βρέφος.
Ο ιατρός κατηγορήθηκε συγκεκριμένα ότι δε διέγνωσε, από αμέλειά του, ότι ένα βρέφος, που κυοφορούσε 36χρονη Ροδίτισσα, έπασχε από το σπάνιο σύνδρομο APERT, κι ότι έφερε ενδείξεις για γενετική ανωμαλία στην ανάπτυξή του, με αποτέλεσμα να μην την ενημερώσει έγκαιρα προκειμένου να λάβει με τον 40χρονο σύζυγό της, είτε την απόφαση να διακόψει την κύηση εντός του προβλεπόμενου από τη νομοθεσία χρονικού ορίου των 24 εβδομάδων, είτε να προετοιμαστεί καταλλήλως για τα όσα θα είχε η οικογένεια να αντιμετωπίσει μετά την γέννησή του.
Τον Ιούνιο του 2010 η 36χρονη υπεβλήθη συγκεκριμένα σε υπέρηχο προκειμένου να μετρηθεί το κρανίο του εμβρύου και η ποσότητα του εγκεφαλικού υγρού.
Κατά τον έλεγχο αυτό διαπιστώθηκε, όπως υποστήριξαν οι μηνυτές, ότι η ποσότητα του εγκεφαλικού υγρού στο κρανίο του εμβρύου φαινόταν περισσότερη από τη μέση τιμή για την συγκεκριμένη ηλικία του εμβρύου.
Υποστήριξαν ότι ο ιατρός δεν υπέβαλε σε περαιτέρω ιατρικό και διαγνωστικό έλεγχο την 36χρονη, την οποία και καθησύχασε λέγοντας της ότι όλα αυτά οφείλονταν στο γεγονός ότι το κρανίο του εμβρύου αναπτυσσόταν ακόμη.
Στον αντίποδα ο ιατρός και οι μάρτυρες υπεράσπισης υποστήριξαν ότι η τιμή του υγρού στο κρανίο του εμβρύου δεν ήταν σε βαθμό που θα οδηγούσε σε συμπεράσματα για την ύπαρξη ανωμαλίας, ενώ περαιτέρω σε δύο εξετάσεις που ακολούθησαν υπήρξε μείωση του ορίου του εγκεφαλικού υγρού με αποτέλεσμα να μην υφίστανται ενδείξεις για την ύπαρξη συνδρόμου.
Η πολιτική αγωγή περαιτέρω, με την επίκληση και ειδικών γνώσεων μάρτυρα καθηγητή από το νοσοκομείο Αλεξάνδρα της Αττικής, υποστήριξε ότι από την υπερηχογραφική απεικόνιση του παιδιού, υπήρξαν νωρίς ενδείξεις για την ύπαρξη ανωμαλίας και συγκεκριμένα συνδακτυλία, κρανιοεγκεφαλική συνοστέωση και υδροκεφαλία, κι ότι απαιτείτο να διενεργηθούν περαιτέρω εξετάσεις, που όμως δεν έγιναν.
Τον συγκεκριμένο ισχυρισμό αρνήθηκε κατηγορηματικά ο κατηγορούμενος και οι συνήγοροι υπεράσπισής του, υποστηρίζοντας ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο και σπάνιο να διαγνωσθεί σε προγεννητικό έλεγχο το συγκεκριμένο σύνδρομο και περαιτέρω ότι δεν προέκυψαν οι συγκεκριμένες ενδείξεις. Σε κάθε περίπτωση όμως, όπως ισχυρίστηκαν, ακόμη κι αν είχαν προκύψει ενδείξεις, ο χρόνος που απαιτείτο για τη διενέργεια των εξετάσεων το έτος 2010 ήταν μεγάλος και θα υπερέβαινε το χρόνο που επιτρέπει η νομοθεσία για τη διακοπή της κύησης.
Ουσιαστικά δηλαδή υποστηρίχθηκε, από την πολιτική αγωγή, ότι όλες οι εξετάσεις έδειχναν ότι επρόκειτο για μια κανονική κύηση εμβρύου, που τελικώς μετά την γέννα διαπιστώθηκε ότι έπασχε από το συγκεκριμένο σύνδρομο.
Το παιδί γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 2010 με συνδακτυλία και στα τέσσερα άκρα του που έπασχε από σύνδρομο APERT του οποίου τα βασικά χαρακτηριστικά είναι ότι το έμβρυο γεννιέται με υδροκεφαλία, με διαταραχές ανάπτυξης των οστών στο κεφάλι κ.α.
Το σύνδρομο APERT αποτελεί ένα από τα βαρύτερα σύνδρομα και παρουσιάζεται με συχνότητα 1-65.000 έως 1-88.000 γεννήσεις. Χαρακτηρίζεται από πρόωρες συνοστεώσεις μεταξύ των οστών του κρανίου αλλά και μεταξύ των οστών του κρανίου και του προσώπου.
Το δικαστήριο έκρινε ότι δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος διότι σε κάθε περίπτωση ο ιατρός δεν προκάλεσε από αμέλειά του την βλάβη στο βρέφος αφού πρόκειται για γενετική ανωμαλία χωρίς ουσιαστικά να κρίνει αν την είχε διαγνώσει ή όχι.
Ως συνήγορος πολιτικής αγωγής παρέστη ο δικηγόρος κ. Δήμος Μουτάφης και ως συνήγοροι υπεράσπισης οι δικηγόροι κ.κ. Γρ. Μοράρης και Διονύσης Κρούσκος.
Πηγή:www.dimokratiki.gr