Οι άνεργοι της πρωτεύουσας σε αναβρασμό
Η κρίση του 1931 σημείωσε κοινωνικές αναταράξεις στην Παλιά Αθήνα μας, που ξεκίνησαν με το σύνθημα «Γυναίκες αφήστε τις δουλειές για τους άνδρες και
γυρίστε στην κουζίνα σας». Η μπόρα πήρε σύντομα και τους ξένους που ζούσαν στην πόλη. Αντιγράφω έτσι από τα «Αθηναϊκά Νέα» το ρεπορτάζ του νεαρού τότε Δημήτρη Ψαθά.
«Το ζήτημα των ξένων… τι περίεργον ζήτημα αλήθεια… Ο Τουρισμός έβαλε τον δείκτην είς τον κρόταφον και σκέπτεται νυχθημερόν: Πώς θα μπορέσουμε να προσελκύσουμε περισσοτέρους ξένους; Το υπουργείον της Εθνικής Οικονομίας αντιθέτως εσούφρωσε τα φρύδια: Σαν πολλοί ξένοι έρχονται στην Ελλάδα. Ο πρώτος κατέστρωσε το πρόγραμμα:
-Θα φέρωμε αν είνε δυνατόν όλη την Ευρώπην και την Αμερικήν εις την Ελλάδα!
Το τελευταίον επήρε την απόφασιν:
-Δεν θα μπή του λοιπού, αν είνε δυνατόν, ούτε μισός ξένος στην χώραν!…
Τι συμβαίνει λοιπόν; Ποιοι είνε αυτοί οι περίφημοι «ξένοι» μπροστά εις τους οποίους βγάζουμε το καπέλλο και οι άλλοι που μας τρέπουν εις φυγήν;
Τα πράγματα είνε απλά. Ο εικοστός αιών που έχει βιομηχανοποιήσει τα πάντα δεν ήταν δυνατόν να αφήση ανεκμετάλλευτη μια τόσον πλουτοφόρον πηγήν, όπως είνε οι ξένοι που έρχονται με το πορτοφόλι γεμάτο διά να θαυμάσουν τα «αξιοθέατα». Κάθε χώρα αποβλέπει εις την αύξησιν των προσόδων της, κι’ ενισχύει καθημερινώς όλα τα είδη της βιομηχανίας της και τα περιφρουρεί τας περισσοτέρας φοράς με τα τείχη του προστατευτικού δασμολογίου.
Εις τα τείχη όμως αυτά είνε διάπλατα ανοιχτή πάντα μια μεγάλη πόρτα για τους πλουσίους ξένους και εις την πόρτα των ένας πρόθυμος λακές –ο Τουρισμός- που υποκλίνεται: Περάστε κύριοι… Εφ’ όσον δεν πρόκειται να μας πάρετε τίποτε, αλλά να μας αφήσετε, είσθε ευπρόσδεκτοι.
Ως συμβαίνει όμως εις κάθε περίστασιν, της ευκαιρίας επωφελούνται και οι άλλοι. Οι ερχόμενοι με το πορτοφόλιον ισχνόν ή εντελώς κενόν με σκοπόν να το γεμίσουν από την χώραν που τους φιλοξενεί. Αυτοί είνε οι ξένοι εις τους οποίους ατυχώς δεν θα ημπορούμε του λοιπού να δείχνωμεν την ίδιαν ευγένειαν. Διότι το κακόν επαράγινε. Είνε πολύ περισσότεροι από τους πρώτους και εδιάλεγαν πάντα την Ελλάδα ως ιδεώδη τόπον διαμονής.
Ένα ωραίον πρωΐ αφού έβλεπαν ολόγυρα συνεφιασμένους όλους τους ορίζοντας, έπαιρναν απόφασιν και τραβούσαν τα βήματά των προς την χώραν μας:
-Ά μα εδώ είνε γλυκύς ο ουρανός, το κλίμα θαυμάσιον και αι παραδόσεις φιλοξενίας ευνοϊκώταται. Αλλόν-ζύ! Να δούμε τι θα γίνη…
Είχαμε καταντήσει, και δεν επάψαμε φυσικά ακόμα να είμαστε, ο παράδεισος των ξένων. Εκείνο που οι ευκλεείς πρόγονοί μας ονόμαζαν φιλοξενίαν διεσώσαμεν ακραίον και το διευθετήσαμεν μάλιστα με αρκετήν δόσιν ξιπασιάς. Όταν εζητούσαμε ένα μηχανικόν ή ένα σωφέρ, ή ένα οποιονδήποτε τεχνίτην και παρήλαυνον δεκαπέντε από το γραφείο μας, εσταματούσαμε με έκστασιν μπροστά εις τον δέκατον έκτον αν συνέβαινε να λέγεται Φρανσουά και όχι Γιάννης.
-Εδιάλεξα ένα φραντζέζο φίλε μου! Ένα γνήσιο φραντζέζο! Μου ζήτησε τα διπλά… αλλά τι το θέλεις. Είνε φραντζέζος και ξέρει τη δουλειά του. Και ευγενέστατος!
Αν συνέβαινε να μας τύχη κανένας Γερμανός τότε ολόκληρα τα προτερήματα της φυλής και όλη η ιστορία του έθνους του επλαισίωνε ως φωτοστέφανος την κεφαλήν του.
-Γερμαναράς φίλε μου! Έχεις ιδέα από Γερμανό; Μυαλό τετραγωνικό… σκύλος στη δουλειά του! Όχι σαν τους δικούς μας τους τεμπέληδες…
Και ενώ ο Γερμανός, ο Γάλλος, ο Ισπανός, ο Βέλγος, ο Ολλανδός, ο Πολωνός, ο Τσεχοσλοβάκος, εύρισκαν με το πρώτο δουλειά και επληρώνοντο πάντα ηγεμονικώς, ο Έλλην επερίμενε σειράν και καθόταν επί μήνας με τα χέρια σταυρωμένα. Η περισσότερες επιχειρήσεις είχαν ανοίξει πρωτίστως την αγκαλιά εις τους ξένους. Κ’ έτσι οι τελευταίοι αυτοί ευρίσκοντας το κλίμα ευνοϊκώτατον για την υγείαν των, εστογγυλοκάθοντο, εγκαθίσταντο οριστικώς κάτω από την σκιάν του Παρθενώνος και εξεδήλωναν αμέριστον τον θαυμασμόν των «προς τας επιτελουμένας προόδους της Ελλάδος», αφ’ ενός, και το αρχαίον κάλλος αφ’ ετέρου.
Μουσικοί λόγου χάριν, εις τα περισσότερα κέντρα προσλαμβάνοντο πάντοτε και προσλαμβάνονται ακόμη ξένοι. Ένας Ούγγρος βιολιστής παίζει κατ’ αρχήν, φαίνεται, γλυκύτερα από ένα Έλληνα, όπως και ένας Σουηδός κλαπαδορίστας τεχνικώτερα από έναν απόγονον του Απόλλωνος!
Προ καιρού κάποτε είχε εκδηλωθή έντονη η διαμαρτυρία των Ελλήνων μουσικών για την εξαιρετικήν αυτήν προτίμησιν των ξένων συναδέλφων των, πολλοί μάλιστα έφτασαν και να δημιουργούν επεισόδια και μέσα στα κέντρα ακόμα όπου έπαιζαν ξένοι μουσικοί.
Αλλά η κατάστασις δεν εβελτιώθη καθόλου, ούτε ασφαλώς πρόκειται να βελτιωθή αν δεν πραγματοποιηθή η λήψις των νομοθετικών μέτρων που μελετώνται. Η τελευταία απογραφή μας απεκάλυψε ότι κοντεύει η χώρα μας να καταντήση Βαβυλών! Μετράτε τα έθνη πού έχουν όχι ολίγους αντιπροσώπους τους εις την Ελλάδα:
Ολλανδοί 44 άνδρες, 34 γυναίκες, Ούγγροι 138 άνδρες, 101 γυναίκες, Πέρσαι 167 άνδρες, 110 γυναίκες, -να έμειναν από την εποχήν του Μαραθώνος;- Πολωνοί 53 άνδρες, 61 γυναίκες, Πορτογάλοι 260 άνδρες, 157 γυναίκες, Ρουμάνοι 527 άνδρες, 579 γυναίκες, Ρώσοι 2002 άνδρες, 1327 γυναίκες, Σουηδοί 30 άνδρες, 21 γυναίκες, Τούρκοι 11410 άνδρες, 10963 γυναίκες, Τσεχοσλοβάκοι 179 άνδρες, 190 γυναίκες. Σύνολον εγκατεστημένων εις την χώραν ξένων: Άνδρες 40749, γυναίκες 32589.
Είνε γνωστόν ότι κάθε χώρα σήμερον προσπαθεί να κλέιση τις πόρτες σε κάθε ξένον και ότι αν εβγαίναμε έξω από τα σύνορά μας με πορτοφόλι άδειο θα το μετανοούσαμε πικρώς. Η φιλοξενία όταν ο φιλοξενούμενος δεν είχε τα μέσα να φιλοξενηθή μόνος του, στέλνεται περίπατον από τους προστατευτικούς νόμους.
Στην Αμερική δεν ημπορείτε να ταξειδέψετε αν δεν έχετε στην τσέπη για διάστημα τριών μηνών 600 δολλάρια, περί τας 50.000 δηλαδή δραχμάς. Στα κράτη της Ευρώπης συμβαίνει περίπου το ίδιο αφού σας είνε κλεισμένες όλες οι πόρτες. Σ’ αυτήν ακόμη την Τουρκία όταν ετοιμάζεστε να μπήτε σας ρωτάνε: Τι λεφτά έχετε; Και εάν έχετε τόσα όσα θα ημπορούν να πιάσουν τόπο εκεί πού θα μείνουν σας επιτρέπουν: Μπούϊρουν, εφέντη!…
Εκτός όμως των ξένων πού μένουν μονίμως εγκατεστημένοι στον τόπο μας και κατέχουν θέσεις πού θα μπορούσαν κάλλιστα να διατηρούν Έλληνες άεργοι, υπάρχει και η μεγάλη πληγή των περιοδευόντων αντιπροσώπων οι οποίοι περνούν από την Ελλάδα, λαμβάνουν παραγγελίας και στερούν πρώτα των εργασιών των τους Έλληνας παραγγελιοδόχους και ύστερα διαφεύγουν και την πληρωμήν των φόρων!
Γή της Επαγγελίας λοιπόν η Ελλάς, διά πάντα… μη Έλληνα. Θα σταματήση επί τέλους το κακόν; Ας κλεισθή η εξώπορτα της Ελλάδος εις εκείνους που έρχονται με την παλάμην ανοικτήν. Τι να γίνη; Όταν η Γαλλία πού έχει γεμάτες της κάσες της με χρυσάφι δεν προσφέρει ούτε ένα τάλληρο για την ψυχή του πατρός της, η Ελλάς που ζητά διαρκώς δανεικά δεν μπορεί να μοιράζη στον ξένο κόσμο.
-Ορίστε εις την Ελλάδα, κύριοι, αλλά να την θαυμάσετε μονάχα. Θα σας εκάναμε το τραπέζι, αλλά τι να γίνη… δύσκολοι οι καιροί. Συνεπώς μην ξεχάσετε ν’ αφήσετε το πουρμπουάρ…».
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Διαβάστε περισσότερα στο www.paliaathina.com