ΑΠΟΦΑΣΗ
Sahibov κατά Αζερμπαϊτζάν της 10.04.2025 (προσφ. αριθ. 43152/10)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων, Kamran Isgandar oglu Sahibov, είναι υπήκοος του Αζερμπαϊτζάν που γεννήθηκε το 1963 και ζει στο Μπακού. Από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο αναιρέθηκε απόφαση τελεσίδικη και εκτελεστή υπέρ του. Η απόφαση αφορούσε μίσθωση εμπορικού χώρου που ανήκε στο κράτος.
Επικαλούμενος το άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο προσφεύγων ισχυρίσθηκε ότι δεν ενημερώθηκε για την ακρόαση στην υπόθεσή του στο εφετείο και ότι οι αποφάσεις των ανωτέρων δικαστηρίων που ακύρωσαν την πρωτοβάθμια απόφαση ήταν παράνομες, στερούνταν επαρκούς αιτιολογίας και παραβίασαν την αρχή της ασφάλειας δικαίου.
Το ΕΔΔΑ έκανε δεκτή την προσφυγή του και έκρινε ότι παραβιάστηκε η αρχή της ασφάλειας δικαίου, δεχόμενο ότι οι αποφάσεις των ανωτέρων δικαστηρίων στερούνταν επαρκούς αιτιολογίας και ότι ο προσφεύγων δεν ενημερώθηκε δεόντως για την ακρόαση στο εφετείο και έτσι δεν μπορούσε να παρασταθεί ή να συμμετάσχει.
Το Στρασβούργο διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 παρ. 1) και επιδίκασε 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.000 ευρώ για έξοδα.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
ΕΚΜΙΣΘΩΣΗ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
Στις 2 Φεβρουαρίου 1999 ο προσφεύγων και το Υπουργείο Κρατικής Περιουσίας υπέγραψαν σύμβαση βάσει της οποίας ο προσφεύγων ανέλαβε τη μίσθωση εμπορικών χώρων που βρίσκονται στο Μπακού και έχουν έκταση 159 τ.μ. (στο εξής «οι χώροι») από το Υπουργείο Κρατικής Περιουσίας.
Οι εν λόγω χώροι αποτελούσαν κρατική ιδιοκτησία η οποία είχε «παραχωρηθεί» στην Azerbaijan State Caspian Sea Shipping Company (στο εξής «κρατική ναυτιλιακή εταιρεία»).
Κατά την περίοδο που αφορά την παρούσα υπόθεση, το Υπουργείο Κρατικής Περιουσίας διαδέχθηκε διαδοχικά το Υπουργείο Οικονομικής Ανάπτυξης, την Κρατική Επιτροπή Διαχείρισης Κρατικής Περιουσίας, και την Κρατική Επιτροπή για θέματα περιουσίας (εφεξής όλα αναφέρονται ως «Υπουργείο») ως κρατικό όργανο με δικαίωμα διαχείρισης ή διάθεσης όλων των κρατικών ακινήτων, συμπεριλαμβανομένων των προαναφερόμενων εγκαταστάσεων.
Στις 19 Μαΐου 2000 ο προσφεύγων και το Υπουργείο ανανέωσαν τη σύμβαση μίσθωσης των χώρων.
Η σύμβαση μίσθωσης ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι ο προσφεύγων έπρεπε να καταβάλλει τακτικά το μίσθωμα και ότι το 30% της μηνιαίας πληρωμής έπρεπε να κατατίθεται σε λογαριασμό στο Κεντρικό Ταμείο του Κράτους – δηλαδή απευθείας στο Δημόσιο – και το 70% σε τραπεζικό λογαριασμό της Κρατικής Ναυτιλιακής Εταιρείας. Εάν ο μισθωτής δεν πλήρωνε το μίσθωμα για τρεις μήνες, η σύμβαση μπορούσε να καταγγελθεί.
Η ημερομηνία λήξης της σύμβασης ήταν η 1η Δεκεμβρίου 2000. Ωστόσο, φαίνεται ότι η μίσθωση θεωρήθηκε σιωπηρά ότι παρέμενε σε ισχύ και μετά την ημερομηνία αυτή.
Ο προσφεύγων χρησιμοποιούσε τους χώρους για τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες.
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
Τον Δεκέμβριο του 2002 η Κρατική Ναυτιλιακή Εταιρεία είχε καταλάβει τους χώρους και είχε εκδιώξει τον προσφεύγοντα. Όταν παραπονέθηκε γι’ αυτό στο Υπουργείο, πληροφορήθηκε ότι το Υπουργείο είχε πρώτα μισθώσει και στη συνέχεια πωλήσει περίπου 25 τ.μ. του χώρου σε ένα τρίτο πρόσωπο, την S.M..
Σε απροσδιόριστη ημερομηνία το 2002 ο προσφεύγων σταμάτησε να καταβάλλει το μίσθωμα.
Στις 2 Μαΐου 2003 το Υπουργείο απηύθυνε στον προσφεύγοντα έγγραφο με το οποίο τον προειδοποιούσε για τη μη καταβολή του ενοικίου.
Το 2004 το Υπουργείο άσκησε αγωγή κατά του προσφεύγοντος, ζητώντας την καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης της 19 Μαΐου 2000, την καταβολή των καθυστερούμενων μισθωμάτων (το Υπουργείο αξίωνε 18.588.219 παλαιά αζέρικα μανατ (AZM)) και την έξωση του προσφεύγοντος από το κτίριο. Ο προσφεύγων άσκησε ανταγωγή, ζητώντας την παράταση της σύμβασης μίσθωσης και την υποχρέωση του Υπουργείου να του παραδώσει την κατοχή των χώρων. Ο προσφεύγων τόνισε επίσης ότι θα πλήρωνε μέρος των ληξιπρόθεσμων οφειλών μετά την παράδοση των χώρων σε αυτόν.
Στις 29 Μαρτίου 2004 το Τοπικό Οικονομικό Δικαστήριο με αριθ. 1 έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή του Υπουργείου και την ανταγωγή του προσφεύγοντος.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο διέταξε τον προσφεύγοντα να καταβάλει μέρος των απαιτούμενων καθυστερούμενων οφειλών (ήτοι 8.799.696 AZM). Με τον τρόπο αυτό, το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι 25 τ.μ. από τα αρχικά 159 τ.μ. του χώρου είχαν πωληθεί σε τρίτο πρόσωπο.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο παρέτεινε επίσης τη μίσθωση για τα υπόλοιπα 134 τ.μ. και διέταξε το Υπουργείο να παραδώσει την κατοχή των χώρων αυτών στον προσφεύγοντα. Με τον τρόπο αυτό το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι ο προσφεύγων δεν είχε καμία πρόσβαση στους χώρους αυτούς. Το δικαστήριο παρέπεμψε επίσης, μεταξύ άλλων, στο ΠΔ 629 (το οποίο καθιστούσε το Υπουργείο τη μοναδική αρχή που είχε το δικαίωμα να μισθώνει ακίνητα για λογαριασμό του Δημοσίου και αναφερόταν στο Υπουργείο ως την αρχή που είχε το δικαίωμα να διαχειρίζεται ή να διαθέτει όλα τα κρατικά ακίνητα), στο άρθρο 13, παρ. 4 του νόμου περί ενοικίου (σύμφωνα με το οποίο ο μισθωτής είχε το δικαίωμα να ανανεώσει τη σύμβαση μίσθωσης κατά τη λήξη της) και το άρθρο 676.0.3 του Αστικού Κώδικα (σύμφωνα με το οποίο ο εκμισθωτής ενός ακινήτου έπρεπε να το θέσει στη διάθεση του μισθωτή χωρίς κανένα εμπόδιο ως προς τη χρήση του). Κατά τα λοιπά η αγωγή και η ανταγωγή απορρίφθηκαν.
ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΗΣ 29 ΜΑΡΤΙΟΥ 2004
Κατά της απόφασης της 29 Μαρτίου 2004 δεν ασκήθηκε έφεση και η απόφαση κατέστη τελεσίδικη και εκτελεστή.
Το 2005 και το 2006 ο προσφεύγων προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, να εκτελέσει την απόφαση, υποβάλλοντας τα σχετικά αιτήματα στην Αρχή Δικαστικών Επιμελητών της περιοχής Yasamal.
Σε απροσδιόριστη ημερομηνία το 2006 ο προσφεύγων με έγγραφο στις αρμόδιες αρχές παραπονέθηκε ότι η απόφαση της 29 Μαρτίου 2004 δεν είχε εκτελεστεί και ζήτησε συνδρομή για την εκτέλεσή της και στη συνέχεια για την ιδιωτικοποίηση των εν λόγω εγκαταστάσεων. Όσον αφορά την ιδιωτικοποίηση, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ο μισθωτής κρατικής περιουσίας είχε «δικαίωμα προτεραιότητας για την αγορά» του μισθωμένου ακινήτου όταν αυτό ιδιωτικοποιήθηκε. Αντίγραφο της καταγγελίας κοινοποιήθηκε στην Κρατική Ναυτιλιακή Εταιρεία.
Το έγγραφο του προσφεύγοντος διαβιβάστηκε στο Υπουργείο. Με επιστολή του προς τον προσφεύγοντα με ημερομηνία 21 Ιουλίου 2006, το Υπουργείο απάντησε ότι «το ζήτημα της ιδιωτικοποίησης [των εγκαταστάσεων] μπορεί να εξεταστεί μετά την εκτέλεση της απόφασης της 29 Μαρτίου 2004».
Σε απροσδιόριστη ημερομηνία ο προσφεύγων κατέβαλε το ποσό που είχε επιδικαστεί με την απόφαση της 29 Μαρτίου 2004. Ωστόσο, το Υπουργείο δεν τήρησε την υποχρέωσή του να παραδώσει την κατοχή των εγκαταστάσεων και οι εγκαταστάσεις παρέμειναν στα χέρια της Κρατικής Ναυτιλιακής Εταιρείας.
Δικαστική διαδικασία σχετικά με περαιτέρω ληξιπρόθεσμες οφειλές
Σε απροσδιόριστη ημερομηνία το 2007, το Υπουργείο άσκησε αγωγή κατά του προσφεύγοντος, καταγγέλλοντας και πάλι την σύμβαση μίσθωσης της 19 Μαΐου 2000, την καταβολή περαιτέρω καθυστερούμενων οφειλών (εν προκειμένω το Υπουργείο ζήτησε 4.869,82 αζέρικα μανατ (AZN)) και την έξωση από τις εγκαταστάσεις.
Στις 7 Μαρτίου 2007 το περιφερειακό δικαστήριο Yasamal έκανε μερικά δεκτή την αγωγή του Υπουργείου και διέταξε τον προσφεύγοντα να καταβάλει μέρος των επανυπολογισμένων καθυστερούμενων οφειλών (συγκεκριμένα 4.314,82 AZN, που κάλυπταν το χρονικό διάστημα μεταξύ 29 Μαρτίου 2004 και της ημερομηνίας κατάθεσης της πολιτικής αγωγής το 2007). Κατά τα λοιπά η αγωγή απορρίφθηκε. Σύμφωνα με τον προσφεύγοντα, κατέβαλε το ποσό που διατάχθηκε με την απόφαση της 7ης Μαρτίου 2007.
Εκτέλεση της αποφάσεως της 29 Μαρτίου 2004
Στις 9 Ιουνίου 2009, κατόπιν αιτήματος του προσφεύγοντος, το Τοπικό Οικονομικό Δικαστήριο αριθ. 1 εξέδωσε διάταξη με την οποία το βάρος της εκτέλεσης της απόφασης της 29 Μαρτίου 2004, όσον αφορά την απόδοση της κατοχής των χώρων στον προσφεύγοντα, μεταφέρθηκε από το Υπουργείο στην Αρχή Δικαστικών Επιμελητών της περιοχής Yasamal.
ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΤΗΣ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ
Τον Ιούλιο του 2009 η State Shipping Company άσκησε έφεση κατά της απόφασης της 29 Μαρτίου 2004 και ζήτησε την ακύρωσή της. Η Εταιρεία υποστήριξε ότι παραβιάστηκαν τα δικονομικά της δικαιώματα, διότι δεν είχε ενημερωθεί για τη διαδικασία μεταξύ προσφεύγοντος και Υπουργείου. Η Εταιρεία ισχυρίστηκε ότι θίχτηκαν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις της, διότι η εν λόγω διαδικασία αφορούσε την περιουσία της και ότι, σύμφωνα με το άρθρο 157 παρ. 1 του Αστικού Κώδικα, ο ιδιοκτήτης ακινήτου είχε δικαίωμα να αναγνωριστεί το δικαίωμα κυριότητάς του. Η εταιρεία ζήτησε παράταση της προθεσμίας για την άσκηση της έφεσης, ισχυριζόμενη ότι έλαβε γνώση της παραπάνω απόφασης μόλις στις 3 Ιουλίου 2009.
Στις 21 Ιουλίου 2009 το Εφετείο του Μπακού έκανε δεκτή προς εξέταση την έφεση της State Shipping Company.
Την ίδια ημέρα, 21 Ιουλίου 2009, ο προσφεύγων ενημερώθηκε ότι η έφεση θα εκδικαζόταν στις 23 Σεπτεμβρίου 2009. Ωστόσο, η εκδίκαση αναβλήθηκε αρκετές φορές.
Το Εφετείο του Μπακού εξέτασε τελικά την έφεση στις 19 Οκτωβρίου 2009. Η Κρατική Ναυτιλιακή Εταιρεία συμμετείχε στην ακροαματική διαδικασία με την ιδιότητα του «ενδιαφερόμενου προσώπου». Η απόφαση της 19 Οκτωβρίου 2009 ανέφερε ότι ο προσφεύγων είχε ενημερωθεί για την ακροαματική διαδικασία, αλλά δεν εμφανίστηκε. Σύμφωνα με τον προσφεύγοντα, δεν είχε ενημερωθεί δεόντως για την ημερομηνία και την ώρα της ακρόασης, διότι η Κλήση του επιδόθηκε τρεις ημέρες μετά την ακρόαση, στις 23 Οκτωβρίου 2009.
Με την απόφαση της 19 Οκτωβρίου 2009, το εφετείο ακύρωσε εν μέρει την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου της 29 Μαρτίου 2004, δέχθηκε την καταγγελία της σύμβαση μίσθωσης της 19 Μαΐου 2000 μεταξύ του Υπουργείου και του προσφεύγοντος και διέταξε την έξωσή του από τους χώρους.
Οι λόγοι που επικαλέστηκε το εφετείο ήταν ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο παραβίασε τη δέουσα διαδικασία και ότι δεν εξέτασε όλες τις σημαντικές πραγματικές περιστάσεις. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε συναφώς:
(i) ότι η διαδικασία είχε επηρεάσει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της Κρατικής Ναυτιλιακής Εταιρείας,
(ii) ότι ο προσφεύγων, μη καταβάλλοντας το μίσθωμα, παρά την προειδοποιητική επιστολή του Υπουργείου της 2ας Μαΐου 2003, είχε παραβιάσει την υποχρέωσή του βάσει της μίσθωσης να καταβάλλει κανονικά τα μισθώματα και
(iii) ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν είχε λάβει υπόψη του το γεγονός ότι η Κρατική Ναυτιλιακή Εταιρεία ήταν πρόσωπο στο οποίο είχαν «παραχωρηθεί» οι χώροι – το ακίνητο του Δημοσίου – και κατά συνέπεια, με το να μην ενημερώσει την Εταιρεία για τη διαδικασία, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε παραβιάσει το άρθρο 167.1.7 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Ταυτόχρονα, το εφετείο αναφέρθηκε στο ΠΔ 629, όπως είχε κάνει και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επιβεβαίωσε επίσης ότι η Κρατική Ναυτιλιακή Εταιρεία είχε την πραγματική κατοχή των χώρων.
Ο προσφεύγων προσέφυγε με αναίρεση στο Ανώτατο Δικαστήριο, υποστηρίζοντας ότι η ακύρωση της απόφασης της 29 Μαρτίου 2004, περισσότερο από πέντε έτη μετά την τελεσιδικία της, ήταν παράνομη, ότι η Κρατική Ναυτιλιακή Εταιρεία δεν είχε κανένα ιδιοκτησιακό δικαίωμα επί των χώρων, ότι, η Εταιρεία δεν μπορούσε να ισχυριστεί ότι είναι «ενδιαφερόμενο πρόσωπο», ότι δεν είχε καταβάλει το μίσθωμα λόγω της παράνομης κατοχής των χώρων από την Κρατική Ναυτιλιακή Εταιρεία και ότι μετά την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου είχε καταβάλει τα καθυστερούμενα μισθώματα, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση.
Ο προσφεύγων ζήτησε από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο να επιστρέψει την υπόθεση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο για επανεξέταση με σκοπό την ακύρωση της έφεσης της Κρατικής Ναυτιλιακής Εταιρείας και τη διατήρηση της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου της 29 Μαρτίου 2004.
Στις 3 Φεβρουαρίου 2010 το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναίρεσης και επικύρωσε την απόφαση του εφετείου. Το σκεπτικό του Ανωτάτου Δικαστηρίου ήταν παρόμοιο με εκείνο του δευτεροβάθμιου.
Στις 3 Ιουλίου 2009 η Αρχή Δικαστικών Επιμελητών της περιφέρειας Yasamal εκτέλεσε την απόφαση της 29 Μαρτίου 2004, έτσι ώστε ο προσφεύγων να αποκτήσει την κατοχή των χώρων.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο έκρινε σκόπιμο να εξετάσει κατ’ αρχάς τις αιτιάσεις του προσφεύγοντος σχετικά με το δικαίωμά του σε αιτιολογημένη απόφαση και για τήρηση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, οι οποίες, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υποθέσεως, φαίνεται να συνδέονται στενά μεταξύ τους. Στη συνέχεια εξέτασε τον ισχυρισμό του ότι δεν κλήθηκε δεόντως στη συνεδρίαση της 19 Οκτωβρίου 2009.
Όσον αφορά το ερώτημα κατά πόσον η αιτιολογία των αποφάσεων των ανωτάτων δικαστηρίων ήταν επαρκής κατά την έννοια του άρθρου 6 § 1 και κατά πόσον τηρήθηκε η απαίτηση της ασφάλειας δικαίου, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι τα εν λόγω δικαστήρια ακύρωσαν μερικά την πρωτόδικη απόφαση που είχε εκδοθεί υπέρ του προσφεύγοντος και, ως εκ τούτου, έκαναν δεκτή την καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης μεταξύ αυτού και του Υπουργείου για δύο ουσιαστικούς λόγους, ήτοι:
(i) διότι η δίκη «είχε επηρεάσει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της Κρατικής Ναυτιλιακής Εταιρείας» και
(ii) διότι κατά την περίοδο μεταξύ 2002 και 2004 ο προσφεύγων δεν είχε καταβάλει το μίσθωμα και, ως εκ τούτου, είχε παραβιάσει τη σύμβαση μίσθωσης.
Τα εγχώρια ανώτερα δικαστήρια αναφέρθηκαν επίσης στο γεγονός ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν είχε ενημερώσει την Κρατική Ναυτιλιακή Εταιρεία για τη δικαστική διαδικασία ως «ενδιαφερόμενο πρόσωπο». Τα δικαστήρια αυτά θεώρησαν ότι πρόκειται για δικονομικό λόγο που δικαιολογεί τη μερική ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης.
Όσον αφορά τον τελευταίο λόγο το Δικαστήριο παρατήρησε ότι τα εθνικά δικαστήρια ενέπλεξαν τη Δημόσια Ναυτιλιακή Εταιρεία στη διαδικασία ως «ενδιαφερόμενο πρόσωπο». Ο κώδικας πολιτικής δικονομίας δεν έδιδε ορισμό του «ενδιαφερόμενου προσώπου», παρά μόνο υποδείκνυε ως τέτοιο κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που «ενδιαφέρεται για την έκβαση της υπόθεσης». Το Δικαστήριο θεώρησε ότι αυτό έθετε ένα χαμηλό όριο για να αναγνωριστεί κάποιος ως «ενδιαφερόμενο πρόσωπο» και, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και τους όρους της σύμβασης μίσθωσης ένα μέρος της πληρωμής έπρεπε να καταβληθεί στον τραπεζικό λογαριασμό της Κρατικής Ναυτιλιακής Εταιρείας, το Δικαστήριο δεν είδε κανένα λόγο να διαφωνήσει με τη διαπίστωση των ανώτερων δικαστηρίων ότι η Κρατική Ναυτιλιακή Εταιρεία είχε επαρκείς λόγους για να διεκδικήσει το δικαίωμα να συμμετάσχει στη διαδικασία με αυτή την ιδιότητα.
Η ορθή απονομή της δικαιοσύνης απαιτεί να προστατεύονται και τα συμφέροντα των τρίτων. Ως εκ τούτου, εάν μια απόφαση έχει επηρεάσει άμεσα τα δικαιώματα ενός τρίτου μέρους – το οποίο χωρίς δική του υπαιτιότητα δεν συμμετείχε στη διαδικασία – το Δικαστήριο μπορούσε να κρίνει ότι οι συνέπειες είναι τέτοιας φύσης και σημασίας που να δικαιολογούν την ακύρωση της εν λόγω τελεσίδικης απόφασης. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η αποδοχή προς εξέταση της προσφυγής της Κρατικής Ναυτιλιακής Εταιρείας κατά της απόφασης της 29 Μαρτίου 2004 δεν έθεσε από μόνη της ζήτημα όσον αφορά την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Ωστόσο, τα εθνικά δικαστήρια που έκαναν δεκτή την έφεση και την εξέτασαν επί της ουσίας είχαν υποχρέωση να αιτιολογήσουν επαρκώς κατά πόσον το γεγονός ότι η εταιρεία δεν είχε κληθεί να συμμετάσχει στη διαδικασία ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου δικαιολογούσε την ακύρωση της απόφασης και τη λύση της μίσθωσης μεταξύ του Υπουργείου και του προσφεύγοντος. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, τα ανώτερα δικαστήρια δεν τήρησαν την υποχρέωση αυτή και το γεγονός ότι η Κρατική Ναυτιλιακή Εταιρεία δεν συμμετείχε στη διαδικασία ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου δεν μπορούσε να χρησιμεύσει ως επαρκής αιτιολογία για την ακύρωση της εκτελεστής απόφασης, διότι τίποτα από το υλικό της δικογραφίας δεν αποδείκνυε ότι η απόφαση αυτή επηρέασε τα δικαιώματα ή τις ευθύνες της εταιρείας κατά σημαντικό τρόπο.
Συναφώς και όσον αφορά τον πρώτο ουσιαστικό λόγο που προέβαλαν τα ανώτερα δικαστήρια, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, δυνάμει του ΠΔ 629 και των σχετικών διατάξεων, το Υπουργείο ήταν η μόνη αρχή που είχε το δικαίωμα να εκμισθώνει ή να διαχειρίζεται ή να διαθέτει με οποιονδήποτε τρόπο τους χώρους, δεδομένου ότι αποτελούσαν κρατική ακίνητη περιουσία. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώθηκε από τα εθνικά δικαστήρια και στα τρία επίπεδα.
Ωστόσο, τα ανώτερα δικαστήρια διαπίστωσαν ότι η διαδικασία μεταξύ Υπουργείου και προσφεύγοντος είχε επηρεάσει την Κρατική Ναυτιλιακή Εταιρεία ως νομικό πρόσωπο στο οποίο είχε «παραχωρηθεί» το εν λόγω ακίνητο. Τα εγχώρια δικαστήρια παρέλειψαν να δώσουν οποιαδήποτε εξήγηση ως προς το τι είδους δικαιώματα και ευθύνες (εάν υπήρχαν) συνεπαγόταν αυτή η «κατανομή», πώς η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου είχε παρέμβει στα φερόμενα ως δικαιώματα και ευθύνες και κατά πόσον η παρέμβαση αυτή αποτελούσε επαρκή λόγο.
Όσον αφορά τον δεύτερο ουσιαστικό λόγο, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων δεν είχε φυσική πρόσβαση στις εγκαταστάσεις. Διέταξε να παραδώσει το Υπουργείο την κατοχή αυτών των εγκαταστάσεων στον προσφεύγοντα. Τα ανώτερα δικαστήρια επιβεβαίωσαν επίσης ότι οι εγκαταστάσεις ήταν de facto στα χέρια της κρατικής ναυτιλιακής εταιρείας. Ωστόσο, θεώρησαν ότι η παρακράτηση του μισθώματος από τον προσφεύγοντα θα έπρεπε να είχε ως αποτέλεσμα τη λύση της μίσθωσης μεταξύ αυτού και του Υπουργείου. Το Δικαστήριο εκτίμησε ότι, σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο, ως εκμισθωτής των χώρων το Υπουργείο όφειλε να παράσχει στον προσφεύγοντα – μισθωτή – απαλλαγμένους τους χώρους από οποιοδήποτε εμπόδιο ως προς τη χρήση τους. Τα δικαστήρια δεν εξήγησαν γιατί ο προσφεύγων έπρεπε να συνεχίζει να πληρώνει το μίσθωμα ακόμη και κατά την περίοδο που δεν είχε φυσική πρόσβαση στις εγκαταστάσεις που καταλάμβανε τρίτος, η Κρατική Ναυτιλιακή Εταιρεία. Δεν εξέτασαν το σχετικό επιχείρημα του προσφεύγοντος. Τα εγχώρια δικαστήρια δεν αιτιολόγησαν γιατί ο προσφεύγων έπρεπε να τηρήσει τις νομικές και συμβατικές του υποχρεώσεις – δηλαδή την υποχρέωση καταβολής του μισθώματος – ενώ το Υπουργείο αδυνατούσε να συμμορφωθεί με τις νομικές και συμβατικές του υποχρεώσεις – δηλαδή την υποχρέωση να του παρέχει την κατοχή των χώρων. Επίσης, δεν εξέθεσαν κανέναν λόγο για το πώς η αδυναμία του προσφεύγοντος να πληρώσει ενοίκιο για τις εγκαταστάσεις που είχαν καταλάβει η κρατική ναυτιλιακή εταιρεία είχε επηρεάσει τα δικαιώματα της τελευταίας.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι κανένας από τους λόγους που αναφέρθηκαν από τα εγχώρια δικαστήρια δεν λειτούργησε για τη διόρθωση τυχόν θεμελιωδών ελαττωμάτων στην απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου της 29 Μαρτίου 2024. Επίσης από τις αποφάσεις των ανωτέρω δικαστηρίων δεν αποδείχθηκε ότι η απόφαση της 29 Μαρτίου 2024 είχε επηρεάσει τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις της Κρατικής Ναυτιλιακής Εταιρείας. Αντίθετα, οι αποφάσεις απλώς αντέστρεψαν την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ότι η τελική απόφαση ήταν εξ ολοκλήρου υπέρ του Υπουργείου. Μετά την ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης, οι χώροι παρέμειναν κρατική ιδιοκτησία υπό την εξουσία διαχείρισης και διάθεσης του Υπουργείου. Ομοίως, ο δεύτερος ουσιαστικός λόγος που αναφέρθηκε από τα ανώτερα δικαστήρια συνιστούσε απλώς διαφορετική ερμηνεία των πραγματικών και νομικών στοιχείων που σχετίζονται με την υποχρέωση του προσφεύγοντος να καταβάλει μίσθωμα στο Υπουργείο.
Σε αυτό το πλαίσιο, το Δικαστήριο θεώρησε ότι τα δικαστήρια αυτά παρέλειψαν να αιτιολογήσουν επαρκώς τις αποφάσεις τους και ότι ο έλεγχος της απόφασης της 29 Μαρτίου 2004 από αυτά δεν αποσκοπούσε στη διόρθωση δικαστικού λάθους ή πλάνης και απλώς είχε ως σκοπό την εκ νέου εκδίκαση της υπόθεσης. Ως εκ τούτου, σημειώθηκαν παραβιάσεις του δικαιώματος για αιτιολογημένη απόφαση και της αρχής της ασφάλειας δικαίου.
Τέλος, το Δικαστήριο επισήμανε ότι ο προσφεύγων δεν ενημερώθηκε δεόντως για την ακρόαση του εφετείου. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο αναφέρεται στις σχετικές αρχές όσον αφορά τις ακροάσεις ενώπιον εφετείων (βλ. Andrejeva κατά Λετονίας [GC], αρ. 55707/00, § 97) και το δικαίωμα συμμετοχής σε μια ακρόαση, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ενημέρωσης εκ των προτέρων για την ημερομηνία και τον τόπο της δικασίμου.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η ακρόαση στο Εφετείο του Μπακού για την ουσία της υπόθεσης, η οποία αρχικά είχε προγραμματιστεί να διεξαχθεί στις 23 Σεπτεμβρίου 2009, αναβλήθηκε πολλές φορές και τελικά έλαβε χώρα στις 19 Οκτωβρίου 2009.
Τα μέρη αμφισβήτησαν εάν ο προσφεύγων ενημερώθηκε δεόντως για την ημερομηνία και την ώρα της ακρόασης της 19 Οκτωβρίου 2009. Σύμφωνα με τον προσφεύγοντα, σχετικά με την ημερομηνία και την ώρα της ακρόασης του κοινοποιήθηκε Κλήση τρεις ημέρες μετά την ακρόαση, στις 23 Οκτωβρίου 2009. Προς απόδειξη του ισχυρισμού του, ο προσφεύγων προσκόμισε αντίγραφο της σχετικής Κλήσης. Η Κυβέρνηση δεν αμφισβήτησε αυτά τα στοιχεία. Όσον αφορά τα στοιχεία που υπέβαλε η κυβέρνηση, το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι περιείχε ελλιπείς και συγκεχυμένες πληροφορίες. Δεν διευκρίνισε εάν ο προσφεύγων είχε ενημερωθεί στις 8 ή 14 Οκτωβρίου 2009. Το πιο σημαντικό, δεν ανέφερε την 19 Οκτωβρίου 2009 ως νέα ημερομηνία για την ακρόαση.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι παραβιάστηκε η αρχή της ασφάλειας δικαίου, δεχόμενο ότι οι αποφάσεις των ανωτέρων δικαστηρίων στερούνταν επαρκούς αιτιολογίας και ότι ο προσφεύγων δεν ενημερώθηκε δεόντως για την ακρόαση στο εφετείο και έτσι δεν μπορούσε να παρασταθεί ή να συμμετάσχει.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 παρ. 1) και επιδίκασε 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.000 ευρώ για έξοδα.