Αριθμός 820/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασημίνα Υφαντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα Θωμάτου – Εισηγήτρια, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Ευτύχιο Νικόπουλο και Βαρβάρα Πάπαρη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Οκτωβρίου 2023, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “Ο.Λ.Η. (Ο.Λ.Η. Α.Ε.)”, που εδρεύει στον ….. … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ε. Β. με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Ν. του Μ., χήρας Ε. Χ., κατοίκου … 2) Ν. Χ. του Ε., κατοίκου … … 3) Σ. Χ. του Ε., 4) Π. Χ. του Ε., 5) Ε. Χ. του Ν., εκπροσωπουμένου από τους ασκούντες από κοινού τη γονική μέριμνα αυτού γονείς του, Ν. Χ. του Ε. και Μ.Δ., 6) Σ. Χ. του Ν., εκπροσωπουμένου από τους ασκούντες από κοινού τη γονική μέριμνα αυτού γονείς του, Ν. Χ. του Ε. και Μ. Δ., κατοίκων … 7) Μ. Δ. του Σ., συζύγου Ν.Χ., κατοίκου … … οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ν. Π. με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20/1/2014 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο …. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 181/2019 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 164/2021 του Μονομελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 15/2/2022 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων, 558 και 566 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, η αναίρεση πρέπει να απευθύνεται εναντίον εκείνων, οι οποίοι ήταν διάδικοι στη δίκη, στην οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και αντίδικοι του αναιρεσείοντος, όχι, όμως, εναντίον όλων αυτών, αλλά μόνον εναντίον εκείνων, οι οποίοι νίκησαν και από τους οποίους επιδιώκεται με αυτήν και, με βάση τις επικαλούμενες αναιρετικές πλημμέλειες, είναι δυνατή η αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως, η αίτηση αναίρεσης είναι απαράδεκτη, κατά το μέρος αυτής που στρέφεται κατ’ εκείνων των αντιδίκων του αναιρεσείοντος, στους οποίους δεν αφορά η αποδιδομένη μ’ αυτή πλημμέλεια και ως προς τους οποίους, συνεπώς, δεν είναι δυνατόν να αναιρεθεί η απόφαση και αν ακόμη ευδοκιμήσει ο λόγος αυτός (ΑΠ 401/2023, AΠ 613/2022, ΑΠ 348/2022, ΑΠ 1144/2021). Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, προσβάλλεται η εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, με αριθμό 164/2021 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης, το οποίο δικάζοντας αντίθετες εφέσεις των διαδίκων, κατά της 181/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου …, που είχε δεχθεί εν μέρει, την από 20-1-2014 αγωγή των τεσσάρων πρώτων εναγόντων, ήδη τεσσάρων πρώτων αναιρεσίβλητων και είχε απορρίψει την ίδια αγωγή ως προς τους λοιπούς ενάγοντες – αναιρεσίβλητους, απέρριψε την έφεση της εναγομένης – εκκαλούσας, ήδη αναιρεσείουσας ως προς όλους τους εφεσίβλητους – αναιρεσίβλητους, καθώς και την έφεση των, πέμπτου, έκτου και έβδομης των εναγόντων – εκκαλούντων, ήδη πέμπτου, έκτου και έβδομης των αναιρεσίβλητων, ενώ δέχθηκε την τελευταία έφεση ως προς τους λοιπούς ενάγοντες, ήδη τέσσερις πρώτους αναιρεσίβλητους, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση ως προς αυτούς και δικάζοντας την αγωγή, αναγνώρισε την υποχρέωση της αναιρεσείουσας να καταβάλει σε καθένα από αυτούς, με την ιδιότητα των κληρονόμων του συγγενούς τους, Ε. Χ., το ποσό των 10.737,87 ευρώ, νομιμοτόκως, ως αποζημίωση από αδικοπραξία, τελεσθείσα σε βάρος του τελευταίου. Από το περιεχόμενο του αναιρετηρίου προκύπτει ότι με τους αναιρετικούς λόγους που παρατίθενται σ’ αυτό και πλήττουν την ως άνω τελεσίδικη απόφαση δεν διατυπώνονται αιτιάσεις σε σχέση με την απόρριψη της έφεσης των άνω πέμπτου, έκτου και έβδομης των αναιρεσιβλήτων, των οποίων η αγωγή είχε απορριφθεί πρωτοδίκως. Επομένως, η αίτηση αναίρεσης, κατά το μέρος που απευθύνεται κατά των τελευταίων, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη. Κατά τα λοιπά, η ίδια αίτηση ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων, 929 και 298 ΑΚ, προκύπτει ότι αυτός που έπαθε βλάβη στο σώμα ή στην υγεία του δικαιούται να αξιώσει και τη μελλοντική αποθετική ζημία (διαφυγόν κέρδος), γιατί, λόγω της μειωμένης ικανότητας προς εργασία από βλάβη του σώματος ή της υγείας, χάνει τα εισοδήματα από την εργασία του, την οποία, έχοντας πλήρη ικανότητα, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, θα ασκούσε στο μέλλον (ΑΠ 909/2022, ΑΠ 306/2022, ΑΠ 637/2020). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ, η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης, αν επιδρά στο μέλλον του. Η χρηματική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζημίωση, εφόσον η τελευταία εννοιολογικά συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό. Άλλωστε, η ένεκα της αναπηρίας ή παραμόρφωσης ανικανότητα προς εργασία, εφόσον προκαλεί στον παθόντα περιουσιακή ζημία αποτελεί βάση αξίωσης προς αποζημίωση που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 929 ΑΚ (αξίωση διαφυγόντων εισοδημάτων). Όμως, η αναπηρία ή η παραμόρφωση ως τοιαύτη, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη πρόκληση στον παθόντα περιουσιακής ζημίας. Είναι, όμως, βέβαιο, ότι η αναπηρία ή η παραμόρφωση, ανάλογα με το βαθμό της και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος), οπωσδήποτε θα έχει δυσμενή επίδραση στην κοινωνική – οικονομική εξέλιξη τούτου, κατά τρόπο, όμως, που δεν δύναται επακριβώς να προσδιορισθεί. Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου, δηλαδή ως ενός αυτοτελούς έννομου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις μεταξύ των πολιτών σχέσεις, χωρίς αναγκαία η προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία πορισμού οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Έτσι, ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 931 του ΑΚ, που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη αυτή η επιδίκαση στον παθόντα ενός εύλογου χρηματικού ποσού ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιορισθεί. Επομένως, το ποσό που δικαιούται ο παθών κατά το άρθρο 931 ΑΚ, δεν υπολογίζεται με τα μέτρα της αποζημίωσης, αλλά εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστή να το καθορίσει κατά δίκαιη κρίση σε εύλογο χρηματικό ποσό, με βάση αφενός το είδος, την έκταση και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμόρφωσης του παθόντος και αφετέρου την ηλικία, το φύλο, τις κλίσεις του παθόντος και το βαθμό συνυπαιτιότητάς του. Είναι δε πρόδηλο, ότι η κατά τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ αξίωση για αποζημίωση λόγω αναπηρίας ή παραμόρφωσης είναι διαφορετική από την, κατά τη διάταξη του άρθρου 929 του ΑΚ, αξίωση αποζημίωσης για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος, που κατ’ ανάγκη συνδέεται με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας λόγω της ανικανότητας του παθόντος προς εργασία και από την, κατά τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και είναι αυτονόητο ότι όλες οι παραπάνω αξιώσεις δύνανται να ασκηθούν, είτε σωρευτικά είτε μεμονωμένα, αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεμελίωση κάθε μιας από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαία την ύπαρξη και των λοιπών (ΑΠ 415/2023, ΑΠ 909/2022, ΑΠ 931/2021, ΑΠ 485/2021, ΑΠ 1106/2019, ΑΠ 419/2019). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του πρώτου εδαφίου του άρθρου 932 ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 933 ΑΚ, η αξίωση του προηγούμενου άρθρου (932) δεν εκχωρείται, ούτε κληρονομείται, εκτός αν αναγνωρίσθηκε με σύμβαση ή επιδόθηκε αγωγή. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό και με τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, προκύπτει ότι η κατά το άρθρο 932 ΑΚ, επιδικαζόμενη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αποτελεί αυστηρά προσωπική απαίτηση του αμέσως από την αδικοπραξία υποστάντος την ηθική βλάβη, η οποία δε μπορεί να εκχωρηθεί ή να κληρονομηθεί, παρά μόνο στην περίπτωση που αυτή αναγνωρίστηκε με σύμβαση ή ασκήθηκε γι’ αυτή αγωγή (ΑΠ 1537/2022, ΑΠ 837/2019, ΑΠ 835/2005). Ακολούθως, από τις προσδιοριστικές της έννοιας της κληρονομιάς και του κληρονόμου διατάξεις του άρθρου 1710 παρ. 1 ΑΚ, οι οποίες ορίζουν ότι κατά το θάνατο του προσώπου η περιουσία του ως σύνολο (κληρονομιά) περιέρχεται από το νόμο ή από διαθήκη σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμους), σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1813, 1820, 1846, 1847 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η κληρονομιά, ως σύνολο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του κληρονομουμένου, επομένως και οι αξιώσεις του ζημιωθέντος και μετέπειτα αποβιώσαντος εναντίον τρίτου για απώλεια εισοδημάτων (αρθρ. 929 ΑΚ) και την ειδική παροχή του άρθρου 931 ΑΚ, μεταβιβάζονται από την επαγωγή, με την επιφύλαξη του δικαιώματος της αποποίησης, στους κληρονόμους, είτε εξ αδιαθέτου, κατά το προβλεπόμενο από το νόμο ποσοστό, είτε εκ διαθήκης, οι οποίοι, εφόσον δεν άσκησαν το δικαίωμα αποποίησης, καθίστανται άμεσοι και καθολικοί διάδοχοι του κληρονομουμένου (πρβλ ΑΠ 1178/2015). Για την άσκηση δε αγωγής από τους κληρονόμους του άμεσα ζημιωθέντος, για την επιδίκαση των άνω αξιώσεων από τα άρθρα 929 και 931 ΑΚ, δεν απαιτείται η άσκηση αγωγής του τελευταίου κατά των υπόχρεων προς αποζημίωση, ούτε η αναγνώριση των εν λόγω αξιώσεων από τους υπόχρεους με σύμβαση πριν το θάνατο αυτού, όπως κατ’ εξαίρεση, απαιτείται για τη χρηματική ικανοποίηση του άμεσα ζημιωθέντος, λόγω ηθικής βλάβης, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 933 ΑΚ. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 εδ. α ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ’ αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των πραγματικών περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με το λόγο αυτό αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ίδιου δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθά απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου έγινε δεκτή ως νόμιμη, ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν ή δεν αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και ιδρύεται ο άνω λόγος αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν προφανή την παράβαση (ΟλΑΠ 3/2020, ΟλΑΠ 18/2018, ΑΠ 521/2023). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τις αιτιάσεις ότι παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων, 929 και 931 ΑΚ και με εσφαλμένη μη εφαρμογή, τη διάταξη του άρθρου 933 του ίδιου Κώδικα, δεχόμενη εσφαλμένα ότι οι τέσσερις πρώτοι ενάγοντες, ήδη τέσσερις πρώτοι αναιρεσίβλητοι νομιμοποιούνται ενεργητικά, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του ζημιωθέντος κατά το ένδικο ατύχημα και μετέπειτα αποβιώσαντος συγγενούς τους, να αξιώσουν την επιδίκαση αποζημίωσης, για την απώλεια εισοδημάτων του (διαφυγόντα κέρδη) και την ιδιαίτερη παροχή του άρθρου 931 ΑΚ, λόγω της αναπηρίας του, αν και οι εν λόγω αξιώσεις του τελευταίου, δεν μεταβιβάστηκαν σ’ αυτούς, ως κληρονόμους του, εφόσον δεν είχε επιδοθεί γι’ αυτές αγωγή από τον παθόντα συγγενή τους. Σύμφωνα, όμως, με όσα αναφέρθηκαν στην προηγούμενη νομική σκέψη, οι επίδικες ως άνω αξιώσεις από τις διατάξεις των άρθρων 929 και 931 ΑΚ, τις οποίες άσκησαν οι τέσσερις πρώτοι αναιρεσίβλητοι, υπάγονται στην κληρονομία και περιέρχονται σ’ αυτούς, μετά το θάνατο του άμεσα ζημιωθέντος παθόντος, συγγενούς τους, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, χωρίς να είναι αναγκαίο να έχει προηγηθεί η άσκηση αγωγής του τελευταίου κατά της υπόχρεης προς αποζημίωση αναιρεσείουσας, ούτε η αναγνώριση της αξίωσής του με σύμβαση πριν το θάνατό του. Και τούτο διότι οι αξιώσεις αυτές, είναι διαφορετικές, από την αξίωση χρηματικής ικανοποίησης του ίδιου παθόντος, η οποία, όπως ήδη αναφέρθηκε, είναι αυστηρά προσωπική και όπως ρητά ορίζεται στη διάταξη του προαναφερθέντος άρθρου 933 ΑΚ, δεν εκχωρείται, ούτε κληρονομείται, εκτός αν αναγνωρίστηκε με σύμβαση ή επιδόθηκε γι’ αυτή αγωγή. Επομένως το Εφετείο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφαση, έκρινε όμοια, δεχόμενο ότι οι άνω αναιρεσίβλητοι με την προαναφερθείσα ιδιότητά τους δικαιούνται να αξιώσουν τις περιεχόμενες στην αγωγή τους αξιώσεις του παθόντος συγγενούς τους, από τα άρθρα 929 και 931 ΑΚ, λόγω του τραυματισμού του κατά το ένδικο ατύχημα, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις αυτές και δεν εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 933 ΑΚ, η οποία, ως αναφερόμενη αποκλειστικά στην αξίωση για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης του ίδιου του παθόντος, δεν ήταν εφαρμοστέα για τις επίδικες αξιώσεις, ο άνω δε πρώτος αναιρετικός λόγος, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Kατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11γ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν νόμιμα, είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους από το διάδικο. Δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός, αν προκύπτει από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν με επίκληση. Αρκεί δε γι’ αυτό η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου, χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης του καθενός, εφόσον από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αιτιολογίες της απόφασης, προκύπτει αναμφίβολα η λήψη υπόψη του αποδεικτικού μέσου. Πάντως, η γενική αναφορά της λήψης υπόψη όλων των αποδείξεων, που με επίκληση προσκομίστηκαν, δεν αποκλείει την ίδρυση του πιο πάνω λόγου αναίρεσης για κάποιο αποδεικτικό μέσο, όταν από το περιεχόμενο της απόφασης δεν καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι τούτο έχει ληφθεί υπόψη. Αρκεί και μόνο η ύπαρξη αμφιβολιών για την ίδρυση του παρόντος λόγου (ΟλΑΠ 8/2016, ΑΠ 667/2023, ΑΠ 931/2019, AΠ 961/2017, ΑΠ 204/2017). Ο λόγος δε αυτός αναίρεσης, δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο την αποδεικτική βαρύτητα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων ότι αυτό έχει, διότι με την αιτίαση αυτή πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, ΑΠ 192/2020, ΑΠ 845/2018, ΑΠ 1521/2017, ΑΠ 343/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης η αναιρεσείουσα, ανώνυμη εταιρία, με την επωνυμία “Ο.Λ.Η. (Ο.Λ.Η ΑΕ), αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι το Εφετείο, για τη συναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος περί αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης της ίδιας (δια των προστηθέντων της), και συνακόλουθης ευθύνης της για καταβολή αποζημίωσης, δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε τα από αυτή νομίμως επικληθέντα και προσκομισθέντα έγγραφα, ήτοι: α) την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος από το Λιμεναρχείο … πραγματογνώμονα Ν.Α., με τα συνημμένα σ’ αυτή έγγραφα, μεταξύ των οποίων το ημερολόγιο συντήρησης του γερανού και το πιστοποιητικό καταλληλότητάς του, με ισχύ 23-7-2014 και ημερομηνία επόμενου ελέγχου, αποκλειστικά για το γερανό και όχι για το πλαίσιο , την 23-7-2011. β) Τη με αριθμό πρωτοκ. 82Α/13-2-2012 έκθεση έρευνας της Επιθεώρησης εργασίας, η οποία καταλήγει ότι το ατύχημα θα είχε αποφευχθεί εάν είχε διασφαλιστεί η μη παρουσία πεζών εργαζόμενων στη ζώνη εργασίας του γερανού, γ) την από 22-9-2011 Έκθεση Τεχνικού της ΟΛΗ ΑΕ, από την οποία προκύπτει ότι η βλάβη αφορούσε το πλαίσιο και όχι το γερανό και δ) τη με αριθμό 10079/2016 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου … και το από 13-8-2013 κλητήριο θέσπισμα, από τα οποία προκύπτει ότι όλοι οι (αναφερόμενοι) κατηγορούμενοι, εργαζόμενοι και μέλη της Διοίκησής της, σε βάρος των οποίων ασκήθηκε ποινική δίωξη για το αδίκημα της σωματικής βλάβης από αμέλεια του δικαιοπαρόχου των άνω αναιρεσίβλητων, που φέρεται τελεσθέν με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά που απέδωσαν σ’ αυτή οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι για να θεμελιώσουν την υπαιτιότητα, στην προκείμενη πολιτική δίκη, αθωώθηκαν στη σχετική ποινική δίκη, ενώ δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του χειριστή του γερανού, στον οποίο το Εφετείο απέδωσε καθ’ ολοκληρίαν την ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου ατυχήματος. Ωστόσο, από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο αποδείχθηκαν, μεταξύ άλλων και από την εκτίμηση, ”όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων”, σε συνδυασμό και με το πλήρες και χωρίς αντιφάσεις και κενά περιεχόμενο της απόφασης αυτής, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το Εφετείο, κατά την διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε μετά των λοιπών αποδείξεων και όλα τα φερόμενα ως αγνοηθέντα, ως άνω, αποδεικτικά μέσα, με ρητή μάλιστα αναφορά στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος από το Λιμεναρχείο … πραγματογνώμονα Ν. Α., χωρίς να είναι υποχρεωμένο να κάνει ειδική μνεία ή χωριστή αξιολόγηση του καθενός, καθορίζοντας τη βαρύτητά του ή την επιρροή του στα αποδεικτέα θέματα. Επομένως, ο ως άνω αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Εξάλλου, οι αιτιάσεις, που εμπεριέχονται στον ίδιο, ως άνω, λόγο, ότι το Εφετείο δεν απέδωσε στα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα την αποδεικτική βαρύτητα που υποστηρίζει η αναιρεσείουσα ότι αυτά έχουν, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, καθόσον, με την επίκληση αυτή, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, αξιολόγηση και εκτίμηση αυτών. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς, σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος, που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ”έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της ”ανεπαρκής αιτιολογία”, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους ”αντιφατική αιτιολογία” (ΟλΑΠ 1/1999, ΑΠ 782/2023, ΑΠ 667/2023). Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 1284/2023). Αντίστοιχα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι, την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης (ΑΠ 782/2023, ΑΠ 420/2022). Για να είναι δε ορισμένος και άρα παραδεκτός ο άνω προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο, α) ότι η απόφαση στερείται παντελώς αιτιολογιών ή έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, στην περίπτωση δε της ανεπάρκειας ή αντίφασης των αιτιολογιών, ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιέχει, ενώ στην περίπτωση των αντιφατικών αιτιολογιών, που εντοπίζεται η αντίφαση, β) ο πραγματικός ισχυρισμός (αγωγικός, ένσταση κλπ) και τα περιστατικά που προτάθηκαν προς θεμελίωσή του, καθώς και η σύνδεσή του με το διατακτικό, γ) η νόμιμη βάση, ήτοι η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, που παραβιάστηκε και μάλιστα ενάριθμα και δ) οι παραδοχές του δικαστηρίου, με πληρότητα και όχι αποσπασματικά, υπό τις οποίες συντελέστηκε η παραβίαση (ΑΠ 333/2023, ΑΠ 708/2022). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει κάποια από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 357/2018, ΑΠ 1445/2017, ΑΠ 1022/2017, ΑΠ 2267/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο, με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του εργαζόμενου σ’ αυτή, χειριστή του γερανού και έλλειψης υπαιτιότητας του ίδιου του παθόντος, με τις ειδικότερες αιτιάσεις ότι, αν και δέχθηκε ότι ο παθών εργαζόμενος βρισκόταν ανάμεσα στις συστάδες εμπορευματοκιβωτίων, ότι η εργασία του εποπτευόταν από υπεύθυνο αρχιεργάτη, ότι αυτός ο αρχιεργάτης ήταν υπεύθυνος, να δώσει σινιάλο στο χειριστή του γερανού, προκειμένου αυτός να κάνει κίνηση βύρα και να σηκώσει το εμπορευματοκιβώτιο από την κουβέρτα του πλοίου και ότι οι λιμενεργάτες τελικά ήταν αυτοί που έδωσαν σινιάλο στο χειριστή του γερανού να κάνει βύρα, ενόσω ο παθών βρισκόταν – κατά παράβαση των σχετικών οδηγιών-, ανάμεσα στις συστάδες των εμπορευματοκιβωτίων, κατέληξε στο ανακόλουθο και αντιφατικό συμπέρασμα ότι αποκλειστικά υπαίτιος του εν λόγω ατυχήματος ήταν ο χειριστής του γερανού, ο οποίος από αμέλειά του δεν αντιλήφθηκε ότι, κατά το χρόνο που έδωσε εντολή στο γερανό να ανυψωθεί, τα φώτα του πλαισίου ήταν αναμμένα κόκκινα, ενώ θα έπρεπε να είναι αναμμένα τα πράσινα. Ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, διότι δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο, ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιέχει η απόφαση, που εντοπίζεται η αντίφαση, ο πραγματικός ισχυρισμός και τα περιστατικά που προτάθηκαν προς θεμελίωσή του και η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε, ούτε εκτίθενται οι παραδοχές του δικαστηρίου, με πληρότητα και όχι αποσπασματικά, υπό τις οποίες συντελέστηκε η επικαλούμενη παραβίαση, ώστε βάσει αυτών να μπορεί να κριθεί, αν η νομική πλημμέλεια, που αποδίδεται στην απόφαση, οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό, αλλ’ αντιθέτως παρατίθενται μεμονωμένες, αποσπασματικές παραδοχές αυτής, κατ’ επιλογή της αναιρεσείουσας. Σε κάθε δε περίπτωση, ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, και διότι, υπό την επίκληση της πλημμέλειας από το άρθρο 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ, πλήττεται η περί των πραγμάτων κρίση του Εφετείου, η οποία είναι, κατ’ άρθρο 561 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, ανέλεγκτη. Κατόπιν αυτών, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (αρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλήτων, που κατέθεσαν προτάσεις, σύμφωνα με το σχετικό νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 15-2-2022 αίτηση αναίρεσης της με αριθμό 164/2021 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε από την αναιρεσείουσα για την άσκηση της αναίρεσης, στο δημόσιο ταμείο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλήτων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 22 Ιανουαρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Ιουνίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 820 / 2024 Υποχρέωση αποζημίωσης κληρονόμων θύματος ατυχήματος
Πηγή :