κάτι που εξετάζεται στο πλαίσιο των μέτρων για τη μείωση του ελληνικού δημόσιου χρέους.
Πρόκειται για ομόλογα συνολικού ύψους άνω των 30 δισ. ευρώ που βρίσκονται στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών και τα οποία τους έχουν δοθεί στο πλαίσιο των ανακεφαλαιοποιήσεων. Η ανταλλαγή των ομολόγων αυτών με άλλους τίτλους σταθερού περιλαμβάνεται στη δέσμη μέτρων που επεξεργάζεται ο ESM με στόχο τη βραχυπρόθεσμη ανακούφιση του εγχώριου δημόσιου χρέους και προκαλεί την αντίδραση των διοικήσεων των τραπεζών, οι οποίες θεωρούν ότι άλλη μία φορά επιδιώκεται μια εύκολη πολιτική λύση εις βάρος του τραπεζικού συστήματος.
Σημειώνεται ότι τα εν λόγω ομόλογα ύψους 32 δισ. ευρώ αποτιμώνται σε ιστορικές τιμές και η ΕΚΤ έχει κατ’ επανάληψιν εμποδίσει τις τράπεζες από το να τα αποτιμήσουν σε τρέχουσες τιμές, οπότε και θα εμφανίζονταν τα σχετικά κέρδη. Ετσι, τυχόν αντικατάσταση των τίτλων με άλλους δεν θα επιφέρει αρνητικό αποτέλεσμα στην κεφαλαιακή βάση των τραπεζών (κάτι που είχε γίνει τόσο με το PSI όσο και αργότερα με την επαναγορά των ομολόγων). Οι τράπεζες θα λογιστικοποιήσουν κέρδη ύψους 1,2 δισ. ευρώ σταδιακά όταν τους επιτραπεί να τα αποτιμήσουν σε τρέχουσες τιμές. Στελέχη τραπεζών σημειώνουν ότι πρόκειται μια σημαντική πηγή εσόδων και μάλιστα σε μια δύσκολη συγκυρία δεδομένου ότι την επόμενη τριετία πρέπει να αντιμετωπίσουν τον τεράστιο όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων που ξεπερνούν τα 100 δισ. ευρώ. Επιπλέον σημειώνουν ότι η ικανοποιητική κερδοφορία τα επόμενα χρόνια είναι προϋπόθεση για την αξιοποίηση του αναβαλλόμενου φόρου, που σήμερα αντιστοιχεί σε μεγάλο τμήμα της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών.
Από την άλλη πλευρά αναλυτές σημειώνουν ότι η ανταλλαγή των ομολόγων EFSF των τραπεζών δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται αρνητικά, καθώς δεν θα έχει αρνητικό αποτέλεσμα στα κεφάλαιά τους, ενώ το γενικότερο όφελος, για την οικονομία και κατ’ επέκτασιν τις τράπεζες, θα είναι πολλαπλάσιο αν αντιμετωπιστεί, έστω και με βραχυπρόθεσμα μέτρα, το πρόβλημα του χρέους και ενισχυθεί η επενδυτική εμπιστοσύνη για τη χώρα.
Το 2016 οι τράπεζες φαίνεται πως επιστρέφουν σε αναιμική κερδοφορία έπειτα από 7 χρόνια εξαιρετικά υψηλών ζημιών. Η επιστροφή σε κερδοφορία γίνεται δυνατή κυρίως λόγω της μείωσης των προβλέψεων, καθώς τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια φαίνεται πως σταθεροποιούνται. Σημειώνεται ότι η τελευταία χρήση, ουσιαστικής, κερδοφορίας ήταν το 2008 για τις τράπεζες. Το 2009, τα προ φόρων αποτελέσματα έκλεισαν ουσιαστικά στο μηδέν (2 εκατ. ευρώ) και έκτοτε ακολούθησε κατάρρευση: στην 6ετία 2010 – 2015 οι τράπεζες κατέγραψαν ζημίες ύψους 68,2 δισ. ευρώ σε επίπεδο τράπεζας και ζημίες ύψους 63,4 δισ. ευρώ σε επίπεδο ομίλου, αποτελέσματα που δεν έχουν προηγούμενο. Οι τράπεζες υπέστησαν απώλειες-σοκ αρχικά από το PSI, ύψους 37,7 δισ. ευρώ, οι οποίες διευρύνθηκαν σημαντικά στη συνέχεια λόγω της εκτόξευσης των «κόκκινων» δανείων.
Έντυπη