Ο Γερμανός φορολογούμενος θέλει να πάρει πίσω τα λεφτά που μας έχει δανείσει. Για την ακρίβεια, τα λεφτά που οι γερμανικές (και άλλες…) τράπεζες μας είχαν δανείσει, επειδή έβγαζαν τόσο υψηλά κέρδη από τα ελληνικά κρατικά ομόλογα ώστε απέφευγαν να δουν και να τιμολογήσουν σωστά τον κίνδυνο που εμπεριείχαν. Και όταν ξέσπασε η κρίση, οι κυβερνήσεις βοήθησαν τις τράπεζές τους να τα ξεφορτωθούν, φορτώνοντάς τα στους πολίτες τους. Αυτό έκανε και η Γερμανία.
Χωρίς αμφιβολία, η χώρα μας οφείλει (πλέον ουδείς το αμφισβητεί στα καθ’ ημάς…) να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της. Ευθύνη, ωστόσο, έχει αυτός που δανείζεται, αλλά έχει κι αυτός που δανείζει – αυτή είναι μία από αιώνες παραδεκτή αρχή. Και όταν έρχεται η στιγμή της αλήθειας και εξασθενεί το ρετουσάρισμα του αδιεξόδου (extend and pretend…), πάντα αναζητείται ένας αμοιβαία ανεκτός συμβιβασμός μεταξύ δανειστή και δανεισμένου για τους όρους και, το ακόμα πιο σημαντικό, για τον τρόπο της αποπληρωμής.
Η εμπειρία της ίδιας της Γερμανίας είναι διδακτική. Διότι επί αυτής έχουν δοκιμαστεί δύο διαφορετικά μοντέλα, ένα καταστροφικό για την ίδια και για τους πιστωτές της και ένα θετικό για όλους (Mervyn King, The End of Alchemy, 2016).
Το πρώτο: Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, η Γερμανία χρεώθηκε με 132 δισ. χρυσά μάρκα ως αποζημίωση στους συμμάχους. Δεν μπορούσε να το αντέξει. Εξοργισμένοι η Γαλλία και το Βέλγιο έφτασαν στο σημείο να εισβάλουν και να καταλάβουν το Ρουρ, Ιανουάριο 1923. Μπροστά στο διογκούμενο αδιέξοδο, το 1924 οι σύμμαχοι υποχρεώθηκαν να προχωρήσουν σε αναδιάρθρωση του γερμανικού χρέους (Dawes Plan). Πάλι, η εξυπηρέτησή του δεν ήταν βιώσιμη, οι δόσεις αποπληρώνονταν μόνο χάρη στα νέα δάνεια που χορηγούσαν οι ΗΠΑ. Ετσι, στη Συνδιάσκεψη των Παρισίων (Ιούνιος 1929) εγκρίθηκε νέο σχέδιο (Young Plan) με το οποίο «κουρεύτηκε» το χρέος κατά 10 δισ. μάρκα κι επεκτάθηκε ο χρόνος αποπληρωμής του κατά 60 χρόνια, έως το 1988. Πάλι η Γερμανία δεν μπορούσε να το εξυπηρετεί, παρά μόνο με τα νέα δάνεια από τις ΗΠΑ. Δανειζόταν για να αποπληρώνει το αρχικό δάνειο. Τον Μάιο 1931 ξέσπασε η κρίση, κατέρρευσε μια κορυφαία τράπεζα, η Creditanstalt, και το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα αποδιαρθρώθηκε. Τον Ιούνιο ανεστάλησαν οι γερμανικές πληρωμές. Και τον επόμενο χρόνο, το γερμανικό χρέος σβήστηκε οριστικά, στη Συνδιάσκεψη της Λωζάννης. Τελικά, η Γερμανία, από τα αρχικά 132 δισ., αφού χρεοκόπησε, κατέβαλε μόνο τα 21 δισ. χρυσά μάρκα. Περίπου, το 16% του αρχικού ποσού…
Το δεύτερο: Το πρόβλημα του χρέους επανήλθε στη Γερμανία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τελικά, το 1953, με τη Συμφωνία του Λονδίνου, αναδιαρθρώθηκε και επιμηκύνθηκε το χρέος της Δυτικής Γερμανίας ενώ ένα μέρος του γερμανικού χρέους ορίστηκε να αποπληρωθεί υπό τη ρήτρα ενοποίησης Δυτικής-Ανατολικής Γερμανίας.
Το σπουδαιότερο, βεβαίως, ήταν ο τρόπος με τον οποίο ορίστηκε να γίνεται η αποπληρωμή του χρέους: Η Συμφωνία του Λονδίνου περιείχε δύο σημαντικούς όρους που διασφάλιζαν ότι το χρέος θα είναι πράγματι εξυπηρετήσιμο:
(α) Οτι η Δυτική Γερμανία θα πλήρωνε τις δόσεις του δανείου της υπό τον όρο ότι θα πετύχαινε να ενισχύσει τις εξαγωγές της και, μάλιστα, ότι θα κατάφερνε να έχει εμπορικό πλεόνασμα.
(β) Οτι οι ετήσιες αποπληρωμές που θα έκανε θα είχαν πλαφόν. Δεν θα ξεπερνούσαν το 3% των εσόδων που θα αποκτούσε από τις εξαγωγές της.
Ετσι, ενισχύθηκε η εξωστρέφεια της γερμανικής οικονομίας και η Δυτική Γερμανία μπόρεσε να αποπληρώσει το χρέος της. Με την ενοποίηση των δύο Γερμανιών, το 1990, ενεργοποιήθηκε η ρήτρα και για το υπόλοιπο κομμάτι του χρέους. Στις 3 Οκτωβρίου 2010, η ενοποιημένη, πλέον, Γερμανία πλήρωσε την τελευταία δόση, 69,9 εκατ. μάρκα και εξόφλησε το δάνειό της στο σύνολό του.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μεταχείριση της Γερμανίας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν πολύ διαφορετική από εκείνην που της είχε επιφυλαχθεί μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, διότι τότε είχε αναδειχτεί μια μεγάλη ανταγωνιστική δύναμη, η Σοβιετική Ενωση. Πέραν τούτου, ωστόσο, η γερμανική εμπειρία περιέχει ένα μοντέλο που οδηγεί σε μακρόχρονη ταλαιπωρία όλων των μερών (κυρίως, βέβαια, του δανεισμένου…) και σε υποχρεωτική αθέτηση των υποχρεώσεών του και ένα δεύτερο, τελείως διαφορετικό, που αποδίδει καρπούς, οδηγεί σε εξυπηρέτηση του χρέους μιας υπερχρεωμένης χώρας.
Το δεύτερο μοντέλο είναι χρήσιμο στη σημερινή ευρωπαϊκή συγκυρία. Επιπλέον, διότι το πρόβλημα της υπερχρέωσης δεν είναι μόνο ελληνικό (σε τελευταία ανάλυση, το ελληνικό χρέος είναι τεράστιο για την Ελλάδα αλλά πολύ μικρό για τα ευρωπαϊκά και διεθνή δεδομένα…) αλλά πανευρωπαϊκό. Και θα ήταν χρήσιμο εάν ο κ. Σόιμπλε κάτι είχε διδαχτεί από την εμπειρία της πατρίδας του.
Χωρίς αμφιβολία, η χώρα μας οφείλει (πλέον ουδείς το αμφισβητεί στα καθ’ ημάς…) να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της. Ευθύνη, ωστόσο, έχει αυτός που δανείζεται, αλλά έχει κι αυτός που δανείζει – αυτή είναι μία από αιώνες παραδεκτή αρχή. Και όταν έρχεται η στιγμή της αλήθειας και εξασθενεί το ρετουσάρισμα του αδιεξόδου (extend and pretend…), πάντα αναζητείται ένας αμοιβαία ανεκτός συμβιβασμός μεταξύ δανειστή και δανεισμένου για τους όρους και, το ακόμα πιο σημαντικό, για τον τρόπο της αποπληρωμής.
Η εμπειρία της ίδιας της Γερμανίας είναι διδακτική. Διότι επί αυτής έχουν δοκιμαστεί δύο διαφορετικά μοντέλα, ένα καταστροφικό για την ίδια και για τους πιστωτές της και ένα θετικό για όλους (Mervyn King, The End of Alchemy, 2016).
Το πρώτο: Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, η Γερμανία χρεώθηκε με 132 δισ. χρυσά μάρκα ως αποζημίωση στους συμμάχους. Δεν μπορούσε να το αντέξει. Εξοργισμένοι η Γαλλία και το Βέλγιο έφτασαν στο σημείο να εισβάλουν και να καταλάβουν το Ρουρ, Ιανουάριο 1923. Μπροστά στο διογκούμενο αδιέξοδο, το 1924 οι σύμμαχοι υποχρεώθηκαν να προχωρήσουν σε αναδιάρθρωση του γερμανικού χρέους (Dawes Plan). Πάλι, η εξυπηρέτησή του δεν ήταν βιώσιμη, οι δόσεις αποπληρώνονταν μόνο χάρη στα νέα δάνεια που χορηγούσαν οι ΗΠΑ. Ετσι, στη Συνδιάσκεψη των Παρισίων (Ιούνιος 1929) εγκρίθηκε νέο σχέδιο (Young Plan) με το οποίο «κουρεύτηκε» το χρέος κατά 10 δισ. μάρκα κι επεκτάθηκε ο χρόνος αποπληρωμής του κατά 60 χρόνια, έως το 1988. Πάλι η Γερμανία δεν μπορούσε να το εξυπηρετεί, παρά μόνο με τα νέα δάνεια από τις ΗΠΑ. Δανειζόταν για να αποπληρώνει το αρχικό δάνειο. Τον Μάιο 1931 ξέσπασε η κρίση, κατέρρευσε μια κορυφαία τράπεζα, η Creditanstalt, και το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα αποδιαρθρώθηκε. Τον Ιούνιο ανεστάλησαν οι γερμανικές πληρωμές. Και τον επόμενο χρόνο, το γερμανικό χρέος σβήστηκε οριστικά, στη Συνδιάσκεψη της Λωζάννης. Τελικά, η Γερμανία, από τα αρχικά 132 δισ., αφού χρεοκόπησε, κατέβαλε μόνο τα 21 δισ. χρυσά μάρκα. Περίπου, το 16% του αρχικού ποσού…
Το δεύτερο: Το πρόβλημα του χρέους επανήλθε στη Γερμανία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τελικά, το 1953, με τη Συμφωνία του Λονδίνου, αναδιαρθρώθηκε και επιμηκύνθηκε το χρέος της Δυτικής Γερμανίας ενώ ένα μέρος του γερμανικού χρέους ορίστηκε να αποπληρωθεί υπό τη ρήτρα ενοποίησης Δυτικής-Ανατολικής Γερμανίας.
Το σπουδαιότερο, βεβαίως, ήταν ο τρόπος με τον οποίο ορίστηκε να γίνεται η αποπληρωμή του χρέους: Η Συμφωνία του Λονδίνου περιείχε δύο σημαντικούς όρους που διασφάλιζαν ότι το χρέος θα είναι πράγματι εξυπηρετήσιμο:
(α) Οτι η Δυτική Γερμανία θα πλήρωνε τις δόσεις του δανείου της υπό τον όρο ότι θα πετύχαινε να ενισχύσει τις εξαγωγές της και, μάλιστα, ότι θα κατάφερνε να έχει εμπορικό πλεόνασμα.
(β) Οτι οι ετήσιες αποπληρωμές που θα έκανε θα είχαν πλαφόν. Δεν θα ξεπερνούσαν το 3% των εσόδων που θα αποκτούσε από τις εξαγωγές της.
Ετσι, ενισχύθηκε η εξωστρέφεια της γερμανικής οικονομίας και η Δυτική Γερμανία μπόρεσε να αποπληρώσει το χρέος της. Με την ενοποίηση των δύο Γερμανιών, το 1990, ενεργοποιήθηκε η ρήτρα και για το υπόλοιπο κομμάτι του χρέους. Στις 3 Οκτωβρίου 2010, η ενοποιημένη, πλέον, Γερμανία πλήρωσε την τελευταία δόση, 69,9 εκατ. μάρκα και εξόφλησε το δάνειό της στο σύνολό του.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μεταχείριση της Γερμανίας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν πολύ διαφορετική από εκείνην που της είχε επιφυλαχθεί μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, διότι τότε είχε αναδειχτεί μια μεγάλη ανταγωνιστική δύναμη, η Σοβιετική Ενωση. Πέραν τούτου, ωστόσο, η γερμανική εμπειρία περιέχει ένα μοντέλο που οδηγεί σε μακρόχρονη ταλαιπωρία όλων των μερών (κυρίως, βέβαια, του δανεισμένου…) και σε υποχρεωτική αθέτηση των υποχρεώσεών του και ένα δεύτερο, τελείως διαφορετικό, που αποδίδει καρπούς, οδηγεί σε εξυπηρέτηση του χρέους μιας υπερχρεωμένης χώρας.
Το δεύτερο μοντέλο είναι χρήσιμο στη σημερινή ευρωπαϊκή συγκυρία. Επιπλέον, διότι το πρόβλημα της υπερχρέωσης δεν είναι μόνο ελληνικό (σε τελευταία ανάλυση, το ελληνικό χρέος είναι τεράστιο για την Ελλάδα αλλά πολύ μικρό για τα ευρωπαϊκά και διεθνή δεδομένα…) αλλά πανευρωπαϊκό. Και θα ήταν χρήσιμο εάν ο κ. Σόιμπλε κάτι είχε διδαχτεί από την εμπειρία της πατρίδας του.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ