Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ιδιωτική εταιρεία οικονομικών στατιστικών στοιχείων Creditreform, το 10% των πολιτών αντιμετωπίζει προβλήματα
υπερχρέωσης, ποσοστό που αντιστοιχεί σε νεότερες και μέσες ηλικίες. Συνολικά, 131.000 περισσότεροι Γερμανοί από το 2015 έχουν χρέη, με τον τελικό αριθμό να φθάνει φέτος τα 6,85 εκατ. Η μεγαλύτερη αύξηση, με 16,4%, παρατηρείται στους πολίτες άνω των 70 ετών, με τους ειδικούς να προειδοποιούν για ολοένα και περισσότερους ηλικιωμένους με προβλήματα χρέους. Η Ούτε Κλέμερ, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Ντούισμπουργκ–Εσεν, αποδίδει το γεγονός της αύξησης των χρεών στις ολοένα και χαμηλότερες καταβαλλόμενες συντάξεις και στην ταυτόχρονη αύξηση ενοικίων. Στον αντίποδα, το ποσοστό αποταμίευσης εξακολουθεί να είναι υψηλό, με τις καταθέσεις να υπερβαίνουν τα 2 τρισ. ευρώ, έχοντας παράλληλα αυξητική τάση. Ο Αντρέας Μάρτιν, προέδρος του Δ.Σ. του ομοσπονδιακού συνδέσμου γερμανικών συνεταιριστικών τραπεζών, δηλώνει στην Deutsche Welle ότι οι κλασικές τραπεζικές καταθέσεις συνεχίζουν να έχουν τη μεγαλύτερη σημασία.
Σύμφωνα με στοιχεία της Deutsche Bundesbank, το ποσοστό αποταμίευσης στη Γερμανία αυξήθηκε στο 9,7% το δεύτερο τρίμηνο του 2016 από το 9,6% που διαμορφώθηκε το πρώτο τρίμηνο του ίδιου έτους.
Οι Γερμανοί, που συνήθως αποταμιεύουν χρήματα για να αποφύγουν κινδύνους υπερχρέωσης, φαίνεται να στρέφονται και σε διαφορετικούς τρόπους αποταμίευσης. Σε αυτό συνετέλεσε κυρίως η χαμηλή πολιτική επιτοκίων που έχει υποδείξει η ΕΚΤ και η οποία αποσκοπεί στην αναθέρμανση του πληθωρισμού εντός της Ευρωζώνης. Μια τέτοια απόφαση έχει ζημιώσει τους κλασικούς καταθέτες, οι οποίοι φαίνεται να εγκαταλείπουν την ασφάλεια των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, επιλέγοντας την ασφάλεια των χρηματοκιβωτίων.
Παράλληλα, η αβεβαιότητα που προκαλεί η πολιτική των αρνητικών επιτοκίων αυξάνει τις επενδύσεις των γερμανικών νοικοκυριών σε ράβδους χρυσού και σε αποταμιευτικά προϊόντα που επενδύουν σε πολύτιμο μέταλλο.