άρχισε σταδιακά να υποχωρεί εξαιτίας της διεθνούς χρηματοοικονομικής αναταραχής, αλλά και ακολούθως κατά την πρώτη περίοδο εφαρμογής των σταθεροποιητικών προγραμμάτων, οι τιμές επέδειξαν εξαιρετική αντοχή στη σημαντική πτώση της ζήτησης και του μισθολογικού κόστους. Η ανοδική τάση αντιστράφηκε από τον Μάρτιο του 2013 και οι ετήσιες μεταβολές του εθνικού αλλά και του εναρμονισμένου δείκτη βρίσκονται σταθερά στην αρνητική περιοχή και υπολείπονται σημαντικά από τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς μέσους όρους. Σε έντονη πτωτική τροχιά και για μεγάλο χρονικό διάστημα βρίσκεται επίσης και ο πυρήνας του πληθωρισμού καθώς και ο δείκτης τιμών με σταθερούς φόρους που καταρτίζει η ΕΛΣΤΑΤ για τον εναρμονισμένο δείκτη. Επιπλέον, ένα σύνολο ευρυτέρων δεικτών τιμών, που βασίζονται σε εθνικολογιστικά στοιχεία, υποχωρούν σταθερά από το τέλος του 2012, ενώ οι πληθωριστικές προσδοκίες όπως καταγράφονται από τις έρευνες συγκυρίας του ΙΟΒΕ εμφανίζονται αποσταθεροποιημένες και αντιπληθωριστικές. Τα εμπειρικά δεδομένα που αναφέρθηκαν καταδεικνύουν ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε έντονη αποπληθωριστική τάση. Υπάρχει παρατεταμένη υποχώρηση του γενικού επιπέδου των τιμών και παράλληλη ενσωμάτωση της πτώσης στις πληθωριστικές προσδοκίες του κοινού.
Χωρίς να παραγνωρίζονται οι εξωγενείς αποπληθωριστικές επιδράσεις από το διεθνές περιβάλλον χαμηλού πληθωρισμού, αλλά και η ευεργετική επίδραση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που ευνοούν την καλύτερη λειτουργία των αγορών και την υγιή πτώση των τιμών, ο ελληνικός αποπληθωρισμός είναι ανεπιθύμητος διότι η βασική γενεσιουργός αιτία του είναι η ανεπάρκεια της ζήτησης και της ρευστότητας.
Ο αποπληθωρισμός αποτελεί επικίνδυνη εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας διότι υπονομεύει τη διατηρησιμότητα και απομόχλευση του ιδιωτικού και δημοσίου χρέους και δημιουργεί αρνητική δυναμική στην πραγματική οικονομία μέσω της αύξησης των πραγματικών επιτοκίων που προκαλεί.
Το πρόβλημα όμως δεν σταματά εδώ. Η ελληνική οικονομία για την αποκατάσταση των ονομαστικών ανισορροπιών (τρεχουσών συναλλαγών και δημοσιονομικών) απώλεσε το 25% του μεγέθους της. Οι απώλειες ήταν μεγάλες και σε προϊόν και σε απασχόληση, διότι οι εξαγωγές δεν μπόρεσαν να υποκαταστήσουν την αναγκαία για την ονομαστική εξισορρόπηση πτώση της εγχώριας ζήτησης. Οι λόγοι βέβαια της αδυναμίας είναι πολλοί, ο κύριος όμως ήταν ότι οι ελληνικές εξαγωγές είναι ανεπαρκείς σε σχέση με το ΑΕΠ και υπερσυγκεντρωμένες σε λίγα προϊόντα, κυρίως σε υπηρεσίες. Αποτέλεσμα των εξελίξεων αυτών ήταν η συνολική ζήτηση της οικονομίας (το άθροισμα της εγχώριας ζήτησης και των εξαγωγών) να περιοριστεί σημαντικά. Η ανεπάρκεια της ζήτησης επέφερε πτώση των τιμών, η οποία ενισχύθηκε περαιτέρω από την πολιτική ανάκτησης της ανταγωνιστικότητας με βάση το κόστος εργασίας, που όμως τελικά είχε περιορισμένο θετικό αντίκτυπο στις εξαγωγές.
Η εφαρμοζόμενη πολιτική περιορίζει τη ζήτηση μέσω περικοπών, φορολόγησης και αναγκαστικής απομόχλευσης του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. Οι εξαγωγές δεν βοηθούν, δεν υποκαθιστούν την πτώση της ζήτησης, οι τιμές πέφτουν μαζί με τη ζήτηση με αποτέλεσμα να δυσκολεύουν την αποπληρωμή των δανείων, ενώ παράλληλα ενισχύουν τις αντιπληθωριστικές προσδοκίες που οδηγούν σε άνοδο των πραγματικών επιτοκίων και κατ’ επέκταση σε περαιτέρω περιορισμό της ζήτησης.
Τα εθνικολογιστικά στοιχεία αποτυπώνουν τις εξελίξεις. Από το τέταρτο τρίμηνο του 2012 έως το δεύτερο τρίμηνο 2016 η τελική ζήτηση έχει υποχωρήσει πάνω από 3% και ο αντίστοιχος αποπληθωριστής περίπου κατά 8%. Τιμές και ποσότητες υποχωρούν μαζί σταθερά, με εξαίρεση την περίοδο από τις αρχές του 2014 έως τις αρχές του 2015 όπου η ζήτηση ανακάμπτει ελαφρά. Το φαινόμενο της παράλληλης πτώσης τιμών και ποσοτήτων επιτείνεται από τα μέσα του 2015. Ο βασικός νόμος της ζήτησης που θέλει τις ζητούμενες ποσότητες να συνδέονται αρνητικά με τις τιμές έχει αντιστραφεί τουλάχιστον σε ορισμένες περιοχές της. Η αντιστροφή των βασικών νόμων της οικονομίας έχει σοβαρές συνέπειες για την ασκούμενη οικονομική πολιτική, η οποία έχει πλέον επιδράσεις εντελώς διαφορετικές από αυτές που αναμένονται υπό κανονικές συνθήκες. Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που στοχεύουν στην ενίσχυση της προσφοράς και της ευκαμψίας της οικονομίας κανονικά επιδρούν ευεργετικά στο προϊόν και στην απασχόληση. Οταν όμως η ζήτηση είναι αντεστραμμένη, τότε η θετική επίδραση των πολιτικών ενίσχυσης της προσφοράς περιορίζεται και μπορεί να γίνει και αρνητική, ενισχύοντας την πτώση της οικονομίας σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα ισορροπίας. Αυτό συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα. Ζήτηση και προσφορά ωθούν την οικονομία σε χαμηλότερα επίπεδα και δεν υπάρχει στο σύστημα κανένας ενδογενής μηχανισμός ανάσχεσης.
Είναι επείγουσα ανάγκη να αλλάξει η λογική του σχεδιασμού της οικονομικής πολιτικής και να στραφεί στην τόνωση της ονομαστικής ζήτησης αντί για τον συστηματικό περιορισμό που επιχειρείται τώρα. Ο ανεπιθύμητος αποπληθωρισμός πρέπει να καταπολεμηθεί. Προϋπόθεση για διατηρήσιμη ανάπτυξη είναι η σταθερότητα των τιμών, με την έννοια ενός χαμηλού και σταθερού ρυθμού πληθωρισμού σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Σε αυτή την κατεύθυνση μπορεί να βοηθήσει ένας συνδυασμός δημοσιονομικής και εισοδηματικής πολιτικής. Τότε και οι απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα γίνουν πάλι επωφελείς.