA VGM ELBE», το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τη βύθιση του πρώτου.
Τον Ιούλιο του 2005 οι προσφεύγοντες άσκησαν αγωγή αποζημίωσης κατά της εταιρείας στην οποία ανήκε το «CMA VGM ELBE» («LACEY NAVIGATION Inc»), του αντιπροσώπου της στην Ελλάδα («DANAOS SHIPPING»), καθώς και του αξιωματικού υπηρεσίας D.Z. και του κυβερνήτη του πλοίου C.T. Ο πρώτος προσφεύγων ζήτησε αποζημίωση ύψους 770.979,57 ευρώ, ο δεύτερος ζήτησε 104.956,72 ευρώ και ο τρίτος 99.956 ευρώ.
Στις 19 Σεπτεμβρίου 2006 εκδικάστηκε η αγωγή ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Η πρώτη και η δεύτερη εναγόμενη («οι δύο εταιρείες») προέβαλαν προδικαστική ένσταση βάσει του άρθρου 169 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ζητώντας να υποχρεωθούν οι προσφεύγοντες να καταβάλουν εγγύηση για τα δικαστικά έξοδα.
Κατόπιν της ένστασης αυτής, το Πρωτοδικείο Πειραιώς εξέδωσε την με αριθ. 5655/2006 προδικαστική απόφαση της 24 Νοεμβρίου 2006, με την οποία ανέστειλε τη διαδικασία κατά των δύο εταιρειών και διέταξε τους προσφεύγοντες – ενάγοντες να καταβάλουν εγγύηση. Η εγγύηση θα έπρεπε να καταβληθεί στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και ανερχόταν σε 23.150 ευρώ για τον πρώτο προσφεύγοντα, 3.150 ευρώ για το δεύτερο και 3.000 ευρώ για τον τρίτο. Οι προσφεύγοντες έλαβαν προθεσμία τριών μηνών για την κατάθεσή τους, αρχής γενομένης από την επίδοση της απόφασης, στις 3 Μαΐου 2007.
Στις 26 Νοεμβρίου 2007, επειδή οι προσφεύγοντες δεν κατέβαλαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας, οι δύο εταιρείες ζήτησαν από το εθνικό δικαστήριο να θεωρήσει ότι η αγωγή ανακλήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 172 του ΚΠολΔ. Η ακρόαση για την εξέταση του αιτήματος των δύο εταιρειών ορίστηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά στις 27 Μαΐου 2008.
Στις 20 Μαΐου 2008 οι προσφεύγοντες υπέβαλαν ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου αίτηση παροχής νομικής συνδρομής (ευεργέτημα πενίας). Σε συνδυασμό με αυτήν, ζήτησαν να απαλλαγούν από την υποχρέωση καταβολής της εγγύησης. Η ακρόαση ορίστηκε επίσης για τις 27 Μαΐου 2008.
Το Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε στη συνέχεια δύο ξεχωριστές αποφάσεις. Όσον αφορά την αίτηση των προσφευγόντων για παροχή νομικής συνδρομής, αυτή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με την με αριθ. 5711/2008 απόφαση της 17 Δεκεμβρίου 2008 λόγω εκπρόθεσμης υποβολής. Το εθνικό δικαστήριο σημείωσε ότι η αίτηση υποβλήθηκε τον Μάιο του 2008, ενώ θα έπρεπε να είχε υποβληθεί το αργότερο στις 20 Ιουλίου 2007, δηλαδή 15 ημέρες πριν από την εκπνοή της αρχικής προθεσμίας που είχε οριστεί για την καταβολή της εγγύησης στις 3 Αυγούστου 2007. Το αίτημα των δύο εταιρειών έγινε δεκτό με την απόφαση αριθ. 5709/2008 της 17 Δεκεμβρίου 2008. Η τελευταία έκρινε ότι η αγωγή των προσφευγόντων κατά των δύο εταιρειών θεωρήθηκε ότι έχει αποσυρθεί σύμφωνα με το άρθρο 172 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Κατόπιν αυτών των εξελίξεων, στις 19 Ιανουαρίου 2010 ορίστηκε δικάσιμος για την εξέταση της αρχικής αγωγής των προσφευγόντων. Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν, μεταξύ άλλων, ότι η υποχρέωση καταβολής των ποσών που διατάχθηκαν ως εγγυήσεις παραβίασε το δικαίωμά τους πρόσβασης στο δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και ζήτησαν να ακυρωθούν οι αποφάσεις με αριθ. 5655/2006 και 5709/2008 του Πρωτοδικείου Πειραιά.
Στις 14 Σεπτεμβρίου 2010 το Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την με αριθ. 5181/2010 απόφαση με την οποία κήρυξε απαράδεκτη την αγωγή όσον αφορά τις δύο εταιρείες. Ως προς τις υπόλοιπες δύο εναγόμενες κρίθηκε παραδεκτή και απορρίφθηκε κατ’ ουσία. Όσον αφορά το απαράδεκτο μέρος, επανέλαβε ότι η αγωγή των προσφευγόντων κατά των δύο εταιρειών είχε ήδη θεωρηθεί ως αποσυρθεί με την υπ’ αριθ. 5709/2008 απόφασή του, η οποία ήταν τελεσίδικη και δεν υπόκειται σε κατάργηση.
Οι προσφεύγοντες άσκησαν έφεση κατά της απόφασης με αριθ. 5181/2010 επαναλαμβάνοντας τα επιχειρήματά τους σχετικά με το παραδεκτό της αγωγής τους κατά των δύο εταιρειών. Με την απόφαση 461/2014 της 25 Ιουνίου 2014, το Εφετείο Πειραιώς επικύρωσε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου περί απαραδέκτου και έκανε δεκτή την έφεση των προσφευγόντων όσον αφορά την τρίτη και την τέταρτη εναγομένη (D.Z. και C.T.) και τους επιδίκασε συνολικά 329.190,50 ευρώ ως αποζημίωση.
Οι προσφεύγοντες άσκησαν αναίρεση κατά της απόφασης αυτής καθώς και κατά των υπ’ αριθ. 5655/2006 και 5181/2010 αποφάσεων του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επανέφεραν τα παραπάνω παράπονα για την υποτιθέμενη παραβίαση του δικαιώματός τους πρόσβασης στο δικαστήριο λόγω της απόρριψης της αγωγής τους έναντι των δύο εταιρειών. Στις 27 Νοεμβρίου 2017 το Ακυρωτικό Δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 1925/2017 απόφασή του απέρριψε την έφεσή τους. Όσον αφορά τις αποφάσεις του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, έκρινε ότι δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα. Όσον αφορά την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το τελευταίο εξέτασε τα επιχειρήματα των προσφευγόντων σχετικά με την απόρριψη της αγωγής τους όσον αφορά τις δύο εταιρείες και τα απέρριψε με σαφή αιτιολογία.
Οι προσφεύγοντες πρόσβασης σε δικαστήριο λόγω της απόρριψης της αγωγής τους κατά των δύο εταιρειών εξαιτίας της μη καταβολής της εγγύησης. Κατά συνέπεια, ισχυρίζονται ότι ενώ τους επιδικάστηκαν 329.190,50 ευρώ από τα εθνικά δικαστήρια, δεν ήταν δυνατόν να εκτελέσουν την απόφαση κατά των δύο φυσικών προσώπων λόγω της έλλειψης περιουσιακών στοιχείων των τελευταίων.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 παρ. 1
Άρθρο 35
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι, στο πλαίσιο της εκτίμησης του κατά πόσον ένας προσφεύγων έχει συμμορφωθεί με το άρθρο 35 § 1 (προϋποθέσεις παραδεκτού), οι απαιτήσεις που περιέχονται στο εν λόγω άρθρο σχετικά με την εξάντληση των εθνικών ένδικων μέσων και την προθεσμία για την υποβολή των προσφυγών είναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους. Αυτό συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι η «τελεσίδικη απόφαση», από την ημερομηνία της οποίας αρχίζει να τρέχει η προθεσμία για την υποβολή της προσφυγής είναι η απόφαση που λαμβάνεται σε σχέση με ένα ένδικο μέσο το οποίο είναι κανονικό και αποτελεσματικό όσον αφορά την καταγγελία του προσφεύγοντος. Διαφορετικά, ο προσφεύγων θα μπορούσε να παρατείνει την αυστηρή προθεσμία που επιβάλλει η Σύμβαση, επιδιώκοντας να υποβάλει ακατάλληλες ή εσφαλμένες προσφυγές σε όργανα ή θεσμούς που δεν έχουν εξουσία ή αρμοδιότητα να προσφέρουν αποτελεσματική επανόρθωση για την επίμαχη καταγγελία (βλ. Lopes de Sousa Fernandes κατά Πορτογαλίας της 19.12.2017 [GC], αριθ. προσφ. 56080/13, §§ 130-32 και Fernie κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 05.01.2006 (dec.), αριθ. 14881/04).
Στις περιπτώσεις στις οποίες ο προσφεύγων προσφεύγει σε ένδικο μέσο που είναι εξαρχής καταδικασμένο σε αποτυχία, η απόφαση επί του εν λόγω ένδικου μέσου δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό της προθεσμίας υποβολής της προσφυγής (βλ. π.χ. Musayeva κ.λπ. κατά Ρωσίας της 01.06.2006 (dec.), αριθ. προσφ. 74239/01 και Rezgui κατά Γαλλίας (dec.), αριθ. προσφ. 49859/99).
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι ο κανόνας των έξι μηνών είναι κανόνας δημόσιας τάξης, τον οποίο, ως εκ τούτου, μπορεί να εφαρμόσει αυτεπαγγέλτως, ακόμη και αν δεν προβάλλεται τέτοια ένσταση από την Κυβέρνηση (βλ. Sabri Güneş κατά Τουρκίας της 29.06.2012 [GC], αριθ. 27396/06, § 29).
Όσον αφορά την επίδικη υπόθεση, το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι αιτιάσεις των προσφευγόντων αφορούσαν αποκλειστικά την απόρριψη της αγωγής τους όσον αφορά τις δύο εναγόμενες εταιρείες, οι οποίες είχαν ζητήσει την καταβολή εγγύησης βάσει του άρθρου 169 του ΚΠολΔ. Ως εκ τούτου, η καταγγελλόμενη επέμβαση έλαβε χώρα με την επίδοση της με αριθ. 5709/2008 απόφασης του Πρωτοδικείου Πειραιά της 17 Δεκεμβρίου 2008, η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αγωγή των προσφευγόντων πρέπει να θεωρηθεί ως ανακληθείσα όσον αφορά τις δύο εταιρείες σύμφωνα με το άρθρο 172 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Όπως επισήμανε η Κυβέρνηση, οι προσφεύγοντες προσέβαλαν την απόφαση με αριθ. 5709/2008 μόνο στο πλαίσιο περαιτέρω διαδικασίας. Στο πλαίσιο αυτό, ωστόσο, τα εθνικά δικαστήρια κατέστησαν σαφές ότι οι εν λόγω αγωγές ήταν απαράδεκτες, δεδομένου ότι η απόφαση με αριθ. 5709/2008 ήταν οριστική απόφαση και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να ανακληθεί. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η ερμηνεία που έδωσαν τα εθνικά δικαστήρια προέκυψε από σαφή νομοθετική διάταξη, ήτοι από το άρθρο 309 του ΚΠολΔ . Περαιτέρω, οι προσφεύγοντες δεν ισχυρίστηκαν ότι οι ανωτέρω δικονομικοί περιορισμοί δεν ήταν σαφείς ή προβλέψιμοι γι’ αυτούς. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο θεώρησε ότι οι προσφεύγοντες έκαναν χρήση ένδικων μέσων που δεν ήταν κατάλληλα για να προσφέρουν αποτελεσματική επανόρθωση όσον αφορά την καταγγελία τους και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό της εξάμηνης προθεσμίας (βλ. Jørgensen κ.α. κατά Δανίας της 28.06.2016 (dec.), αριθ. 30173/12, § 63).
Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω σκέψεων, η απόφαση με αριθ. 5709/2008 του Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 2008 πρέπει να θεωρηθεί ως η «τελεσίδικη» απόφαση σε εθνικό επίπεδο όσον αφορά την καταγγελία των προσφευγόντων. Δεδομένου ότι η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε σε χρόνο μεγαλύτερο των έξι μηνών πριν από την ημερομηνία εισαγωγής της προσφυγής στο Δικαστήριο, ήτοι στις 14 Ιουνίου 2018, και δεν προέκυψε ότι υπήρξαν άλλα μεταγενέστερα γεγονότα που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την εκπνοή της εξάμηνης προθεσμίας, προέκυψε ότι η προσφυγή εισήχθη εκπρόθεσμα στο Δικαστήριο.
Το ΕΔΔΑ κήρυξε απαράδεκτη την προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 35 §§ 1 και 4 της Σύμβασης.