Με την υπ’ αριθμ. 771/Φ 4195/11-102016 απόφασή του το Ειρηνοδικείο Αθηνών έρχεται να ταράξει τα νερά στον ν. 3869/2010, γνωστό και ως «νόμο Κατσέλη» για τα υπερχρεωμένα ελληνικά νοικοκυριά, καθώς
έκρινε αντισυνταγματική τη διάταξη του ν. 4336/2015, με την οποία είναι δυνατή η διαγραφή ΚΑΙ ασφαλιστικών εισφορών.
Συγκεκριμένα, με τη νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015 με την οποία εντάχθηκαν στον Ν. 3869/2010 και οι ασφαλιστικές εισφορές προς τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης, παρέχεται η δυνατότητα σε μία κατηγορία ασφαλισμένων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης και ειδικότερα σε εκείνους των οποίων οι ασφαλιστικές οφειλές συντρέχουν με οφειλές προς ιδιώτες πιστωτές να ζητήσουν και να επιτύχουν ακόμη και την πλήρη διαγραφή τους.
Ωστόσο, το Ειρηνοδικείο Αθηνών με αυτή του την απόφαση έκρινε αντισυνταγματική την ανωτέρω διάταξη, με το σκεπτικό ότι «η μέριμνα για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων στην Ελλάδα εκδηλώνεται στο άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει σχετικά ότι “το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει”. Η εγγύηση αυτή διασφαλίζει τον θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης παρεμποδίζοντας την αλλοίωση του οργανωτικού πυρήνα του και συνεπώς ο κοινός νομοθέτης οφείλει να παραμείνει σύμφωνος με τις Βασικές αρχές, οι οποίες είναι σύμφυτες με την οργάνωση της κοινωνικής ασφάλισης και προσδίδουν τη διαχρονική ταυτότητα του θεσμού αυτού. Η πολιτειακή εγγύηση του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης διασφαλίζεται με τη λειτουργία Βιώσιμων ασφαλιστικών οργανισμών, που στηρίζονται σε υγιείς οικονομικές βάσεις, και υποχρεώνει το βιώσιμο του ασφαλιστικού κεφαλαίου και την προαγωγή της ίδιας της κοινωνικής ασφάλισης».
Με λίγα λόγια, ο ειρηνοδίκης έκρινε ότι η κοινωνική ασφάλιση προστατεύεται από το Σύνταγμα ως κοινωνικό αγαθό και άρα θα πρέπει να προστατεύεται εξίσου και η βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών προκειμένου αυτή να προάγεται προς όφελος των πολιτών.
Συνέχισε σημειώνοντας ότι «με το σοβαρό πλήγμα που προκάλεσε η μείωση κατά 18,7 δισ. ευρώ της ονομαστικής αξίας των ομολόγων στα οποία είχαν επενδύσει τα ασφαλιστικά ταμεία η οποία και ολοκληρώθηκε με τη 2η φάση του PSI με περαιτέρω μείωση η οποία ανήλθε στο ποσό των 1,2 δισ. ευρώ, τα αποθεματικά των Ο.Κ.Α. έχουν περιοριστεί σημαντικά, ενώ στην μείωση των εσόδων και στην αύξηση των ελλειμμάτων τους που σημειώθηκε κατά τα τελευταία έτη λόγω της αύξησης των δεικτών ανεργίας, της αδήλωτης εργασίας κ.λπ. έρχεται να προστεθεί η ανωτέρω διάταξη του άρθρ. 1 παρ. 2 εδ.β περ. γ’ του Ν. 3869/2010 η εφαρμογή της οποίας σημαίνει ότι θα επέλθουν νέα σημαντικά ελλείμματα που θα οδηγήσουν σε περαιτέρω συρρίκνωση τα αποθεματικά τους. Συνακόλουθα, με την ένταξη των ασφαλιστικών οφειλών προς τους Ο.Κ.Α. στο άρθρ. 1 παρ. 2 εδ.β Ν. 3869/2010 παραβιάζεται ευθέως η πολιτειακή εγγύηση που κατοχυρώνεται στο άρθρ. 22 παρ. 5 του Συντάγματος και αφορά τον θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης η οποία διασφαλίζεται με τη λειτουργία βιώσιμων ασφαλιστικών οργανισμών και υποχρεώνει το νομοθέτη να προβαίνει σε ειδικές ρυθμίσεις με γνώμονα πάντοτε την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και την προαγωγή της ίδιας της κοινωνικής ασφάλισης. Για τους παραπάνω λόγους η διάταξη αυτή είναι ανίσχυρη επειδή κρίνεται ως αντισυνταγματική από το παρόν Δικαστήριο χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παραβιάζεται έτσι η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, την οποία θεσπίζουν τα άρθρα του Συντάγματος. Σημειωτέον δε ότι όσον αφορά τα χρέη προς τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης προηγήθηκε της μεταρρύθμισης του Ν. 3869/2010 με τον Ν. 4336/2010 ειδικός νόμος γενναίας περικοπής (άρθρ. 10 Ν. 4374/2016) με τον οποίο δόθηκε η δυνατότητα στα αναφερόμενα σε αυτόν πρόσωπα να προβούν σε ρυθμίσεις για την ελάφρυνση του χρέους τους προς τους φορείς αυτούς».
Οι δύο απόψεις
Υπέρμαχοι αυτής της νομικής τάσης, όπως εκδηλώθηκε με την ανωτέρω δικαστική απόφαση, τονίζουν ότι οι οφειλές στο Δημόσιο δεν μπορούν να κουρεύονται διότι το δημόσιο χρήμα εξυπηρετεί δημόσιους σκοπούς και το Κράτος δεν έχει την εξουσία να το κουρεύει, καθότι με το κούρεμα αυτό μειώνεται η δυνατότητά του να εξυπηρετήσει τους δημόσιους αυτούς σκοπούς. Ο νόμος Κατσέλη αφορά ιδιωτικές οφειλές, στις οποίες μπορεί να υπάρξει δυνατότητα διακανονισμού, εν αντιθέσει με τις δημόσιες οφειλές που αφορούν δημόσιο χρήμα. Το ασφαλιστικό σύστημα προβλέπει συγκεκριμένη χρηματοδότηση, το ύψος της οποίας ελέγχεται συνταγματικά. Άπαξ και κριθεί νόμιμη και συνταγματική και δεν πληρωθεί, γίνει δηλαδή οφειλή, τότε η επιφύλαξη υπέρ του νόμου στο Σύνταγμα δεν σημαίνει ότι ο νομοθέτης έχει την εξουσία να την περιορίσει, πολλώ δε μάλλον ένας Δικαστής να κρίνει ποιο θα είναι το ύψος μιας δημόσιας οφειλής. «Το ασφαλιστικό κεφάλαιο αποτελεί δημόσιο χρήμα με σκοπό την εξασφάλιση της πληρωμής των συντάξεων σύμφωνα με το Σύνταγμα. Η πρόβλεψη του νομοθέτη για κούρεμα του κεφαλαίου αυτού θέτει υπό διακινδύνευση το ασφαλιστικό κεφάλαιο, άρα και τον συνταγματικό σκοπό της πληρωμής των συντάξεων, άρα αντιβαίνει στο Σύνταγμα», καταλήγουν.
Στον αντίποδα των επιχειρημάτων βρίσκονται οι υπέρμαχοι της ένταξης των ασφαλιστικών εισφορών στην πρόνοια «κουρέματος», οι οποίοι μάλιστα εκφράζουν τον φόβο ότι η εν λόγω απόφαση θα αποτελέσει προπομπό να εξαιρεθούν εν συνεχεία νομολογιακά από τον νόμο Κατσέλη και οι οφειλές στην εφορία, και υποστηρίζουν ότι ορθά εντάσσονται στον νόμο οι οφειλές στο Δημόσιο, αφού αποδειχθεί αδυναμία καταβολής τους, και εφόσον το ίδιο το Σύνταγμα προβλέπει στο άρθρο 4 ότι οι πολίτες συμβάλλουν ανάλογα με τις δυνατότητές τους.
Και στη μέση, χιλιάδες δανειολήπτες σε θέση αναμονής…
Η Άποψη