Αριθμός 665/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Ελευθέριο Σισμανίδη – Εισηγητή, Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο και Γεώργιο Παπαγεωργίου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαρτίου 2024, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Χρήστου Μπαρδάκη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Ι. Σ. του Ά., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αγγελο Πάρσαλη, για αναίρεση της υπ’αριθμ. 45/2023 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Λαμίας (συνεδριάζοντος στη μεταβατική έδρα Λιβαδειάς). Με υποστηρίζουσα την κατηγορία την Λ. Ρ. του Α., κάτοικο …, η οποία παραστάθηκε αυτοπροσώπως, χωρίς να έχει την ιδιότητα του δικηγόρου. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Λαμίας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Ιανουαρίου 2024 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε με δήλωση, που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 29.01.2024, έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου …/2024 και η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …/24.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν τα έξοδα στον αναιρεσείοντα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η διάταξη του άρθρου 512 παρ. 1 εδ. γ’ του ισχύοντος από 1-7-2019 Κ.Ποιν.Δ., που κυρώθηκε με το Ν. 4620/2019 (Φ.Ε.Κ. 96/11-6-2019, τεύχος πρώτο), ορίζει ότι: “Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους υπόλοιπους διαδίκους, με κλήση που επιδίδεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 155 – 162 και εντός της προθεσμίας του άρθρου 166, στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου ή στην Ολομέλειά του.”. Κατά την ανωτέρω διάταξη ως “υπόλοιποι” διάδικοι, οι οποίοι πρέπει να καλούνται στη συζήτηση της αναίρεσης, θεωρούνται όλοι εκείνοι, οι οποίοι νομίμως απέκτησαν την ιδιότητα αυτή, δηλαδή του διαδίκου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο υποστηρίζων την κατηγορία, ο οποίος πρέπει να καλείται, για να παραστεί στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, κατά τη συζήτηση της αίτησης που άσκησε ο κατηγορούμενος, με αντικείμενο την αναίρεση της καταδικαστικής σε βάρος του απόφασης, καθόσον το έννομο συμφέρον του (υποστηρίζοντος την κατηγορία) είναι προφανές να υπερασπιστεί την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 512 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι, στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο.
Συνεπώς, ο υποστηρίζων την κατηγορία στη συζήτηση στον Άρειο Πάγο πρέπει να παρίσταται με συνήγορο (δικηγόρο), ο οποίος διορίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 89 παρ. 2 του ίδιου κώδικα, με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά της συνεδρίασης, ή εκπροσωπείται από συνήγορο, που έχει διοριστεί με έγγραφη δήλωση, κατά τις διατυπώσεις του άρθρου 42 παρ. 2 εδ. β’ και γ’ του ανωτέρω κώδικα. Ο διορισμός παρέχει στον συνήγορο την εξουσία να εκπροσωπεί τον διάδικο σε όλες τις διαδικαστικές πράξεις, που αφορούν στη συγκεκριμένη ποινική υπόθεση, εκτός αν η πληρεξουσιότητα παρέχεται για ορισμένες μόνον από τις πράξεις αυτές. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι, αν κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης ο υποστηρίζων την κατηγορία δεν παρασταθεί με συνήγορο ή δεν εκπροσωπηθεί από συνήγορο, νομίμως εξουσιοδοτημένο προς τούτο, αλλά αυτοπροσώπως, χωρίς ο ίδιος να έχει την ιδιότητα του δικηγόρου, εγγεγραμμένου σε οποιονδήποτε Δικηγορικό Σύλλογο της χώρας ή άλλης χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θεωρείται μη προσήκουσα η παράστασή του και ότι δεν εμφανίστηκε στη συζήτηση της υπόθεσης (Α.Π. 646/2023, Α.Π. 564/2021, Α.Π. 1283/2020), δηλαδή, παρά τη φυσική παρουσία του, θεωρείται δικονομικά απών.
ΙΙ. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 155 παρ. 1 και 2 του ισχύοντος από 1-7-2019 Κ.Ποιν.Δ., η επίδοση γίνεται με παράδοση του εγγράφου στα χέρια του ενδιαφερομένου διαδίκου από ποινικό ή δικαστικό επιμελητή ή σε περίπτωση που δεν υπάρχουν, από όργανο της δημόσιας δύναμης, αν δε αυτός που κάνει την επίδοση δεν βρίσκει τον ενδιαφερόμενο στον τόπο της διαμονής ή της κατοικίας του ή του καταστήματος ή στον τόπο όπου εργάζεται τούτος, εγχειρίζει το έγγραφο σε κάποιον από εκείνους που, έστω και προσωρινά, διαμένουν μαζί του ή στους οικιακούς βοηθούς του ή στον θυρωρό της κατοικίας που μένει ή στον διευθυντή ή σε κάποιον από όσους εργάζονται στον ίδιο τόπο. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 166 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία εμφάνισης των διαδίκων, των μαρτύρων και πραγματογνωμόνων στο ακροατήριο ορίζεται σε δεκαπέντε (15) ημέρες, αν δε αυτός που κλητεύεται διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστης διαμονής η παραπάνω προθεσμία είναι τριάντα (30) ημερών, όταν η διαμονή του βρίσκεται σε χώρα της Ευρώπης ή της Μεσογείου, εξήντα (60) δε ημερών σε κάθε άλλη περίπτωση, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 169 παρ. 1 του ίδιου ανωτέρω Κ.Ποιν.Δ., ο εισαγγελέας που διατάσσει την επίδοση της κλήσης μπορεί, αν συντρέχουν, κατά την κρίση του, κίνδυνος παραγραφής ή άλλοι εξαιρετικοί λόγοι που μνημονεύονται στην παραγγελία προς επίδοση, να συντμήσει την προθεσμία εμφάνισης στο ακροατήριο των ανωτέρω προσώπων σε οκτώ (8) ημέρες, κατ’ ανώτατο όριο, εφόσον πρόκειται για πρόσωπα γνωστής διαμονής. Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, αν κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανιστεί στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου ο υποστηρίζων την κατηγορία, ήτοι δεν εμφανιστεί ή δεν εμφανιστεί προσηκόντως με συνήγορο ή δεν εκπροσωπηθεί από συνήγορο, αν και κλητεύθηκε νόμιμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του ανωτέρω άρθρου 155 του Κ.Ποιν.Δ., εντός της προθεσμίας που ορίζει το άρθρο 166 ή του άρθρου 169, σε περίπτωση κινδύνου παραγραφής, του ιδίου παραπάνω Κ.Ποιν.Δ., για να παραστεί, η συζήτηση της υπόθεσης προχωρεί κανονικά, σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 515 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ.).
ΙΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, η κρινόμενη, από 29-1-2024, δήλωση (αίτηση) του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, Ι. Σ. του Ά. και της Μ., κατοίκου … (συμβολή των οδών ….αρ. … και …), για αναίρεση της υπ’ αρ. 45/4-12-2023 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Λαμίας (συνεδριάζοντος στη μεταβατική έδρα Λειβαδιάς), που δίκασε σε δεύτερο βαθμό και καταδίκασε αυτόν (αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο), για την αξιόποινη πράξη της παράνομης διακοπής εγκυμοσύνης ανήλικης, χωρίς τη συναίνεση των γονέων της (ανήλικης), σε ποινή φυλάκισης δεκαοκτώ (18) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία, ασκήθηκε νομότυπα [από τον Άγγελο Πάρσαλη, δικηγόρο Αθηνών (Α.Μ. 11247), για λογαριασμό του (αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου), δυνάμει της από 26-1-2024 εξουσιοδότησής του, το γνήσιο της υπογραφής του επί της οποίας θεωρήθηκε, κατ’ άρθρο 42 παρ. 2 εδ. γ’ του Κ.Ποιν.Δ., αυθημερόν (26-1-2024), από την Δήμητρα Μπαλανίκα, δικηγόρο Αθηνών], με επίδοσή της στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 29-1-2024 (αρ. γενικού πρωτ. της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου …/29-1-2024), και εμπρόθεσμα, εντός της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ. εικοσαήμερης προθεσμίας από τότε που καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού τμήματος του ανωτέρω δικαστηρίου, την 10-1-2024, με αριθμό …, όπως προκύπτει από την από 6-2-2024 βεβαίωση της γραμματέως του ανωτέρω δικαστηρίου Ασημίνας Μεντάκου, που έχει επισυναφθεί στον φάκελο της δικογραφίας (άρθρα 466 παρ. 1, 473 παρ. 2, 3 και 474 παρ. 2Α και 4 του Κ.Ποιν.Δ.), είναι δε παραδεκτή, καθόσον περιέχει σαφείς και ορισμένους λόγους, συνιστάμενους σε απόλυτη ακυρότητα, που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, και παράβαση των διατάξεων για τη δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και Γ’ αντιστοίχως του Κ.Ποιν.Δ.). Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω για τη βασιμότητα των λόγων της. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι η συζήτηση της υπόθεσης πρέπει να προχωρήσει (άρθρο 515 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ.), παρά την δικονομική απουσία της παραστάσας στο ακροατήριο του δικαστηρίου της ουσίας προς υποστήριξη της κατηγορίας, Λ. Ρ. του Α. και της Ε., κατοίκου …(οδός … αρ. …), καθόσον αυτή κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με σύντμηση της προθεσμίας επίδοσης της κλήσης, κατ’ άρθρο 169 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., δυνάμει της υπ’ αρ. 1439/21-2-2024 πράξης του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Προβατάρη, λόγω κινδύνου παραγραφής, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο
ΙΙ νομική σκέψη, όπως προκύπτει από το από 22-2-2024 αποδεικτικό, που συντάχθηκε από τον υπαρχιφύλακα του Α.Τ. … Λ. Β. και έχει επισυναφθεί στον φάκελο της δικογραφίας, σύμφωνα με το οποίο επιδόθηκε σ’ αυτήν (Λ. Ρ. του Α., παραστάσα στο δικαστήριο της ουσίας προς υποστήριξη της κατηγορίας) η υπ’ αρ. …/2024, με ημερομηνία 21-2-2024, κλήση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που παρέλαβε η σύνοικος, ενήλικος, Ε. Κ. του Ι., μητέρα της, προκειμένου να παραστεί στο ακροατήριο του δικαστηρίου τούτου κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (6-3-2024), στην οποία εμφανίστηκε, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου εκθέματος, αυτοπροσώπως, χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο και χωρίς να έχει η ίδια την ιδιότητα του δικηγόρου, με συνέπεια, παρά τη φυσική παρουσία της, να θεωρείται δικονομικά απούσα, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη. IV. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 304 του προϊσχύσαντος μέχρι 30-6-2019 Π.Κ., “1. Όποιος χωρίς τη συναίνεση της εγκύου διακόπτει την εγκυμοσύνη της τιμωρείται με κάθειρξη. 2. α. Όποιος με τη συναίνεση της εγκύου διακόπτει ανεπίτρεπτα την εγκυμοσύνη της ή προμηθεύει σ’ αυτή μέσα για τη διακοπή της τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και αν ενεργεί κατά συνήθεια τις πράξεις αυτές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. β. Αν από την πράξη της προηγούμενης διάταξης προκληθεί βαρεία πάθηση του σώματος ή της διάνοιας της εγκύου, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και αν προκλήθηκε ο θάνατός της επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα έτη. 3. Έγκυος που διακόπτει ανεπίτρεπτα την εγκυμοσύνη της ή επιτρέπει σε άλλον να την διακόψει τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ένα έτος. 4. Δεν είναι άδικη πράξη η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης που ενεργείται με τη συναίνεση της εγκύου από γιατρό μαιευτήρα – γυναικολόγο με τη συμμετοχή αναισθησιολόγου, σε οργανωμένη νοσηλευτική μονάδα, αν συντρέχει μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις: α) Δεν έχουν συμπληρωθεί δώδεκα εβδομάδες εγκυμοσύνης. β) Έχουν διαπιστωθεί, με τα σύγχρονα μέσα προγεννητικής διάγνωσης, ενδείξεις σοβαρής ανωμαλίας του εμβρύου που επάγονται τη γέννηση παθολογικού νεογνού και η εγκυμοσύνη δεν έχει διάρκεια περισσότερο από είκοσι τέσσερις εβδομάδες. γ) Υπάρχει αναπότρεπτος κίνδυνος για τη ζωή της εγκύου ή κίνδυνος σοβαρής και διαρκούς βλάβης της σωματικής ή ψυχικής υγείας της. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται σχετική βεβαίωση και του κατά περίπτωση αρμόδιου γιατρού. δ) Η εγκυμοσύνη είναι αποτέλεσμα βιασμού, αποπλάνησης ανήλικης, αιμομιξίας ή κατάχρησης γυναίκας ανίκανης να αντισταθεί και εφόσον δεν έχουν συμπληρωθεί δεκαεννέα εβδομάδες εγκυμοσύνης. 5. Αν η έγκυος είναι ανήλικη, απαιτείται και η συναίνεση ενός από τους γονείς ή αυτού που έχει την επιμέλεια του προσώπου της ανήλικης.”, κατά τις διατάξεις δε του ταυτάριθμου άρθρου (304) του ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ., που κυρώθηκε με το Ν. 4619/2019 (Φ.Ε.Κ. 95/11-6-2019), “1. Όποιος χωρίς τη συναίνεση της εγκύου διακόπτει την κύησή της τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη. 2. Όποιος με τη συναίνεση της εγκύου ή των προσώπων που έχουν τη γονική μέριμνα ή επιμέλειά της αν αυτή είναι ανίκανη να συναινέσει, διακόπτει την εγκυμοσύνη της, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή και αν ενεργεί κατ’ επάγγελμα, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή. Με την ίδια ποινή, μειωμένη κατά το μέτρο του άρθρου 83, τιμωρείται και όποιος προμηθεύει σε έγκυο τα μέσα για τη διακοπή της εγκυμοσύνης της, εφόσον έγινε τουλάχιστον απόπειρα αυτής. 3. Έγκυος που μετά την εικοστή τέταρτη εβδομάδα της κύησης διακόπτει την εγκυμοσύνη της ή επιτρέπει σε άλλον να την διακόψει τιμωρείται με φυλάκιση έως έξι μήνες ή χρηματική ποινή. 4. Δεν είναι άδικη πράξη η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης που ενεργείται από την έγκυο ή με τη συναίνεση των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 από γιατρό μαιευτήρα γυναικολόγο με τη συμμετοχή αναισθησιολόγου, σε οργανωμένη νοσηλευτική μονάδα, αν συντρέχει μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις: α) Δεν έχουν συμπληρωθεί δώδεκα εβδομάδες εγκυμοσύνης. β) Η εγκυμοσύνη είναι αποτέλεσμα βιασμού, αποπλάνησης ανήλικης, αιμομιξίας ή κατάχρησης γυναίκας ανίκανης να αντισταθεί και δεν έχουν συμπληρωθεί δεκαεννέα εβδομάδες εγκυμοσύνης. γ) Έχουν διαπιστωθεί, με τα μέσα προγεννητικής διάγνωσης, ενδείξεις σοβαρής ανωμαλίας του εμβρύου που επάγονται τη γέννηση παθολογικού νεογνού ή υπάρχει αναπότρεπτος κίνδυνος για τη ζωή της εγκύου ή κίνδυνος σοβαρής και διαρκούς βλάβης της σωματικής ή ψυχικής υγείας της. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται σχετική βεβαίωση και του κατά περίπτωση αρμόδιου γιατρού. 5. Με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος κατά την πραγματοποίηση προγεννητικού ελέγχου μετά την εικοστή εβδομάδα της κύησης ή κατά τη διάρκεια του τοκετού και πριν από την εμφάνιση του παιδιού στον εξωτερικό κόσμο, προκαλεί με αμέλεια διακοπή της κύησης ή βαριά βλάβη στο έμβρυο, που έχει ως αποτέλεσμα τον θάνατο του νεογνού.”. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης ανήλικης, με τη συναίνεσή της, χωρίς όμως τη συναίνεση των ασκούντων την γονική μέριμνα αυτής (ανήλικης), στοιχειοθετεί αξιόποινη πράξη για τον ιατρό που προέβη σ’ αυτήν, τόσο κατά τον προϊσχύσαντα μέχρι 30-6-2019 όσο και κατά τον ισχύοντα από 1-7-2019 Π.Κ., εφαρμοστέα όμως στην κρινόμενη υπόθεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ισχύοντος Π.Κ., για την ως άνω αξιόποινη πράξη, εφόσον αυτή δεν τελείται κατ’ επάγγελμα, είναι οι ρυθμίσεις του τελευταίου, δηλαδή του ισχύοντος Π.Κ., καθόσον προβλέπουν ευμενέστερη ποινική μεταχείριση του υπαιτίου, συγκεκριμένα δε, σύμφωνα με τις διατάξεις του ισχύοντος Π.Κ., η απειλούμενη ποινή είναι φυλάκιση έως τρία (3) έτη ή χρηματική ποινή, σε αντίθεση με εκείνες του προϊσχύσαντος μέχρι 30-6-2019 Π.Κ. που προβλέπουν ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών. Για να μη είναι άδικη η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης σε ανήλικη, δηλαδή κάτω των δεκαοκτώ (18) ετών, απαιτείται, εκτός από την προσωπική απόφαση της ανήλικης, η συναίνεση ενός από τα πρόσωπα που ασκούν τη γονική μέριμνα αυτής, ρύθμιση που υποδηλώνει την επιθυμία και προσδοκία του νομοθέτη ότι μία τόσο σημαντική απόφαση θα είναι το αποτέλεσμα συνεργασίας των γονέων με την ανήλικη, δεν μπορεί δε η συναίνεση αυτή να λειτουργήσει ως στείρα αντίδραση των γονέων. Αντικείμενο της ανωτέρω αξιόποινης πράξης της τεχνητής διακοπής εγκυμοσύνης ανήλικης, με τη συναίνεσή της, χωρίς όμως τη συναίνεση των ασκούντων την γονική μέριμνα αυτής, δεν είναι η έγκυος, αλλά το κυοφορούμενο έμβρυο, παράλληλα όμως, βεβαίως, προστατεύεται η υγεία της ανήλικης γυναίκας, η ζωή της, αλλά και η κοινωνική της πρόοδος και η ελευθερία της διάθεσης της προσωπικότητάς της. Η ικανότητα για συναίνεση συνίσταται στην ουσιαστική ικανότητα του φορέα του αγαθού να μπορεί να εκτιμήσει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση τη σημασία και τις συνέπειες της συναίνεσής του, ως εκ τούτου δε την εν λόγω ικανότητα μπορούν να έχουν, σε ορισμένες περιπτώσεις, και οι ανήλικοι. Η συναίνεση όμως της ανήλικης, για την τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης της, για να είναι ισχυρή, πρέπει να είναι σοβαρή, να ανταποκρίνεται πράγματι προς την αληθινή βούλησή της και να μη είναι προϊόν πλάνης, βίας ή απειλής. V. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναίρεσης, όταν εκτίθενται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο (Α.Π. 174/2023), δεν αρκεί, όμως, η επανάληψη της διατύπωσης του νόμου για την αιτιολογία, η πληρότητα της οποίας εξασφαλίζεται, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 139 και 177 του Κ.Ποιν.Δ., όταν γίνεται αναφορά στα αποδεικτικά μέσα που δέχθηκε το δικαστήριο για να καταλήξει στην κρίση του με βάση συγκεκριμένους συλλογισμούς για κάθε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Για την πληρότητα της αιτιολογίας πρέπει να προκύπτει ότι το δικαστήριο, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά, κατ’ επιλογή, χωρίς να είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ενώ δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης του. Σε περίπτωση δε που εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα, εφόσον δεν εξαιρέθηκαν ρητά. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της, ανάγεται δε στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (Ολ. Α.Π. 2/2011, Α.Π. 525/2023, Α.Π. 722/2022). VI. Στην προκείμενη περίπτωση από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ’ αρ. 45/4-12-2023 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Λαμίας (συνεδριάζοντος στη μεταβατική έδρα Λιβαδειάς), που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος, ήδη αναιρεσείων, κηρύχθηκε ένοχος για την αξιόποινη πράξη της τεχνητής διακοπής εγκυμοσύνης ανήλικης, χωρίς τη συναίνεση των ασκούντων την γονική μέριμνα αυτής, καταδικάστηκε δε σε ποινή φυλάκισης δεκαοκτώ (18) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία. Το ως άνω δικαστήριο [Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Λαμίας (συνεδριάζοντος στη μεταβατική έδρα Λιβαδειάς)], με την προαναφερόμενη υπ’ αρ. 45/4-12-2023 προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού εκτίμησε και αξιολόγησε τα ειδικά αναφερόμενα σ’ αυτήν αποδεικτικά μέσα [ανωμοτί κατάθεση της παριστάμενης προς υποστήριξη της κατηγορίας, ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης στο ακροατήριό του, ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που αναφέρονται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, σε συνδυασμό και με τις απολογίες των κατηγορουμένων (στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση κατηγορούμενοι ήταν και άλλα πρόσωπα, που δεν είναι όμως διάδικοι στην παρούσα δίκη)], δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι προέκυψαν, κατά πιστή μεταφορά, κατά τον ενδιαφέρον την κρινόμενη υπόθεση μέρος, τα εξής: “(…) Η Λ. Ρ., η οποία έχει γεννηθεί στις 12-12-1998, κατά τον χρόνο που ήταν ανήλικη και ειδικότερα πριν συμπληρώσει το 17ο έτος της ηλικίας της, περίπου περί τα μέσα του έτους 2015 συνήψε συναισθηματική σχέση με τον Λ. Γ. του Π. “2ο κατηγορούμενο” επί έξι (6) μήνες, στα πλαίσια της οποίας είχαν σωματική επαφή κατά την περίοδο των Χριστουγέννων του έτους 2015, άνευ προφυλάξεων, διότι ο ανωτέρω την είχε διαβεβαιώσει ότι τρέφει συναισθήματα αγάπης προς το πρόσωπό της και ότι θα τη νυμφευθεί σε περίπτωση που καταστεί έγκυος. Εκ της σωματικής τους αυτής επαφής η ανήλικη παθούσα πράγματι κατέστη έγκυος, γεγονός που ανακάλυψε τον Ιανουάριο του έτους 2016. Ωστόσο, όταν εν συνεχεία πληροφόρησε τον δεύτερο κατηγορούμενο τότε σύντροφό της για την εγκυμοσύνη της, ο τελευταίος που είτε εξαρχής – παρά τα όσα υποσχόταν – είχε πρόθεση περιστασιακής σχέσης με την ανήλικη είτε στην πορεία της σχέσης τους μετέβαλε άποψη για αυτή, αυτός αντέδρασε άσχημα, της ανακοίνωσε ότι δεν επιθυμούσε τέκνο μαζί της και ότι δεν αποδεχόταν σε καμία περίπτωση αυτήν την κατάσταση. Επιπλέον δε αποφάσισε να προσπαθήσει να την πείσει χρησιμοποιώντας αθέμιτο τρόπο (εξυβρίσεις και απειλές) να διακόψει την εγκυμοσύνη της. Επειδή η ανήλικη αντιμετώπιζε με απροθυμία το ενδεχόμενο διακοπής της κύησής της και επιθυμούσε να κρατήσει το βρέφος, ο ανωτέρω κλιμάκωσε την πίεση που της ασκούσε και ήταν απέναντί της ιδιαιτέρως πιεστικός, σε σημείο που κατέστη εν τέλει εχθρικός έναντι του προσώπου της εκτοξεύοντας απειλές για αυτήν και την οικογένειά της και μάλιστα κατέφυγε και στη μητέρα του Σ. Κ., σύζυγο Π. Γ., τρίτη κατηγορουμένη, προκειμένου να τον συνδράμει, η οποία με τη σειρά της προσέγγιζε συχνά την ανήλικη Λ. ομοίως επιθετικά και εχθρικά, εκφράζοντας δυσαρέσκεια προς το πρόσωπό της, πιέζοντας την φραστικά να προβεί σε απόξεση και εκφοβίζοντάς την ότι σε αντίθετη περίπτωση ο γιος της θα προξενήσει βλάβη σε αυτή και την οικογένειά της, η οποία σημειωτέον δεν ήταν ενημερωμένη για το γεγονός της σχέσεως της ανήλικης με τον δεύτερο κατηγορούμενο και το γεγονός της εγκυμοσύνης της, γεγονός το οποίο η ανήλικη, κατά τον τότε χρόνο, με τις έντονες προτροπές και πιέσεις των 2ου και 3ης, προσπαθούσε να το διαφυλάξει μυστικό από την οικογένειά της. Ειδικότερα της τόνιζαν ότι η εγκυμοσύνη και το έμβρυο δεν ήταν αποδεκτά από την οικογένειά τους και ότι για τον λόγο αυτό η παθούσα όφειλε να δεχθεί να υποβληθεί σε επέμβαση έκτρωσης διότι διαφορετικά, κατά τις απειλές τους, θα σκότωναν την ίδια και την οικογένειά της (“γιατί σας είπα, εφόσον ένα παιδί τρομοκρατείται και εγώ φοβήθηκα αρκετά και μου έλεγαν που εγώ θα σκοτώσω και εσένα και την οικογένειά σου, απλά δεν μίλησα”). Μάλιστα προς επίτευξη του εκφοβισμού της, ο δεύτερος κατηγορούμενος Λ. Γ. μετέβαινε συχνά εκτός της οικίας της παθούσης οδηγώντας το αυτοκίνητό του με πολύ μεγάλη ταχύτητα και πατώντας απότομα και επίμονα τα πετάλια επιτάχυνσης και τροχοπέδησης του αυτοκινήτου του ώστε εκ του παραγόμενου βίαιου θορύβου να προκαλείται άγχος και φόβος στην παθούσα εν σχέσει με την υλοποίηση των απειλών του ίδιου και της μητρός του τρίτης κατηγορουμένης. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η παθούσα ήταν ιδιαίτερα ευάλωτη και εύπιστη εν σχέσει με τις απειλές που δεχόταν, γεγονός που γνώριζαν οι κατηγορούμενοι Λ. Γ. και η μητέρα του Σ. Κ., καθώς πέραν του ότι ήταν ανήλικη και δεν είχε ώριμη κρίση, κυοφορούσε έμβρυο εκτός γάμου και ανεπιθύμητο από τον σύντροφό της, η οικογένειά της αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας στο πρόσωπο του πατέρα της και δεν ήταν δυνατή στην αντιμετώπιση των δυσκολιών, ενώ οι κατηγορούμενοι με τις απειλές τους ότι θα βλάψουν αυτή και την οικογένειά της είχαν φροντίσει να την απομονώσουν από την οικογένειά της ώστε να μην εκμυστηρευθεί το πρόβλημά της αυτό και επομένως η δυνατότητα ελέγχου των κινήσεών της ήταν ευχερής για τους κατηγορουμένους. Κυρίως δε η ανήλικη αισθανόταν φόβο ότι το νέο της εγκυμοσύνης της μη ούσας αποδεκτής από τον σύντροφό της και τους γονείς του θα διέλυε τελείως την οικογένειά της δεδομένου ότι ο πατέρας της νοσούσε από ψυχική ασθένεια και ειδικότερα από ψυχωσική συνδρομή με καταθλιπτικά στοιχεία (ορ. υπ’ αριθμ. πρωτ. 11731/9-5-2011 πιστοποιητικό του ΨΝΑ Δρομοκαΐτειο), κατάσταση που θα επιδεινωνόταν εξ αυτού του λόγου. Ως εκ τούτου οι ανωτέρω απειλές λόγω του είδους, της έντασης και της επανάληψής τους έναντι της ανηλίκου ευρήκαν πρόσφορο έδαφος καθόσον η ανήλικη, για τους προαναφερθέντες λόγους και ως επιπλέον άπειρη στις διαπροσωπικές σχέσεις και εσωστρεφής υπάκουσε στις εντολές των κατηγορουμένων να μην γνωρίσει την κατάστασή της σε κάποιον όπως στη μητέρα της ή σε κάποιον ενήλικο της εμπιστοσύνης της ώστε να δύναται να λάβει συμβουλές για την αντιμετώπιση της καταστάσεως. Ιδιαιτέρως παρεμβατική και δρομολογούσα τις εξελίξεις η μητέρα του πρώτου κατηγορουμένου, κατηγορουμένη Κ. Σ. έχοντας συναποφασίσει τούτο μετά του κατηγορουμένου υιού της, ενώπιον της παθούσας Ρ. Λ., μία μέρα στις αρχές Μαρτίου του έτους 2016 κάλεσαν τον γυναικολόγο πρώτο κατηγορούμενο, ο οποίος ήταν γνωστός στις κοινότητες των αθιγγάνων ότι διενεργούσε αμβλώσεις άμεσα και οικονομικά, χωρίς διατυπώσεις είτε σε επίπεδο προεγχειρητικού ελέγχου της υγείας των εγκύων είτε σε επίπεδο συνέντευξης και συλλογής στοιχείων για το άτομο που θα υποβαλλόταν σε τέτοιου είδους επέμβαση, δεν ερευνούσε ηλικίες εγκύων, ηλικίες εμβρύων, στάδια εγκυμοσύνης και δεν ερχόταν σε επαφή με κηδεμόνες ανηλίκων και του είπαν, αφού του ανέφεραν το όνομα της τρίτης κατηγορουμένης ότι θα έλθει μια κοπέλα από τον …στις 10 Μαρτίου και ώρα πρωινή για να υποβληθεί σε έκτρωση. Ο πρώτος κατηγορούμενος γυναικολόγος Σ. Ι. αποδέχθηκε χωρίς να ρωτήσει ουδεμία πληροφορία για το πρόσωπο, την ηλικία της ανήλικης, την ύπαρξη συναίνεσής της, την εβδομάδα κύησης που διήγαγε και χωρίς να ζητήσει να επικοινωνήσει η ίδια η έγκυος μαζί του προκειμένου να εξακριβώσει τα κρίσιμα κατά νόμο για τη διενέργεια της εγχείρησης διακοπής της κυήσεως στοιχεία ήτοι το αν συμφωνεί η ίδια η έγκυος, την ηλικία της εγκύου και την ηλικία της κυήσεως, αποδεχόμενος και όντας σύμφωνος με το γεγονός η ίδια να μην είναι απόλυτα σύμφωνη – δεδομένου ότι τρίτος πλην της ίδιας επικοινώνησε για να κανονίσει την άμβλωση – η έγκυος να είναι ανήλικη και η ηλικία της κυήσεως να είναι μεγαλύτερη της κατά νόμο επιτρεπόμενης των δώδεκα (12) εβδομάδων. Μάλιστα δεν ζήτησε να κάνει αιματολογικές εξετάσεις, να διαγνώσει την κατάσταση της υγείας της, να της κάνει υπερηχογράφημα κύησης για να διαπιστώσει κατ’ ορθό και έγκυρο τρόπο την ηλικία του κυήματος, επιδεικνύοντας σκόπιμα αδιαφορία για όλα τα ζητήματα αυτά που τυγχάνουν προϋποθέσεις σύμφωνα με τον νόμο και την ιατρική επιστήμη για να ενεργήσει arte legis χειρουργική επέμβαση αμβλώσεως. Η ευκολία της διαδικασίας αυτής, που κανονίσθηκε μεταξύ του ιατρού και τρίτων προσώπων, μη συγγενών της εγκύου, την ταυτότητα των οποίων και τη σχέση με την έγκυο, ομοίως δεν ενδιαφέρθηκε να εξακριβώσει ο πρώτος κατηγορούμενος ιατρός για να είναι σίγουρος για τη νομιμότητα της χειρουργικής επέμβασης που θα ενεργούσε στο σώμα της εγκύου, παρείχε μεγάλη ενθάρρυνση στους δεύτερο και τρίτη των κατηγορουμένων, οι οποίοι τις επόμενες ημέρες συνέχισαν να απευθύνουν προς την εγκαλούσα απειλές κατά της ζωής της λέγοντας προς αυτήν ότι θα την σκοτώσουν αν δεν μετέβαινε στην … για να υποβληθεί σε άμβλωση, προκειμένου να εξασφαλίσουν το αποτέλεσμα της άμβλωσης. Μάλιστα ο δεύτερος κατηγορούμενος μία ημέρα πριν το κανονισμένο ραντεβού με τον πρώτο κατηγορούμενο γυναικολόγο ήτοι στις 9-3-2016 παρέδωσε στην παθούσα το χρηματικό ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ προκειμένου να το καταβάλει στον ανωτέρω. Η παθούσα υπό το κράτος του φόβου που την είχαν περιάγει οι απειλές και οι πιέσεις του δευτέρου και τρίτης των κατηγορουμένων και της πολύ έντονης ψυχολογικής φόρτισης λόγω της μη αποδοχής της εγκυμοσύνης της και της ανηλικότητάς της αναγκάσθηκε να πράξει όπως της υπέδειξαν ο ενήλικος Λ. Γ. και η μητέρα του Σ. Κ. και να υποβληθεί σε άμβλωση. Πράγματι στις 10 Μαρτίου του έτους 2016 με τη συνοδεία της φίλης της Μ. Χ. του Δ. μετέβη στο ιατρείο – γυναικολογική κλινική του πρώτου κατηγορουμένου και υπεβλήθη σε διακοπή της κυήσεώς της. Ο ιατρός όταν την αντίκρυσε, παρά το γεγονός ότι έφερε σχολικό σακίδιο – αφού ξεκίνησε για το σχολείο και εν συνεχεία άλλαξε προορισμό και μετέβη στο ιατρείο του – και είχε την εικόνα που παρέπεμπε και σε μαθήτρια, δεν την ρώτησε τίποτα ούτε αναφορικά με την ηλικία της ούτε αναφορικά με την ηλικία του εμβρύου ούτε την ρώτησε – για να λάβει έστω μια προφορική διαβεβαίωση – ότι πράγματι επιθυμούσε να διακόψει την κύηση. Ψευδώς αναφέρει ότι του είπε ότι παίρνει χάπια διακοπής της κύησης, ουδέν τέτοιο του είπε ούτε και αυτός σημείωσε στο βιβλίο ασθενών συγκεκριμένο φάρμακο, το οποίο ούτε καν ανέφερε. Περαιτέρω, δεν της παρείχε προς συμπλήρωση, ως όφειλε, ερωτηματολόγιο τόσο αναφορικά με τα προσωπικά της στοιχεία, εκ των οποίων θα προέκυπτε και η ηλικία της, με το ιατρικό της ιστορικό, δεν ενδιαφέρθηκε για την ομάδα αίματός της, δεν ασχολήθηκε με το αν αιμοδυναμικά εδύνατο να αντεπεξέλθει την επέμβαση, τι ομάδα αίματος ήταν αυτή (που πρέπει να γνωρίζει σε περίπτωση επιπλοκής της απόξεσης ώστε να αναζητήσει αίμα) ούτε την ρώτησε αν είχε κάνει εξετάσεις για την ομάδα αίματος του κυήματος ώστε σε κάποια ειδική περίπτωση (αν ήταν αρνητικού ρέζους) να της χορηγήσει συγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή προκειμένου να προστατεύσει τη ζωή της και του εμβρύου σε επόμενη εγκυμοσύνη που θα εξελισσόταν σε τοκετό ή άμβλωση. Κατ’ ουσία αβάσιμος τυγχάνει ο ισχυρισμός του πρώτου κατηγορουμένου ότι δήθεν η παθούσα με την είσοδό της στο ιατρείο του του εκμυστηρεύθηκε ότι τις προηγούμενες ημέρες είχε λάβει χάπια για τη διακοπή της κύησής της χωρίς να επέλθει το επιθυμητό για εκείνη αποτέλεσμα της αποβολής του εμβρύου και ότι της τόνισε να μην τα λάβει ξανά σε τυχόν επόμενη ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη. Ο πρώτος κατηγορούμενος, αν και ιατρός, ισχυρίζεται στο απολογητικό του υπόμνημα ότι τίποτα “στο παρουσιαστικό της αλλά και την εν γένει συμπεριφορά της δεν του δημιούργησε έστω και την παραμικρή υποψία ότι πρόκειται περί ανηλίκου ατόμου” ωστόσο τα κριτήρια αυτά, παρουσιαστικό και συμπεριφορά, ουδέποτε υιοθετούνται από ιατρούς – επιστήμονες, που ενεργούν ιατρικές πράξεις και εγχειρίσεις με δεδομένα ήτοι με στοιχεία για την ταυτότητα και το ιστορικό των ασθενών τους και όχι με βάση κριτήρια αντιεπιστημονικά και ανορθόδοξα για το επάγγελμά τους ήτοι η περιβολή, το παρουσιαστικό, η συμπεριφορά που αξιολογούνται από άλλους μη ειδικούς και για άλλου είδους δραστηριότητες. Ο δόλος του πρώτου κατηγορουμένου για τη διενέργεια της παράνομης αμβλώσεως σε ανήλικη αποδεικνύεται ότι αν και ιατρός γυναικολόγος και μάλιστα ιδιοκτήτης ιδιωτικής μαιευτικής κλινικής (υπό την επωνυμία …) είχε έλθει σε συνεννόηση για τη διενέργεια της επέμβασης όχι με την ίδια, αλλά με τρίτο πρόσωπο, χωρίς να εξακριβώσει ούτε και καν με μία ερώτηση τι σχέση είχε με την έγκυο. Με την τρίτη κατηγορουμένη Σ. Γ. μητέρα του Λ. Γ. και άσχετο τελείως πρόσωπο προς την έγκυο κατά παράβαση κάθε νόμιμης διαδικασίας συμφώνησε την συνάντηση για να προβεί σε άμβλωση σε τρίτο πρόσωπο από αυτό που κανόνιζε μαζί του και μάλιστα συμφώνησε μαζί του το χρηματικό ποσό, το οποίο εν συνεχεία, οι δεύτερος και τρίτη των κατηγορουμένων παρέδωσαν δια του δευτέρου στη Λ. Ρ. προκειμένου να του το καταβάλει ως αντίτιμο για την επέμβαση. Όταν μπήκε στο ιατρείο του η ανήλικη, ο κατηγορούμενος ιατρός δεν τη ρώτησε τίποτα εκ των οποίων απαιτούνται και άπαντες οι ενεργούντες κατά τους κανόνες της επιστήμης και του νόμου ιατροί λαμβάνουν γνώση προκειμένου να υποβάλουν ασθενή σε παρόμοια ιατρική πράξη που αποτελεί χειρουργική επέμβαση όπως ΑΜΚΑ, ιστορικό ασθενειών, την εβδομάδα της κύησης, αποτελέσματα προσφάτων εξετάσεων αίματος. Το μόνο για το οποίο ενδιαφέρθηκε ήταν να λάβει στην κατοχή του τα χρήματα που η ανωτέρω παθούσα παρέδωσε στον ίδιο άνευ εκδόσεως φορολογικής αποδείξεως και χωρίς να την οδηγήσει στον υπέρηχο για να διαπιστώσει την ηλικία της κύησης και με συνοπτικές διαδικασίες της διέκοψε αμέσως την κύηση. Αν ζητούσε το ΑΜΚΑ της εγκαλούσας, τότε αυτό θα είχε καταγραφεί στα βιβλία του. Επομένως, είτε γνώριζε κατόπιν συνεννόησης με την Κ. Σ. ότι ήταν ανήλικη είτε δεν επιθυμούσε να το διαπιστώσει, αποδεχόμενος την πιθανότητα αυτή, δια της μη υποβολής της ούτε μιας απλής ερώτησης για την ηλικία της. Ο πρώτος κατηγορούμενος δεν είχε κανένα ενδοιασμό να ενεργήσει παράνομη άμβλωση και δεν ήθελε, διαπιστώνοντας πληροφορίες για το πρόσωπο της εγκύου, που θα εμπόδιζαν τη συνέχιση της διαδικασίας, να μην προβεί σε αυτήν. Η άμβλωση αποτελεί χειρουργική επέμβαση και προ κάθε χειρουργικής επέμβασης τυγχάνει υποχρεωτική η καταγραφή του ιστορικού παθήσεων του ασθενή, η διενέργεια εξετάσεων και δη αιματολογικών προκειμένου να διαγνωσθεί η αιμοδυναμική σταθερότητα του ασθενούς, αν τυχόν πάσχει από αναιμία και σε ποια ομάδα αίματος ανήκει προκειμένου να αντιμετωπισθεί κάποια πιθανόν προκληθείσα αιμορραγία. Περαιτέρω έπρεπε να είχε προβεί σε υπερηχογράφημα κύησης για να διαπιστώσει την εβδομάδα κύησης καθώς απαγορευόταν να προβεί στην άμβλωση εάν στην προκειμένη περίπτωση είχε συμπληρώσει δώδεκα (12) εβδομάδες κύησης. Περαιτέρω παρά το γεγονός ότι την υπέβαλε στη χειρουργική επέμβαση αδιαφόρησε πλήρως για τη μετεγχειρητική της πορεία. Δεν ενδιαφέρθηκε για το αν παρουσίασε εν συνεχεία κάποια αιμορραγία. Ο ισχυρισμός του ότι η ανήλικη δεν τον ενημέρωσε για την ηλικία της ή ότι δεν αντιλήφθηκε ο ίδιος ότι ήταν ανήλικη λόγω του ότι η σωματική της διάπλαση και η στάση και συμπεριφορά της παρέπεμπε σε ενήλικη κοπέλα δεν τυγχάνει βάσιμος δεδομένου ότι ο ίδιος καθώς θα προέβαινε σε χειρουργική επέμβαση όφειλε να ρωτήσει τουλάχιστον την ηλικία της καθώς και το ΑΜΚΑ της, εκ των έξι (6) πρώτων ψηφίων του οποίου θα προέκυπτε η ηλικία της, γεγονός που δεν το έπραξε, αποδεχόμενος την απόξεση σε ανήλικη. Περαιτέρω στο απολογητικό του υπόμνημα διαφαίνεται ότι δεν κανόνισε την πράξη της απόξεσης με την ανήλικη αλλά με έτερο πρόσωπο, το οποίο κατέβαλε και την αμοιβή του. Ως εκ τούτου υπό τις συνθήκες αυτές όφειλε να είχε ρωτήσει την παθούσα να του εκφράσει τη ρητή συναίνεσή της ώστε να αντιληφθεί εάν αυτή είχε εξαναγκασθεί. Ηθελημένα ωστόσο ο κατηγορούμενος δεν προέβη ούτε σε απλή ερώτηση αναφορικά με τη συναίνεσή της προς την παθούσα, καίτοι φαινόταν μικρής ηλικίας, καίτοι είχε μεταβεί εκεί με σχολικό σακίδιο στην πλάτη και συνοδευόμενη από φίλη της νεαρής ηλικίας, προκειμένου να μην της δοθεί η ευκαιρία να εκφράσει την αντίθετη βούλησή της ώστε να δύναται πειστικότερα να επικαλείται άγνοια, αν τυχόν προέκυπτε κάτι, γεγονός που έπραττε κατά τα φαινόμενα συστηματικά, σε όλες τις περιπτώσεις, ως προκύπτει από τον προσκομιζόμενο από τον ίδιο κατάλογο τον εγκύων, των οποίων είχε διακόψει την κύηση, εκ του βιβλίου ασθενών του, εις τον οποίο αποδεικνύεται ατελής συμπλήρωση των στοιχείων τους και μη αναφορά του ΑΜΚΑ τους. Όφειλε τουλάχιστον να έλθει σε κάποιον διάλογο με την ανήλικη, ώστε να δύναται να διακριβώσει αν πράγματι συγκατατίθεται στην τέλεση της πράξης, αν αντιλαμβάνεται τη σημασία της συναίνεσής της, γεγονός που θα του επέτρεπε να λάβει γνώση και της ανηλικότητάς της. Αντιθέτως, σύμφωνα και με την επ’ ακροατηρίω κατάθεση της παθούσας “(συγγνώμη που) ο γιατρός δεν ρώτησε καν, που μόνη μου πήγα και του είπα ότι είμαι η Ρ. Λ. από τον … και του έδωσα τα λεφτά…”, τα χρήματα, όπως και το ιατρικό ραντεβού είχαν κανονισθεί μεταξύ των τριών πρώτων κατηγορουμένων. Αναληθώς υποστηρίζεται από τον ιατρό υπονοώντας τον ισχυρισμό ότι το έμβρυο ήταν μη βιώσιμο λόγω προγενέστερης πράξης της παθούσας και για τον λόγο αυτό όφειλε σε κάθε περίπτωση, χωρίς δεύτερη σκέψη και χωρίς υποχρέωση να εξακριβώσει την ανηλικότητά της, να προβεί σε άμβλωση λόγω προφανώς έκτακτης ανάγκης, διότι δήθεν είχε η παθούσα δρομολογήσει τη διαδικασία αποβολής του εμβρύου με φαρμακευτική αγωγή, και χωρίς την υποχρέωση να εξακριβώσει την ηλικία της. Ουδεμία φαρμακευτική αγωγή ανέφερε που δήθεν ελάμβανε η παθούσα, ουδεμία φαρμακευτική αγωγή κατέγραψε ούτε της ζήτησε. Το μόνο χάπι που έλαβε η παθούσα πριν την άμβλωση ήταν αυτό που ο ίδιος ο πρώτος κατηγορούμενος γυναικολόγος της χορήγησε στην αίθουσα αναμονής για να αρχίσουν οι συσπάσεις της μήτρας και να ξεκινήσει η διαδικασία αποβολής του εμβρύου, για να προχωρήσει σε άμβλωση. Η παθούσα όταν εισήλθε στην κλινική του πρώτου κατηγορουμένου, με το σχολικό σακίδιο στον ώμο, καθώς προς το σκοπό της υποβολής της σε άμβλωση απουσίασε από τη σχολική διδασκαλία την ημέρα εκείνη, του είπε ότι ήταν η Λ. Ρ. από τον …, του ανέφερε απλά ότι “έχετε μιλήσει με τη Σ.” και του έδωσε το ποσό των 300 ευρώ, χωρίς να ερωτηθεί κάτι από τον πρώτο κατηγορούμενο. Μάλιστα σύμφωνα με την κατάθεση της παθούσας, που κρίνεται αληθής και βάσιμη από το Δικαστήριο ο γυναικολόγος πρώτος κατηγορούμενος μετά την επέμβαση της έκτρωσης της είπε ότι ήταν 3 – 3,5 μηνών έγκυος και ότι δυσκολεύθηκε να ενεργήσει εξ αυτού του λόγου ήτοι λόγω της προχωρημένης κυήσεως και του μεγάλου μεγέθους του εμβρύου την επέμβαση της άμβλωσης. Ωστόσο, όφειλε την ηλικία της κυήσεως να την είχε διακριβώσει νωρίτερα δια διενέργειας σχετικού υπερηχογραφήματος και όχι μετά την επέμβαση να διακριβώνει δεδομένα της υπόθεσης που έπρεπε να είχε διακριβώσει πριν την επέμβαση και να μην είχε προβεί σε αυτήν λόγω των δεδομένων αυτών, θέτοντας ο ίδιος σε κίνδυνο με τις σκόπιμες παραλείψεις του την υγεία της εγκύου ένεκα της λήψεως εύκολου και γρήγορου οικονομικού ανταλλάγματος. Ο μάρτυρας υπεράσπισης που εξετάσθηκε κατόπιν αιτήματός του Μ. Κ. του Α., συνάδελφός του γυναικολόγος, ισχυρίσθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος εκτελεί πρόωρη διακοπή της κύησης αφού εξαντλήσει όλα τα περιθώρια για να μη διακοπεί η κύηση και τηρεί τις νόμιμες διαδικασίες.
Συνεπώς συνομολογεί ότι πρέπει αφενός να ενημερωθεί ρητά για την πρόθεσή της να διακόψει την κύησή της και όχι απλά να την εκτιμά από το παρουσιαστικό της ως αποφασισμένη, ως απολογήθηκε και αφετέρου να τηρήσει τις νόμιμες διαδικασίες προγεννητικού ελέγχου, να προβεί στις νόμιμες εξετάσεις υπερηχογραφήματος του κυήματος, να λάβει προσωπικά στοιχεία και να λάβει γνώση της ηλικίας της εγκύου, να παραγγείλει στην έγκυο ή να της γράψει εξετάσεις αίματος για να υποβληθεί σε αυτές, να διακριβώσει την ομάδα αίματος και το ρέζους τη δική της και του εμβρύου, να λάβει το ιατρικό της ιστορικό. Ωστόσο ο κατηγορούμενος ιατρός ουδέν υπερηχογράφημα κυήματος προσκόμισε, ουδεμία εξέταση αίματος της εγκαλούσας ομοίως, κανένα ιστορικό δεν έλαβε, ουδεμία σημείωση περί της ηλικίας της ή του ΑΜΚΑ της, προκειμένου να μην αναγράψει κάπου και να γίνει επίκληση εναντίον του της ανηλικότητάς της ή προκειμένου να μην αποτραπεί από το να προχωρήσει στην απόξεση (δεδομένου ότι ο ελεύθερος άνευ τήρησης διαδικασιών τρόπος που ενεργούσε τις αποξέσεις του έφερνε αθρόα πελατεία ειδικά μεταξύ των αθιγγάνων γυναικών που δεν επιθυμούσαν να υποβάλλονται σε ιατρικές διαδικασίες), παρά το γεγονός ότι γνώριζε όπως και ο μάρτυράς του ανωτέρω συνάδελφός του γυναικολόγος, ότι είχε υποχρέωση να προβεί σε όλες τις ανωτέρω ενέργειες και εξετάσεις. Η εν λόγω κατάθεση του μάρτυρά του στα επόμενα χωρία της καθίσταται αντιφατική και αόριστη, αντιφατική διότι στην προκειμένη περίπτωση ισχυρίζεται ότι η εγκαλούσα δεν τον ενημέρωσε ότι ήταν ανήλικη ενώ νωρίτερα είχε καταθέσει ότι ο ίδιος είναι πολύ προσεκτικός και εξαντλεί τα μέσα και τις νόμιμες διαδικασίες, επομένως ενεργεί μόνος του ως επαγγελματίας και δεν αρκείται στις ρηματικές αναφορές των εγκύων που δύνανται να διακρίνονται από ανακρίβειες και αποκρύψεις γεγονότων, αόριστη διότι αναφέρει ότι έπαιρνε φαρμακευτική αγωγή με δική της πρωτοβουλία, χωρίς να αναφέρει τι είδους φαρμακευτική αγωγή ελάμβανε, ποιος την είχε συστήσει, πώς αποδεικνύεται το γεγονός αυτό. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου δια του απολογητικού του υπομνήματος ότι δεν αποδεχόταν το γεγονός της ανηλικότητάς της για να κερδίσει μία αμοιβή παραβιάζοντας τις αρχές του, θέτοντας σε κίνδυνο την πολυετή επαγγελματική του φήμη τυγχάνει κατ’ ουσία αβάσιμος, διότι α) επέδειξε πλήρη αδιαφορία για την ηλικία, όπως και για τα λοιπά ιατρικά δεδομένα της περιπτώσεως της εγκαλούσης, γεγονός που ερμηνεύεται ότι αποδέχθηκε την ανηλικότητά της και όποιο άλλο ιατρικό πρόβλημα εδημιουργείτο εκ της επεμβάσεώς του καθώς δεν ενήργησε πλημμελώς εκ των προτέρων δια σχετικού προεγχειρητικού ελέγχου και επομένως η επόμενη ιατρική πράξη και δη χειρουργική επέμβαση εκ των πραγμάτων λόγω της πλημμελούς προηγούμενης συμπεριφοράς του ελάμβανε τον χαρακτήρα της πλημμελούς ιατρικής πράξεως, β) η επαγγελματική του φήμη βασιζόταν τουλάχιστον κατά ένα μέρος και στη μη τήρηση διατυπώσεων και διενέργειας εξετάσεων προεγχειρητικού ελέγχου, γεγονός που του έφερνε αθρόα πελατεία και δη μεταξύ αθιγγάνων που δεν επιθυμούσαν την υποβολή τους σε ιατρικές εξετάσεις και πρόσθετες διατυπώσεις και επομένως δεν τυγχάνει βάσιμη η επίκληση της απώλειας της αμοιβής μιας περιπτώσεως καθόσον ο τρόπος που λειτουργούσε του εξασφάλιζε πληθώρα αμοιβών και πελατείας και δεν υπήρχε λόγος για αυτόν να μεταβάλει την στάση του σε κάποια εκ των περιπτώσεων και να υποβάλει την ασθενή σε διατυπώσεις, στις οποίες δεν προκύπτει ότι υπέβαλε γενικώς τις έγκυες που απευθύνονταν σε αυτόν. Επομένως καμία πλάνη δεν είχε προς τα στοιχεία της ανηλικότητας και της έλλειψης συναίνεσης των γονέων της καθώς και της ίδιας καθόσον επί σκοπώ ενεργώντας δεν τους παρείχε καμία δυνατότητα να εκφράσουν τα ανωτέρω στοιχεία και να λάβει γνώση τέτοιων περιστατικών, παρά το γεγονός ότι τρίτος συνεννοήθηκε μαζί του για τη διενέργεια της απόξεσης, η οποία ξένη προς την έγκυο, σκοπεύοντας να ολοκληρώσει ταχύτατα μια απλή και συνηθισμένη για αυτόν διαδικασία λαμβάνοντας μία ακόμη αμοιβή. Αναφορικά με τη βεβαίωση που χορηγήθηκε από τον πρώτο κατηγορούμενο Σ. Ι. στη μητέρα της παθούσας στις 5 Μαΐου του έτους 2016 δεν αποδεικνύει την έλλειψη δόλου στην παράνομη ιατρική πράξη που διέπραξε στο σώμα της ανήλικης παθούσας διότι τη στιγμή της χορήγησης στη μητέρα της παθούσας, δεν ήταν βέβαιος για τις προθέσεις της δεδομένου ότι η έγκληση υπεβλήθη στις 1-6-2016, ενώ περαιτέρω σε κάθε περίπτωση η πράξη είχε λάβει χώρα στο ιατρείο του, το γνώριζαν ήδη τέσσερις άνθρωποι (δεύτερος, τρίτη των κατηγορουμένων, η εγκαλούσα και η φίλη της) και το βιβλίο ασθενών ήταν ενημερωμένο (το οποίο όφειλε να ενημερώνει άλλως υπήρχε τεκμήριο σε βάρος του παράνομων ενεργειών) και επομένως δεν είχε άλλη επιλογή, καθόσον διαφορετικά θα ήταν υποχρεωμένος να επιδείξει το βιβλίο του σε πλαίσια ενδεχομένως δικαστικών διαδικασιών, γεγονός που θα εκτιμάτο κατά πάσα πιθανότητα και σε βάρος του, ένεκα μη ύπαρξης λόγων μη οικειοθελούς χορήγησής του σε κάποιον άμεσα ενδιαφερόμενο (μητέρα ανήλικης). Στη βεβαίωση αυτή ωστόσο αναληθώς ανέγραφε και άνευ διαπίστωσης από τον ίδιο μέσω υπερηχογραφικής εξέτασης ότι η ανήλικη διένυε δήθεν την έκτη (6η) εβδομάδα της εγκυμοσύνης της, ενώ διήγε τουλάχιστον τη δωδέκατη αφού μετά το τέλος της επέμβασης ο πρώτος κατηγορούμενος είπε στην παθούσα ότι ήταν μετά την 12η εβδομάδα ήτοι από 13η έως 15η εβδομάδα έγκυος, όπως αντιλήφθηκε από το μεγάλο μέγεθος του εμβρύου, το οποίο δυσκολεύθηκε ιδιαιτέρως να το αποξέσει από τη μήτρα – επί λέξει η κατάθεση της παθούσας: “ο γιατρός μετά την έκτρωση μου είπε ότι ήμουν 3 με 3,5 μηνών και ότι ήταν μεγάλο το μωρό και δυσκολεύτηκα να κάνω την έκτρωση”. Άλλωστε στην εν λόγω βεβαίωση ανέγραψε ότι “Η δις Λ. Ρ. υπεβλήθη σε διακοπή κυήσεως 6ης εβδομάδας την 10/03/2016″ κατά τρόπο αυθαίρετο, χωρίς να έχει στη διάθεσή του οποιοδήποτε στοιχείο για την αναγραφή της συγκεκριμένης ηλικίας κυήσεως, ουδέν υπερηχογράφημα στο οποίο δεν υπέβαλε την έγκυο ανήλικη, ουδεμία έστω δήλωση της παθούσας καταχωρημένη κάπου ότι δήλωσε τέτοια ηλικία εγκυμοσύνης. Ως εκ τούτου η αναληθής αυτή βεβαίωση, που εξεδόθη με παραπλανητικό περιεχόμενο από τον ίδιο, δόθηκε από τον ίδιο στη μητέρα της παθούσας όχι γιατί θεωρούσε ότι είχε πράξει συννόμως και ότι δεν είχε κάτι να κρύψει αλλά διότι είχε και ως σκοπό δια αυτής να δημιουργήσει ο ίδιος για τον εαυτό του τεκμήριο αθωότητάς του για την ενδεχόμενη κατηγορία ότι επενέβη παράνομα και διέκοψε την κύηση σε έγκυο δώδεκα εβδομάδων και άνω – που τυγχάνει παράνομο ανεξαρτήτως συναινέσεως – επικαλούμενος λόγο άρσης του αδίκου κατά την παρ. 4 του άρθρου 304 ΠΚ και ως εκ τούτου σε καμία περίπτωση δεν δύναται να θεμελιώσει το ουσιαστικά βάσιμο του αιτήματός του για χορήγηση ελαφρυντικής περίστασης λόγω μεταγενέστερης της πράξεως καλής συμπεριφοράς (84 παρ. 2 περ. ε’ ΠΚ). Για τους ανωτέρω λόγους πρέπει ο πρώτος κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος όπως κατηγορείται κατ’ επιτρεπτή ορθή αναγραφή της πράξεως τέλεσης – μη επηρεάζουσας την παραγραφή και μη δημιουργώντας σύγχυση περί της ταυτότητας της πράξης – από 19.3.2016 σε 10.3.2016. (…)”. Ακολούθως το ως άνω δικαστήριο της ουσίας [Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Λαμίας (συνεδριάζοντος στη μεταβατική έδρα Λιβαδειάς)] με την προσβαλλόμενη απόφασή του κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο, κατά πιστή αντιγραφή, του ότι: “(…) στο … στις 10-03-2016, τέλεσε το αδίκημα της τεχνητής διακοπής εγκυμοσύνης ανήλικης χωρίς τη συναίνεση των γονέων της. Ειδικότερα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, υπό την ιδιότητα του ιατρού γυναικολόγου, σε οργανωμένη νοσηλευτική μονάδα της μαιευτικής κλινικής με την επωνυμία “…” εάν και γνώριζε την υποχρέωσή του με βάση τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας να διερευνήσει την ηλικία της ασθενούς (άρθρο 14 §§ 2, 4 και 12 § 2 β’ περίπτ. αα Ν. 3418/2005), η οποία άλλωστε αποτυπωνόταν και στον ιατρικό της φάκελο και κατ’ επέκταση σε περίπτωση ανηλικότητας την υποχρέωσή του πριν προβεί σε οποιαδήποτε ιατρική πράξη να λάβει τη συναίνεση των ασκούντων την γονική μέριμνα αυτής, με πρόθεση διέκοψε την εγκυμοσύνη της ανήλικης, Λ. Ρ., γεν. στις 12.12.1998, η οποία βρίσκονταν στην 12η περίπου εβδομάδα της κύησης, με τη συναίνεση της ιδίας, χωρίς όμως τη συναίνεση των γονέων της, Ρ. Α. και Κ. Ε..”. Με τις ως άνω παραδοχές το δικαστήριο της ουσίας [Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Λαμίας (συνεδριάζοντος στη μεταβατική έδρα Λιβαδειάς)], διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο V νομική σκέψη, αφού περιέχονται σ’ αυτήν, κατά την παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και διατακτικού της, με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος της τεχνητής διακοπής εγκυμοσύνης ανήλικης, χωρίς τη συναίνεση των ασκούντων τη γονική μέριμνα αυτής, όπως η έννοιά του εκτέθηκε στην προηγηθείσα υπό στοιχείο
ΙV νομική σκέψη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους προέβη στην υπαγωγή του στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 304 παρ. 2 εδ. α’, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 2 παρ. 1, 14, 18 εδ. β’, 26 εδ. α’, 27, 51, 53, 79 του ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ., τις οποίες (ουσιαστικές ποινικές διατάξεις) ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, ως επιεικέστερες για τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο, χωρίς να τις παραβιάσεις ευθέως ή εκ πλαγίου, με την παραδοχή, δηλαδή, ασαφών, ελλιπών ή αντιφατικών αιτιολογιών, με συνέπεια η προσβαλλόμενη απόφαση να μη στερείται νόμιμης βάσης, την πληρότητα της αιτιολογίας της οποίας (προσβαλλόμενης απόφασης) άλλωστε, καθώς και την ορθή εφαρμογή των ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, που αφορούν την κήρυξη ενόχου και την καταδίκη του στην προαναφερθείσα ποινή, για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη, ουδόλως αμφισβητεί ο τελευταίος, δηλαδή ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος, με την κρινόμενη αίτησή του. VII. Από τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι απόλυτη ακυρότητα, κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, η οποία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, θεμελιώνει δε τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναίρεσης, προκαλείται, αν ο υποστηρίζων την κατηγορία παρέστη παράνομα στη διαδικασία του ακροατηρίου. Τέτοια ακυρότητα υπάρχει, όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο εκείνου που παραστάθηκε για την υποστήριξη της κατηγορίας οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 66 του Κ.Ποιν.Δ., καθώς και όταν παραβιάστηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με την άσκηση και διατύπωση της παράστασης για την υποστήριξη της κατηγορίας, κατά το άρθρο 67 του ίδιου ανωτέρω κώδικα. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 63 και 82 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 67 παρ. 1 και 2, 83, 84 και 87 του ίδιου ως άνω κώδικα, προκύπτει ότι, μπορούν να παραστούν στο ακροατήριο του ποινικού δικαστηρίου, προς υποστήριξη της κατηγορίας, οι δικαιούμενοι σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα σε αποζημίωση από το έγκλημα ή σε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, δηλαδή οι αμέσως ζημιωθέντες από την αξιόποινη πράξη, ειδικότερα δε οι φορείς του δικαιώματος ή του εννόμου αγαθού που έχει προσβληθεί, κατά τις προβλέψεις των διατάξεων των άρθρων 914 και 932 του Αστικού Κώδικα. Έτσι, ο υποστηρίζων την κατηγορία στο ακροατήριο του ποινικού δικαστηρίου, πρέπει να αντλεί το δικαίωμα αποζημίωσης ευθέως και αμέσως από την εγκληματική προσβολή, όχι δε από κάποια ενδιάμεση σχέση ή αντανακλαστικά και έμμεσα. Με την αμεσότητα της ζημίας που απαιτείται για τη νομιμοποίηση του υποστηρίζοντος την κατηγορία, εκφράζονται δύο διαφορετικοί περιορισμοί του δικαιώματος παράστασής του, οι οποίοι αντιστοιχούν σε δύο διαφορετικές έννοιες αμεσότητας. Η μία υπονοεί την προσωπική σχέση του ζημιωθέντος με το δικαζόμενο έγκλημα (Α.Π. 248/2009), ενώ η δεύτερη υπονοεί την υπαγωγή της ζημίας του υποστηρίζοντος την κατηγορία στο προστατευτικό εύρος του ποινικού νόμου που παραβιάστηκε. Κριτήριο, για την ανεύρεση του κύκλου των προσώπων, που δικαιούνται να παραστούν ως υποστηρίζοντες την κατηγορία αποτελεί, κατά πρώτο λόγο, ο προστατευτικός σκοπός της ποινικής διάταξης που παραβιάστηκε, με αποτέλεσμα να νομιμοποιείται οπωσδήποτε ενεργητικά στην παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας, ο φορέας του εννόμου αγαθού που προσβλήθηκε με την τέλεση της αξιόποινης πράξης, λαμβάνεται δε υπόψη η έννοια του συμφέροντος, όπως ορίζεται από κανόνες δικαίου που τέθηκαν όχι αποκλειστικά χάριν του γενικού συμφέροντος, αλλά και χάριν ιδιωτικών συμφερόντων και της αξίωσης για την απόλαυσή του (Ολ. Α.Π. 1769/1986). Έτσι, προστατεύεται, εκείνο το ιδιωτικό συμφέρον που συνδέεται με τη συγκεκριμένη περίπτωση. Εξάλλου, το επιτρεπτό της παράστασης του υποστηρίζοντος την κατηγορία κρίνεται από το περιεχόμενο της απαίτησης που περιέχει η δήλωσή του και από το κατηγορητήριο, όπως αυτό περιλαμβάνεται είτε στο κλητήριο θέσπισμα είτε στο παραπεμπτικό βούλευμα είτε στην απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και διαλαμβάνει την αξιόποινη πράξη, ενώ η ουσιαστική βασιμότητα της αξίωσης εξαρτάται από την αποδεικτική διαδικασία (Α.Π. 527/2023, Α.Π. 244/2023, Α.Π. 1057/2021). Με τις προεκτεθείσες διατάξεις της ελληνικής ποινικής δικονομίας γίνεται δεκτή η ενεργός συμμετοχή στην ποινική δίκη εκείνου που υπέστη βλάβη από την τέλεση ενός εγκλήματος, η οποία εξασφαλίζεται με την είσοδο του προσώπου αυτού στην ποινική δίκη και την παράστασή του ως υποστηρίζοντος την κατηγορία. Με το “εισιτήριο” αυτό, που διαμορφώνεται σύμφωνα με τους ουσιαστικούς κανόνες του Αστικού Δικαίου (άρθρο 63 του Κ.Ποιν.Δ.) και υποβάλλεται στους αυστηρούς διαδικαστικούς τύπους των άρθρων 82 και επ. του Κ.Ποιν.Δ., ο υποστηρίζων την κατηγορία αποκτά σημαντική θέση στην εξέλιξη της ποινικής δίκης, όπου, αξιοποιώντας τα δικαιώματα που του παρέχει ο νόμος, διεξάγει έναν αγώνα για την απόδειξη της ενοχής του κατηγορουμένου, με σκοπό, κατά τον νόμο, να επιτύχει την καταδίκη του τελευταίου από το ποινικό δικαστήριο. Παρόλη μάλιστα την περιορισμένη παραχώρηση από τη νομοθεσία μας δικαιωμάτων στον υποστηρίζοντα την κατηγορία, αυτός κατορθώνει συνήθως να επηρεάζει σημαντικά την εξέλιξη της ποινικής δίκης, καθόσον είναι γεγονός ότι εκείνος που υπέστη βλάβη από το έγκλημα, ιδιαίτερα δε ο ίδιος ο παθών, επιζητεί τη συμμετοχή του στην ποινική δίκη αφενός για την ικανοποίηση των ατομικών του δικαιωμάτων και αφετέρου για να συμπράξει στην αντίδραση της πολιτείας κατά του εγκλήματος, που εκδηλώνεται με την πανηγυρική διαπίστωση της ενοχής και την δημόσια αποδοκιμασία, μέσω της ποινής. Ο σημαντικός αυτός “ρόλος” της συμμετοχής του υποστηρίζοντος την κατηγορία στην ποινική δίκη δικαιολογεί την προβλεπόμενη από το νόμο κύρωση στην περίπτωση που η συμμετοχή του ήταν παράνομη η οποία θεσπίζεται από τον προαναφερθέντα λόγο αναίρεσης της απόλυτης ακυρότητας που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (Α.Π. 1011/2023). Περαιτέρω, για την παράσταση του υποστηρίζοντος την κατηγορία στο ακροατήριο αρκεί προφορική δήλωση μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας της πρώτης ή της μετ’ αναβολή συζήτησης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Η ως άνω δήλωση του παριστάμενου προς υποστήριξη της κατηγορίας, από το περιεχόμενο της οποίας εξαρτάται και η νομιμοποίηση αυτού, πρέπει, κατά το άρθρο 84 του Κ.Ποιν.Δ., να περιέχει, με ποινή απαραδέκτου, εκτός άλλων, συνοπτική έκθεση της υπόθεσης για την οποία δηλώνεται η παράσταση και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται το δικαίωμά του να παρασταθεί προς υποστήριξη της κατηγορίας, δηλαδή, κατά τρόπο σαφή και πλήρη, καθώς και τα περιστατικά εκείνα από τα οποία προκύπτει ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της αξιόποινης πράξης και της ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης που αυτός υπέστη. Δεν είναι όμως αναγκαία η με τη δήλωση παράστασης του υποστηρίζοντος την κατηγορία αναφορά των στοιχείων αυτών, όταν αυτά προκύπτουν αμέσως και αυτονοήτως από τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη (Α.Π. 579/2022). Εξάλλου, παράνομη είναι η παράσταση του υποστηρίζοντος την κατηγορία στο ακροατήριο, όταν υπάρχει έλλειψη ως προς τον χρόνο και τον τρόπο άσκησής της ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου ή ως προς την ενεργητική ή παθητική νομιμοποίηση του δικαιούχου. Αυτός που δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης κατά τον Αστικό Κώδικα, μπορεί να δηλώσει την παράστασή του, για την υποστήριξη της κατηγορίας ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου μέχρι να αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, όπως ήδη προαναφέρθηκε. Εξάλλου, αν η κατηγορία αναφέρεται σε περισσότερες πράξεις, πρέπει να διευκρινίζεται σε ποιες αναφέρεται η υποστήριξη της κατηγορίας. Τούτο δε διότι, αν για κάποια από αυτές δεν επιτρέπεται παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας, οπότε δεν υπάρχει νομιμοποίηση, σε περίπτωση που, παρά ταύτα, η παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας γίνει δεκτή, δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία θεμελιώνει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναίρεσης (Α.Π. 981/2020). Περαιτέρω, όπως ήδη έχει εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο IV νομική σκέψη, η τεχνητή διακοπή εγκυμοσύνης ανήλικης, με τη συναίνεσή της, χωρίς όμως τη συναίνεση των ασκούντων τη γονική μέριμνα αυτής, στοιχειοθετεί αξιόποινη πράξη (άρθρο 304 του Π.Κ.), στην τέλεση της οποίας συμμετέχει και η ανήλικη έγκυος, αφού συντελείται με τη συναίνεσή της. Ανεξαρτήτως αυτού όμως, έχει δικαίωμα και η ίδια, δηλαδή η ανήλικη έγκυος, να παραστεί στο ακροατήριο του ποινικού δικαστηρίου προς υποστήριξη της κατηγορίας, σε βάρος του υπαιτίου της τέλεσης της ανωτέρω αξιόποινης πράξης, αν ισχυριστεί ότι η συναίνεσή της στην τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης της δεν ήταν έγκυρη, ως προϊόν πλάνης, απάτης ή απειλής. Τούτο δε διότι, η ανήλικη έγκυος, ως φορέας του προστατευόμενου από τη διάταξη του άρθρου 304 του Π.Κ. έννομου αγαθού, έχει δικαίωμα παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας στο ακροατήριο του ποινικού δικαστηρίου για την προαναφερθείσα αξιόποινη πράξη της τεχνητής διακοπής της εγκυμοσύνης της, ακόμη και αν τελέστηκε με τη συναίνεσή της, χωρίς όμως τη συναίνεση των ασκούντων τη γονική μέριμνα αυτής, δικαίωμα το οποίο είναι δυνατόν να καταλυθεί, με την προβολή, από τον υπαίτιο, ισχυρισμών περί οικείου πταίσματος και καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματός της (ανήλικης εγκύου), στοιχεία όμως που δεν ασκούν έννομη επιρροή στη νομιμότητα του ως άνω δικαιώματός της, αλλά στην ουσιαστική βασιμότητά του. VIII. Κατά τη διάταξη του άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ του προϊσχύσαντος μέχρι 30-6-2019 Κ.Ποιν.Δ., αλλά και του ισχύοντος από 1-7-2019 Κ.Ποιν.Δ., που κυρώθηκε με το Ν. 4620/2019 (Φ.Ε.Κ. 96/11-6-2019, τεύχος πρώτο), απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο, επιφέρει η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν “την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου ή του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η πράξη κατά την προκαταρκτική εξέταση και την άσκηση των δικαιωμάτων που τους παρέχονται από τον νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και τον Χάρτη των Θεμελιωδών Ελευθεριών της E.E.”. Εξάλλου, κατά τη διάταξη άρθρου 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε αρχικά με το Ν. 2329/1953 και εκ νέου με το Ν.Δ. 53/1974, αποτελεί εγχώριο δίκαιο και, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, έχει αυξημένη ισχύ έναντι των κοινών νόμων, μεταγλωττίστηκε δε και αποδόθηκε στη δημοτική γλώσσα με το Π.Δ. 76/2022 (Φ.Ε.Κ. 205/1-11-2022, τεύχος πρώτο), “Κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο έως τη νόμιμη απόδειξη της ενοχής του”, κατά δε την με ταυτόσημη διατύπωση διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 και 3 εδ. ζ’ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, το οποίο κυρώθηκε με το Ν. 2462/1997 (Φ.Ε.Κ. 25/26-2-1997, τεύχος πρώτο) και επίσης έχει αυξημένη τυπική ισχύ κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, στην οποία ορίζεται, “2. Κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο. 3. Κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει, σε πλήρη ισότητα τις ακόλουθες τουλάχιστον εγγυήσεις: (…) ζ) να μην εξαναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του ή να ομολογήσει την ενοχή του και τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο”, διακηρύσσεται η θεμελιώδης αρχή της σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης του κατηγορουμένου, η οποία στο πλαίσιο της έννοιας της “δίκαιης δίκης” καθιερώνει και κατοχυρώνει το δικαίωμα κάθε κατηγορουμένου, καθόλα τα διαδικαστικά στάδια της ποινικής διαδικασίας, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση, να θεωρείται αθώος εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί με την τήρηση νόμιμης διαδικασίας. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει, εκτός των άλλων, ότι η άσκηση των προσηκόντων στον κατηγορούμενο ή στο πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται η πράξη κατά την προκαταρκτική εξέταση δικαιωμάτων, αναφέρεται σε όλες τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες υφίσταται από το νόμο υποχρέωση του δικαστή να δημιουργήσει οίκοθεν εκείνες τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη σχετική αίτηση ή διαμαρτυρία του κατηγορουμένου (Α.Π. 1175/2022). Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 366 παρ. 2 του προϊσχύσαντος μέχρι 30-6-2019 Κ.Ποιν.Δ., αλλά και η με ταυτόσημη διατύπωση διάταξη του άρθρου 365 παρ. 2 του ισχύοντος από 1-7-2019 Κ.Ποιν.Δ., ορίζει ότι: “Αν όσα εκθέτει στην απολογία του ο κατηγορούμενος είναι στο σύνολο τους ή εν μέρει διαφορετικά από όσα ο ίδιος εξέθεσε στην προδικασία, είναι δυνατό να του διαβαστούν οι αντίθετες περικοπές της απολογίας του κατά την ανάκριση”. Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει, ότι η ανάγνωση περικοπών, και μόνον, της έγγραφης απολογίας του κατηγορουμένου στην προδικασία είναι επιτρεπτή, στην περίπτωση κατά την οποία, στο στάδιο της απολογίας του στο ακροατήριο, απαντά κάτι διαφορετικό από εκείνο που έχει καταθέσει στην προδικασία, όχι δε όταν απλώς αρνείται να απαντήσει σε κάποια ερώτηση, ασκώντας και προστατεύοντας έτσι πληρέστερα, το καθιερωμένο πλέον, κατά τα προαναφερόμενα, δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του. Για τον ίδιο δικαιολογητικό λόγο δεν παρέχεται από το νόμο δυνατότητα ανάγνωσης της απολογίας του κατηγορουμένου προς υποβοήθηση της μνήμης του, ως εκ τούτου δε απαγορεύεται η ανάγνωση και η αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος του (κατηγορουμένου) ολόκληρης της απολογίας του, που έγινε κατά την προδικασία. Η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικώς, εκ μέρους του δικαστηρίου, ολόκληρης της απολογίας του κατηγορουμένου, που έδωσε κατά τη διενέργεια της προδικασίας (κύριας ανάκρισης, προανάκρισης ή προκαταρκτικής εξέτασης), δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ του ίδιου κώδικα (Κ.Ποιν.Δ.), η οποία ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναίρεσης, διότι αφορά στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου (Ολ. Α.Π. 2/2021, Ολ. Α.Π. 1/2004, Α.Π. 681/2023). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 362 και 367 του Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει, ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, για το σχηματισμό της κρίσης του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφου, που δεν αναγνώσθηκε κατά τη δημόσια και προφορική συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, παραβιάζει την αρχή της προφορικότητας και δημοσιότητας της δίκης, ιδρύοντας τον προβλεπόμενο στη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Γ’ του Κ.Ποιν.Δ. αναιρετικό λόγο της παράβασης των διατάξεων για τη δημοσιότητα στο ακροατήριο, ακυρώνει δε και την άσκηση του δικαιώματος του κατηγορουμένου από το άρθρο 358 του ίδιου ανωτέρω Κ.Ποιν.Δ. να προβαίνει σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό στοιχείο, που στοιχειοθετεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας (άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ του Κ.Ποιν.Δ.), η οποία θεμελιώνει τον προαναφερόμενο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναίρεσης (Α.Π. 1175/2022). ΙΧ. Στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αίτησής του πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, ισχυριζόμενος ότι η υποστηρίζουσα την κατηγορία, Λ. Ρ. του Α., παράνομα παρέστη στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου της ουσίας, προς υποστήριξη της κατηγορίας, επικαλούμενος ότι δεν είναι άμεσα παθούσα από την αποδιδόμενη σ’ αυτόν αξιόποινη πράξη της τεχνητής διακοπής της εγκυμοσύνης της, χωρίς τη συναίνεση των ασκούντων τη γονική μέριμνα αυτής, δηλαδή των γονέων της. Από την παραδεκτή, για τις ανάγκες έρευνας του ως άνω αναιρετικού λόγου, επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι, ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου της ουσίας [Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Λαμίας (συνεδριάζοντος στη μεταβατική έδρα Λιβαδειάς)], που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, εμφανίστηκε, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, η παριστάμενη προς υποστήριξη της κατηγορίας, Λ. Ρ. του Α., αφού δε ζήτησε και έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο του ανωτέρω δικαστηρίου, επανέλαβε την δήλωσή της, όπως και πρωτοδίκως, ότι παρίσταται για την υποστήριξη της κατηγορίας, ειδικότερα, κατά πιστή μεταφορά από τα ανωτέρω πρακτικά, δήλωσε ότι: “(…) παρίσταται, όπως και πρωτοδίκως, στη Δίκη αυτή κατά των παραπάνω κατηγορουμένων για την υποστήριξη της κατηγορίας, δικαιούμενη κατά τον Αστικό Κώδικα σε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ψυχικής οδύνης), που υπέστη από το αδίκημα, και ότι έχει ήδη πρωτοδίκως καταβάλει, ως τέλος παράστασης, τα υπ’ αριθμ. 3262756, 3262755, 2488856, 5070127 και 044295 παράβολα υπέρ του Δημοσίου ποσού σαράντα (40) ευρώ. Διόρισε δε πληρεξούσιό της τον παρόντα δικηγόρο του ΔΣ Λιβαδειάς, Αθανάσιο ΠΑΝΤΡΕΥΤΗ του Ηλία (AM 239), ο οποίος προσκόμισε το υπ’ αριθ. Λ33678/4-12-2023 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣ Λιβαδειάς.”. Κατά της ανωτέρω δήλωσης προς υποστήριξη της κατηγορίας ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος προέβαλε, δια της συνηγόρου υπεράσπισής του, ένσταση, ζητώντας την αποβολή της ως άνω Λ. Ρ. του Α. από τη δίκη, ως παριστάμενης προς υποστήριξη της κατηγορίας, ισχυριζόμενος ότι δεν νομιμοποιείται ενεργητικά προς τούτο, ένσταση την οποία, αφού την ανέπτυξε προφορικά στο ακροατήριο, την κατέθεσε και εγγράφως, καταχωρίστηκε δε στα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, κατ’ άρθρο 141 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., το περιεχόμενο της οποίας (ένστασης), μετά την παράθεση νομικών σκέψεων σχετικά με τη νομιμοποίηση παθόντος να παρασταθεί στο ακροατήριο ποινικού δικαστηρίου, προς υποστήριξη της κατηγορίας, έχει, αυτολεξεί, ως ακολούθως: “(…) την 10.03.2016, η μηνύτρια Λ. Ρ., ερχόμενη στο ιατρείο μου και μετά από σχετικές, σαφείς και επανειλημμένες ερωτήσεις μου, μου εξέφρασε ρητά και σταθερά την επιθυμία της να διακόψει την εγκυμοσύνη της, εγώ δε προέβην στην επιτυχή διακοπή της κύησής της, σύμφωνα με την ιατρική επιστήμη, έχοντας εκ των προτέρων την απόλυτη και πραγματική συναίνεση αυτής, εξ ου και ότι παραπέμπομαι ενώπιόν Σας ως υπαίτιος της πράξης της τεχνητής διακοπής κύησης ανήλικης με τη συναίνεση της ίδιας, χωρίς τη συναίνεση των γονέων της, κατ’ άρθρ. 304 παρ. 2 ΝΠΚ.”. Την ανωτέρω ένσταση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, περί αποβολής της ανωτέρω Λ. Ρ. του Α. από τη δίκη, ως παριστάμενης προς υποστήριξη της κατηγορίας, απέρριψε το δικαστήριο της ουσίας [Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Λαμίας (συνεδριάζοντος στη μεταβατική έδρα Λιβαδειάς)] με την ακολούθως παρατιθέμενη, κατά πιστή αντιγραφή, αιτιολογία: “(…) Η ένσταση περί αποβολής της παράστασης της κατηγορίας υπό το πρίσμα ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως η άμεσα ζημιούμενη από το έγκλημα ώστε να δικαιολογείται η παράστασή της ως υποστηρίζουσα την κατηγορία διότι είχε συνυπαιτιότητα σε ότι αφορά την πρόκληση του αποτελέσματος, γεγονός που αποκλείει τη δυνατότητα αυτή πρέπει να απορριφθεί διότι: α) Ανεξάρτητα από την ατομική ευθύνη του καθενός, το δικαίωμα παράστασης πολιτικής αγωγής εξακολουθεί να υπάρχει όταν εκείνος που συμμετέχει στην εγκληματική πράξη προστατεύεται από τον κυρωτικό κανόνα. Στο μέτρο αυτό, η έγκυος, ως φορέας του προστατευόμενου από το άρθρο 304 ΠΚ εννόμου αγαθού έχει κατ’ αρχήν δικαίωμα παράστασης υποστήριξης της κατηγορίας, έστω και αν συμμετέχει στο έγκλημα. Το δικαίωμα αυτό καίτοι δύναται να καταλυθεί κατά περίπτωση λόγω του οικείου πταίσματος της εγκύου (άρθρο 300 ΑΚ) ή της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματός της (άρθρο 281 ΑΚ), τα στοιχεία όμως αυτά δεν επηρεάζουν το νόμω βάσιμο της πολιτικής αγωγής, δηλαδή την ύπαρξη δικαιώματος αλλά την ουσία του αιτήματος (…) β) Ούσα σύμφωνα με την έγκληση η παθούσα ανήλικη και λειτουργούσα υπό το κράτος απειλής τυγχάνει ερευνητέο το κατά πόσο η συναίνεση ήταν έγκυρη αφενός υπό το πρίσμα της διάγνωσης της δυνατότητας της ανήλικης παθούσας να αξιολογήσει το έννομο αγαθό αφετέρου υπό το πρίσμα της διάγνωσης της ελαττωματικότητας του χαρακτήρα της συναινέσεως και της ακυρότητάς της λόγω απειλής. Ως εκ τούτου υπό το πρίσμα των ανωτέρω ισχυρισμών είναι σε θέση η παθούσα ανήλικη – και πλέον κατά την εκδίκαση της υποθέσεως ενήλικη – να στηρίξει την κατηγορία σε βάρος των κατηγορουμένων για την πράξη της ανεπίτρεπτης διακοπής της κύησης. Για τους ανωτέρω λόγους η προβληθείσα ένσταση περί αποβολής της υποστήριξης της κατηγορίας τυγχάνει κατά νόμο αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί.”. Με βάση τα προαναφερόμενα, σε συνδυασμό με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο VII νομική σκέψη, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας [Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Λαμίας (συνεδριάζοντος στη μεταβατική έδρα Λιβαδειάς)] ορθώς εφάρμοσε τις ανωτέρω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, περαιτέρω δε με αρκούντως επαρκή αιτιολογία και ορθή νομική προσέγγιση δέχθηκε, ότι η προαναφερόμενη Λ. Ρ. του Α., νομιμοποιείται ενεργητικά να δηλώσει παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας στην κρινόμενη υπόθεση, για την πράξη της παράνομης διακοπής της εγκυμοσύνης της, χωρίς τη συναίνεση των ασκούντων τη γονική μέριμνα αυτής, μετά την παραδοχή ότι η εγκυρότητα της συναίνεσής της στην τέλεση ως άνω αξιόποινης πράξης, αφενός λόγω της ανηλικότητάς της και αφετέρου λόγω της επίκλησης, εκ μέρους της (παριστάμενης προς υποστήριξη της κατηγορίας), ότι η συναίνεσή της ήταν προϊόν και αποτέλεσμα απειλών σε βάρος της, ήταν ερευνητέο ζήτημα της αποδεικτικής διαδικασίας. Εξάλλου, η αιτίαση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου ότι η ως άνω δήλωση της παριστάμενης προς υποστήριξη της κατηγορίας, Λ. Ρ. του Α., σε βάρος του, δεν περιείχε συνοπτική έκθεση ή αναφορά της υπόθεσης και των λόγων που δικαιολογούν και στηρίζουν το ως άνω δικαίωμά της, καθώς και ότι παραλείπεται σ’ αυτήν (δήλωση προς υποστήριξη της κατηγορίας) οποιαδήποτε περιγραφή αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των δικών του (αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου) ενεργειών και της ηθικής βλάβης της (παριστάμενης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο προς υποστήριξη της κατηγορίας), με συνέπεια, κατά τους ισχυρισμούς του (αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου), έπρεπε να απορριφθεί από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτη, είναι αβάσιμη. Τούτο δε διότι, από την κατηγορία που αποδόθηκε στον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο με το κλητήριο θέσπισμα που του επιδόθηκε για την αξιόποινη πράξη της παράνομης διακοπής εγκυμοσύνης ανήλικης, με τη συναίνεσή της, χωρίς τη συναίνεση όμως των ασκούντων τη γονική μέριμνα αυτής, για την οποία κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, προέκυπτε, αμέσως και αυτονοήτως, ότι και η ως άνω Λ. Ρ. του Α. ήταν παθούσα από την ανωτέρω αξιόποινη πράξη, ανεξαρτήτως του ότι φερόταν ότι τελέστηκε με τη συναίνεσή της, με συνέπεια, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο VII νομική σκέψη, να μη ήταν αναγκαία η αναφορά, με τη δήλωση παράστασης της ως άνω υποστηρίζουσας την κατηγορία, Λ. Ρ. του Α., των ανωτέρω στοιχείων που επικαλείται ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος. Εξάλλου, η παριστάμενη προς υποστήριξη της κατηγορίας, καθόσον αφορά τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο, δεν ήταν αναγκαίο να αναφέρει στην ως άνω δήλωσή της για ποια αξιόποινη πράξη παρίσταται σε βάρος του τελευταίου, λαμβανομένου υπόψη ότι τον βάρυνε μόνον η προαναφερθείσα αξιόποινη πράξη, δηλαδή η παράνομη διακοπή εγκυμοσύνης ανήλικης, με τη συναίνεσή της, χωρίς τη συναίνεση όμως των ασκούντων τη γονική μέριμνα αυτής. Με βάση τα ανωτέρω, ο πρώτος λόγος της κρινόμενης αίτησης, με τον οποίο ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος επιχειρεί να θεμελιώσει την από το άρθρο 510 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ. αναιρετική πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, λόγω παράνομης παράστασης της υποστηρίζουσας την κατηγορία, Λ. Ρ. του Α., στη διαδικασία του ακροατηρίου στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας (άρθρο 171 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ.), είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος, με τον δεύτερο λόγο της κρινόμενης αίτησής του πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση αφενός για παράβαση των διατάξεων για τη δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και αφετέρου για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, ισχυριζόμενος ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας, προς διαμόρφωση της κρίσης του για την ενοχή του (αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου), όχι μόνο έλαβε υπόψη του το από 12-10-2017 σημείωμα προς παροχή έγγραφων εξηγήσεων, που κατέθεσε στο πλαίσιο της προδικασίας για την παρούσα υπόθεση, χωρίς να αναγνωστεί στο ακροατήριό του, αλλά στηρίχθηκε σ’ αυτό για να αντικρούσει και απορρίψει ουσιώδεις ισχυρισμούς του, τελικά δε να τον κηρύξει ένοχο για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη και να τον καταδικάσει στην προαναφερθείσα ποινή, παραβιάζοντας με τον τρόπο αυτό τα υπερασπιστικά του δικαιώματα, αφού του στέρησε το απορρέον από τη διάταξη του άρθρου 358 του Κ.Ποιν.Δ. δικαίωμα να προβεί σε δηλώσεις, εξηγήσεις και διευκρινίσεις για το ως άνω σημείωμά του. Ειδικότερα, ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος, για να θεμελιώσει τις ως άνω αναιρετικές πλημμέλειες της προσβαλλόμενης απόφασης, ισχυρίζεται ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας [Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Λαμίας (συνεδριάζοντος στη μεταβατική έδρα Λιβαδειάς)], περιέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του περικοπές από το από 12-10-2017 σημείωμα προς παροχή έγγραφων εξηγήσεων που αυτός (αναιρεσείων – κατηγορούμενος) κατέθεσε κατά την προδικασία της παρούσας υπόθεση, το οποίο δεν αναγνώστηκε στο ακροατήριό του, αλλά ούτε και στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οι οποίες (περικοπές) λήφθηκαν υπόψη για την απόρριψη υπερασπιστικών του ισχυρισμών, μεταξύ των οποίων και εκείνος περί πλάνης του, ως προς την ηλικία της παριστάμενης προς υποστήριξη της κατηγορίας, Λ. Ρ. του Α.. Συγκεκριμένα, ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι το δικαστήριο της ουσίας περιέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του από το ως άνω σημείωμα, που κατέθεσε κατά την προδικασία της παρούσας υπόθεσης, τις περικοπές: “(…) Ο πρώτος κατηγορούμενος, αν και ιατρός, ισχυρίζεται στο απολογητικό του υπόμνημα ότι τίποτα “στο παρουσιαστικό της αλλά και την εν γένει συμπεριφορά της δεν του δημιούργησε έστω και την παραμικρή υποψία ότι πρόκειται περί ανηλίκου ατόμου (…)” και “(…) Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου δια του απολογητικού του υπομνήματος ότι δεν αποδεχόταν το γεγονός της ανηλικότητάς της για να κερδίσει μία αμοιβή παραβιάζοντας τις αρχές του, θέτοντας σε κίνδυνο την πολυετή επαγγελματική του φήμη (…)”. Οι ανωτέρω περικοπές πράγματι περιλαμβάνονται στα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς και στο από 12-10-2017 σημείωμα προς παροχή εξηγήσεων, προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λειβαδιάς (δια της 8ης Πταισματοδίκη Αθηνών), που κατέθεσε ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος, στο πλαίσιο της προδικασίας για την παρούσα υπόθεση, στην ως άνω πταισματοδίκη, την 17-10-2017, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπησή τους. Οι εν λόγω περικοπές όμως, κανένα επιβαρυντικό στοιχείο, για την ενοχή του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, δεν περιέχουν, παρά μόνον αρνητικούς της κατηγορίας, που βάρυνε τον τελευταίο, ισχυρισμούς, τους οποίους το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας αντέκρουσε και απέρριψε με την αιτιολογία και τις παραδοχές που έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο VI σκέψη. Ανεξαρτήτως αυτού όμως, από την παραδεκτή, για τις ανάγκες έρευνας του ως άνω αναιρετικού λόγου, επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι, μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, την πρόταση του Εισαγγελέα της έδρας, ο οποίος πρότεινε την ενοχή και του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, καθώς και την αγόρευση του συνηγόρου της παριστάμενης προς υποστήριξη της κατηγορίας, ο οποίος συντάχθηκε με την πρόταση του Εισαγγελέα, έλαβε τον λόγο η συνήγορος υπεράσπισης του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, αφού δε ανέπτυξε την υπεράσπιση του τελευταίου και ζήτησε την απαλλαγή του, υπέβαλε εγγράφως τους ισχυρισμούς του, που καταχωρίστηκαν στα ως άνω πρακτικά, τους οποίους (ισχυρισμούς) ανέπτυξε και προφορικά στο ακροατήριο. Μεταξύ των ισχυρισμών αυτών περιλαμβάνεται αυτολεξεί η ως άνω πρώτη, εντός εισαγωγικών, περικοπή (“στο παρουσιαστικό της αλλά και την εν γένει συμπεριφορά της δεν του δημιούργησε έστω και την παραμικρή υποψία ότι πρόκειται περί ανηλίκου ατόμου”), ενώ από το σύνολο των εν λόγω ισχυρισμών καθίσταται απολύτως σαφές ότι περιέχεται σ’ αυτούς και η ως άνω δεύτερη περικοπή (δεν αποδεχόταν το γεγονός της ανηλικότητάς της για να κερδίσει μία αμοιβή παραβιάζοντας τις αρχές του, θέτοντας σε κίνδυνο την πολυετή επαγγελματική του φήμη), η οποία πρέπει να σημειωθεί ότι δεν τίθεται εντός εισαγωγικών, όπως η ανωτέρω πρώτη περικοπή, γεγονός από το οποίο εμμέσως, πλην όμως με σαφήνεια, συνάγεται ότι δεν μεταφέρθηκε, κατά πιστή αντιγραφή, από συγκεκριμένο έγγραφο, ειδικότερα δε από το από 12-10-2017 σημείωμα προς παροχή έγγραφων εξηγήσεων, όπως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος, αλλά περιέχεται στους ανωτέρω ισχυρισμούς που προβλήθηκαν και εγγράφως από τη συνήγορο υπεράσπισής του, κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου της ουσίας, τους ίδιους δε ισχυρισμούς προέβαλε και στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Τριμελούς Πλημμελειοδικείο Λειβαδιάς) και καταχωρίστηκαν στα υπ’ αρ. 160/6-4-2022 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπησή τους, που αναγνώστηκαν στη δίκη ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου της ουσίας, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω, από την επισκόπηση και σύγκριση των ως άνω τριών (3) εγγράφων, συγκεκριμένα δε: α) του από 12-10-2017 σημειώματος προς παροχή εξηγήσεων του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, β) των πρακτικών της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, και γ) των πρακτικών της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η υπ’ αρ. 160/6-4-2022 απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λειβαδιάς), προκύπτει ότι το σύνολο του νοηματικού περιεχομένου του πρώτου περιέχεται στα άλλα δύο, στα οποία έχει μεταφερθεί, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, σχεδόν το σύνολό του, αυτουσίως, δηλαδή αυτολεξεί. Εξάλλου, από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η ακρίβεια των οποίων δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, παρά μόνο με την προσβολή τους για πλαστότητα (άρθρο 141 παρ. 1 και 3 του Κ.Ποιν.Δ., Α.Π. 1483/2022, Α.Π. 455/2022), προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας ουδόλως έλαβε υπόψη του το ως άνω από 12-10-2017 σημείωμα προς παροχή εξηγήσεων του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, όπως αβασίμως διατείνεται ο τελευταίος, αλλά τους ισχυρισμούς που προέβαλε αυτός και καταχωρίστηκαν στα ως άνω πρακτικά, δια της συνηγόρου υπεράσπισής του, η οποία τον εκπροσώπησε στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως απολογία του, κρίση που ενισχύεται από το ότι στην τελευταία (προσβαλλόμενη απόφαση), καθόσον αφορά τις παραπάνω περικοπές, γίνεται αναφορά σε απολογητικό υπόμνημα και όχι σε σημείωμα παροχής εξηγήσεων. Τέλος, στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί ότι από το σύνολο των παραδοχών της προσβαλλομένης απόφασης, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την περί ενοχής του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου κρίση του στα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στην προηγηθείσα υπό στοιχείο VI σκέψη και όχι στο ως άνω από 12-10-2017 σημείωμα προς παροχή εξηγήσεων που κατέθεσε ο τελευταίος στο πλαίσιο της προδικασίας για την παρούσα υπόθεση. Με βάση τα ανωτέρω, σε συνδυασμό με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο VIII νομική σκέψη, ο δεύτερος λόγος της κρινόμενης αίτησης, με τον οποίο ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση αφενός για παράβαση των διατάξεων για τη δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Γ’ του Κ.Ποιν.Δ.), αφετέρου δε για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ.), επικαλούμενος ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του, για την περί ενοχής του κρίση του, έγγραφο που δεν αναγνώστηκε στο ακροατήριό του, είναι αβάσιμος, στηριζόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης (Α.Π. 414/2023). Χ. Κατ’ ακολουθίαν των προαναφερομένων, ελλείψει άλλου λόγου αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση για αναίρεση της υπ’ αρ. 45/4-12-2023 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Λαμίας (συνεδριάζοντος στη μεταβατική έδρα Λειβαδιάς), που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, να καταδικαστεί δε ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 578 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ.), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 29-1-2024 δήλωση (αίτηση) του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, Ι. Σ. του Ά. και της Μ., κατοίκου … (συμβολή των οδών … αρ. 34 και …), για αναίρεση της υπ’ αρ. 45/4-12-2023 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Λαμίας (συνεδριάζοντος στη μεταβατική έδρα Λειβαδιάς), που ασκήθηκε με επίδοσή της στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 29-1-2024 (αρ. γενικού πρωτ. της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου …/29-1-2024).
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο, Ι. Σ. του Ά. και της Μ., κάτοικο …(συμβολή των οδών …αρ. … και …), στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα ευρώ (250,00 €).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαρτίου 2024.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Μαΐου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ