ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)
της 3ης Απριλίου 2025 (*)
« Προδικαστική παραπομπή – Πολιτική ασύλου – Διεθνής προστασία – Οδηγία 2013/32/ΕΕ – Άρθρο 46, παράγραφος 3 – Απαίτηση περί πλήρους και ex nunc εξετάσεως – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής – Εύρος των εξουσιών του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου – Εθνική ρύθμιση μη προβλέπουσα εξουσία παραπομπής του αιτούντος διεθνή προστασία σε ιατρική εξέταση »
Στην υπόθεση C‑283/24 [Barouk] (i),
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας (Κύπρος) με απόφαση της 29ης Μαρτίου 2024, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 Απριλίου 2024, στο πλαίσιο της δίκης
B. F.
κατά
Κυπριακής Δημοκρατίας,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),
συγκείμενο από τους M. L. Arastey Sahún, πρόεδρο τμήματος, Δ. Γρατσία, E. Regan, J. Passer και B. Smulders (εισηγητή), δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Κυπριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις Φ. Σωτηρίου και Ε. Συμεωνίδου,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις M. Debieuvre και Α. Κατσιμέρου,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 46, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ΕΕ 2013, L 180, σ. 60), υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) και σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ 2011, L 337, σ. 9), καθώς και σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.
2 Η ως άνω αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του B. F. και της Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου (Κύπρος) (στο εξής: Υπηρεσία Ασύλου), σχετικά με την απόφαση της εν λόγω υπηρεσίας να απορρίψει την αίτηση διεθνούς προστασίας που είχε υποβάλει ο B. F. και να διατάξει την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
Η οδηγία 2011/95
3 Το άρθρο 4 της οδηγίας 2011/95 ορίζει τα εξής:
«1. Τα κράτη μέλη μπορούν να κρίνουν ότι εναπόκειται στον αιτούντα να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας. Αποτελεί καθήκον των κρατών μελών να αξιολογούν, σε συνεργασία με τον αιτούντα, τα συναφή στοιχεία της αίτησής του.
[…]
3. Η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας θα πρέπει να γίνεται σε εξατομικευμένη βάση και να περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση:
[…]
γ) της ατομικής κατάστασης και των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, ούτως ώστε να εκτιμηθεί εάν, βάσει των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος, οι πράξεις στις οποίες έχει ήδη ή θα μπορούσε να εκτεθεί ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη·
[…]».
Η οδηγία 2013/32
4 Οι αιτιολογικές σκέψεις 18, 50 και 60 της οδηγίας 2013/32 έχουν ως εξής:
«(18) Είναι προς το συμφέρον τόσο των κρατών μελών όσο και των αιτούντων διεθνή προστασία να λαμβάνεται απόφαση επί των αιτήσεων το συντομότερο δυνατό, με την επιφύλαξη της διεξαγωγής κατάλληλης και πλήρους εξέτασης.
[…]
(50) Σύμφωνα με βασική αρχή της ενωσιακής νομοθεσίας, οι αποφάσεις επί αιτήσεως διεθνούς προστασίας, οι αποφάσεις που αφορούν την άρνηση εκ νέου έναρξης της εξέτασης μιας αίτησης μετά την παύση της, και οι αποφάσεις περί ανακλήσεως του καθεστώτος του πρόσφυγα ή του καθεστώτος επικουρικής προστασίας πρέπει να επιδέχονται αποτελεσματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου.
[…]
(60) Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και συνάδει με τις αρχές που αναγνωρίζονται στον Χάρτη. Ειδικότερα, η παρούσα οδηγία σκοπεύει να διασφαλίσει τον πλήρη σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και να προωθήσει την εφαρμογή των άρθρων 1, 4, 18, 19, 21, 23, 24 και 47 του Χάρτη και πρέπει να εφαρμοστεί αναλόγως.»
5 Το άρθρο 2, στοιχείο στʹ, της ως άνω οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα:
«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:
[…]
στ) “αποφαινόμενη αρχή”: κάθε οιονεί δικαστική ή διοικητική αρχή κράτους μέλους υπεύθυνη για την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας και αρμόδια για τη λήψη αποφάσεων πρωτοβαθμίως στις εν λόγω υποθέσεις».
6 Το άρθρο 18 της ίδιας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ιατρική εξέταση», ορίζει τα εξής:
«1. Όταν η αποφαινόμενη αρχή το θεωρεί σκόπιμο για την αξιολόγηση αίτησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ […], τα κράτη μέλη, με την επιφύλαξη της συναίνεσης του αιτούντος, μεριμνούν για την ιατρική εξέταση του αιτούντος όσον αφορά ενδείξεις που ενδεχομένως υποδηλώνουν διώξεις ή σοβαρή βλάβη που υπέστη κατά το παρελθόν. Εναλλακτικά, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι ο αιτών μεριμνά για την ιατρική εξέταση.
Οι ιατρικές εξετάσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο διενεργούνται από κατάλληλα εκπαιδευμένους επαγγελματίες του τομέα της υγείας και τα αποτελέσματά τους υποβάλλονται στην αποφαινόμενη αρχή το ταχύτερο δυνατό. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν τους επαγγελματίες του τομέα της υγείας που μπορούν να διενεργούν αυτές τις ιατρικές εξετάσεις. Η άρνηση αιτούντος να υποβληθεί σε αυτή την ιατρική εξέταση δεν εμποδίζει την αποφαινόμενη αρχή να λάβει απόφαση επί της αίτησης διεθνούς προστασίας.
Τα έξοδα των ιατρικών εξετάσεων που διενεργούνται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο καλύπτονται από δημόσια κονδύλια.
2. Όταν δεν διενεργείται ιατρική εξέταση σύμφωνα με την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη ενημερώνουν τους αιτούντες ότι μπορούν με δική τους πρωτοβουλία και δικά τους έξοδα να μεριμνήσουν για την ιατρική εξέταση όσον αφορά ενδείξεις που ενδεχομένως υποδηλώνουν διώξεις ή σοβαρή βλάβη που υπέστησαν κατά το παρελθόν.
3. Τα αποτελέσματα των ιατρικών εξετάσεων για τις οποίες γίνεται λόγος στις παραγράφους 1 και 2 εκτιμώνται από την αποφαινόμενη αρχή μαζί με τα λοιπά στοιχεία της αίτησης.»
7 Το άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής», προβλέπει τα ακόλουθα:
«1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες να έχουν δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά των ακόλουθων αποφάσεων:
α) απόφαση επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, περιλαμβανομένων των αποφάσεων:
i) με τις οποίες κρίνουν αίτηση ως αβάσιμη όσον αφορά το καθεστώς του πρόσφυγα και/ή το καθεστώς επικουρικής προστασίας,
[…]
[…]
3. Προκειμένου να τηρούν τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η πραγματική προσφυγή να εξασφαλίζει πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με την οδηγία 2011/95/ΕΕ, τουλάχιστον κατά τις διαδικασίες [εκδίκασης] ένδικου [βοηθήματος] ενώπιον πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.
4. Τα κράτη μέλη ορίζουν εύλογες προθεσμίες και θεσπίζουν τις λοιπές απαιτούμενες διατάξεις για την άσκηση του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής από τον αιτούντα σύμφωνα με την παράγραφο 1. […]
[…]»
Το κυπριακό δίκαιο
8 Το άρθρο 15 του περί Προσφύγων Νόμου, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: περί Προσφύγων Νόμος), το οποίο φέρει τον τίτλο «Ιατρική και ψυχολογική εξέταση αιτητή», ορίζει τα εξής:
«(1) Όταν ο αρμόδιος λειτουργός [της Υπηρεσίας Ασύλου] κρίνει σκόπιμο για την αξιολόγηση της αίτησης […] και με την επιφύλαξη της συγκατάθεσης του αιτητή, παραπέμπει τον αιτητή για εξέταση σε ιατρό ή/και ψυχολόγο, όσον αφορά:
α) Ενδείξεις που ενδεχομένως υποδηλώνουν διώξεις ή σοβαρή βλάβη που υπέστη κατά το παρελθόν· και
β) συμπτώματα και ενδείξεις βασανιστηρίων ή άλλων σοβαρών πράξεων σωματικής ή ψυχολογικής βίας, περιλαμβανομένων των πράξεων σεξουαλικής βίας.
(2) Η ιατρική ή/και ψυχολογική εξέταση που αναφέρεται στο εδάφιο (1), διενεργείται δημοσία δαπάνη από κατάλληλα εκπαιδευμένους επαγγελματίες του τομέα της υγείας και τα αποτελέσματα της υποβάλλονται στην Υπηρεσία Ασύλου το ταχύτερο δυνατό.
(3) Η άρνηση του αιτητή να υποβληθεί σε ιατρική ή/και ψυχολογική εξέταση δεν εμποδίζει τον Προϊστάμενο να λάβει απόφαση επί της αίτησης.
(4) Τα αποτελέσματα των ιατρικών ή/και ψυχολογικών εξετάσεων που διενεργούνται δυνάμει του εδαφίου (1) ή (8) εκτιμώνται από τον Προϊστάμενο μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία της αίτησης.
(5) Σε περίπτωση ύπαρξης ενδείξεων σοβαρής βλάβης, ο αρμόδιος λειτουργός πραγματοποιεί τη συνέντευξη του αιτητή ύστερα από συνεννόηση και σε συνεργασία με αρμόδιο ιατρό.
[…]
(8) Όταν δεν διενεργείται ιατρική ή/και ψυχολογική εξέταση σύμφωνα με το εδάφιο (1), η Υπηρεσία Ασύλου ενημερώνει τους αιτητές ότι δικαιούνται με δική τους πρωτοβουλία και δικά τους έξοδα να μεριμνήσουν για την ιατρική ή/και ψυχολογική τους εξέταση όσον αφορά ενδείξεις που ενδεχομένως υποδηλώνουν διώξεις ή σοβαρές βλάβες που υπέστησαν κατά το παρελθόν.»
9 Κατά τον κανονισμό 7 των περί της Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης:
«Το [διοικητικό δικαστήριο διεθνούς προστασίας] δύναται να καθορίζει τη διαδικασία και να εκδίδει οδηγίες κατά περίπτωση αναφορικά με τη λήψη γραπτής ή προφορικής μαρτυρίας ή άλλων αποδεικτικών μέσων, συνεντεύξεων του αιτητή ασύλου ή δικαιούχου διεθνούς προστασίας και άλλων διαδικασιών σύμφωνα με τον Περί Προσφύγων Νόμο […] και τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (Ε.Υ.Υ.Α), όπως ήθελε κρίνει ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
10 Στις 4 Σεπτεμβρίου 2018, ο B. F., υπήκοος Λιβάνου, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στην Κύπρο.
11 Προς στήριξη της αιτήσεώς του υποστήριξε ιδίως ότι οι μυστικές και στρατιωτικές υπηρεσίες του Λιβάνου τον υπέβαλαν σε βασανιστήρια λόγω, μεταξύ άλλων, του πολιτικού ακτιβισμού του και της συμμετοχής του στο στρατιωτικό σκέλος ενός πολιτικού κόμματος του Λιβάνου, καθώς και ότι εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει απειλές και απόπειρες δολοφονίας, με συνέπεια να είναι πεπεισμένος ότι, σε περίπτωση επιστροφής στον Λίβανο, θα συλληφθεί στο αεροδρόμιο στην εν λόγω χώρα και θα του επιβληθεί ποινή φυλάκισης ή η θανατική ποινή.
12 Με απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2022, η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτησή του περί χορηγήσεως του καθεστώτος του πρόσφυγα, για τον λόγο ότι δεν υφίστατο βάσιμος φόβος διώξεως ή κίνδυνος σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής στον Λίβανο. Η εν λόγω υπηρεσία εκτίμησε ότι οι δηλώσεις στις οποίες είχε προβεί ο B. F. κατά τη διάρκεια πλειόνων συνεντεύξεων ήταν ανακόλουθες, αντιφατικές και ασαφείς.
13 Επιληφθέν προσφυγής ασκηθείσας από τον B. F. κατά της ως άνω αποφάσεως, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας (Κύπρος), ήτοι το αιτούν δικαστήριο, επισημαίνει ότι και το ίδιο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ισχυρισμοί του B. F. περί πολιτικής, θρησκευτικής και φυλετικής διώξεως που διατείνεται ότι υπέστη από τις μυστικές υπηρεσίες του Λιβάνου, μεταξύ άλλων, ως μέλος πολιτικού κόμματος του Λιβάνου στερούνταν συνοχής, λογικής αλληλουχίας και ευλογοφάνειας.
14 Εντούτοις, όπως μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο, κατά την εξατομικευμένη αξιολόγηση αιτήσεως διεθνούς προστασίας πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ευάλωτη θέση του αιτούντος, δεδομένου ότι δύναται να επηρεάσει, μεταξύ άλλων, τη συνοχή των δηλώσεων στις οποίες προβαίνει ο αιτών προς στήριξη της αιτήσεώς του διεθνούς προστασίας και, ως εκ τούτου, την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του.
15 Όπως, όμως, επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, η Υπηρεσία Ασύλου παρέλειψε να προβεί στη διενέργεια ιατρικών ή ψυχολογικών εξετάσεων του ενδιαφερομένου όσον αφορά ενδείξεις που να υποδηλώνουν διώξεις κατά το παρελθόν ή όσον αφορά συμπτώματα και ενδείξεις βασανιστηρίων ή άλλων σοβαρών πράξεων σωματικής ή ψυχολογικής βίας.
16 Ως εκ τούτου, ελλείψει ιατρικών εξετάσεων του ενδιαφερομένου, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι αδυνατεί να αξιολογήσει την αξιοπιστία του αιτούντος, μολονότι η συγκεκριμένη αξιολόγηση αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της πλήρους και ex nunc εξετάσεως της αιτήσεως διεθνούς προστασίας που πρέπει να διενεργήσει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο βάσει του άρθρου 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32.
17 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, όμως, ότι βάσει του εθνικού δικαίου δεν έχει την εξουσία να παραπέμψει τον αιτούντα σε τέτοιες ιατρικές εξετάσεις, στοιχείο που επιβεβαιώνεται από πρόσφατη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου, κατά την οποία η Υπηρεσία Ασύλου είναι αποκλειστικώς αρμόδια να παραπέμψει τον αιτούντα άσυλο σε ιατρικές εξετάσεις. Συνεπώς, το αιτούν δικαστήριο δύναται μόνον να υποβάλει ερωτήσεις στην εν λόγω αρχή όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους δεν διενεργήθηκαν τέτοιες εξετάσεις και, ενδεχομένως, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση εφόσον κρίνει ότι υπήρξε παράβαση του άρθρου 15 του περί Προσφύγων Νόμου.
18 Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν δύναται να αντλήσει από το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32 την εξουσία να διατάξει παραπομπή σε ιατρική εξέταση, δεδομένου ότι η εν λόγω διάταξη, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, του επιβάλλει την υποχρέωση να διενεργεί «πλήρη και ex nunc εξέταση» της αιτήσεως διεθνούς προστασίας.
19 Το αιτούν δικαστήριο ζητεί, ειδικότερα, να διευκρινισθεί αν, σε περίπτωση κατά την οποία εκτιμά ότι η διενέργεια ιατρικής εξετάσεως είναι αναγκαία για την αξιολόγηση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, μπορεί να γίνει δεκτό ότι, λαμβανομένου υπόψη του άμεσου αποτελέσματος του άρθρου 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, όπως έχει αναγνωρισθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου, διαθέτει την εξουσία να διατάξει το ίδιο τη διενέργεια τέτοιας εξετάσεως ή, τουλάχιστον, την εξουσία να διατάξει την αποφαινόμενη αρχή να προβεί σε ιατρική εξέταση και να του κοινοποιήσει τα αποτελέσματά της.
20 Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο, σε περίπτωση κατά την οποία γίνει δεκτό ότι τα μέσα που διαθέτει προκειμένου να προβεί στην εξέταση που προβλέπεται στο άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας επαφίενται στη δικονομική αυτονομία των κρατών μελών, ζητεί να διευκρινισθεί αν, όταν η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία δεν πληροί τις απαιτήσεις που θέτει η αρχή της αποτελεσματικότητας, δύναται να απαιτήσει από την αποφαινόμενη αρχή, ενεργοποιώντας τον μηχανισμό του άρθρου 18 της οδηγίας 2013/32, να προβεί στη διενέργεια ιατρικής εξετάσεως του ενδιαφερομένου και να κοινοποιήσει στο αιτούν δικαστήριο τα αποτέλεσμά της.
21 Τέλος, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, λαμβανομένης υπόψη της απαιτήσεως περί ταχείας εξετάσεως των αιτήσεων ασύλου, πληρούνται οι εγγυήσεις που προβλέπει το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32 και το άρθρο 47 του Χάρτη όταν, σε περίπτωση κατά την οποία ανακύψει ιατρικό ζήτημα κατά τη δικαστική εξέταση αιτήσεως ασύλου, το εθνικό δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να διατάξει τη διενέργεια ιατρικής εξετάσεως, μολονότι τη θεωρεί επιβεβλημένη, δύναται, όμως, να ακυρώσει απόφαση την οποία έλαβε η αποφαινόμενη αρχή και με την οποία απέρριψε αίτηση διεθνούς προστασίας, για τον λόγο ότι η συγκεκριμένη αρχή δεν παρέπεμψε τον αιτούντα διεθνή προστασία σε ιατρική εξέταση.
22 Υπό τις ως άνω συνθήκες, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Έχει το άρθρο 46, παράγραφοι 1 και 3, της Οδηγίας [2013/32] ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του Άρθρου 47 του Χάρτη, και σε συνάρτηση με την υποχρέωση εξατομικευμένης αξιολόγησης του άρθρου 4, παράγραφος 3, στοιχείο γ), και την υποχρέωση συνεργασίας του άρθρου 4, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ και την υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ την έννοια ότι, ελλείψει ρητής εθνικής διάταξης που να προβλέπει την αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου […], να παραπέμψει τον αιτούντα [άσυλο] σε ιατρικές εξετάσεις, το εν λόγω δικαστήριο δύναται να αντλήσει εξουσία έκδοσης διαταγής για παραπομπή σε ιατρικές εξετάσεις του αιτούντος απευθείας εκ του [εν λόγω] άρθρου [46], όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο για την πλήρη και ex nunc εξέταση [της] αίτησης διεθνούς προστασίας;
2) Έχει το άρθρο 46, παράγραφοι 1 και 3, της Οδηγίας [2013/32] ερμηνευόμενο υπό το Άρθρο 47 του Χάρτη, και σε συνάρτηση με την υποχρέωση εξατομικευμένης αξιολόγησης του άρθρου 4, παράγραφος 3, στοιχείο γ), και την υποχρέωση συνεργασίας του άρθρου 4, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ και την υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, την έννοια ότι, ελλείψει ρητής εθνικής διάταξης που να προβλέπει την αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου […] να παραπέμψει τον αιτούντα [άσυλο] σε ιατρικές εξετάσεις και κατ’ επέκταση ελλείψει ρητής κανονιστικής πρόνοιας περί μηχανισμού παραπομπής σε ιατρικές εξετάσεις διαθέσιμου στο εθνικό δικαστήριο, απευθείας εκ του άρθρου αυτού, το δικαστήριο έλκει αρμοδιότητα να απευθυνθεί στην αποφαίνουσα αρχή (η οποία είναι πάντοτε ένας εκ των διαδίκων στην ενώπιόν του διαδικασία), προκειμένου αυτή να ενεργοποιήσει κατ’ αναλογία το μηχανισμό του άρθρου 18 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, προσκομίζοντας στο εθνικό δικαστήριο ιατρική εξέταση του αιτούντος;
3) Έχει το άρθρο 46, παράγραφος 3, της Οδηγίας [2013/32] ερμηνευόμενο υπό το Άρθρο 47 του Χάρτη την έννοια ότι τα μέσα διενέργειας της πλήρους και ex nunc εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας επαφίονται στη δικονομική αυτονομία των κρατών μελών; Σε περίπτωση θετικής απάντησης, έχει το άρθρο 46, παράγραφοι 1 και 3, της Οδηγίας [2013/32] ερμηνευόμενο υπό το Άρθρο 47 του Χάρτη, και σε συνάρτηση με την υποχρέωση συνεργασίας του άρθρου 4, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ και την υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, την έννοια ότι, ελλείψει ρητής εθνικής διάταξης που να προβλέπει την αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου να παραπέμψει τον αιτούντα [άσυλο] σε ιατρικές εξετάσεις και κατ’ επέκταση ελλείψει ρητής κανονιστικής πρόνοιας περί μηχανισμού παραπομπής σε ιατρικές εξετάσεις διαθέσιμου στο εθνικό δικαστήριο, το δικαστήριο έλκει αρμοδιότητα να απευθυνθεί στην αποφαίνουσα αρχή (η οποία είναι πάντοτε ένας εκ των διαδίκων στην ενώπιόν του διαδικασία), προκειμένου αυτή να ενεργοποιήσει κατ’ αναλογία το μηχανισμό του άρθρου 18 της Οδηγίας [2013/32], προσκομίζοντας στο εθνικό δικαστήριο ιατρική εξέτασή του, όταν το τελευταίο κρίνει πως τα εθνικά μέτρα δεν πληρούν την αρχή της αποτελεσματικότητας;
4) Έχει το άρθρο 46, παράγραφος 3, της Οδηγίας [2013/32] σε συνάρτηση με τα Άρθρο 47 του Χάρτη την έννοια, στις περιπτώσεις όπου διαπιστωθεί έλλειψη κατάλληλων μηχανισμών προς πραγματοποίηση της εξατομικευμένης, πλήρους και ex nunc εξέτασης, όπως το άρθρο 46, παράγραφος 3, της Οδηγίας [2013/32] ορίζει, ότι πληρούνται οι εγγυήσεις των άρθρων αυτών όταν το εθνικό δικαστήριό διαθέτει αρμοδιότητα ακύρωσης της απορριπτικής απόφασης επί αιτήσεως διεθνούς προστασίας;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
23 Με τα τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη και του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, έχει την έννοια ότι, προκειμένου να πληρούται η κατά το εν λόγω άρθρο 46, παράγραφος 3, απαίτηση περί πλήρους και ex nunc εξετάσεως, το πρωτοβάθμιο εθνικό δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται προσφυγής κατά αποφάσεως της αποφαινόμενης αρχής περί απορρίψεως αιτήσεως διεθνούς προστασίας πρέπει να έχει την εξουσία να διατάξει την παραπομπή του αιτούντος διεθνή προστασία σε ιατρική εξέταση οσάκις εκτιμά ότι η διενέργεια τέτοιας εξετάσεως είναι αναγκαία ή σκόπιμη για την αξιολόγηση της συγκεκριμένης αιτήσεως, ή αν αρκεί το εν λόγω δικαστήριο να έχει εξουσία ακυρώσεως της ως άνω απορριπτικής αποφάσεως, για τον λόγο ότι η αποφαινόμενη αρχή δεν παρέπεμψε τον αιτούντα σε ιατρική εξέταση, και εξουσία αναπομπής της υποθέσεως στην αποφαινόμενη αρχή προκειμένου αυτή να διατάξει, εν συνεχεία, τη διενέργεια ιατρικής εξετάσεως στο πλαίσιο νέας διαδικασίας.
24 Σύμφωνα με τον τίτλο του, το άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32 αφορά το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής των αιτούντων διεθνή προστασία. Στην παράγραφο 1, το άρθρο 46 αναγνωρίζει στους αιτούντες αυτούς δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά των αποφάσεων που αφορούν την αίτησή τους. Με την παράγραφο 3 του άρθρου 46 καθορίζεται το περιεχόμενο του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής, διευκρινιζομένου ότι τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από την οδηγία 2013/32 μεριμνούν ώστε το δικαστήριο ενώπιον του οποίου προσβάλλεται η απόφαση επί της οικείας αιτήσεως διεθνούς προστασίας να διενεργεί «πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με την οδηγία [2011/95]».
25 Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της προσφυγής του άρθρου 46 της οδηγίας 2013/32 πρέπει να καθορίζονται τηρουμένου του άρθρου 47 του Χάρτη, το οποίο αποτελεί επιβεβαίωση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Το εν λόγω άρθρο του Χάρτη είναι αυτοτελές και δεν απαιτείται να εξειδικεύεται με διατάξεις του δικαίου της Ένωσης ή του εθνικού δικαίου προκειμένου να απονείμει στους ιδιώτες δικαίωμα δυνάμενο να προβληθεί αυτό καθεαυτό. Δεν είναι επομένως δυνατόν να μην ισχύει το ίδιο και ως προς το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη (απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2024, Ministerstvo vnitra České republiky, Odbor azylové a migrační politiky, C‑406/22, EU:C:2024:841, σκέψη 86 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
26 Υπό το ανωτέρω πρίσμα, όσον αφορά το περιεχόμενο του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής, όπως το δικαίωμα αυτό ορίζεται στο εν λόγω άρθρο 46, παράγραφος 3, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η μνημονευόμενη στη συγκεκριμένη διάταξη φράση «μεριμνούν ώστε η πραγματική προσφυγή να εξασφαλίζει πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων» έχει την έννοια ότι, βάσει της εν λόγω διατάξεως, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διαμορφώνουν το εθνικό δίκαιό τους κατά τρόπον ώστε η εξέταση των προσφυγών τις οποίες αφορά η διάταξη να περιλαμβάνει τον δικαστικό έλεγχο του συνόλου των πραγματικών και νομικών ζητημάτων τα οποία παρέχουν στον δικαστή τη δυνατότητα να προβεί σε εκτίμηση της υποθέσεως βάσει επικαιροποιημένων στοιχείων (απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2024, Ministerstvo vnitra České republiky, Odbor azylové a migrační politiky, C‑406/22, EU:C:2024:841, σκέψη 87 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
27 Συναφώς, ο όρος «ex nunc» αναδεικνύει την υποχρέωση του δικαστή, κατά την εκτίμηση που πραγματοποιεί, να λαμβάνει υπόψη τυχόν νέα στοιχεία τα οποία έχουν προκύψει μετά την έκδοση της προσβαλλομένης με την προσφυγή αποφάσεως. Ειδικότερα, μια τέτοια εκτίμηση καθιστά δυνατή την εξαντλητική εξέταση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, χωρίς να χρειάζεται να αναπεμφθεί ο φάκελος της υποθέσεως στην αποφαινόμενη αρχή. Κατά συνέπεια, η εξουσία του δικαστή να λαμβάνει υπόψη νέα στοιχεία επί των οποίων δεν αποφάνθηκε η αρχή αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο του σκοπού της οδηγίας 2013/32, ο οποίος συνίσταται ειδικότερα, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την αιτιολογική της σκέψη 18, στην εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας «το συντομότερο δυνατό, με την επιφύλαξη της διεξαγωγής κατάλληλης και πλήρους εξέτασης» (απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2024, Ministerstvo vnitra České republiky, Odbor azylové a migrační politiky, C‑406/22, EU:C:2024:841, σκέψεις 78 και 88 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
28 Εν συνεχεία, ο επιθετικός προσδιορισμός «πλήρης» που μνημονεύεται στο άρθρο 46, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας επιβεβαιώνει ότι ο δικαστής οφείλει να εξετάζει τόσο τα στοιχεία που έλαβε ή θα έπρεπε να έχει λάβει υπόψη η αποφαινόμενη αρχή όσο και τα στοιχεία που ανέκυψαν μετά την έκδοση της αποφάσεως της εν λόγω αρχής (απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2024, Ministerstvo vnitra České republiky, Odbor azylové a migrační politiky, C‑406/22, EU:C:2024:841, σκέψη 89 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
29 Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, πρώτον, ότι, κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, δεν έχει το ίδιο την εξουσία να παραπέμψει τον αιτούντα διεθνή προστασία σε ιατρική εξέταση ή να υποχρεώσει την αποφαινόμενη αρχή να παραπέμψει τον αιτούντα σε τέτοια εξέταση, ακόμη και αν εκτιμά ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ιατρική εξέταση είναι απαραίτητη για την εξέταση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, ενώ η Υπηρεσία Ασύλου, η οποία αποτελεί την «αποφαινόμενη αρχή», κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2013/32, έχει τέτοια εξουσία, σύμφωνα με το άρθρο 15 του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο αποσκοπεί στη μεταφορά του άρθρου 18 της εν λόγω οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη.
30 Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, βάσει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου, διαθέτει αντιθέτως την εξουσία να ακυρώσει απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου με την οποία απορρίπτεται η αίτηση υπαγωγής στο καθεστώς διεθνούς προστασίας εφόσον εκτιμά ότι, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της υπό κρίση υποθέσεως, η εν λόγω υπηρεσία έπρεπε να παραπέμψει τον αιτούντα διεθνή προστασία σε ιατρική εξέταση σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 15 και ότι η ακύρωση της απορριπτικής απόφασης παρέχει στην Υπηρεσία Ασύλου τη δυνατότητα να εκδώσει, εν συνεχεία, στο πλαίσιο νέας διοικητικής διαδικασίας, απόφαση με την οποία λαμβάνονται υπόψη τα αποτελέσματα ιατρικής εξετάσεως.
31 Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 25 έως 28 της παρούσας αποφάσεως, διαπιστώνεται, κατά πρώτον, ότι δεν πληροί την απαίτηση του άρθρου 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32 περί πλήρους και ex nunc εξετάσεως εθνική ρύθμιση μη επιτρέπουσα σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο να διατάξει, υπό την επιφύλαξη της συναινέσεως του αιτούντος, τη διενέργεια ιατρικής εξετάσεως, μολονότι το δικαστήριο αυτό εκτιμά ότι η εξέταση αυτή είναι αναγκαία ή σκόπιμη για την εκτίμηση του βασίμου της αιτήσεως διεθνούς προστασίας.
32 Πράγματι, προκύπτει ότι το να μην επιτρέπεται, υπό τέτοιες περιστάσεις, σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο να διατάσσει την παραπομπή του αιτούντος διεθνή προστασία σε ιατρική εξέταση αντιβαίνει στην υποχρέωση που επιβάλλεται στα κράτη μέλη, βάσει του άρθρου 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, να διαμορφώνουν το εθνικό δίκαιό τους κατά τρόπον ώστε η εκ μέρους του δικαστή εξέταση των προσφυγών τις οποίες αφορά η εν λόγω διάταξη να περιλαμβάνει τον δικαστικό έλεγχο του συνόλου των πραγματικών και νομικών ζητημάτων που παρέχουν στον δικαστή τη δυνατότητα να προβεί σε εκτίμηση της υποθέσεως βάσει επικαιροποιημένων στοιχείων, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 26 της παρούσας αποφάσεως.
33 Αν, όμως, το αρμόδιο δικαστήριο δεν έχει τη δυνατότητα να λάβει πληροφορίες για την κατάσταση υγείας του αιτούντος διεθνή προστασία προκειμένου να αξιολογηθεί η αίτησή του διεθνούς προστασίας, δεν είναι δυνατόν κατά τη συγκεκριμένη αξιολόγηση να ληφθεί υπόψη το σύνολο των πραγματικών στοιχείων τα οποία θα επέτρεπαν στο αρμόδιο δικαστήριο να προβεί σε εκτίμηση της υπό κρίση υποθέσεως βάσει επικαιροποιημένων στοιχείων. Μεταξύ άλλων, η ιατρική εξέταση του αιτούντος μπορεί να καταστήσει δυνατό να διακριβωθεί αν οι ενδείξεις ασθένειας τις οποίες εμφανίζει ο αιτών ενδέχεται να οφείλονται σε διώξεις ή σοβαρή βλάβη τις οποίες υπέστη κατά το παρελθόν, ιδίως στη χώρα καταγωγής του, και οι οποίες πρέπει, για τον λόγο αυτόν, να ληφθούν υπόψη προκειμένου να αξιολογηθούν οι πραγματικές ανάγκες διεθνούς προστασίας του αιτούντος [πρβλ. απόφαση της 29ης Ιουνίου 2023, International Protection Appeals Tribunal κ.λπ. (Επίθεση στο Πακιστάν), C‑756/21, EU:C:2023:523, σκέψη 61].
34 Κατά δεύτερον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι εθνική ρύθμιση η οποία απλώς προβλέπει ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να ακυρώσει την απόφαση της αποφαινόμενης αρχής με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας για τον λόγο ότι η συγκεκριμένη αρχή όφειλε να παραπέμψει τον αιτούντα σε ιατρική εξέταση δεν πληροί την απαίτηση περί πλήρους και ex nunc εξετάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, τούτο δε ακόμη και αν η συγκεκριμένη δυνατότητα επιτρέπει, κατά συνέπεια, εκ νέου εξέταση της αιτήσεως από την αρχή λαμβανομένων υπόψη των αποτελεσμάτων ιατρικής εξετάσεως του αιτούντος διεθνή προστασία.
35 Πράγματι, αρκεί η επισήμανση ότι μια τέτοια εθνική ρύθμιση, καθόσον συνεπάγεται ότι απόκειται στην ως άνω αρχή να εκδώσει νέα απόφαση λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα ιατρικής εξετάσεως, δεν εγγυάται την τήρηση της αρχής που διατυπώθηκε με τη νομολογία του Δικαστηρίου η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 27 της παρούσας αποφάσεως και κατά την οποία απόκειται στον ίδιο τον δικαστή να διασφαλίζει την εξαντλητική εξέταση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, χωρίς να απαιτείται αναπομπή του φακέλου της υποθέσεως στην αποφαινόμενη αρχή, και υπονομεύει τον σκοπό της ταχείας διεξαγωγής της διαδικασίας εξετάσεως των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, κατά την οδηγία 2013/32, τη σημασία του οποίου έχει επισημάνει το Δικαστήριο με την προμνημονευθείσα νομολογία.
36 Κατά τρίτον, επισημαίνεται ότι η μόνη διάταξη της οδηγίας 2013/32 με την οποία θεσπίζονται κανόνες σχετικοί με την ιατρική εξέταση είναι το άρθρο 18 της οδηγίας. Εντούτοις, όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του εν λόγω άρθρου 18 και, ειδικότερα, από την παράγραφο 1 αυτού, οι διατάξεις του έχουν εφαρμογή, αυτές καθεαυτές, στο πλαίσιο της εκ μέρους της αποφαινόμενης αρχής αξιολογήσεως αιτήσεως διεθνούς προστασίας και όχι στο πλαίσιο ένδικης προσφυγής κατά αποφάσεως ληφθείσας από τη συγκεκριμένη αρχή.
37 Όπως προκύπτει, όμως, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ελλείψει σχετικών κανόνων της Ένωσης, απόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους, βάσει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας, να θεσπίσει τους δικονομικούς κανόνες που αφορούν τέτοια εξέταση, υπό τον όρο, πάντως, ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί από τους διέποντες παρόμοιες καταστάσεις που υπόκεινται στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής που διαθέτει ο αιτών διεθνή προστασία κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32 (αρχή της αποτελεσματικότητας) [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020, Bevándorlási és Menekültügyi Hivatal (Tompa), C‑564/18, EU:C:2020:218, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
38 Όσον αφορά το τελευταίο αυτό ζήτημα, αφενός, πρέπει, εν πάση περιπτώσει, ο οικείος δικαστής να μπορεί να διατάξει την παραπομπή σε ιατρική εξέταση όταν υφίστανται συγκεκριμένες ενδείξεις για προβλήματα υγείας του αιτούντος διεθνή προστασία, τα οποία ενδέχεται να οφείλονται σε τραυματικό γεγονός που συνέβη, ιδίως, στη χώρα καταγωγής του, και εν γένει όταν, κατά την εκτίμηση του δικαστή, η διενέργεια τέτοιας εξετάσεως είναι αναγκαία ή σκόπιμη για την αξιολόγηση των πραγματικών αναγκών διεθνούς προστασίας του εν λόγω αιτούντος. Επιπλέον, οι όροι παραπομπής σε ιατρική εξέταση πρέπει να είναι σύμφωνοι με τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη, όπως είναι το δικαίωμα σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, τα οποία κατοχυρώνονται, αντιστοίχως, στο άρθρο 1 και στο άρθρο 7 του Χάρτη [πρβλ. αποφάσεις της 25ης Ιανουαρίου 2018, F, C‑473/16, EU:C:2018:36, σκέψη 35, και της 29ης Ιουνίου 2023, International Protection Appeals Tribunal κ.λπ. (Επίθεση στο Πακιστάν), C‑756/21, EU:C:2023:523, σκέψη 61].
39 Αφετέρου, πρέπει να διευκρινισθεί ότι δεν είναι απαραίτητο να έχει ο δικαστής που διέταξε την παραπομπή του οικείου αιτούντος σε ιατρική εξέταση τη δυνατότητα να απευθυνθεί ο ίδιος σε κατάλληλα εκπαιδευμένο επαγγελματία του τομέα της υγείας προκειμένου ο τελευταίος να διενεργήσει την εν λόγω εξέταση και να του διαβιβάσει τα αποτελέσματά της, δεδομένου ότι ο δικαστής μπορεί επίσης να υποχρεώσει την αποφαινόμενη αρχή να μεριμνήσει για την παραπομπή του αιτούντος διεθνή προστασία στην ιατρική εξέταση που διατάχθηκε και να του κοινοποιήσει τα αποτελέσματα της εξετάσεως το συντομότερο δυνατό. Πράγματι, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, ο δικαστής θα έχει τη δυνατότητα να λάβει τα στοιχεία που θεωρεί κρίσιμα ή αναγκαία για να προβεί σε επικαιροποιημένη εκτίμηση της συγκεκριμένης υποθέσεως, χωρίς να υπονομεύεται η επίτευξη του σκοπού της ταχείας εξετάσεως της υποθέσεως ο οποίος επιδιώκεται με την οδηγία 2013/32, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 27 της παρούσας αποφάσεως.
40 Κατά τέταρτον, μολονότι πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση δεν είναι σύμφωνη με την απαίτηση περί πλήρους και ex nunc εξετάσεως κατά το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, δεδομένου ότι δεν προβλέπει δυνατότητα του δικαστή να παραπέμψει σε ιατρική εξέταση τον αιτούντα διεθνή προστασία, υπενθυμίζεται ότι απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ερμηνεύσει την επίμαχη ρύθμιση, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο σύμφωνο με τη συγκεκριμένη απαίτηση (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Protect Natur-, Arten- und Landschaftsschutz Umweltorganisation, C‑664/15, EU:C:2017:987, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
41 Ωστόσο, σε περίπτωση κατά την οποία μια τέτοια σύμφωνη ερμηνεία αποδεικνύεται αδύνατη, το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι ο αρμόδιος δικαστής, προκειμένου να εφαρμόσει το δίκαιο της Ένωσης, οφείλει να μην εφαρμόσει τις εθνικές νομοθετικές διατάξεις που παρακωλύουν ενδεχομένως την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων δικαίου της Ένωσης οι οποίοι έχουν άμεσο αποτέλεσμα, όπως το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη (πρβλ. απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Torubarov, C‑556/17, EU:C:2019:626, σκέψη 73 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
42 Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άμεσο αποτέλεσμα το οποίο έχουν τόσο το άρθρο 47 του Χάρτη όσο και το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32 συνεπάγεται ότι, προκειμένου να διασφαλισθεί στον αιτούντα διεθνή προστασία αποτελεσματική δικαστική προστασία, κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 47 και σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που καθιερώνεται με το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, το αιτούν δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται η αίτηση διεθνούς προστασίας πρέπει να δύναται να διατάξει την παραπομπή του εν λόγω αιτούντος σε ιατρική εξέταση όταν η εξέταση αυτή κρίνεται επιβεβλημένη για την αξιολόγηση της αιτήσεως.
43 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη και του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, έχει την έννοια ότι, προκειμένου να πληρούται η απαίτηση του άρθρου 46, παράγραφος 3, περί πλήρους και ex nunc εξετάσεως, το πρωτοβάθμιο εθνικό δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται προσφυγής κατά αποφάσεως με την οποία η αποφαινόμενη αρχή απορρίπτει αίτηση διεθνούς προστασίας πρέπει να έχει την εξουσία να διατάξει την παραπομπή του αιτούντος διεθνή προστασία σε ιατρική εξέταση όταν εκτιμά ότι η διενέργεια τέτοιας εξετάσεως είναι αναγκαία ή σκόπιμη για την αξιολόγηση της συγκεκριμένης αιτήσεως.
Επί των δικαστικών εξόδων
44 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ,
έχει την έννοια ότι:
προκειμένου να πληρούται η απαίτηση του άρθρου 46, παράγραφος 3, περί πλήρους και ex nunc εξετάσεως, το πρωτοβάθμιο εθνικό δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται προσφυγής κατά αποφάσεως με την οποία η αποφαινόμενη αρχή απορρίπτει αίτηση διεθνούς προστασίας πρέπει να έχει την εξουσία να
διατάξει την παραπομπή του αιτούντος διεθνή προστασία σε ιατρική εξέταση όταν εκτιμά ότι η διενέργεια τέτοιας εξετάσεως είναι αναγκαία ή σκόπιμη για την αξιολόγηση της συγκεκριμένης αιτήσεως.
Arastey Sahún | Γρατσίας | Regan |
Passer | Smulders |
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 3 Απριλίου 2025.
Ο Γραμματέας | Η πρόεδρος του τμήματος |
A. Calot Escobar | M. L. Arastey Sahún |