Αριθμός 191/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Βάρκα, Αλεξάνδρα Αποστολάκη – Εισηγήτρια, Ελευθέριο Σισμανίδη και Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Δεκεμβρίου 2023, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ιωάννη Προβατάρη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Κ. Χ. του Ν., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Τζανέτο – Ιωάννη Μπαλιτσάρη, για αναίρεση της υπ’αριθμ. 55/2023 απόφασης του Α’ Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Το Α’ Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Ιουνίου 2023 αίτησή του, η οποία ασκήθηκε με δήλωση, που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 15.06.2023, έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 4569/2023 και η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 641/2023.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και δη ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού περί αναγνώρισης των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2α και 2ε Π. Κ. και συνακόλουθα περί ποινής. Να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως και να απορριφθεί η αίτηση κατά τα λοιπά και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 11-06-2023 και υπ’ αριθμ. πρωτ. 4569/15.06.2023 δήλωση – αίτηση του Κ. Χ. του Ν., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 55/2023 τελεσίδικης καταδικαστικής απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, η οποία καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο στις 29-05-2023, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως, εφόσον περιέχει παραδεκτούς λόγους αναίρεσης, συνισταμένους στην έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και έλλειψη νόμιμης βάσης (στοιχ. Δ’ και Ε’ του άρθρου 510 § 1 ΚΠΔ), είναι παραδεκτή και θα πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 3 -1 του ισχύσαντος μέχρι τις 30-06-2019 Ποινικού Κώδικα, η οποία είναι επιεικέστερη έναντι της αντίστοιχης του άρθρου 386 παρ. 1 εδ. β’ του ισχύοντος από 1η-07-2019 νέου Ποινικού Κώδικα (που προβλέπει για την κακουργηματική μορφή της απάτης σωρευτικά με την ποινή κάθειρξης έως δέκα έτη και χρηματική ποινή) και, συνεπώς, είναι εφαρμοστέα στην ένδικη περίπτωση, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών, αν το περιουσιακό όφελος ή η προκληθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000,00) ευρώ, όπως αυτό αναπροσαρμόστηκε με το άρθρο 24 του Ν. 4055/2012 (προηγουμένως το ποσό ανερχόταν σε 73.000,00 ευρώ). Περαιτέρω, από την ως άνω διάταξη προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή και σε άλλον (τρίτον) παράνομο περιουσιακό όφελος, έστω και αν τελικώς δεν επιτευχθεί το όφελος αυτό, β) εν γνώσει, με την έννοια του άμεσου δόλου, παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή, η παράσταση δε ψευδών γεγονότων μπορεί να συνίσταται σε οποιαδήποτε ανακοίνωση, δήλωση ή ισχυρισμό, στον οποίο υπάρχει ανακριβής απεικόνιση της πραγματικότητας, μπορεί δε να είναι ρητή ή να συνάγεται και συμπερασματικά από τη συμπεριφορά του δράστη, και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την απατηλή συμπεριφορά (παραπλανητική ενέργεια ή παράλειψη του δράστη) και τη συνεπεία αυτής πλάνη εκείνου που προέβη στην περιουσιακή διάθεση, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος. Η κατά τα προεκτεθέντα παραπλάνηση του άλλου πραγματώνεται με τρεις, υπαλλακτικά μικτούς, τρόπους (παράσταση, απόκρυψη, παρασιώπηση), οι οποίοι κατατείνουν σε ένα και το αυτό έγκλημα και διαφέρουν εννοιολογικά μεταξύ τους. Οι δύο πρώτοι συνιστούν περιπτώσεις θετικής απατηλής συμπεριφοράς, ενώ ο τρίτος συνιστά περίπτωση απατηλής συμπεριφοράς με παράλειψη, δηλαδή με την παράλειψη ανακοίνωσης αληθινών γεγονότων, για τα οποία υπήρχε υποχρέωση ανακοίνωσης από το νόμο, σύμβαση ή προηγούμενη συμπεριφορά του υπαιτίου. Ως γεγονότα, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά, ήτοι τα συμβεβηκότα του εξωτερικού κόσμου, που απεικονίζουν την πραγματικότητα, τα οποία ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή οι συμβατικές υποχρεώσεις. Εάν, όμως, οι υποσχέσεις συνοδεύονται από άλλες παραστάσεις ψευδών γεγονότων, κατά τρόπο που να δημιουργείται η εντύπωση μελλοντικής εκπλήρωσής τους με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση, τότε οι υποσχέσεις αυτές αποτελούν απατηλή συμπεριφορά. Περιουσιακό όφελος συνιστά η αύξηση της περιουσίας του ίδιου του δράστη ή άλλου, καθώς και η ευνοϊκότερη διαμόρφωση της περιουσιακής κατάστασης οιουδήποτε από αυτούς. Το περιουσιακό αυτό όφελος είναι παράνομο, όταν ο δράστης ή το άλλο πρόσωπο δεν έχει νόμιμη αξίωση κατά του παθόντος, ο δε αξιούμενος, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος τούτου, σκοπός οφέλους αποτελεί υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου (έγκλημα με “υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση”). Τέλος, η περιουσιακή βλάβη, που, κατά τα προεκτεθέντα, υπάρχει σε περίπτωση μείωσης ή χειροτέρευσης της περιουσίας του παθόντος, πρέπει, ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της απάτης, να είναι άμεσο, αναγκαίο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της περιουσιακής διάθεσης, ήτοι της πράξης, παράλειψης ή ανοχής, στην οποία προέβη εκείνος που πλανήθηκε από την απατηλή συμπεριφορά του δράστη. Πρέπει να υπάρχει, δηλαδή, αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της απατηλής συμπεριφοράς και της πλάνης, που προκλήθηκε από αυτήν, καθώς και μεταξύ της πλάνης αυτής και της περιουσιακής βλάβης, η οποία πρέπει να είναι το άμεσο, αναγκαίο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της πλάνης και της λόγω αυτής πράξης, παράλειψης ή ανοχής του πλανηθέντος. Εξάλλου, από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι η κακουργηματική μορφή της απάτης πληρούται, όταν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ (ΟλΑΠ 1/2020, ΑΠ 971/2023, ΑΠ 1219/2022, 1206/2022, 212/2022, 208/2022, 732/2021, 121/2021). Επίσης, από το άρθρο 98 ΠΚ προκύπτει, ότι κατ’ εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο, το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες αυτοτελείς ομοειδείς μερικότερες πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και καθεμία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση πράξης (ενότητα δόλου). Με τη διάταξη της παρ. 2 του ίδιου ως άνω άρθρου 98 ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ’ εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος, που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε (ΑΠ 1009/2022, ΑΠ 756/2022, ΑΠ 100/2021, ΑΠ 692/2020). Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης, όταν εκτίθενται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο (ΑΠ 1332/2022, ΑΠ 445/2022, ΑΠ 530/2020). Για την πληρότητα της αιτιολογίας πρέπει να προκύπτει, ότι το δικαστήριο, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά κατ’ επιλογή, χωρίς να είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ενώ δεν απαιτείται να προσδιορίζεται, ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης (ΑΠ 971/2023, ΑΠ 1219/2022, ΑΠ 212/2022, ΑΠ 121/2021). Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ’ αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται, ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή ο σκοπός επέλευσης ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος, όπως συμβαίνει στην ως άνω αξιόποινη πράξη της απάτης, για την κατάφαση της υποκειμενικής υπόστασης της οποίας απαιτούνται, κατά τα προεκτεθέντα, αμφότερα (σκοπός και γνώση, ΑΠ 1009/2022, ΑΠ 212/2022). Ακόμη, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η οποία ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε, ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, όταν δηλαδή στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (ΟλΑΠ 1/2020, ΑΠ 1219/2022, ΑΠ 212/2022, ΑΠ 208/2022, ΑΠ 732/2021).
Στην προκειμένη περίπτωση το Α’ Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 55/2023 απόφασή του δέχθηκε στο σκεπτικό, μετά από συνεκτίμηση των κατά το είδος τους αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Ο κατηγορούμενος και ο συνεργός του Π. Κ., ενεργώντας από κοινού, αλλά και κατά μόνας, από τα τέλη του έτους 2005 έως το έτος 2006, με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, εμφανίσθηκαν σε εμπόρους ενδυμάτων και λευκών ειδών των περιοχών Αττικής και Θεσσαλονίκης, παρέστησαν ψευδώς σε αυτούς ότι είναι φερέγγυοι έμποροι και τους έπεισαν να τους πωλήσουν και παραδώσουν ποσότητες εμπορευμάτων, παραδίδοντάς τους για την εξασφάλιση του τιμήματος μεταχρονολογημένες επιταγές, οι οποίες ήταν ακάλυπτες, και προξενώντας στους παθόντες ζημία ίση με την αξία των εμπορευμάτων, η οποία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ και ανέρχεται σε 218.815,02 ευρώ, αποτέλεσμα στο οποίο απέβλεπαν με τις μερικότερες πράξεις τους. Συγκεκριμένα: 1) Το μήνα Δεκέμβριο 2005 μετέβησαν στην έδρα της εταιρίας “Α. Γ. Π. Ανώνυμη Εμπορική και Βιομηχανική Εταιρία …” στο … Αττικής, συναντήθηκαν με τον εκπρόσωπό της Γ. Π., του παρέστησαν εν γνώσει τους ψευδώς ότι είναι αδελφοί (o Π. Κ. εμφανίσθηκε ως Ν. Χ.) και φερέγγυοι επιχειρηματίες, ασχολούμενοι με το εμπόριο λευκών ειδών, με καταστήματα επί των οδών … και … στα … και υποκατάστημα στο … Αττικής, και τον παρέπεισαν να τους πωλήσει και να τους παραδώσει για λογαριασμό της ως άνω εταιρίας μεταξύ 13-1-2006 και 3-8-2006 ποσότητες από ριχτάρια, τραπεζομάντηλα και μαξιλάρια συνολικής αξίας 43.780,10 ευρώ, λαμβάνοντας προς εξασφάλιση του τιμήματος τις αναφερόμενες στο διατακτικό μεταχρονολογημένες επιταγές εκδόσεως του κατηγορουμένου και του Β. Μ., οι οποίες εμφανίσθηκαν νόμιμα και δεν πληρώθηκαν ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων, με αποτέλεσμα η εταιρία να υποστεί ισόποση ζημία. Ο Γ. Π. αναγνώρισε τον κατηγορούμενο και τον Π. Κ. από φωτογραφίες, που του επιδείχθηκαν κατά τη διάρκεια της αστυνομικής προανάκρισης. 2) Το μήνα Μάρτιο 2006 στο … Αττικής συναντήθηκαν δύο με τρεις φορές με τον Ι. Α., νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρίας “Ι.. Α. και Σ. O..E..”, που έχει ως αντικείμενο την εμπορία λευκών ειδών, και με τις ίδιες ως άνω ψευδείς παραστάσεις παρέπεισαν αυτόν να τους πωλήσει για λογαριασμό της εταιρίας και να τους παραδώσει ποσότητες κουβερτών, πετσετών, σεντονιών, κουβέρλι, μαξιλαριών και πιατόπανων συνολικής αξίας 13.729,84 ευρώ, λαμβάνοντας προς εξασφάλιση του τιμήματος μεταχρονολογημένες επιταγές, μεταξύ αυτών την αναφερόμενη στο διατακτικό επιταγή εκδόσεως του κατηγορουμένου, οι οποίες εμφανίσθηκαν νόμιμα και δεν πληρώθηκαν ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων, με αποτέλεσμα η εταιρία να υποστεί ζημία ίση με το τίμημα. Ο Ι. Α. αναγνώρισε τον κατηγορούμενο και τον Π. Κ. από φωτογραφίες, που επιδείχθηκαν κατά τη διάρκεια της προανάκρισης. 3) Το μήνα Ιούλιο 2006 στη Θεσσαλονίκη, ενεργώντας ατομικά, επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον Α. Λ., νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρίας “Α.. Λ. Α..Ε..”, που διατηρεί κατάστημα στη … και έχει ως αντικείμενο την εμπορία διαφημιστικών ειδών και ενδυμάτων, του συστήθηκε με το ονοματεπώνυμό του και με τις ανωτέρω ψευδείς παραστάσεις παρέπεισε αυτόν να του πωλήσει για λογαριασμό της εταιρίας και να του αποστείλει ποσότητες ενδυμάτων και ειδικότερα ποσότητες από μπλουζάκια, τζάκετ κ.λπ., συνολικής αξίας 39.122,81 ευρώ, λαμβάνοντας προς εξασφάλιση του τιμήματος μεταχρονολογημένες επιταγές, μεταξύ αυτών τις αναφερόμενες στο διατακτικό επιταγές εκδόσεως του κατηγορουμένου, οι οποίες εμφανίσθηκαν νόμιμα και δεν πληρώθηκαν ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων, με αποτέλεσμα η εταιρία να υποστεί ζημία ίση με το τίμημα. Κατά τη διάρκεια της αστυνομικής προανάκρισης βρέθηκε στην οικία του Π. Κ. επί της οδού … στην … Αττικής και σε αποθήκη του ιδίου επί της οδού … στην Αθήνα μέρος των ανωτέρω εμπορευμάτων και αποδόθηκε στην παθούσα εταιρία. 4) Το μήνα Αύγουστο 2006, ενεργώντας ατομικά, μετέβη στο κατάστημα της εταιρίας εμπορίας ενδυμάτων και λευκών ειδών με την επωνυμία “Λ. Ν. και Σ. Ε.Ε.” επί της … στο …, συναντήθηκε με το νόμιμο εκπρόσωπό της Ν. Λ. και με τις ίδιες ψευδείς παραστάσεις παρέπεισε αυτόν να του πωλήσει και να του παραδώσει ενδύματα (μπλουζάκια, φούτερ, μπουφάν κ.λπ.) συνολικής αξίας 13.143 ευρώ παραδίδοντάς του για την εξασφάλιση του τιμήματος μεταχρονολογημένες επιταγές εκδόσεως του κατηγορουμένου, οι οποίες εμφανίσθηκαν νόμιμα και δεν πληρώθηκαν ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων, με αποτέλεσμα η εταιρία να υποστεί ζημία ύψους 13.143 ευρώ. Ο Ν. Λ. αναγνώρισε τον κατηγορούμενο από φωτογραφίες, που του επιδείχθηκαν κατά τη διάρκεια της προανάκρισης. Επίσης, κατά την αστυνομική έρευνα βρέθηκε στην οικία και σε αποθήκη του Π.. Κ. μέρος των ανωτέρω εμπορευμάτων και αποδόθηκε στην εταιρία. 5) Το μήνα Μάιο 2006 ο κατηγορούμενος, ενεργώντας ατομικά, μετέβη στο κατάστημα της ατομικής επιχείρησης εμπορίας ενδυμάτων της Ε. Σ. επί της οδού … στο …, συναντήθηκε με το σύζυγό της Ν. Λ., ο οποίος ενεργούσε ως αντιπρόσωπός της, και με τις ως άνω ψευδείς παραστάσεις παρέπεισε μέσω αυτού την παθούσα να του πωλήσει και να του παραδώσει ποσότητες διαφόρων ενδυμάτων αντί συνολικού τιμήματος 35.827,82 ευρώ παραδίδοντάς της για την εξασφάλιση του τιμήματος μεταχρονολογημένες επιταγές εκδόσεως του κατηγορουμένου, μεταξύ αυτών την αναφερόμενη στο διατακτικό, οι οποίες εμφανίσθηκαν νόμιμα και δεν πληρώθηκαν ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων, με αποτέλεσμα η παθούσα να υποστεί ζημία ύψους ίσου με το τίμημα. Κατά την προανάκριση βρέθηκε στην οικία και σε αποθήκη του Π.. Κ. μέρος των ανωτέρω εμπορευμάτων και αποδόθηκε στην παθούσα. 6) Το μήνα Φεβρουάριο 2006, ενεργώντας από κοινού με τον Π. Κ., στην … Αττικής και στην … Αττικής συναντήθηκαν με τον Δ. Κ., νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρίας “Α. Κ. και Σ. Ο.Ε.”, που διατηρεί κατάστημα εμπορίας ειδών δώρων και οικιακού εξοπλισμού επί της οδού … στην …, εμφανίσθηκαν σε αυτόν ως αδελφοί και φερέγγυοι επιχειρηματίες, διατηρούντες επιχείρηση εμπορίας ειδών προικός και μπάνιου στα …, και παρέπεισαν αυτόν να τους πωλήσει για λογαριασμό της ανωτέρω εταιρίας και να τους παραδώσει διάφορα εμπορεύματα (σερβίτσια καφέ, τσαγιού και φαγητού, κούπες, ψωμιέρες, πυρίμαχα σκεύη, πιάτα, πιατέλες, σαλατιέρες, βάζα, ρολόγια, πατάκια κ.λπ.) συνολικής αξίας 11.289,60 ευρώ, λαμβάνοντας για την εξασφάλιση μέρους του τιμήματος τις αναφερόμενες στο διατακτικό μεταχρονολογημένες επιταγές, εκδόσεως του κατηγορουμένου και τρίτου, οι οποίες εμφανίσθηκαν νόμιμα και δεν πληρώθηκαν ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων, με αποτέλεσμα η παθούσα εταιρία να υποστεί ισόποση ζημία. Ο Δ. Κ. αναγνώρισε τον κατηγορούμενο ως ένα από τα άτομα, που προέβησαν στην εξαπάτησή του, από φωτογραφίες κατά τη διάρκεια της προανάκρισης. Επίσης, κατά την αστυνομική έρευνα βρέθηκε στην οικία και σε αποθήκη του Π.. Κ. μέρος των ανωτέρω εμπορευμάτων και αποδόθηκε στην παθούσα εταιρία. 7) Το μήνα Ιανουάριο 2006 στην …, ενεργώντας από κοινού με τον Π. Κ., παρέστησαν ψευδώς στην Ε. Χ., νόμιμη εκπρόσωπο της εδρεύουσας στις … Αττικής εταιρίας “Χ. Ε. Ε.Π.Ε. Β. και Ε. Ε. Π. Τ.-Τ.-Π.-Λ. Ε. και Λ. Ε. Ο. Χ.” ότι είναι αδελφοί και φερέγγυοι επιχειρηματίες, διατηρούντες επιχείρηση στα …, και παρέπεισαν αυτήν να τους πωλήσει για λογαριασμό της εταιρίας και να τους παραδώσει διάφορα εμπορεύματα (ταπέτα, μαξιλάρια, μοκέτες, χαλιά, τραπεζομάντηλα, κουβέρτες, πετσέτες κ.λπ.) συνολικής αξίας 52.921,22 ευρώ, λαμβάνοντας για την εξασφάλιση του τιμήματος μεταχρονολογημένες επιταγές εκδόσεως του κατηγορουμένου και τρίτου, μεταξύ αυτών και τις αναφερόμενες στο διατακτικό, οι οποίες εμφανίσθηκαν νόμιμα και δεν πληρώθηκαν ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων, με αποτέλεσμα η παθούσα εταιρία να υποστεί ισόποση ζημία. Η Ε. Χ. αναγνώρισε τον κατηγορούμενο και τον Π. Κ. από φωτογραφίες, που της επιδείχθηκαν κατά διάρκεια της αστυνομικής προανάκρισης. Μέρος των ανωτέρω εμπορευμάτων βρέθηκε στην οικία και σε αποθήκη του Π.. Κ. κατά την προανάκριση και αποδόθηκε στην εταιρία. 8) Το μήνα Φεβρουάριο 2006 στην … Αττικής, ενεργώντας ατομικά, επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον Χ. Κ., νόμιμο εκπρόσωπο της εδρεύουσας στην … εταιρίας “Χ. Κ. και Σ. O.E.” με αντικείμενο την εμπορία λευκών ειδών, του συστήθηκε με το ονοματεπώνυμό του και με τις ανωτέρω ψευδείς παραστάσεις παρέπεισε αυτόν να του πωλήσει και να του αποστείλει υφάσματα και λευκά είδη συνολικής αξίας 9.000,63 ευρώ, λαμβάνοντας για την εξασφάλιση του τιμήματος τις αναφερόμενες στο διατακτικό μεταχρονολογημένες επιταγές εκδόσεως του κατηγορουμένου, οι οποίες εμφανίσθηκαν νόμιμα, αλλά δεν πληρώθηκαν ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων, με αποτέλεσμα η παθούσα εταιρία να υποστεί ζημία ίση με το τίμημα. Ο κατηγορούμενος και ο Π.. Κ. δεν ήταν φερέγγυοι έμποροι, αφού δεν είχαν περιουσιακά στοιχεία, ούτε πραγματική επιχείρηση εμπορίας λευκών ειδών, αντιθέτως είχαν καταστρώσει σχέδιο εξαπάτησης εμπόρων, εκδίδοντας επιταγές συρόμενες επί λογαριασμούς τραπεζών, με τις οποίες δεν είχαν προηγούμενες εμπλοκές, έτσι ώστε τα υποψήφια θύματά τους, όταν ζητούσαν πληροφορίες από τις τράπεζες για τη φερεγγυότητά τους, να λαμβάνουν θετικές πληροφορίες, επιπλέον δε ο κατηγορούμενος είχε ανοίξει λίγο καιρό πριν από την έναρξη της εγκληματικής τους δράσης ατομική επιχείρηση εμπορίας λευκών ειδών με κατάστημα επί της οδού … στα …, το οποίο ήταν κενό από εμπορεύματα (δεν υπήρχε δεύτερο κατάστημα στα …, ούτε υποκατάστημα στο …), αποκλειστικά με σκοπό να δημιουργήσει επίφαση αξιοπιστίας για τις ενέργειές τους. Διακινούσαν δε περαιτέρω τα εμπορεύματα, που παραλάμβαναν από τους παθόντες, σε λαϊκές αγορές και πανηγύρια σε διάφορες περιοχές της χώρας, με αποτέλεσμα να βρεθεί και να ανακτηθεί μέρος μόνο αυτών. Ο συνεργός του κατηγορουμένου Π. Κ. κρίθηκε ένοχος για τη συμμετοχή του στις ανωτέρω πράξεις με την 1635/2011 αμετάκλητη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, μετά από χωρισμό της υπόθεσης ως προς αυτόν. Πρέπει, συνεπώς, να κηρυχθεί ο κατηγορούμενος ένοχος απάτης κατ’ εξακολούθηση, από την οποία η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ και ανέρχεται σε 218.815,02 ευρώ, απορριπτομένης της ένστασης παραγραφής, που προβάλλει, δεδομένου ότι ο κατηγορούμενος απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο ανωτέρω συνολικό αποτέλεσμα και συνεπώς η περιουσιακή βλάβη, που προέκυψε από τις επιμέρους πράξεις λαμβάνεται συνολικά υπόψη κατ’ άρθρο 98 ξ 2 Π.Κ. και η πράξη έχει το χαρακτήρα κακουργήματος και όχι πλημμελήματος, όπως ισχυρίζεται”. Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για την πράξη της κακουργηματικής απάτης κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση, από την οποία το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ και του επέβαλε ποινή κάθειρξης πέντε (5) ετών με το ακόλουθο διατακτικό: “Στους παρακάτω τόπους και χρόνους, με περισσότερες από μια πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση του αυτού εγκλήματος, (ο κατηγορούμενος Κ. Χ.) ενεργώντας από κοινού με τον Π. Κ. και κατά μόνας, με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψαν ξένη περιουσία, πείθοντας άλλους σε πράξεις με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και το συνολικό περιουσιακό όφελος τους και η αντίστοιχη προξενηθείσα περιουσιακή ζημία υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ και ανέρχεται σε 218.815,02 ευρώ, αποτέλεσμα στο οποίο απέβλεπαν με τις μερικότερες πράξεις τους. Συγκεκριμένα: Α) Στο … Αττικής το μήνα Δεκέμβριο 2005, με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, παρέστησαν ψευδώς στον παθόντα Γ. Π., νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρίας “Α. Γ. Π. Ανώνυμη Εμπορική και Βιομηχανική Εταιρία Υφασμάτων”, ότι είναι αδέλφια και φερέγγυοι επιχειρηματίες με καταστήματα λευκών ειδών στα …, το ένα στην οδό … και το άλλο στην οδό …, καθώς και υποκατάστημα στην οδό … στο … Αττικής, και τον έπεισαν έτσι να τους προμηθεύσει για λογαριασμό της εταιρίας την 13.1.2006, 31-1-2006, 16.2.2006, 24.3.2006, 2.5.2006, 17.5.2006, 6.6.2006, 12.6.2006, 3.7.2006, 31.8.2006, 3.8.2006 εμπορεύματα συνολικής αξίας 43.780,10 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 19%, για τα οποία εκδόθηκαν τα υπ’ αρ. …/2006, …/31.1.2006, …/16.2.2006, …/24.3.2006, …/2.5.2006, …/17.5.2006, …/6.6.2006, …/12.6.2006, …/3.7.2006, …/3.8.2006 και …/3.8.2006 τιμολόγια της παθούσας εταιρίας, τα οποία ήδη είχαν την πρόθεση να μην πληρώσουν. Επίσης τον έπεισαν να δεχτεί χάριν καταβολής του τιμήματος μεταχρονολογημένες επιταγές, οι οποίες δεν πληρώθηκαν κατά τη λήξη τους, ήτοι την υπ’ αρ. … τραπεζική επιταγή εκδόσεως Κ. Χ. πληρωτέα στην PROBANK, με τόπο εκδόσεως τα … και φερόμενη ημερομηνία έκδοσης …2006, ποσού 6.000 ευρώ, την υπ’ αρ. … τραπεζική επιταγή εκδόσεως Κ. Χ., πληρωτέα στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και τόπο εκδόσεως τα … και φερόμενη ημερομηνία έκδοσης …, ποσού 5000 ευρώ, την υπ’ αρ. … τραπεζική επιταγή εκδόσεως Κ. Χ. πληρωτέα στην PROBANK, με τόπο έκδοσης τα … και φερόμενη ημερομηνία έκδοσης …, ποσού 3000 ευρώ, την υπ’ αρ. … τραπεζική επιταγή εκδόσεως Β. Μ., πληρωτέα στην τράπεζα Πειραιώς, με τόπο έκδοσης τον Πειραιά, φερόμενη ημερομηνία έκδοσης …, ποσού 5.160 ευρώ, την υπ’ αρ. … τραπεζική επιταγή εκδόσεως Κ. Χ., πληρωτέα στην Εθνική Τράπεζα, με τόπο έκδοσης τα … και φερόμενη ημερομηνία έκδοσης …, ποσού 10.000 ευρώ, την υπ’ αρ. … τραπεζική επιταγή εκδόσεως Κ. Χ., πληρωτέα στην Εθνική Τράπεζα, με τόπο έκδοσης τα … και φερόμενη ημερομηνία έκδοσης …, ποσού 10.000 ευρώ, την υπ’ αρ. … τραπεζική επιταγή εκδόσεως Β. Μ., πληρωτέα στην Τράπεζα Πειραιώς, με τόπο έκδοσης τον Πειραιά και φερόμενη ημερομηνία έκδοσης …, ποσού 5000 ευρώ. Με τον τρόπο αυτό προξένησαν παράνομα στην πωλήτρια εταιρία ζημία ύψους 43.780,10 ευρώ με ισόποσο δικό τους όφελος. Β) Στο … Αττικής το μήνα Μάρτιο 2006, με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, παρέστησαν ψευδώς στον παθόντα Ι. Α., νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρίας “Ι. Α. και Σ. Ο..Ε..” ότι είναι αδελφοί και φερέγγυοι επιχειρηματίες με καταστήματα ρούχων και υφασμάτων επιπλώσεως στα … και υποκατάστημα στην Αθήνα, στην οδό … στο …, και τον έπεισαν έτσι να τους προμηθεύσει στις 24.3.2006, 30.3.2006, 5.4.2006, 7.4.2006, 15.4.2006, 27.4.2006, 28.4.2006, 4.5.2006, 10.5.2006, 20.5.2006, 24.5.2006 εμπορεύματα συνολικής αξίας 13.729,84 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 19%, για τα οποία εκδόθηκαν τα υπ’ αρ. …/24.3.2006, …/30.3.2006, …/5.4.2006, …/7.4.2006, …/15.4.2006, …/27.4.2006, …/28.4.2006, …/4.5.2006, …/10.5.2006, …/20.5.2006, …/24.5.2006 τιμολόγια της παθούσας εταιρίας, τα οποία είχαν ήδη την πρόθεση να μην πληρώσουν. Επίσης τον έπεισαν να δεχτεί χάριν καταβολής του τιμήματος τη με αριθμό 1914779-1 τραπεζική επιταγή εκδόσεως Κ. Χ., πληρωτέα στην PROBANK με τόπο έκδοσης τα … και φερόμενη ημερομηνία έκδοσης 10.9.2006 ποσού 5.800 ευρώ η οποία δεν πληρώθηκε κατά τη λήξη της. Με τον τρόπο αυτό προκάλεσαν στην πωλήτρια εταιρία ζημία ύψους 13.729,84 ευρώ με ισόποσο δικό τους όφελος. Γ) Στη Θεσσαλονίκη το μήνα Ιούλιο 2006 ο κατηγορούμενος, ενεργώντας ατομικά, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, παρέστησε ψευδώς στον Α. Λ., νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρίας “Α. Β. Λ. Α. Ε.”, ότι είναι φερέγγυος επιχειρηματίας με καταστήματα ρούχων και υφασμάτων επιπλώσεως στα … και υποκατάστημα στο …, και τον έπεισε έτσι να τους προμηθεύσει στις 20.7.2006, 2.8.2006, … εμπορεύματα συνολικής αξίας 39.122,81 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 19%, για τα οποία εξεδόθησαν τα υπ’ αρ. …/…2006, …/2006, …/2006, …/2006, 12555/2006 τιμολόγια έκδοσης, τα οποία ήδη κατά το χρόνο έκδοσής τους δεν είχε πρόθεση να πληρώσει. Επίσης τον έπεισε να δεχτεί χάριν καταβολής του τιμήματος τις παρακάτω μεταχρονολογημένες τραπεζικές επιταγές, οι οποίες δεν πληρώθηκαν κατά τη λήξη τους, ήτοι την υπ’ αρ. … τραπεζική επιταγή εκδόσεως Κ. Χ. πληρωτέα στη Geniki Bank, με τόπο εκδόσεως τα … και φερόμενη ημερομηνία έκδοσης …, ποσού 3.884,81 ευρώ, την υπ’ αρ. … τραπεζική επιταγή εκδόσεως Κ. Χ., πληρωτέα στην Εθνική Τράπεζα με τόπο έκδοσης τα … και φερόμενη ημερομηνία έκδοσης …, ποσού 15.624 ευρώ, καθώς και την υπ’ αρ. … τραπεζική επιταγή εκδόσεως Κ. Χ. πληρωτέα στην PROBANK με τόπο έκδοσης τα … και φερόμενη ημερομηνία έκδοσης 30.12.2006 ποσού 10.000 ευρώ. Με τον τρόπο αυτό προξένησε στην πωλήτρια εταιρία ζημία συνολικού ύψους ίσου με το τίμημα, με ισόποσο δικό του όφελος. Δ) Στο … Αττικής το μήνα Αύγουστο 2006, ενεργώντας ατομικά, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος παρέστησε ψευδώς στον Ν. Λ., νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρίας “Λ. Ν. και Σ. Ε.Ε.” ότι είναι φερέγγυος επιχειρηματίας με καταστήματα ρούχων και υφασμάτων επιπλώσεως στα … και τον έπεισε έτσι να του προμηθεύσει στις 24.8.2006, … και την 1.9.2006 ενδύματα αξίας 13.143 ευρώ συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 19%, για τα οποία εκδόθηκαν τα υπ’ αρ. …/…2006, …/2006 και …/2006 τιμολόγια του παθόντος, τα οποία είχε ήδη κατά την έκδοσή τους την πρόθεση να μην πληρώσει, παραδίδοντάς του χάριν καταβολής του τιμήματος μεταχρονολογημένες ακάλυπτες επιταγές και προξενώντας με τον τρόπο αυτό στην εταιρία ζημία ίση με το τίμημα, με ισόποσο δικό του όφελος. Ε) Στο … Αττικής το μήνα Μάιο 2006, ενεργώντας ατομικά, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, παρέστησε ψευδώς στην έμπορο ενδυμάτων Ε. Σ., διά του συζύγου της Ν. Λ., ότι είναι φερέγγυος επιχειρηματίας με καταστήματα ρούχων και υφασμάτων επιπλώσεως στα …, και την έπεισε έτσι να του προμηθεύσει στις 15.5.2006, 22.5.2006, 31.5.2006, 5.7.2006, 20.7.2006, 31.7.2006, 2.8.2006 εμπορεύματα (ενδύματα) συνολικής αξίας 35.827,82 ευρώ συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 19%, για τα οποία εκδόθηκαν τα υπ’ αρ…./2006, …/2006, …/2006, …/2006, …/2006, …/2006, …/2006 τιμολόγια της παθούσας, τα οποία ήδη είχε την πρόθεση να μην πληρώσει. Επίσης την έπεισε να δεχθεί χάριν καταβολής του τιμήματος μεταχρονολογημένες επιταγές, οι οποίες δεν πληρώθηκαν κατά τη λήξη τους, μεταξύ των οποίων τη με αριθμό … τραπεζική επιταγή εκδόσεως Κ. Χ., πληρωτέα στην εθνική τράπεζα της Ελλάδος με τόπο έκδοσης τα … και φερόμενη ημερομηνία έκδοσης 30.10.2006 ποσού 6500 ευρώ και τη με αριθμό … τραπεζική επιταγή εκδόσεως Κ. Χ., πληρωτέα στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος με τόπο έκδοσης τα … και φερόμενη ημερομηνία έκδοσης 10.11.2006 ποσού 6900 ευρώ. Με τον τρόπο αυτό προξένησε στην παθούσα ζημία ίση με το τίμημα, με ισόποσο δικό του όφελος. ΣΤ) Στην … Αττικής το μήνα Φεβρουάριο 2006, ενεργώντας από κοινού με τον Π. Κ., με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, παρέστησαν ψευδώς στον Δ. Κ., εκπρόσωπο της εταιρίας “Κ. Α. Κ. Σ. Ο.” ότι είναι αδελφοί και φερέγγυοι επιχειρηματίες με καταστήματα ρούχων και υφασμάτων επιπλώσεως στα …, καθώς και υποκατάστημα στο …, και τον έπεισαν έτσι να τους προμηθεύσει για λογαριασμό της εταιρίας του στις 7.2.2006, 22.3.2006, 4.5.2006, 7.6.2006, 14.6.2006, 25.8.2006, 6.9.2006 εμπορεύματα (αντικείμενα οικιακού εξοπλισμού) συνολικής αξίας 11.289,60 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 19%, για τα οποία εκδόθηκαν τα υπ’ αρ. …/2006, …/2006, …/2006, …/2006, …/2006, …/2006, …./2006, …/2006, …/2006, …/2006 τιμολόγια, τα οποία ήδη είχαν πρόθεση να μην πληρώσουν. Επίσης τον έπεισαν να δεχθεί χάριν καταβολής του τιμήματος μεταχρονολογημένες επιταγές, οι οποίες δεν πληρώθηκαν κατά τη λήξη τους, μεταξύ των οποίων και την υπ’ αρ. … τραπεζική επιταγή εκδόσεως Κ. Χ., πληρωτέα στην PROBANK με τόπο έκδοσης τα … και φερόμενη ημερομηνία έκδοσης … ποσού 2500 ευρώ και την υπ’ αρ. … τραπεζική επιταγή εκδόσεως Β. Μ., πληρωτέα στην τράπεζα Πειραιώς, με τόπο έκδοσης τον Πειραιά και φερόμενη ημερομηνία έκδοσης … ποσού 2800 ευρώ. Με τον τρόπο αυτό προξένησαν στην πωλήτρια εταιρία ζημία ίση με το τίμημα, με ισόποσο δικό τους όφελος. Ζ) Στην … Αττικής το μήνα Ιανουάριο 2006 με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος παρέστησαν στην Ε. Χ., εκπρόσωπο της εταιρίας “Χ. Ε. Ε.” ότι είναι αδελφοί και φερέγγυοι επιχειρηματίες με καταστήματα ρούχων και υφασμάτων επιπλώσεως στα …, και την έπεισαν έτσι να τους προμηθεύσει για λογαριασμό της εταιρίας της στις 3.2.2006, 21.2.2006, 12.4.2006, 27.4.2006, 18.5.2006, 2.6.2006, 6.6.2006, 16.6.2006, 6.7.2006, 20.7.2006, 28.7.2006, 3.8.2006, 9.8.2006, 10.8.2006, 11.8.2006, 16.8.2006, 22.8.2006, 28.8.2006, … λευκά είδη συνολικής αξίας 52.921,22 ευρώ συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 19%, για τα οποία εκδόθηκαν τα υπ’ αρ. …/2006, …/2006, …/2006, …/2006, …/2006, …/2006, …/2006, …/2006, …/2006, …/2006, …/2006, …/2006, …/2006, …/2006, …/2006, …/2006, …/2006, …/2006, τιμολόγια της πωλήτριας εταιρίας. Επίσης την έπεισαν να δεχθεί χάριν καταβολής του τιμήματος μεταχρονολογημένες επιταγές, οι οποίες δεν πληρώθηκαν κατά τη λήξη τους, μεταξύ των οποίων και την υπ’ αρ. … τραπεζική επιταγή εκδόσεως Κ. Χ. πληρωτέα στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος με τόπο εκδόσεως τα … και φερόμενη ημερομηνία έκδοσης …, ποσού 3414 ευρώ, την υπ’ αρ. … τραπεζική επιταγή εκδόσεως Κ. Χ. πληρωτέα στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος με τόπο εκδόσεως τα … και φερόμενη ημερομηνία έκδοσης …, ποσού 3000 ευρώ, την υπ’ αρ. … τραπεζική επιταγή εκδόσεως Κ. Χ. πληρωτέα στην Τράπεζα GENIKI ΒΑΝΚ με τόπο εκδόσεως τα … και φερόμενη ημερομηνία έκδοσης …, ποσού 4000 ευρώ, την υπ’ αρ. … τραπεζική επιταγή εκδόσεως Β. Μ., πληρωτέα στην Τράπεζα Πειραιώς με τόπο εκδόσεως τον Πειραιά και φερόμενη ημερομηνία εκδόσεως … ποσού 5810 ευρώ, την υπ’ αρ. … τραπεζική επιταγή εκδόσεως Κ. Χ., πληρωτέα στην Τράπεζα GENIKI ΒΑΝΚ με τόπο εκδόσεως τα … και φερόμενη ημερομηνία έκδοσης …, ποσού 6000 ευρώ, την υπ’ αρ. … τραπεζική επιταγή εκδόσεως Κ. Χ. πληρωτέα στην Τράπεζα GENlKl ΒΑΝΚ με τόπο εκδόσεως τα … και φερόμενη ημερομηνία έκδοσης …, ποσού 6000 ευρώ, την υπ’ αρ. … τραπεζική επιταγή εκδόσεως Β. Μ., πληρωτέα στην Τράπεζα Πειραιώς με τόπο έκδοσης τον Πειραιά και φερόμενη ημερομηνία έκδοσης … ποσού 5810 ευρώ. Με τον τρόπο αυτό προξένησαν στην πωλήτρια ζημία ίση με την αξία του τιμήματος, με ισόποσο δικό τους όφελος. Η) Στην … Αττικής το μήνα Φεβρουάριο 2006 με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, παρέστησε ψευδώς στον παθόντα Χ. Κ., νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρίας “Χ. Κ. και Σ. Ο.” ότι είναι φερέγγυος επιχειρηματίας με καταστήματα ρούχων και υφασμάτων επιπλώσεως στα … και τον έπεισε έτσι να τους προμηθεύσει για λογαριασμό της εταιρίας του στις 30.3.2006, 11.7.2006, 28.7.2006, 29.8.2006, εμπορεύματα συνολικής αξίας 9.000,63 ευρώ συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 19%, για τα οποία εκδόθηκαν τα υπ’ αρ. …/2006, …/2006, …/2006, …/2006, τιμολόγια της πωλήτριας εταιρίας, τα οποία είχαν ήδη την πρόθεση να μην πληρώσουν. Επίσης τον έπεισαν να δεχθεί χάριν καταβολής του τιμήματος μεταχρονολογημένες επιταγές, οι οποίες δεν πληρώθηκαν κατά τη λήξη τους ήτοι δηλαδή την υπ’ αρ. … τραπεζική επιταγή εκδόσεως Κ. Χ. πληρωτέα στην τράπεζα PROBANK με τόπο εκδόσεως τα … και φερόμενη ημερομηνία έκδοσης …, ποσού 662,84 ευρώ, την υπ’ αρ. … τραπεζική επιταγή εκδόσεως Κ. Χ. πληρωτέα στην τράπεζα GENlKl ΒΑΝΚ με τόπο εκδόσεως τα … και φερόμενη ημερομηνία έκδοσης …, ποσού 2525,20 ευρώ, την υπ’ αρ. … τραπεζική επιταγή εκδόσεως Κ. Χ. πληρωτέα στην τράπεζα GENIKI ΒΑΝΚ με τόπο εκδόσεως τα … και φερόμενη ημερομηνία έκδοσης …, ποσού 1718,96 ευρώ, την υπ’ αρ. … τραπεζική επιταγή εκδόσεως Κ. Χ. πληρωτέα στην τράπεζα PROBANK με τόπο εκδόσεως τα … και φερόμενη ημερομηνία έκδοσης …, ποσού 4093,63 ευρώ. Με τον τρόπο αυτό προξένησαν στην πωλήτρια ζημία ίση με το τίμημα, με ισόποσο δικό τους όφελος. Όλα τα ανωτέρω εκτεθέντα από τον κατηγορούμενο και τον Π. Κ. σε κάθε έναν εκ των παθόντων ήταν ψευδή, αφού ουδεμία συγγένεια τους συνέδεε, ούτε φερέγγυοι έμποροι ήταν, αφού το κατάστημα στα … επί της οδού … ήταν κλειστό, το υποκατάστημα επί της οδού … ουδέποτε λειτούργησε, ενώ ουδέποτε υπήρξε υποκατάστημα της επιχειρήσεως αυτής στο … Αττικής, με αποτέλεσμα να επέλθει στην περιουσία των ως άνω παθόντων κατά τα ποσά που αναλυτικώς σε κάθε περίπτωση αναφέρονται, με αντίστοιχη ωφέλεια των κατηγορουμένων, πράγμα στο οποίο εξαρχής αποσκοπούσαν. Το συνολικό όφελος που αποκόμισαν και η ζημία των παθόντων υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ και ανέρχεται σε 218.815,02 ευρώ”. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 2, 26 παρ. 1α’, 27 παρ. 1, 98, 386 παρ. 3-1 του προϊσχύσαντος ΠΚ, τις οποίες ορθά εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει εκ πλαγίου. Ο αναιρεσείων με τους πρώτο και δεύτερο λόγους αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ και Δ’ του ΚΠΔ, παραπονείται ειδικότερα, ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκτίθενται τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ισχυρίσθηκε ο ίδιος και θεμελίωναν τη φερεγγυότητά του, όπως η μεγάλη οικονομική του επιφάνεια, η ύπαρξη ακίνητης περιουσίας κ.λπ., τα οποία εν συνεχεία κατά τις σχετικές παραδοχές αποδείχθηκαν ως ψευδή, έτσι ώστε (η προσβαλλόμενη) να στερείται αφενός μεν νόμιμης βάσης, αφετέρου δε ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες, διότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διαλαμβάνει στην πληττόμενη απόφασή του με πληρότητα και σαφήνεια τις ψευδείς παραστάσεις του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος σε σχέση με τη φερεγγυότητά του και συγκεκριμένα εκθέτει, ότι ο τελευταίος και ο συνεργός του παρέστησαν εν γνώσει τους ψευδώς στους παθόντες, ότι είναι φερέγγυοι επιχειρηματίες, ισχυριζόμενοι ότι ασχολούνται με το εμπόριο λευκών ειδών και ότι έχουν καταστήματα επί των οδών … και … στα … και υποκατάστημα στο … Αττικής και έτσι τους παρέπεισαν να τους πωλήσουν και παραδώσουν τα αναφερόμενα εμπορεύματα, παραδίδοντάς τους για την εξασφάλιση του τιμήματος μεταχρονολογημένες επιταγές, ενώ στην πραγματικότητα οι ίδιοι (ο κατηγορούμενος και ο συνεργός του) δεν ήταν φερέγγυοι, διότι δεν είχαν περιουσιακά στοιχεία ούτε πραγματική επιχείρηση εμπορίας λευκών ειδών, ο κατηγορούμενος είχε μόνο ένα κατάστημα εμπορίας λευκών ειδών επί της οδού … στα …, το οποίο ήταν κενό από εμπορεύματα (δεν υπήρχε δεύτερο κατάστημα στα … ούτε υποκατάστημα στο …), οι δε επιταγές, που εξέδιδαν και ήταν ακάλυπτες, σύρονταν σε λογαριασμούς τραπεζών, με τις οποίες δεν είχαν προηγούμενες εμπλοκές, έτσι ώστε τα υποψήφια θύματά τους, όταν ζητούσαν πληροφορίες από τις τράπεζες για τη φερεγγυότητά τους, να λαμβάνουν θετικές πληροφορίες. Περαιτέρω, από τις παραδοχές, ότι δεν υπήρχε “πραγματική επιχείρηση εμπορίας λευκών ειδών” και ότι “ο κατηγορούμενος είχε ανοίξει λίγο καιρό πριν από την έναρξη της εγκληματικής τους δράσης ατομική επιχείρηση εμπορίας λευκών ειδών με κατάστημα επί της οδού … στα …, το οποίο ήταν κενό από εμπορεύματα”, ουδεμία αντίφαση προκύπτει, όπως αβασίμως υποστηρίζει ο αναιρεσείων, καθόσον ένα κατάστημα κενό εμπορευμάτων δεν θεωρείται πραγματική επιχείρηση. Επίσης, ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 98 παρ. 2 του ΠΚ για τη θεμελίωση του ένδικου αδικήματος της εξακολουθητικής απάτης, με την προσβαλλόμενη έγινε δεκτό, ότι ο κατηγορούμενος και ο συνεργός του “είχαν καταστρώσει σχέδιο εξαπάτησης εμπόρων”, ενώ περιγράφεται αφενός μεν η χρονική εγγύτητα, με την οποία ενήργησε, από το Δεκέμβριο του 2005 έως και τον Αύγουστο του 2006, εξαπατώντας συνολικά οκτώ (8) εμπόρους, αφετέρου δε η δράση του με πανομοιότυπο τρόπο και η περαιτέρω διακίνηση των παρανόμως κτηθέντων εμπορευμάτων σε λαϊκές αγορές και πανηγύρια σε διάφορες περιοχές της χώρας, έτσι ώστε επαρκώς αιτιολογείται η παραδοχή του δικαστηρίου της ουσίας, ότι ο κατηγορούμενος απέβλεπε με τις επιμέρους πράξεις του στο συνολικό αποτέλεσμα και δη να αποκομίσει ο ίδιος και ο συνεργός του παράνομο περιουσιακό όφελος συνολικού ύψους 218.815,02 ευρώ και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα είναι αβάσιμα. Επομένως, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης ως αβάσιμοι. Η προβλεπόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να υπάρχει και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών, με τους οποίους ζητείται η αναγνώριση υπέρ του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 ΠΚ, με την προϋπόθεση ότι αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο και έχουν αναπτυχθεί προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, δηλαδή με επίκληση όλων των πραγματικών περιστατικών που απαιτούνται για τη νομική θεμελίωση, την ουσιαστική διερεύνηση και τελικά τη δικαστική απόφαση για συνδρομή ή μη των αντίστοιχων ελαφρυντικών περιστάσεων. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει στους ισχυρισμούς αυτούς και να αιτιολογήσει την απόρριψή τους (ΑΠ 923/2022, ΑΠ 20/2020, ΑΠ 446/2019, ΑΠ 76/2017). Ειδικότερα, υπό την ισχύ του νέου ΠΚ ελαφρυντικές περιστάσεις που επισύρουν μείωση της ποινής στο μέτρο που προβλέπει το άρθρο 83 ΠΚ, θεωρούνται ιδίως α) το ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρό πλημμέλημα, β) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από μη ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης, γ) … δ) … ε) το ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του. Η διάταξη του άρθρου 84 παρ.2 περ. α’ του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ είναι ευμενέστερη της αντίστοιχης διάταξης του προϊσχύσαντος ΠΚ, που όριζε, ότι η υπό στοιχείο α’ ελαφρυντική περίσταση συνίσταται στο ότι “ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή” και συνεπώς εφαρμόζεται κατ’ άρθρο 2 ΠΚ και για τους υπαίτιους αξιόποινων πράξεων, που τελέστηκαν πριν από τη θέση σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα, αφού με τη νέα διάταξη διευρύνεται η δυνατότητα αναγνώρισης της ελαφρυντικής αυτής περίστασης, με την υιοθέτηση του κριτηρίου της “σύννομης” ζωής έναντι του απροσδιόριστου κριτηρίου της “έντιμης” ζωής, που απαιτούνταν από την προϊσχύσασα διάταξη. Όμως ο σύννομος βίος δεν ταυτίζεται με το λευκό ποινικό μητρώο του δράστη, αλλά με την από πεποίθηση – υποταγή στη νομιμότητα ως προς όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητάς του, κατάσταση που δεν εξασφαλίζεται με την ανυπαρξία καταδίκης του για αξιόποινη πράξη. Συνακόλουθα, αν κάποιος παραβιάζει ή δεν σέβεται αστικούς κανόνες, η συνδρομή στο πρόσωπό του της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης δεν έχει έρεισμα στο νόμο, το δε λευκό ποινικό μητρώο απλά συνεκτιμάται από το Δικαστήριο στα πλαίσια που ορίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 177 και 178 ΚΠΔ, για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσης για την ύπαρξη του σύννομου βίου, προκειμένου να αποφανθεί επί του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού (ΟλΑΠ 2/2022, ΑΠ 374/2023, ΑΠ 935/2022). Περαιτέρω, η ελαφρυντική περίσταση από το άρθρο 84 παρ 2 β’ ΠΚ θεμελιώνεται είτε στην ψυχολογική σχέση του δράστη της αξιόποινης πράξης με τρίτο πρόσωπο (τρεις τελευταίες υποπεριπτώσεις), είτε στην κακοβουλία (ταπεινά αίτια), είτε στην άσχημη οικονομική κατάσταση του υπαιτίου (μεγάλη ένδεια, ΑΠ 1363/2018, ΑΠ 583/2018). “Μεγάλη ένδεια”, δηλαδή μεγάλη φτώχεια ή μεγάλη οικονομική ανάγκη, υπάρχει, όταν ο υπαίτιος βρέθηκε σε τόσο πολύ άσχημη οικονομική κατάσταση, η οποία άγγιξε, αλλά δεν στοιχειοθέτησε κατάσταση ανάγκης, ώστε κάτω από την επίδρασή της τέλεσε την πράξη, για να αποφύγει κίνδυνο, που πίστευε, ότι απειλούσε σοβαρά αυτόν ή συγγενή του ή την περιουσία του (ΑΠ 1515/2017). Τέλος, για να συντρέξει η ελαφρυντική περίσταση που προβλέπεται από το άρθρο 84 παρ. 2 ε’ ΠΚ, η συμπεριφορά του υπαιτίου πρέπει να είναι θετική και επωφελής για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη και να αναφέρονται πραγματικά περιστατικά δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής συμβίωσης του δράστη. Η αναγνώριση δηλαδή της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 ε’ του ισχύοντος ΠΚ, προϋποθέτει επίκληση και απόδειξη θετικής ατομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς του υπαιτίου, με κριτήριο τη στάση του μέσου συνετού και νομοταγούς πολίτη, για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την αξιόποινη πράξη, ως αποτέλεσμα πραγματικής επίγνωσης από αυτόν των συνεπειών της πράξης του και σταθερού εναρμονισμού του προς τις επιταγές της έννομης τάξης, ακόμη και κατά την κράτησή του. Ενόψει του εγκληματοπροληπτικού και σωφρονιστικού σκοπού της θέσπισης της οικείας διάταξης, που διατρέχει την όλη και υπό καθεστώς ελευθερίας και υπό καθεστώς κράτησης διαβίωσης του υπαιτίου μετά την τέλεση της πράξης, δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση του εν λόγω ελαφρυντικού η καλή και συνήθης συμπεριφορά και μόνον, αλλά απαιτούνται πραγματικά περιστατικά θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβίωσής του και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Απαιτείται, δηλαδή, για την αναγνώριση του ανωτέρω ελαφρυντικού, συγκεκριμένη μετά την πράξη, θετική προσωπική, κοινωνική και επαγγελματική συμπεριφορά, η οποία να είναι ενδεικτική όχι μόνο έλλειψης έκνομης συμπεριφοράς, διότι σε τέτοια περίπτωση αυτός που δεν τέλεσε κάποια αξιόποινη πράξη μετά την αποκάλυψη της παράνομης δραστηριότητάς του, θα είχε εξασφαλισμένη την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης, αλλά ατόμου, το οποίο αποτίναξε το παρελθόν, άλλαξε τρόπο ζωής, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει, όταν εξακολουθεί να ζει όπως και πριν, εξαιρουμένης της παράβασης των νόμων και ιδιαίτερα του ΠΚ (ΑΠ 643/2023, ΑΠ 1193/2023, ΑΠ 686/2021, ΑΠ 238/2021, ΑΠ 1663/2019). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, τα οποία δεν προσβάλλονται ως πλαστά, η συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος Α. Σ., δια της οποίας ο τελευταίος παρίστατο, υπέβαλε εγγράφως και ανάπτυξε προφορικώς πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, τους εξής, επί λέξει, αυτοτελείς ισχυρισμούς – αιτήματα αναγνώρισης της συνδρομής στο πρόσωπό του ελαφρυντικών περιστάσεων και δη α) της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 α’ του ΠΚ: “Επειδή μέχρι το χρονικό σημείο που κατηγορούμαι, ότι τέλεσα τις ως άνω αναφερόμενες άδικες πράξεις, έζησα σύννομα, δεν είχα απασχολήσει τις αρχές, ήμουν ένας τίμιος πολίτης, ο οποίος από τη δεκαετία του 1990 έκανα μεροκάματα, είχα εργαστεί ως οδηγός βυτιοφόρου, ήμουν το μοναδικό τέκνο της χήρας μητέρας μου, την οποία στο μέτρο των οικονομικών δυνατοτήτων μου βοηθούσα οικονομικά. Επειδή μέχρι το χρονικό σημείο που κατηγορούμαι, ότι τέλεσα τις ως άνω αναφερόμενες άδικες πράξεις έζησα σύννομα, δεν είχα διαπράξει κάποιο αδίκημα, δεν είχα απασχολήσει τις αρχές, δεν ήμουν προσεσημασμένος”, β) του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2 β’ του ΠΚ: “Επειδή, αν υποτεθεί ότι είμαι υπαίτιος οποιασδήποτε πράξης, ό,τι έκανα το έκανα από μεγάλη ένδεια, διότι είχα περιέλθει σε οικονομικό αδιέξοδο, δεν είχα εισοδήματα από πουθενά, καθώς αναζητούσα μεροκάματο, αντιμετωπίζοντας το φάσμα της ανεργίας και της εργασιακής ανασφάλειας. Επειδή ο μόνος λόγος για τον οποίο άνοιξα επιχείρηση λευκών ειδών ήταν για να εξασφαλίσω ένα σταθερό εισόδημα και να βοηθήσω οικονομικά την υπερήλικη μητέρα μου, η οποία, όπως εκτέθηκε αναλυτικά στο ιστορικό μέρος, βρισκόταν και βρίσκεται κι εκείνη σε άθλια οικονομική κατάσταση” και γ) της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 ε’ του ΠΚ: “Επειδή ακόμη κι αν υποτεθεί, ότι τέλεσα τις ως άνω αναφερόμενες άδικες πράξεις, για τις οποίες κατηγορούμαι, συμπεριφέρθηκα καλά για το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα…
Επειδή δεν έχω διαπράξει κανένα πειθαρχικό παράπτωμα κατά τη διάρκεια της κράτησής μου, όπως προκύπτει από τη με αρ. πρωτ. 7415 και ημερ. 10-09-2020 βεβαίωση καλής διαγωγής, αντίγραφο του οποίου προσκομίζω και επικαλούμαι”. Υπό το εκτεθέν περιεχόμενό του ο αυτοτελής ισχυρισμός του αναιρεσείοντος για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης της καλής συμπεριφοράς μετά την ένδικη αξιόποινη πράξη του είναι αόριστος, καθόσον δεν εκθέτει, επί πόσο χρόνο παρέμεινε έγκλειστος στη φυλακή, λαμβανομένου υπόψη ότι από το χρόνο τέλεσης της αξιόποινης πράξης του (Αύγουστο 2006) έως την εκδίκαση της υπόθεσης (Ιανουάριο 2023) παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα, για το οποίο δεν επικαλέσθηκε πραγματικά περιστατικά, θετικά και δηλωτικά της, κατά την ελεύθερη και όχι την εξαναγκαζόμενη από τις περιστάσεις αναμονής της δίκης, βούλησή του, αρμονικής κοινωνικής διαβίωσής του μετά την τέλεση της πράξης, τόσο ως έγκλειστος στη φυλακή όσο και υπό καθεστώς ελευθερίας. Ως εκ τούτου, το δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει στον αόριστο, από το άρθρο 84 παρ. 2 ε’ του ΠΚ, ισχυρισμό του και να διαλάβει ειδική αιτιολογία για την απόρριψή του. Εντούτοις, ειδικά ως προς τους λοιπούς αυτοτελείς ισχυρισμούς του για τη χορήγηση των ελαφρυντικών του άρθρου 84 παρ. 1 α’ και β’ του ΠΚ, οι οποίοι είναι ορισμένοι, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παρέλειψε να απαντήσει επ’ αυτών, απορρίπτοντάς τους σιωπηρά, όπως βασίμως υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον τρίτο λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ και προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, καθιστώντας έτσι την απόφαση αυτή αναιτιολόγητη κατά τούτο και επομένως, ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος.
Κατ’ ακολουθίαν τούτων, ελλείψει άλλου λόγου αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλομένη υπ’ αριθμ. 55/2023 απόφαση του Α’ Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών και δη μόνο ως προς τη διάταξή της που απέρριψε τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του πρότερου σύννομου βίου (άρθρο 84 παρ. 2 περ. α’ του ΠΚ) και μη ταπεινών αιτίων (μεγάλης ένδειας-άρθρο 84 παρ. 2 περ. β’ ΠΚ), αναγκαίως δε και ως προς τις διατάξεις για την επιμέτρηση και την επιβολή της ποινής, στην περίπτωση παραδοχής των εν λόγω ισχυρισμών ή έστω του ενός αυτών. Ακολούθως δε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 519 και 522 του ΚΠοινΔ, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το ανωτέρω αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, προκειμένου να κρίνει για τη συνδρομή όχι στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου των ως άνω ελαφρυντικών περιστάσεων και, αναλόγως με την κρίση του αυτή, να επιμετρήσει και να επιβάλει την αρμόζουσα ποινή, απορριπτομένης κατά τα λοιπά της ένδικης αίτησης αναίρεσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ’ αριθμ. 55/2023 απόφαση του Α’ Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών και συγκεκριμένα ως προς τη διάταξή της, που αφορά στην απόρριψη των ισχυρισμών του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Κ. Χ. του Ν., για αναγνώριση στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του προτέρου σύννομου βίου (άρθρο 84 παρ. 2 α’ ΠΚ) και μη ταπεινών αιτίων (μεγάλης ένδειας – άρθρο 84 παρ. 2 β’ ΠΚ), αναγκαίως δε και ως προς τις διατάξεις της περί επιβολής ποινής, στην περίπτωση παραδοχής των εν λόγω ισχυρισμών ή έστω του ενός αυτών.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το άνω αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένους, για νέα, κατά το μέρος αυτό, συζήτηση.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 11-06-2023 και υπ’ αριθμ. πρωτ. 4569/ 15.06.2023 δήλωση – αίτηση του Κ. Χ. του Ν., κατοίκου …, οδός …, και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης …, για αναίρεση της ίδιας (υπ’ αριθμ. 55/2023) ως άνω απόφασης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Ιανουαρίου 2024.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Ιανουαρίου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ