Λευκωσία: Επικίνδυνο προηγούμενο που μπορεί να ανατρέψει την πορεία των δημόσιων οικονομικών, τείνει να δημιουργηθεί από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για άρση της εθελοντικής εισφοράς των δικαστών προς το κράτος από 1η Ιανουαρίου 2017. Πρόκειται για εισφορά που γίνεται με κατά αποκοπή 20% επί του μισθού τους. Σχετικά μάλιστα ενημερώθηκε χθες από τον υπουργό Οικονομικών το Υπουργικό Συμβούλιο. Σύμφωνα με την ενημέρωση, στις 23 Νοεμβρίου 2016, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε να αρθεί η εθελοντική εισφορά των δικαστών. Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του κράτους 2017, οι ετήσιες απολαβές μετά τις αποκοπές του φόρου για τον ανώτερο επαρχιακό δικαστή και για τον πρόεδρο του Δικαστηρίου είναι €60.325 και ο μηνιαίος καθαρός μισθός €4.619.
Για το ιστορικό της υπόθεσης και της παρενέργειες που μπορεί να δημιουργηθούν αξίζει να αναφερθεί ότι στην εποχή του μνημονίου το 2013, η τρόικα έθεσε οριζόντιες κλιμακωτές περικοπές στο κρατικό μισθολόγιο. Αυτό όμως βρήκε την αντίδραση των δικαστών εκτιμώντας ότι ως ανεξάρτητο σώμα θα προχωρούσαν οι ίδιοι σε περικοπές των απολαβών τους, μετά τις αντιδράσεις που προκλήθηκαν. Ενδιαφέρον αποκτάει το θέμα όταν οι δικαστές θα βρεθούν ενώπιον εκδίκασης υποθέσεων της ΠΑΣΥΔΥ. Δεκάδες μέλη της ΠΑΣΥΔΥ έχουν προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο καταγγέλλοντας την κυβέρνηση για τις αποκοπές και περικοπές στις συντάξεις και σε διάφορα άλλα επιδόματα.
Εξηγούνται οι λόγοι
Σε επιστολή προς τον υπουργό Οικονομικών Χάρη Γεωργιάδη που υπογράφει ο πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Μύρων Νικολάτος, αναφέρεται ότι «η απόφαση αυτή λήφθηκε όχι μόνο λόγω της συνταγματικής διάστασης του θέματος αλλά και για λόγους ανεξαρτησίας και λειτουργίας της δικαιοσύνης σε ένα κράτος δικαίου». Το Ανώτατο Δικαστήριο προτάσσοντας την ανεξαρτησία του θεσμού προσθέτει ακόμα «ότι η διατήρηση της αντιμισθίας των δικαστών, αποτελεί προϋπόθεση για τη διατήρηση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης η οποία διασφαλίζεται μέσα και από την απερίσπαστη εκτέλεση των καθηκόντων τους». Μεταξύ άλλων στην επιστολή αναφέρεται ότι «ένας από τους σκοπούς της συνταγματικής προστασίας της δικαστικής αντιμισθίας είναι η προσέλκυση αξιόλογων νομικών στη δικαστική έδρα. Θα πρέπει επί τούτου να σημειωθεί ότι μεγάλος ήδη αριθμός δικαστών ενώ διορίστηκαν χωρίς συνταξιοδοτικά και άλλα οφέλη, εισφέρουν και ποσοστό 20% από το μισθό τους.
Με αυτούς τους όρους, ο σημαντικός αυτός σκοπός τίθεται σε άμεσο κίνδυνο». Ο Πρόεδρος επισημαίνει πως «παρά το ότι οι αποκοπές δια νόμου στις μηνιαίες αποδοχές των Δικαστών έχουν κριθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 16/6/2013 ότι παραβιάζουν το άρθρο 158.3 του Συντάγματος και παρά το ότι η απόφαση εκείνη ήταν άμεσα δεσμευτική και ισχύουσα για την Πολιτεία ώστε να αναμένετο ότι θα εφαρμοζόταν άνευ ετέρου, ο Πρόεδρος και τα Μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου, καθώς και το σύνολο των Δικαστών της Δημοκρατίας, παραιτήθηκαν του δικαιώματος επιστροφής των σωρευτικώς αποκοπέντων ποσών μέχρι 31/12/2013 και, περαιτέρω, από 1/1/2014 εθελοντικώς καταφέρουν ποσοστό 20% επί του μισθού τους περιλαμβανομένου και του 13ου μισθού». Ο κ. Νικολάτος προσθέτει πως η παραπάνω απόφαση ελήφθη «υπό τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες για την οικονομία του τόπου, συνθήκες υπό τις οποίες κρίθηκε ότι επιβαλλόταν η προσωρινή υποχώρηση, ενόψει της κρισιμότητας της κατάστασης, των όλως ιδιαιτέρως σημαντικών σκοπών που διασφαλίζει το άρθρο 158.3 του Συντάγματος».
Επανήλθε η οικονομία
Στην επιστολή ο πρόεδρος του Ανωτάτου αναφέρει ακόμα ότι «οι σκοποί αυτοί, όπως αποφασίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο με αναφορά και στην νομολογία των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής όπου ισχύει παρόμοια συνταγματική πρόνοια με το άρθρο 158.3 είναι αφενός η εγγύηση της πλήρους ανεξαρτησίας των δικαστών, η οποία παρέχεται όχι για να ευνοεί τους δικαστές, αλλά ως περιορισμός που επιβάλλεται χάριν του δημοσίου συμφέροντος και ως απαραίτητη προϋπόθεση της ευρύτερης αρχής της ανεξαρτησίας και της λειτουργίας της δικαιοσύνης σε ένα κράτος δικαίου. Αφετέρου, η συνταγματική προστασία της δικαστικής αντιμισθίας σκοπό έχει να προσελκύσει αξιόλογους νομικούς στη δικαστική έδρα, αλλά και να διασφαλίζει την απερίσπαστη εκτέλεση των καθηκόντων των δικαστών».
Η επιστολή καταλήγει ως εξής: «λαμβάνοντας υπόψη ότι η κατάσταση της οικονομίας δεν βρίσκεται στο κρίσιμο εκείνο στάδιο που επέβαλλε τέτοια ουσιώδη υποχώρηση, μετά από συζήτηση το Σώμα καταλήγει σε απόφαση όπως η εθελοντική εισφορά των Δικαστών αρθεί από την 1η Ιανουαρίου 2017».
Γράφει: Θεανώ Θειοπούλου
Για το ιστορικό της υπόθεσης και της παρενέργειες που μπορεί να δημιουργηθούν αξίζει να αναφερθεί ότι στην εποχή του μνημονίου το 2013, η τρόικα έθεσε οριζόντιες κλιμακωτές περικοπές στο κρατικό μισθολόγιο. Αυτό όμως βρήκε την αντίδραση των δικαστών εκτιμώντας ότι ως ανεξάρτητο σώμα θα προχωρούσαν οι ίδιοι σε περικοπές των απολαβών τους, μετά τις αντιδράσεις που προκλήθηκαν. Ενδιαφέρον αποκτάει το θέμα όταν οι δικαστές θα βρεθούν ενώπιον εκδίκασης υποθέσεων της ΠΑΣΥΔΥ. Δεκάδες μέλη της ΠΑΣΥΔΥ έχουν προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο καταγγέλλοντας την κυβέρνηση για τις αποκοπές και περικοπές στις συντάξεις και σε διάφορα άλλα επιδόματα.
Εξηγούνται οι λόγοι
Σε επιστολή προς τον υπουργό Οικονομικών Χάρη Γεωργιάδη που υπογράφει ο πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Μύρων Νικολάτος, αναφέρεται ότι «η απόφαση αυτή λήφθηκε όχι μόνο λόγω της συνταγματικής διάστασης του θέματος αλλά και για λόγους ανεξαρτησίας και λειτουργίας της δικαιοσύνης σε ένα κράτος δικαίου». Το Ανώτατο Δικαστήριο προτάσσοντας την ανεξαρτησία του θεσμού προσθέτει ακόμα «ότι η διατήρηση της αντιμισθίας των δικαστών, αποτελεί προϋπόθεση για τη διατήρηση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης η οποία διασφαλίζεται μέσα και από την απερίσπαστη εκτέλεση των καθηκόντων τους». Μεταξύ άλλων στην επιστολή αναφέρεται ότι «ένας από τους σκοπούς της συνταγματικής προστασίας της δικαστικής αντιμισθίας είναι η προσέλκυση αξιόλογων νομικών στη δικαστική έδρα. Θα πρέπει επί τούτου να σημειωθεί ότι μεγάλος ήδη αριθμός δικαστών ενώ διορίστηκαν χωρίς συνταξιοδοτικά και άλλα οφέλη, εισφέρουν και ποσοστό 20% από το μισθό τους.
Με αυτούς τους όρους, ο σημαντικός αυτός σκοπός τίθεται σε άμεσο κίνδυνο». Ο Πρόεδρος επισημαίνει πως «παρά το ότι οι αποκοπές δια νόμου στις μηνιαίες αποδοχές των Δικαστών έχουν κριθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 16/6/2013 ότι παραβιάζουν το άρθρο 158.3 του Συντάγματος και παρά το ότι η απόφαση εκείνη ήταν άμεσα δεσμευτική και ισχύουσα για την Πολιτεία ώστε να αναμένετο ότι θα εφαρμοζόταν άνευ ετέρου, ο Πρόεδρος και τα Μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου, καθώς και το σύνολο των Δικαστών της Δημοκρατίας, παραιτήθηκαν του δικαιώματος επιστροφής των σωρευτικώς αποκοπέντων ποσών μέχρι 31/12/2013 και, περαιτέρω, από 1/1/2014 εθελοντικώς καταφέρουν ποσοστό 20% επί του μισθού τους περιλαμβανομένου και του 13ου μισθού». Ο κ. Νικολάτος προσθέτει πως η παραπάνω απόφαση ελήφθη «υπό τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες για την οικονομία του τόπου, συνθήκες υπό τις οποίες κρίθηκε ότι επιβαλλόταν η προσωρινή υποχώρηση, ενόψει της κρισιμότητας της κατάστασης, των όλως ιδιαιτέρως σημαντικών σκοπών που διασφαλίζει το άρθρο 158.3 του Συντάγματος».
Επανήλθε η οικονομία
Στην επιστολή ο πρόεδρος του Ανωτάτου αναφέρει ακόμα ότι «οι σκοποί αυτοί, όπως αποφασίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο με αναφορά και στην νομολογία των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής όπου ισχύει παρόμοια συνταγματική πρόνοια με το άρθρο 158.3 είναι αφενός η εγγύηση της πλήρους ανεξαρτησίας των δικαστών, η οποία παρέχεται όχι για να ευνοεί τους δικαστές, αλλά ως περιορισμός που επιβάλλεται χάριν του δημοσίου συμφέροντος και ως απαραίτητη προϋπόθεση της ευρύτερης αρχής της ανεξαρτησίας και της λειτουργίας της δικαιοσύνης σε ένα κράτος δικαίου. Αφετέρου, η συνταγματική προστασία της δικαστικής αντιμισθίας σκοπό έχει να προσελκύσει αξιόλογους νομικούς στη δικαστική έδρα, αλλά και να διασφαλίζει την απερίσπαστη εκτέλεση των καθηκόντων των δικαστών».
Η επιστολή καταλήγει ως εξής: «λαμβάνοντας υπόψη ότι η κατάσταση της οικονομίας δεν βρίσκεται στο κρίσιμο εκείνο στάδιο που επέβαλλε τέτοια ουσιώδη υποχώρηση, μετά από συζήτηση το Σώμα καταλήγει σε απόφαση όπως η εθελοντική εισφορά των Δικαστών αρθεί από την 1η Ιανουαρίου 2017».
Γράφει: Θεανώ Θειοπούλου
Philenews