ΣτΕ Α΄ 7μ. 656/2025
Πρόεδρος: Σπ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας
Εισηγήτρια: Ταξ. Κόμβου, Σύμβουλος Επικρατείας
Παραπέμπεται στην Ολομέλεια το ζήτημα της ευθείας ή ανάλογης εφαρμογής των άρ. 105-106 ΕισΝΑΚ όσον αφορά την αστική ευθύνη εποπτικών αρχών επί πλημμελούς ασκήσεως εποπτείας, λόγω των αντίθετων γνωμών που διατυπώθηκαν στο Τμήμα, της κυμαινόμενης νομολογίας του ΣτΕ και της αντίθετης νομολογίας του ΑΠ.
Το ζήτημα ανέκυψε σε υπόθεση που αφορά αγωγή αποζημιώσεως ασκηθείσα από επιχειρήσεις παροχής οδικής βοήθειας κατά του Ελληνικού Δημοσίου για ζημία που, κατά τους ισχυρισμούς τους, υπέστησαν, μεταξύ άλλων, από παράνομες πράξεις και παραλείψεις που αφορούν πλημμελή άσκηση εποπτείας εκ μέρους των αρμόδιων εποπτικών/ελεγκτικών οργάνων του Δημοσίου και της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α.) (που καταργήθηκε από 1.12.2010 και οιονεί καθολικός διάδοχος αυτής κατέστη το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο και νομιμοποιείται παθητικώς στις δίκες που αφορούν αξιώσεις κατά της εν λόγω Επιτροπής οι οποίες ανάγονται σε χρόνο προγενέστερο της καταργήσεώς της) επί των ασφαλιστικών επιχειρήσεων οι οποίες δραστηριοποιούνται στον ανωτέρω κλάδο παροχής υπηρεσιών.
Σύμφωνα με την κρατήσασα στο Τμήμα γνώμη, προκειμένου να κριθεί αν θεμελιώνεται αστική ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου προς αποκατάσταση ζημίας τρίτου (μη ασφαλιστικής επιχειρήσεως) εξαιτίας της πλημμελούς ασκήσεως εκ μέρους των αρμόδιων εποπτικών/ελεγκτικών οργάνων της κατά νόμον εποπτείας επί των ανταγωνιστριών ασφαλιστικών επιχειρήσεων, το άρ. 105 Εισ.Ν.Α.Κ., το οποίο απαιτεί τη συνδρομή σωρευτικώς τριών προϋποθέσεων (της παρανομίας, της ζημίας και του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ παρανομίας και ζημίας), έχει ευθεία εφαρμογή. Δεν μπορεί δε, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρ. 105 Εισ.Ν.Α.Κ., να απαιτηθούν πρόσθετες προϋποθέσεις αυστηρότερες σε σχέση με τις ως άνω απαιτούμενες κατά το άρθρο αυτό (όπως η ύπαρξη προδήλου ή/ και βαρέος σφάλματος αντί της προβλεπόμενης στον νόμο προϋποθέσεως της υπάρξεως παρανομίας ανεξαρτήτως υπαιτιότητας ή μη των δημοσίων οργάνων). Περαιτέρω, κατά το άρ. 105 Εισ.Ν.Α.Κ. σε συνδυασμό με το άρ. 298 Α.Κ., αποκαθίσταται πλήρως η περιουσιακή ζημία του τρίτου, εφόσον αυτή βεβαίως αποδειχθεί και συντρέχουν και οι άλλες δύο προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση. Επομένως, δεν μπορεί κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρ. 105 Εισ.Ν.Α.Κ., αντί της πλήρους αποζημιώσεως που καλύπτει όλη τη ζημία, να επιδικασθεί «εύλογη» αποζημίωση ανάλογα με τις περιστάσεις, διότι τούτο (α) δεν προβλέπεται ρητώς στο άρθρο αυτό που ρυθμίζει την αστική ευθύνη του Δημοσίου, όπως αντιθέτως προβλέπεται ρητώς στον νόμο σε άλλες περιπτώσεις και (β) θα απέβαινε, άλλωστε, σε βάρος της ασφάλειας του δικαίου και της βεβαιότητας του ζημιωθέντος ως προς την πλήρη προστασία του. Εξάλλου, η ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση τρίτων λόγω πλημμελούς ασκήσεως εποπτείας εκ μέρους της αρμόδιας αρχής δεν αποκλείεται από την ύπαρξη του μηχανισμού αποζημιώσεως που προβλέπεται στις διατάξεις του ν.δ. 146/1914 περί αθέμιτου ανταγωνισμού.
Μειοψήφησε ένα μέλος της συνθέσεως του Τμήματος, κατά τη γνώμη του οποίου η ευθύνη προς αποζημίωση από πλημμελή άσκηση κρατικής εποπτείας μπορεί να αντιμετωπισθεί μόνο με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρ. 105 Εισ.Ν.Α.Κ. ενόψει των ιδιαιτεροτήτων της κρατικής αυτής δραστηριότητας και του αβέβαιου του αποτελέσματος του εποπτικού ελέγχου. Για τη θεμελίωση της ευθύνης απαιτείται πρόδηλο και βαρύ σφάλμα των εποπτικών οργάνων, η δε αποζημίωση που τυχόν θα επιδικασθεί μπορεί να είναι μόνον εύλογη.