Λονδίνου στο Παρίσι. Ο Μπενουά ντε Ζουβινί, επικεφαλής της ανώτατης εποπτικής αρχής των αγορών (ΑΜF) στη Γαλλία, δήλωσε στο βρετανικό δίκτυο BBC ότι «μεγάλες διεθνείς τράπεζες» έχουν ξεκινήσει τις απαραίτητες νομικές διαδικασίες για την ίδρυση θυγατρικών στο Παρίσι. Επισήμανε, επίσης, πως «πολλές άλλες εταιρείες» διερευνούν ανεπίσημα το ενδεχόμενο να μεταφερθούν στο Παρίσι μετά το Brexit.
Οι δηλώσεις του Γάλλου αξιωματούχου ενισχύουν την πεποίθηση πως τράπεζες και επενδυτικές εταιρείες του Σίτι επισπεύδουν τα σχέδια για τη μεταφορά των δραστηριοτήτων τους από το Λονδίνο. Ο κ. Ντε Ζουβινί επιβεβαίωσε, επίσης, πως οι αρμόδιες χρηματοοικονομικές αρχές και σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες είναι διατεθειμένες να υποδεχθούν παίκτες του Σίτι του Λονδίνου. Οχι μόνον το Παρίσι, αλλά η Φρανκφούρτη, το Δουβλίνο, το Λουξεμβούργο, το Αμστερνταμ, η Μαδρίτη, η Μπρατισλάβα, ακόμα και η Βαλέτα, η πρωτεύουσα της Μάλτας, επιδιώκουν ένα κομμάτι από την πίτα του Σίτι του Λονδίνου, το οποίο είναι το υπ’ αριθμόν 2 μεγαλύτερο χρηματοοικονομικό κέντρο στον κόσμο μετά τη Wall Street. Τα πλεονεκτήματα δεν περιορίζονται αποκλειστικά στον χρηματοοικονομικό κλάδο, αλλά επεκτείνονται στην αγορά ακινήτων, στην εστίαση, στην ψυχαγωγία και στην κατανάλωση αγαθών. Τα στελέχη τραπεζών και επενδυτικών εταιρειών παρέχουν αλλά και καταναλώνουν υπηρεσίες σε πολλούς τομείς της οικονομίας, ενισχύοντας τον τζίρο μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Ενόψει της αποχώρησης της Βρετανίας από την Ε.Ε. μετά το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου, τράπεζες και επενδυτικές εταιρείες του Σίτι θα χάσουν την πρόσβαση που απολάμβαναν όλα αυτά τα χρόνια στις αγορές κεφαλαίου της Ε.Ε. Η ταχύτητα με την οποία αντιδρούν αποδίδεται στην αοριστία και στη μυστικότητα των σχεδίων της κυβέρνησης Μέι για το Brexit. Εντείνεται, κατά συνέπεια, η πολιτική αβεβαιότητα για τις συνθήκες εξόδου της Βρετανίας από την Ε.Ε. Παράλληλα, οι Βρυξέλλες και το Βερολίνο σκληραίνουν τη στάση τους. Οι τελευταίοι υπενθυμίζουν πως αν η Βρετανία επιθυμεί να διατηρήσει την ελεύθερη πρόσβαση που είχε στις ευρωπαϊκές αγορές κεφαλαίου, θα αποδεχθεί και την ελεύθερη κίνηση των εργαζομένων, που αποτελεί «κόκκινη γραμμή» για τους Βρετανούς. Οπότε δεν είναι γνωστό αν θα υπάρξει «σκληρό» Brexit, δηλαδή απότομη διακοπή των σχέσεων Βρετανίας – Ε.Ε. ή χάραξη πιο χαλαρών σχέσεων στο πρότυπο της Ελβετίας και της Νορβηγίας.
Σε αυτό το σκηνικό οι ξένες, και ειδικότερα οι αμερικανικές, τράπεζες διερευνούν εναλλακτικά σενάρια. Αρχίζουν να υλοποιούν τις προειδοποιήσεις τους για άμεση μεταφορά των δραστηριοτήτων σε άλλες πρωτεύουσες των κρατών-μελών της Ε.Ε., ώστε να μη βρεθούν εκτεθειμένες. Ο κ. Ντε Ζουβινί προειδοποίησε ότι έτσι δημιουργείται ανταγωνισμός για την προσέλκυση τραπεζών. «Ο κίνδυνος σε αυτόν τον αγώνα είναι πως ένα χαλαρό θεσμικό πλαίσιο μπορεί να αντικατασταθεί από ακόμα πιο χαλαρούς κανόνες», σχολίασε ο επικεφαλής της AMF στο BBC. «Αυτή η επιείκεια μπορεί να οδηγήσει σε νέα χρηματοπιστωτική κρίση», τόνισε ο κ. Ντε Ζουβινί, παροτρύνοντας την Ευρώπη να μην αποκλίνει από τους υφιστάμενους κανόνες. «Δεν πιστεύω πως ένα πολύ χαλαρό πλαίσιο θα ήταν επιλογή της Βρετανίας, αλλά ποιος ξέρει».
Στην περίπτωση που επιβεβαιωθεί η εκτίμηση του κ. Ντε Ζουβινί, τότε οι ξένες τράπεζες θα ετοιμαστούν για το τελικό στάδιο της μεταφοράς των δραστηριοτήτων τους στο Παρίσι και σε άλλες πόλεις της Ευρώπης.
Ενα «σκληρό» Brexit, εν τω μεταξύ, θα προκαλέσει στο Σίτι του Λονδίνου αλλά και στον ευρύτερο χρηματοπιστωτικό κλάδο της Βρετανίας απώλεια εσόδων 40 δισ. στερλινών ή 45,5 δισ. ευρώ τον χρόνο, υποβαθμίζοντας ένα ζωτικό «κομμάτι» της οικονομίας, σύμφωνα με έκθεση που ανέλαβε να εκπονήσει ο Ολιβερ Γουίχαμ για λογαριασμό του λόμπι TheCityUK. Το Σίτι του Λονδίνου απασχολεί σήμερα 1,1 εκατ. άτομα και εξασφαλίζει φορολογικά έσοδα 60-65 δισ. στερλινών κάθε χρόνο στο βρετανικό δημόσιο. Ενα «σκληρό» Brexit θα οδηγήσει σε 70.000 απολύσεις και μείωση φορολογικών εσόδων 10 δισ. στερλινών για το βρετανικό δημόσιο από τον ευρύτερο χρηματοπιστωτικό κλάδο.
Έντυπη