ΑΠΟΦΑΣΗ
Bădescu κ.α. κατά Ρουμανίας της 15.04.2025 (προσφ. αριθ. 22198/18, 48856/18 και 57849/19)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι προσφεύγουσες ήταν δικαστές και καταδικάστηκαν για κατάχρηση εξουσίας. Προσέφυγαν στο ΕΔΔΑ για έλλειψη προβλεψιμότητας του εγχώριου ποινικού δικαίου. Όπως και τα εθνικά δικαστήρια, έτσι και το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι προσφεύγουσες δεν είχαν διωχθεί για την έκδοση δικαστικής απόφασης, αλλά επειδή είχαν υιοθετήσει μια συγκεκριμένη γραμμή συμπεριφοράς πριν από τη σύνταξη της εν λόγω απόφασης και ότι στη συνέχεια εν γνώσει τους επινόησαν νομικό σκεπτικό που παραβίαζε το νόμο με σκοπό την έκδοση μιας προκαθορισμένης απόφασης με επιβλαβές αποτέλεσμα. Οι εθνικές αρχές είχαν αποφανθεί ότι οι προσφεύγουσες είχαν παραποιήσει τα πραγματικά περιστατικά κατά τρόπο ώστε η αρχή ne bis in idem να μπορούσε να εφαρμοστεί σε μια υπόθεση που είχε τεθεί ενώπιόν τους.
Το Δικαστήριο έδωσε βαρύτητα στην ανάλυση του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία ο σκοπός μιας ποινικής έρευνας για κατάχρηση εξουσίας δεν ήταν να εξεταστεί η νομιμότητα και η βασιμότητα μιας δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε – ρόλος που ανήκε αποκλειστικά στα δικαστικά όργανα που προβλέπει ο νόμος – αλλά να εντοπίσει, πέραν της ίδιας της απόφασης, την συμπεριφορά που παραβίασε τα υπηρεσιακά καθήκοντα και αντιστοιχούσε στο ουσιαστικό στοιχείο του αδικήματος, δεδομένου ότι η συμπεριφορά αυτή θα μπορούσε να επηρεάσει την εκδοθείσα απόφαση. Κατά συνέπεια, τα εθνικά δικαστήρια είχαν διακρίνει την πράξη που είχε επισύρει την ποινική ευθύνη των προσφευγουσών από την έκδοση απόφασης με καλή πίστη, χωρίς να τίθεται υπό αμφισβήτηση η εγγύηση της δικαστικής ανεξαρτησίας.
Το ΕΔΔΑ έκρινε, ως αρκούντως ακριβή τη διατύπωση των άρθρων του νόμου που τιμωρούν την κατάχρηση εξουσίας κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών σε σχέση και με την παρατιθέμενη νομολογία και δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 7 (καμία τιμωρία χωρίς νόμο).
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 7
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγουσες, Liliana Bădescu («πρώτη προσφεύγουσα»), Dumitriţa Piciarcă («δεύτερη προσφεύγουσα») και Veronica Cîrstoiu («η τρίτη προσφεύγουσα») είναι υπήκοοι Ρουμανίας που γεννήθηκαν το 1957, 1955 και 1957 αντίστοιχα και ζουν στο Βουκουρέστι. Ήταν δικαστές του ποινικού τμήματος του Εφετείου Βουκουρεστίου.
Με τελεσίδικη απόφαση που εκδόθηκε στις 4 Απριλίου 2011 το Εφετείο Βουκουρεστίου καταδίκασε τον S.D. σε κάθειρξη επτά ετών για διάφορα οικονομικά αδικήματα. Κάνοντας χρήση έκτακτου ένδικου μέσου, ο S.D. κατέθεσε δύο αιτήσεις επανεξέτασης στο Εφετείο του Βουκουρεστίου. Οι αιτήσεις επανεξέτασης εκδικάστηκαν από τριμελή σύνθεση. Καθώς οι δύο αυτές προσφυγές ήταν ανεπιτυχείς, ο S.D. κατέθεσε και τρίτη. Η υπόθεση ανατέθηκε τυχαία σε σύνθεση του δικαστηρίου που απαρτιζόταν από τις τρεις προσφεύγουσες.
Με απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2012 το Εφετείο Βουκουρεστίου, με σύνθεση αποτελούμενη από τις τρεις προσφεύγουσες, έκανε δεκτή την τρίτη αίτηση επανεξέτασης και ακύρωσε την καταδίκη του S.D.. Το δικαστήριο σημείωσε ότι ο κατηγορούμενος είχε διωχθεί στο παρελθόν για αδικήματα που σχετίζονταν εν μέρει με εκείνα για τα οποία καταδικάστηκε με την απόφαση της 4ης Απριλίου 2011. Σημείωσε ότι η ποινική έρευνα στο πλαίσιο εκείνης της υπόθεσης είχε οδηγήσει σε απόφαση διακοπής της διαδικασίας, η οποία είχε επικυρωθεί από το Εφετείο της Craiova, και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, στην προκειμένη περίπτωση, υπήρξε παραβίαση της αρχής ne bis in idem, δεδομένου ότι ο S.D. είχε διωχθεί δύο φορές.
Το 2013 ξεκίνησε ποινική έρευνα κατά της τρίτης προσφεύγουσας και άλλων προσώπων σε σχέση με σειρά αδικημάτων που σχετίζονται με τη διαφθορά. Με απόφαση της 26 Μαρτίου 2016, η οποία επικυρώθηκε με αμετάκλητη απόφαση του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, το Εφετείο Constanţa καταδίκασε την τρίτη προσφεύγουσα για δωροδοκία. Κατηγορήθηκε ότι τον Φεβρουάριο του 2012 δέχθηκε χρηματικό ποσό ως δωροδοκία για την έκδοση απόφασης, μαζί με τις άλλες δύο προσφεύγουσες, η οποία αποφαίνονταν υπέρ του S.D. στο πλαίσιο των αιτήσεων επανεξέτασης.
Εν τω μεταξύ, στις 27 Απριλίου 2012, είχε κινηθεί πειθαρχική έρευνα κατά των προσφευγουσών μετά από διάφορα δημοσιεύματα στον Τύπο σχετικά με την ανατροπή της καταδίκης του S.D.. Το Δικαστικό Συμβούλιο Επιθεώρησης είχε ζητήσει την επιβολή πειθαρχικής ποινής στις προσφεύγουσες. Με απόφαση της 4 Δεκεμβρίου 2012, η Εθνική Επιτροπή Δικαστικών και Νομικών Υπηρεσιών (Consiliul Superior al Magistraturii), κατά πλειοψηφία, απέρριψε την πρόταση του Συμβουλίου Δικαστικής Επιθεώρησης, κρίνοντας ότι
οι πράξεις που διαπίστωσε το Συμβούλιο δεν συνιστούσαν παράπτωμα.
Στις 28 Φεβρουαρίου 2012 η Εθνική Υπηρεσία Καταπολέμησης της Διαφθοράς κίνησε αυτεπαγγέλτως ποινική έρευνα κατά των τριών προσφευγουσών και κίνησε ποινική διαδικασία εναντίον τους στις 3 Απριλίου 2012 για διακεκριμένη κατάχρηση εξουσίας και για ευνοϊκή μεταχείριση ενός φερόμενου ως δράστη.
Με απόφαση της 7 Αυγούστου 2012 η Υπηρεσία Καταπολέμησης της Διαφθοράς διέκοψε την ποινική διαδικασία κατά των τριών προσφευγουσών. Θεώρησε ότι, μολονότι τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων είχαν πράγματι διαπιστωθεί στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν. 303/2004, το οποίο προέβλεπε ότι οι δικαστές είναι ανεξάρτητοι και ισόβιοι και ότι όλα τα θεσμικά όργανα υποχρεούνται να σέβονται την ανεξαρτησία τους, οι δικαστές δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ποινικά υπεύθυνοι για πράξεις που συνιστούν κατάχρηση εξουσίας και αμέλεια κατά την άσκηση των καθηκόντων τους όσον αφορά τις αποφάσεις που εκδίδουν υπό την ιδιότητά τους αυτή. Η Υπηρεσία Καταπολέμησης της Διαφθοράς έκρινε ότι υπήρχε κάποια αμφιβολία ως προς το νομικό πλαίσιο που διέπει την ποινική ευθύνη των δικαστών για αδικήματα που συνδέονται με το αξίωμά τους όσον αφορά τα μέτρα που διατάχθηκαν σε δικαστικές αποφάσεις.
Οι προσφεύγουσες άσκησαν έφεση κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του Εφετείου Βουκουρεστίου. Κατήγγειλαν ότι είχαν διωχθεί ποινικά για την απόφαση που είχαν εκδώσει στην απόφαση της 22 Φεβρουαρίου 2012. Με οριστική απόφαση που εξέδωσε την 1η Οκτωβρίου 2012 το Εφετείο Βουκουρεστίου απέρριψε την έφεσή τους. Με απόφαση της 29 Ιανουαρίου 2014, ο προϊστάμενος της υπηρεσίας καταπολέμησης της διαφθοράς αναίρεσε, αυτεπαγγέλτως την απόφαση της Υπηρεσίας της 7ης Αυγούστου 2012 και διέταξε την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας κατά των τριών προσφευγουσών.
Με αίτηση της 15 Απριλίου 2014, η Υπηρεσία Καταπολέμησης της Διαφθοράς παρέπεμψε τις προσφεύγουσες σε δίκη ενώπιον του Εφετείου Βουκουρεστίου με την κατηγορία της κατάχρησης εξουσίας, της ευνοϊκής μεταχείρισης ενός φερόμενου ως παραβάτη και της πλαστογραφίας. Η Υπηρεσία Καταπολέμησης της Διαφθοράς κατηγόρησε τις προσφεύγουσες ότι δεν εκπλήρωσαν τις νόμιμες υποχρεώσεις τους και ότι εξέδωσαν αβάσιμη απόφαση λόγω εξωτερικού παράγοντα που επηρέασε την απόφασή τους, ήτοι τη δωροδοκία που είχε λάβει η τρίτη προσφεύγουσα από τον S.D.
Με απόφαση της 19 Μαΐου 2016, το Εφετείο του Βουκουρεστίου αθώωσε την πρώτη και τη δεύτερη προσφεύγουσα από όλες τις κατηγορίες και διαχώρισε την υπόθεση κατά της τρίτης από την υπόλοιπη διαδικασία με την αιτιολογία ότι η ποινική διαδικασία εναντίον της για δωροληψία σε σχέση με την έκδοση της απόφασης της 22 Φεβρουαρίου 2012 εκκρεμούσε ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου.
Τόσο η Υπηρεσία Καταπολέμησης της Διαφθοράς όσο και η δεύτερη και η τρίτη προσφεύγουσα άσκησαν έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο. Η Υπηρεσία Καταπολέμησης της Διαφθοράς αμφισβήτησε την αθώωση των δύο προσφευγουσών, θεωρώντας ότι η ενοχή τους είχε αποδειχθεί. Με τελεσίδικη απόφαση της 14 Ιουνίου 2017, το Ανώτατο Δικαστήριο καταδίκασε την πρώτη και δεύτερη προσφεύγουσα σε τέσσερα έτη φυλάκισης για κατάχρηση εξουσίας.
Στις 19 Ιανουαρίου 2018 η πρώτη και δεύτερη προσφεύγουσα κατέθεσαν αναίρεση στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο κατά της απόφασης της 14ης Ιουνίου 2017.
Με αμετάκλητη απόφαση της 7 Νοεμβρίου 2019, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αναίρεση ως αβάσιμη. Επισήμανε ότι η ανεξαρτησία των δικαστών δεν είναι απόλυτη και συμβαδίζει με την αρχή της ευθύνης των μελών του δικαστικού σώματος, την αρχή ότι όλες οι δικαστικές πράξεις πρέπει να είναι σύμφωνες με το νόμο και την αρχή των ίσων δικαιωμάτων για όλους τους πολίτες. Επιπλέον, έκρινε ότι οι δικαστές οι οποίοι, κατά την άσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, προέβησαν σε πράξη κατά παράβαση του νόμου, είτε εκ προθέσεως ή κακόπιστα, και με τον τρόπο αυτό προκάλεσαν ζημία ή παραβίασαν τα νόμιμα δικαιώματα ενός φυσικού ή νομικού προσώπου, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ποινικά υπεύθυνοι για το αδίκημα της κατάχρησης εξουσίας. Εξήγησε ότι η ποινική ευθύνη για κατάχρηση εξουσίας δεν προκύπτει όταν ο δικαστής κατηγορείται για απλά σφάλματα που συνίστανται σε ανακριβή εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων και/ή σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου – η οποία θα μπορούσε να διορθωθεί με δικαστικό έλεγχο – αλλά όταν η τέλεση των επίμαχων πράξεων, που οδήγησαν σε παράνομη απόφαση, ήταν αποτέλεσμα συνειδητής και εσκεμμένης στάσης που εμπίπτει στον ορισμό του δόλου.
Με απόφαση της 10 Μαΐου 2018, η οποία επικυρώθηκε με αμετάκλητη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στις 27 Μαρτίου 2019, το Εφετείο του Βουκουρεστίου καταδίκασε τη τρίτη προσφεύγουσα για κατάχρηση εξουσίας.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 7
Αφού έκρινε σκόπιμο να εξετάσει τις προσφυγές από κοινού με ενιαία απόφαση, το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της τρίτης προσφεύγουσας (αριθ. 57849/19) με την αιτιολογία ότι η καταγγελία ήταν αβάσιμη και εκπρόθεσμη.
Όσον αφορά τις προσφυγές της πρώτης και της δεύτερης, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι διάφοροι νόμοι που ποινικοποιούν την κατάχρηση εξουσίας ήταν παρόμοια διατυπωμένοι και όριζαν το αδίκημα αυτό ως παράλειψη ή πλημμελή εκτέλεση μιας πράξης από δημόσιο λειτουργό κατά την άσκηση του αξιώματός του, προκαλώντας έτσι ζημία ή προσβολή των δικαιωμάτων ή των έννομων συμφερόντων τρίτου. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο νομοθέτης είχε ορίσει την τιμωρητέα συμπεριφορά σε κάπως γενικές γραμμές. Κατά συνέπεια, η εθνική νομοθεσία δεν περιείχε εξαντλητικό κατάλογο των μορφών αυτών συμπεριφοράς που θα μπορούσε να λάβει. Όπως το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να καταστήσει σαφές, η απαίτηση της νομοθετικής ακρίβειας δεν αποκλείει τη διατύπωση γενικών όρων στον τομέα του ποινικού δικαίου. Ο ρόλος της κρίσης που ανατέθηκε στα δικαστήρια ήταν ακριβώς να διαλύσει τις ερμηνευτικές αμφιβολίες που παρέμεναν και να επιτρέψει να ληφθούν υπόψη οι αλλαγές στην καθημερινή πρακτική.
Το Δικαστήριο παρατήρησε περαιτέρω ότι, προκειμένου να προσδιοριστεί αν οι πράξεις των οποίων οι προσφεύγουσες κατηγορούνταν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ποινικού δικαίου, τα εθνικά δικαστήρια εφάρμοσαν τον νόμο που ορίζει για κατάχρηση εξουσίας υπό το πρίσμα του γενικότερου πλαισίου της νομοθεσίας που διέπει το έργο των δικαστών και των εισαγγελέων.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι, από τη σκοπιά του άρθρου 7, έπρεπε να λάβει υπόψη του το εσωτερικό δίκαιο «στο σύνολό του» και τον τρόπο με τον οποίο αυτό εφαρμοζόταν κατά τον ουσιώδη χρόνο. Έτσι, στην προκειμένη περίπτωση, τα εθνικά δικαστήρια είχαν λάβει υπόψη τους το γεγονός ότι οι δικαστές ήταν ανεξάρτητοι και υποκείμενοι μόνο στο νόμο κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους και ότι ο έλεγχος των δικαστικών αποφάσεων εξασφαλιζόταν με τη χρήση των διαθέσιμων ένδικων μέσων.
Όσον αφορά την προϋπόθεση ότι ο νόμος πρέπει να είναι προβλέψιμος ως προς τα αποτελέσματά του, ήταν σαφές από τα παραδείγματα εγχώριας νομολογίας που περιλαμβάνονταν στο φάκελο της υπόθεσης, ότι τα εθνικά δικαστήρια έκριναν σταθερά ότι οι δικαστές δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ποινικά υπεύθυνοι για κατάχρηση εξουσίας λόγω της αιτιολογίας, ακόμη και αν ήταν εσφαλμένη, μιας δικαστικής απόφασης. Η εν λόγω νομολογία έδειξε ότι οι δικαστές μπορούσαν να θεωρηθούν ποινικά υπεύθυνοι μόνο σε περιπτώσεις που είχαν ασκήσει τα καθήκοντά τους κακόπιστα. Έπρεπε δε να γίνει διάκριση μεταξύ των περιπτώσεων όπου μια υπόθεση είχε κριθεί καλόπιστα και εκείνων όπου ένας δικαστής είχε παρερμηνεύσει έναν νομικό κανόνα σκόπιμα και κακόπιστα, με αποτέλεσμα να κατευθύνει τη διαδικασία προς ένα αποτέλεσμα αντίθετο προς το νόμο, παραβιάζοντας εκ προθέσεως τους κανόνες.
Το Δικαστήριο σημείωσε ειδικότερα ότι οι προσφεύγουσες ήταν δικαστές ειδικευμένες στο ποινικό δίκαιο με πολυετή υπηρεσία. Λαμβάνοντας υπόψη την ιδιότητα και την εμπειρία τους, δεν ήταν παράλογο να αναμένει κανείς ότι θα ενεργούσαν με μεγάλη προσοχή και θα έδειχναν ιδιαίτερη επιμέλεια κατά την εκτίμηση των κινδύνων που ενέχει η άσκηση των καθηκόντων τους. Το ρουμανικό νομικό σύστημα, εκείνη την εποχή, περιείχε σαφείς και επιτακτικές ενδείξεις από τις οποίες προέκυπτε ότι η πράξη, από δικαστή, που εν γνώσει του έχει εκδώσει μια επιβλαβή δικαστική απόφαση κατά παράβαση του νόμου θα μπορούσε να αποτελέσει αδίκημα, χωρίς με τον τρόπο αυτό να υπονομεύεται η ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας, όπως αυτή κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα και τις διεθνείς συμβάσεις. Κατά συνέπεια, δεν θα έπρεπε να υπάρχει καμία αμφιβολία ως τις προσφεύγουσες για τις συνέπειες που θα μπορούσαν να υποστούν κατά την έκδοση της απόφασης στην επίμαχη απόφαση.
Το Δικαστήριο παρατήρησε περαιτέρω ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν ομόφωνα κρίνει ότι ένας δικαστής ήταν δημόσιος υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 175 του νέου Ποινικού Κώδικα και ότι μπορούσε να είναι δράστης του αδικήματος της κατάχρησης εξουσίας. Είχαν επίσης όλα κρίνει, με αναφορά στη σχετική νομολογία, ότι υπήρχε ο γενικός κανόνας ότι η έκδοση δικαστικής απόφασης δεν μπορούσε να οδηγήσει σε ποινική δίωξη κατά του δικαστή, ο οποίος ήταν ανεξάρτητος και του οποίου οι αποφάσεις μπορούσαν να προσβληθούν μόνο με τη χρήση των διαθέσιμων ένδικων μέσων, και ότι ένας δικαστής μπορεί να θεωρηθεί ποινικά υπεύθυνος μόνο όταν πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, οι οποίες προσδιορίζονται στη νομοθεσία και νομολογία .
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, όπως είχαν επισημάνει τα εθνικά δικαστήρια, οι προσφεύγουσες δεν είχαν διωχθεί ποινικά για την έκδοση δικαστικής αποφάσεως καθ’ εαυτή, αλλά για την υιοθέτηση συγκεκριμένης συμπεριφοράς πριν από τη σύνταξη της απόφασης και ότι στη συνέχεια εν γνώσει τους επινόησαν νομική αιτιολογία που παραβίαζε το νόμο με σκοπό την έκδοση μιας προκαθορισμένης απόφασης στην υπόθεση σχετικά με τον S.D. με επιζήμιο αποτέλεσμα. Οι εθνικές αρχές είχαν συνεπώς διαπιστώσει ότι οι προσφεύγουσες είχαν παραποιήσει τα γεγονότα, έτσι ώστε η αρχή ne bis in idem να μπορεί να εφαρμοστεί στην υπόθεση που είχαν ενώπιόν τους.
Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έδωσε βαρύτητα στην ανάλυση του Ανώτατου Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία ο σκοπός μιας ποινικής έρευνας για κατάχρηση αξιώματος δεν ήταν να εξετάσει τη νομιμότητα και την ουσία μιας απόφασης που εκδόθηκε στο τέλος της εκδίκασης – ρόλος που ανήκε αποκλειστικά στα αρμόδια δικαστικά όργανα που προβλέπει ο νόμος – αλλά να εντοπίσει συμπεριφορές πέραν της ίδιας της απόφασης, που παραβίαζαν τα υπηρεσιακά καθήκοντα και αντιστοιχούσε στο ουσιώδες στοιχείο του αδικήματος, καθώς και το κίνητρο της εν λόγω πράξης, δεδομένου ότι η συμπεριφορά αυτή θα μπορούσε, σε ορισμένες περιπτώσεις, να επηρεάσει την απόφαση που θα εκδοθεί. Έτσι, τα εθνικά δικαστήρια είχαν διακρίνει την πράξη που είχε απασχολήσει την ποινική ευθύνη των προσφευγουσών από την έκδοση απόφασης με καλή πίστη.
Το Δικαστήριο έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στο γεγονός ότι οι προσφεύγουσες είχαν υποβάλει την καταγγελία τους ενώπιον των ανώτατων εθνικών δικαστηρίων, τα οποία είχαν απαντήσει εξηγώντας τη δομή του αδικήματος και καθορίζοντας τα συστατικά του στοιχεία στην προκειμένη περίπτωση. Τα εθνικά δικαστήρια είχαν επίσης εξετάσει το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η ανεξαρτησία των δικαστών, την οποία τόσο το Σύνταγμα όσο και οι
διεθνείς συνθήκες εγγυώνται, αποκλείει την καταδίκη τους για κατάχρηση εξουσίας σε σχέση με την έκδοση δικαστικής απόφασης. Τα δικαστήρια είχαν εκθέσει τον τρόπο με τον οποίο η ανεξαρτησία των δικαστών έπρεπε να ερμηνεύεται και να νοείται υπό το πρίσμα των συνταγματικών αρχών και των διεθνών συνθηκών που θεωρούσαν συναφείς στην παρούσα υπόθεση.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι διατάξεις που ποινικοποιούν την κατάχρηση εξουσίας κατά τον κρίσιμο χρόνο, σε συνδυασμό με τη νομολογία που τις ερμήνευε, είχαν συνταχθεί με επαρκή ακρίβεια ώστε να έχουν επιτρέψει στις προσφεύγουσες, οι οποίες ήταν και οι ίδιες δικαστές, να διακρίνουν σε εύλογο βαθμό υπό το πρίσμα των περιστάσεων ότι οι πράξεις τους θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ποινική καταδίκη, χωρίς να αμφισβητείται η εγγύηση της δικαστικής ανεξαρτησίας. Επιπλέον, η ερμηνεία που υιοθέτησαν τα εθνικά δικαστήρια για την ποινική ευθύνη των προσφευγουσών ήταν σύμφωνη με την ουσία του αδικήματος του εν λόγω αδικήματος.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 7 της Σύμβασης.