αυξήσεις του ΦΠΑ. Τούτο με άλλα λόγια σημαίνει ότι οι καταναλωτές έχουν μειώσει σημαντικά τα προϊόντα τροφίμων που αγοράζουν, έστω και αν πρόκειται για τις τελευταίες δαπάνες που θα περιστείλει ένα νοικοκυριό. Η αναγκαστική αλλαγή στην καταναλωτική συμπεριφορά έχει προκαλέσει τις δραστικές αλλαγές στον επιχειρηματικό κλάδο της αγοράς τροφίμων, με τη διαδικασία της συγκέντρωσης αυτού να βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, είτε πρόκειται για κλείσιμο μικρών σημείων πώλησης είτε για συγχωνεύσεις μεγάλων αλυσίδων.
Το 2015 η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών για την αγορά των ειδών διατροφής περιορίστηκε, σύμφωνα με την Ερευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών (ΕΟΠ) της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) σε 293,3 ευρώ έναντι 356,6 ευρώ το 2009, μια χρόνια πριν από την είσοδο της Ελλάδας σε καθεστώς προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής. Η συνολικότερη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος οδήγησε βεβαίως σε περιστολή και των λοιπών δαπανών καθώς και της συνολικής μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών. Η αναγκαιότητα, από τη φύση τους βεβαίως, για την αγορά των ειδών διατροφής είχε ως αποτέλεσμα να αποτελούν πλέον μικρότερη δαπάνη σε απόλυτες αξίες σε σύγκριση με επτά χρόνια πριν, αλλά μεγαλύτερη ως ποσοστό στο σύνολο των δαπανών του μέσου ελληνικού νοικοκυριού. Ετσι ενώ το 2009 οι δαπάνες για την αγορά τροφίμων αντιπροσώπευαν το 17,3% της συνολική μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών στην Ελλάδα, πλέον αντιπροσωπεύουν το 20,7%.
Εάν στα προαναφερθέντα ποσά προστεθούν και οι δαπάνες για είδη παντοπωλείου και για εστίαση, τότε προκύπτει ακόμη πιο δραστική μείωση της συνολικής δαπάνης. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει επεξεργασθεί το Ινστιτούτου Ερευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), ενώ το 2009 η μέση μηνιαία δαπάνη για διατροφή και εστίαση ανερχόταν σε 646,28 ευρώ, το 2015 υποχώρησε στα 495,36 ευρώ, μειώθηκε δηλαδή κατά 23,4%.
Από την ανάλυση του ΙΕΛΚΑ προκύπτει ότι ένα σημαντικό μέρος της μείωσης της δαπάνης που παρατηρείται αντιστοιχεί στην αξιοποίηση από τον καταναλωτή προσφορών και εκπτώσεων. Το υπόλοιπο σχετίζεται με τη μεταβολή των καταναλωτικών συνηθειών προς φθηνότερες εναλλακτικές προϊόντων (για παράδειγμα αγορά κοτόπουλου αντί μοσχαριού που είναι ακριβότερο), προς μικρότερες και λιγότερες συσκευασίες και βεβαίως προς αξιοποίηση προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας.
Ειδικά σε ό,τι αφορά τις προσφορές, η κρίση έχει μετατρέψει μεγάλη μερίδα των καταναλωτών σε «κυνηγό» προσφορών. Σύμφωνα με μελέτη του ΙΕΛΚΑ, ενώ το 2010 η μέση μηνιαία δαπάνη στο σούπερ μάρκετ ανερχόταν σε 250 ευρώ, με το 32% των αγορών να αφορούν προϊόντα σε έκπτωση ή προωθητική ενέργεια και το μέσο όφελος να ανέρχεται στα 15 ευρώ, το 2015 η μέση δαπάνη εκτιμάται σε 220 ευρώ, με το 42% των αγορών να αφορούν προϊόντα σε έκπτωση ή προωθητική ενέργεια και το μέσο όφελος στα 25 ευρώ. Το όφελος είναι πολύ σημαντικότερο από το αντίστοιχο όφελος του 2010 εξαιτίας τόσο της μείωσης της δαπάνης των νοικοκυριών σε είδη παντοπωλείου όσο και της αύξησης τόσο του ποσοστού των πωλήσεων που πραγματοποιείται μέσω προσφορών όσο και της αύξησης της μέσης έκπτωσης ανά προσφορά.
Η ολοένα, πάντως, και μεγαλύτερη αύξηση των προσφορών ενέχει κινδύνους τόσο για τη βιομηχανία όσο και για το ίδιο το λιανεμπόριο: πρώτον, «εκπαιδεύονται» στο «κυνήγι προσφορών» ακόμη και οι πελάτες που δεν είχαν αυτό το αγοραστικό προφίλ. Δεύτερον, η υπερβολική χρήση των προσφορών μπορεί να στρέψει άλλους πελάτες σε ανταγωνιστές.
Έντυπη