Μπορεί τα τελευταία οκτώ χρόνια η Ελλάδα και η κοινωνία μας να δοκιμάζονται από μια άνευ προηγουμένου –σε ένταση και διάρκεια– οικονομική κρίση, ωστόσο αυτό που παραβλέπουμε και δεν πολυσυζητούμε είναι το εξίσου άνευ προηγουμένου ράλι ή «φούσκωμα», κατά πολλούς, που προηγήθηκε την περίοδο
2000-2008, τα χρόνια του ευρώ. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ έχει κατρακυλήσει από 21.845 ευρώ το 2008 σε 16.181 εκατ. ευρώ σήμερα (-25,9%), ωστόσο παραμένει σε υψηλότερα επίπεδα από το 2000. Το ΑΕΠ μπορεί να καταγράφει στο διάστημα 2008-2015 «βουτιά» (-27,2%), όμως την περίοδο 2000-2008 είχε προηγηθεί εκρηκτική αύξηση κατά 70,8%: παρά τη «βύθιση», το ΑΕΠ σήμερα παραμένει κατά 45 δισ. ευρώ υψηλότερο απ’ ό,τι το 2000.
Οι καταθέσεις των τραπεζών έχουν μειωθεί στην κρίση κατά 103 δισ. ευρώ, αλλά παραμένουν κατά 16 δισ. ευρώ υψηλότερες απ’ ό,τι το 2000. Στην πραγματικότητα είναι πολύ περισσότερες, καθώς περίπου 20 δισ. ευρώ παραμένουν στη χώρα σε θυρίδες και στρώματα, ενώ επιπλέον 50 δισ. ευρώ έχουν μετακινηθεί –τα τελευταία χρόνια– σε τράπεζες του εξωτερικού. Ανάλογη είναι και η εικόνα στην αγορά ακινήτων: πριν από την κατάρρευση (-40%) είχε προηγηθεί (1997-2007) αύξηση των τιμών κατά 170%, μία από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη!
Τα παραπάνω, ασφαλώς, δεν σημαίνουν ότι «και πάλι καλά είμαστε», ωστόσο η βαθιά ύφεση, 2008-2015, σε μεγάλο βαθμό δικαιολογείται από το απότομο άλμα που προηγήθηκε την περίοδο 2000-2008, άλμα που στηριζόταν σε πήλινα πόδια: στην υπερβολική αύξηση της κατανάλωσης –δημόσιας και ιδιωτικής– μέσω των άφθονων δανειακών κεφαλαίων που έφερε στη χώρα το ευρώ.
Την περίοδο 2000-2009, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 175 δισ. ευρώ και από τα 125 δισ. ευρώ (Δεκέμβριος 1999) βρέθηκε στα 299,7 δισ. ευρώ στο τέλος του 2009. Παράλληλα, ο δανεισμός επιχειρήσεων και νοικοκυριών από τις τράπεζες αυξήθηκε κατά 177 δισ. και από τα 48 δισ. ευρώ (ή 26,3% του ΑΕΠ το 1999) ανήλθε στα 225 δισ. ευρώ ή 94% του ΑΕΠ το 2008. Κράτος, πολίτες και επιχειρήσεις στα τέλη της δεκαετίας του 2000 είχαμε δανειστεί περισσότερα από 500 δισ. ευρώ, πάνω από δύο φορές το τότε ΑΕΠ της χώρας. Ετσι χρηματοδοτήθηκε η άνευ προηγουμένου στη νεότερη ιστορία της χώρας οικονομική «ανάπτυξη». Στα χαρτιά, η ελληνική οικονομία αναπτυσσόταν. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, δεν υπήρχε ανάπτυξη, υπήρχε μια συνεχής μεγέθυνση της οικονομίας, ένα «φούσκωμα» μεγεθών σε όλα τα επίπεδα. Ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση χρηματοδοτούσαν ένα ξέφρενο πάρτι. Το Δημόσιο δανειζόταν με όρους Γερμανίας, τινάζοντας την μπάνκα στον αέρα στη χρηματοδότηση πελατειακών σχέσεων. Χιλιάδες προσλήψεις δημοσίων υπαλλήλων, χιλιάδες πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, εκτόξευση αμοιβών. Οι δαπάνες για μισθούς, συντάξεις και κοινωνικές παροχές αυξήθηκαν κατά 90% την περίοδο 2001-2009. Στα χρόνια του πάρτι, ένας εργαζόμενος που συνταξιοδοτούνταν λάμβανε μεγαλύτερη σύνταξη από τον μισθό που είχε ως εργαζόμενος! Κατά μέσον όρο, το 2008, οι συντάξεις στην Ελλάδα αντιστοιχούσαν στο 110% των απολαβών που οι ίδιοι άνθρωποι είχαν ως εργαζόμενοι, έναντι 75% που ήταν στην Ε.Ε. Το έλλειμμα του ασφαλιστικού συστήματος, δηλαδή οι δαπάνες για συντάξεις και υγεία, ανήλθε το διάστημα 1994-2009 στα 89 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί στο 30% του συνολικού χρέους όπως διαμορφώθηκε στο τέλος του 2009.
Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι ενώ οι τιμές ακινήτων, οι καταθέσεις, οι αμοιβές κ.λπ. «ξεφουσκώνουν» βίαια, δεν συμβαίνει το ίδιο με τα δάνεια: το δημόσιο χρέος ξεπερνάει τα 300 δισ. ευρώ, ενώ τα δάνεια νοικοκυριών και επιχειρήσεων στις τράπεζες φτάνουν τα 200 δισ. ευρώ. Το ευρώ αναδεικνύεται σε άλλη μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία για τη χώρα, όπου η πρόσβαση σε φτηνό χρήμα, αντί να αξιοποιηθεί για τον εκμοντερνισμό της οικονομίας, της δημόσιας διοίκησης και την ενίσχυση των υποδομών, κατασπαταλήθηκε. Η κρίση μπορεί να ήταν αναπόφευκτη, ωστόσο την κατάρρευση που βιώνουμε θα μπορούσαμε να την αποφύγουμε αρκεί το πολιτικό προσωπικό να είχε συναινέσει στα αυτονόητα. Αντί γι’ αυτό, κυριάρχησαν ο λαϊκισμός, ο διχασμός, το κυνήγι μαγικών λύσεων και η αβεβαιότητα, που διέλυσαν την οικονομία.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Έντυπη