Άρειος Πάγος 429/2016 Αγωγή και ένσταση περί της ακυρότητας της καταγγελίας σύμβασης εργασίας. Τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία. Ίδιος χρονικός περιορισμός και για την ένσταση ή αντένσταση περί ακυρότητας της καταγγελίας. Η μη κοινοποίηση δηλ. της αγωγής στον εργοδότη ή μη προβολή της ενστάσεως, μέσα στην τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία αρχίζει από την επομένη της ημέρας που έλαβε χώρα η λύση της σύμβασης, που αποτελεί το αφετήριο γεγονός αυτής, με την καταγγελία και την περιέλευσή της στον μισθωτό και λήγει με την παρέλευση ολόκληρης της ημέρας του τελευταίου μήνα, η οποία αντιστοιχεί σε αριθμό και ημέρα με εκείνη που άρχισε, αν δε αυτή (τελευταία ημέρα της προθεσμίας) είναι κατά νόμο εορτάσιμη (μη εργάσιμη), όταν περάσει ολόκληρη η επόμενη εργάσιμη ημέρα
Κατηγορία: Εργατικά – Απασχόληση
Κατηγορία: Εργατικά – Απασχόληση
Περίληψη
Από την παρ. 1 του άρθρου 6 ν. 3198/1955, όπως το δεύτερο εδάφιο αυτής προστέθηκε με το άρθρο 19 του Ν. 435/1976 ορίζεται ότι: “Πάσα αξίωσις μισθωτού πηγάζουσα εξ ακύρου καταγγελίας της σχέσεως εργασίας τυγχάνει απαράδεκτος, εφόσον η σχετική αγωγή δεν εκοινοποιήθη εντός τριμήνου ανατρεπτικής προθεσμίας από της λύσεως της σχέσεως εργασίας. Η διάταξις της παρούσης εφαρμόζεται μόνον επί καταγγελίας σχέσεων εξηρτημένης εργασίας” Η προθεσμία αυτή, η οποία είναι αποσβεστική (εφόσον ο νόμος τάσσει προθεσμία, μέσα στην οποία πρέπει ν’ ασκηθούν τα σχετικά δικαιώματα, άρθ. 279 ΑΚ), αποσκοπεί στην ταχεία άρση κάθε αβεβαιότητας σχετικά με το κύρος της καταγγελίας και στην εκκαθάριση εντός συντόμου χρονικού διαστήματος των αξιώσεων των εργαζομένων, που πηγάζουν από τυχόν άκυρη καταγγελία, ώστε να μην δημιουργούνται δυσβάστακτες συνέπειες για τον εργοδότη, όταν δε παρέλθει άπρακτη η αποσβεστική αυτή προθεσμία, επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος προσβολής της καταγγελίας για ακυρότητα (Ολ. ΑΠ 1338/1985, ΑΠ 705/2013, ΑΠ 404/2008). Οι ανωτέρω ελλείψεις, κατά την άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας δεν καθιστούν αυτή ανυπόστατη, αλλ’ αποτελούν (οι ελλείψεις) λόγους ακυρότητας της καταγγελίας, η επίκληση της οποίας (ακυρότητας), πρέπει να γίνει από τον εργαζόμενο με αγωγή μέσα στην τρίμηνη προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3198/1955, ή με ένσταση μέσα στην ίδια προθεσμία (Ολ. ΑΠ. 1338/1985). Η προαναφερθείσα διάταξη έχει εφαρμογή σε κάθε καταγγελία της σχέσης εξηρτημένης εργασίας, είτε αορίστου είτε ορισμένου χρόνου είναι αυτή, και από οποιαδήποτε παράβαση και αν προέρχεται η ακυρότητα (ΑΠ 404/2008). Η καθιερουμένη ως άνω αποσβεστική προθεσμία, προσδιοριζόμενη σε μήνες, και όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 240, 241, 242 και 243 ΑΚ (βλ. και όμοιες διατάξεις των άρθ. 144 § 1 και 145 § 2 ΚΠολΔ) αρχίζει από την επομένη της ημέρας που έλαβε χώρα η λύση της σύμβασης, που αποτελεί το αφετήριο γεγονός αυτής, με την καταγγελία και την περιέλευσή της στον μισθωτό και λήγει με την παρέλευση ολόκληρης της ημέρας του τελευταίου μήνα, η οποία αντιστοιχεί σε αριθμό και ημέρα με εκείνη που άρχισε, αν δε αυτή (τελευταία ημέρα της προθεσμίας) είναι κατά νόμο εορτάσιμη (μη εργάσιμη), όταν περάσει ολόκληρη η επόμενη εργάσιμη ημέρα (πρβλ. ΑΠ 404/2008,1938/2007). Η ως άνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθ. 6 παρ. 1 ν. 3198/1955, όπως ισχύει, για την έγερση (άσκηση) αγωγής περί ακυρότητας της καταγγελίας και απόληψης μισθών υπερημερίας, η οποία λαμβάνεται αυτεπάγγελτα υπόψη από το δικαστήριο (άρθ. 280 ΑΚ) καταλαμβάνει κάθε αξίωση του μισθωτού που πηγάζει από τη, για οποιονδήποτε λόγο ακυρότητα της καταγγελίας της αορίστου χρόνου εργασιακής σχέσης από τον εργοδότη (ΑΠ 705/2013). Στον ίδιο δε χρονικό περιορισμό υπόκειται και η ένσταση ή αντένσταση περί ακυρότητας της καταγγελίας ( Ολ. ΑΠ 1338/1985, ΑΠ 624/2008). Η μη κοινοποίηση δηλ. της αγωγής στον εργοδότη ή μη προβολή της ενστάσεως, μέσα στην παραπάνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία καθιερώνει ουσιαστικό απαράδεκτο, το οποίο κατά κύριο λόγο πλήττει το δικαίωμα της επίκλησης και προσβολής της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ως άκυρης και κατ’ ανάγκη τις συνεχόμενες με αυτό ουσιαστικές αξιώσεις, ως εκ τούτου δε αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, η καταγγελία αυτή καθίσταται έγκυρη (του εργαζομένου δικαιουμένου να ζητήσει μόνο την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης) και η σχετική αγωγή απορρίπτεται ως ουσιαστικά απαράδεκτη (ΑΠ 359/2015, ΑΠ 705/2013, 1619/2006). Η ως άνω αποσβεστική προθεσμία, διακόπτεται με την έγερση της αγωγής, είτε είναι καταψηφιστική είτε αναγνωριστική, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι στην αγωγή περιέχεται αίτημα για την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας. Η προθεσμία αυτή τάσσεται μόνο για την άσκηση των αξιώσεων που απορρέουν αμέσως από την άκυρη καταγγελία της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας. Δεν ισχύει δε, στις περιπτώσεις που οι αξιώσεις έχουν τις ίδιες συνέπειες με την άκυρη καταγγελία, αλλά δεν υπάρχει ή δε μπορεί να συναχθεί από το περιεχόμενο της αγωγής ότι υπάρχει καταγγελία, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των αποδοχών υπερημερίας που οφείλονται, κατά το άρθρο 656 του ΑΚ, στον μισθωτό, λόγω της αποκρούσεως των υπηρεσιών του από τον εργοδότη για λόγους που αφορούν τον ίδιο, αφού η ανωτέρω ακυρότητα της καταγγελίας είναι, ως εκτέθηκε, σχετική υπέρ του εργαζομένου. Εξάλλου, η εκ του άρθρου 656 ΑΚ αξίωση για μισθούς υπερημερίας, λόγω αρνήσεως του εργοδότη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού μετά την καταγγελία της συμβάσεως, την οποία ο τελευταίος θεωρεί άκυρη, στηρίζεται στη σύμβαση εργασίας και συνεπώς, για να είναι ορισμένη η αγωγή, πρέπει να εκτίθενται σε αυτή η κατάρτιση της σύμβασης, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός και η άρνηση του εργοδότη να αποδέχεται την προσηκόντως προσφερόμενη εργασία του μισθωτού. Αναφορά στην καταγγελία και την ακυρότητα της δεν απαιτείται. Στην περίπτωση αυτή η ακυρότητα της καταγγελίας δεν αποτελεί στοιχείο της βάσης τη αγωγής. Αν όμως ο εργοδότης, κατά τη συζήτηση της αγωγής, για να απαλλαγεί, επικαλεστεί κατ’ ένσταση έγκυρη καταγγελία της σύμβασης (και στη συνέχεια αποδείξει τούτο) και ανυπαρξία υπερημερίας του, ο ισχυρισμός του μισθωτού για την ακυρότητα της καταγγελίας αποτελεί αντένσταση που πρέπει να προβληθεί κατά νόμιμο και παραδεκτό τρόπο. Ο μισθωτός έχει βέβαια τη δυνατότητα να επικαλεστεί την ακυρότητα της καταγγελίας και τους λόγους που τη θεμελιώνουν με το δικόγραφο της αγωγής “καθ’ υποφοράν”, οπότε πρόκειται για εκ προοιμίου αντένσταση κατά της τυχόν ένστασης του εργοδότη περί καταγγελίας της σύμβασης. Έτσι, εφόσον και στην περίπτωση αυτή η ακυρότητα της καταγγελίας δεν αποτελεί στοιχείο της βάσης της αγωγής, ο εργαζόμενος έχει τη δυνατότητα να συμπληρώσει και να βελτιώνει τον ισχυρισμό του για ακυρότητα, επικαλούμενος νέους λόγους ακυρότητας ή διαφορετικούς από αυτούς που περιέχονται στην αγωγή, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο ή στον δεύτερο βαθμό, με τις προϋποθέσεις πάντοτε του άρθρου 527 ΚΠολΔ. Ο ισχυρισμός του, όμως, αυτός (ακυρότητας της καταγγελίας) που προβάλλεται (με ένσταση ή αντένσταση) προς απόκρουση του ισχυρισμού του εργοδότη, για είναι παραδεκτός, πρέπει, όπως και πιο πάνω αναφέρθηκε να προβάλλεται μέσα στην ανατρεπτική προθεσμία των τριών μηνών, από την περιέλευση στον μισθωτό της καταγγελίας (Ολ. ΑΠ 1338/1985 ΑΠ 624/2008). Αριθμός 429/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B1’ Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Στυλιανή Γιαννούκου, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Χαράλαμπο Μαχαίρα, Γεώργιο Αναστασάκο, Σοφία Καρυστηναίου και Μαρία Νικολακέα, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 6 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Σ. Η. του Θ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξιο Παπασταύρου και κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “…” που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Τριαντάφυλλο και κατέθεσε προτάσεις. ΣΥΓΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗ: Στην υπέρ της αναιρεσείουσας προσθέτως παρεμβάσασα συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία “…”, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6-8-2010 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:1889/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 325/2013 του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 28-7-2014 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χαράλαμπος Μαχαίρας ανέγνωσε την από 9-1-2015 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την υπηρεσία Αρεοπαγίτη Μιχαήλ Αυγουλέα, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως της υπ’ αριθ. 325/2013 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά μεν το άρθρο 82 εδαφ. γ’ ΚΠολΔ, αποφάσεις και δικόγραφα που επιδίδονται στους κύριους διαδίκους πρέπει να επιδίδονται και σ’ εκείνον που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση, κατά δε το άρθρο 81 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα ο παρεμβαίνων καλείται στις επόμενες διαδικαστικές πράξεις από το διάδικο που επισπεύδει τη δίκη. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι η κλήση για συζήτηση της αίτησης αναίρεσης πρέπει να επιδίδεται και σ’ εκείνον, που είχε στη δίκη επί της ουσίας, από την οποία προήλθε η προσβαλλόμενη απόφαση, την ιδιότητα του προσθέτως παρεμβαίνοντος, υπέρ κάποιου από τους κύριους διαδίκους, για να ενημερώνεται αυτός ως προς την εξέλιξη της δίκης που ανοίγεται με την άσκηση του ένδικου μέσου της αίτησης αναίρεσης και να ασκεί τα νόμιμα δικαιώματα του, διότι και αυτός είναι διάδικος. Στην αντίθετη περίπτωση δημιουργείται απαράδεκτο της συζητήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως, το οποίο, ως αναγόμενο στην προδικασία, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο (ΑΠ 1406/2010, ΑΠ 179/2012). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των διαδικαστικών εγγράφων, κατά τη συζήτηση της από 6-8-2010 αγωγής του ήδη αναιρεσείοντος ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της ήδη αναιρεσιβλήτου, παρενέβη προσθέτως υπέρ του ενάγοντος η πρωτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία “…”, η οποία κλήθηκε να παραστεί και ενώπιον του Εφετείου, κατά την εκδίκαση της από 3-9-2012 έφεσης που άσκησε ο ήδη αναιρεσείων, κατά της 1889/2011 απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, από τη σειρά του σχετικού πινακίου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, δεν εμφανίσθηκε η προσθέτως παρεμβαίνουσα. Πλην όμως, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη …3-11-2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, Α. Κ., η τελευταία κλήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα προκειμένου να παραστεί κατά την αρμοδίως ορισθείσα αρχική δικάσιμο της 20-1-2015, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε εκ του πινακίου για την ανωτέρω. Επομένως, κατά τα εκτεθέντα, πρέπει να προχωρήσει παραδεκτά η συζήτηση της αιτήσεως. II. Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την εργατική διαδικασία 325/2013 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, η οποία δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ’ ουσία την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (αρθρ. 552, 553, 556, 558, 564, 566§1 ΚΠολΔ), Είναι επομένως παραδεκτή (αρθρ. 577§1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω (αρθρ. 577§3 ΚΠολΔ). ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 656 εδαφ. α’ ΑΚ “Άν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας ή αν η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που τον αφορούν και δεν οφείλονται σε ανωτέρα βία, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να παράσχει την εργασία σε άλλο χρόνο”. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 349 και 350 ΑΚ, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υπερημερίας του εργοδότη περί την αποδοχή της εργασίας αποτελούν: α) η ύπαρξη έγκυρης σύμβασης εργασίας, β) η πραγματική και προσήκουσα προσφορά της εργασίας εκ μέρους του εργαζόμενου ή μη πραγματική αν ο εργοδότης δήλωσε ήδη ότι δεν δέχεται αυτήν, (το οποίο συμβαίνει ιδίως όταν κατήγγειλε τη σύμβαση) και γ) η μη αποδοχή αυτής από τον εργοδότη. Όπως επί κάθε ενοχής και ειδικότερα επί αμφοτεροβαρούς συμβάσεως, έτσι και επί της μισθώσεως εργασίας, ο εργοδότης, ο οποίος δεν είναι κατ’ αρχή υποχρεωμένος ν’ αποδεχθεί την προσφερόμενη εργασία, δικαιούται να την αποκρούσει και απαλλάσσεται των λοιπών συνεπειών της υπερημερίας καταβάλλοντος το μισθό. Κατ’ ακολουθία, η μη αποδοχή της εργασίας που καθιστά τον εργοδότη υπερήμερο ως δανειστή, έχει σημασία για την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 656 ΑΚ μόνον εφόσον αυτός δεν αρνείται απλώς να δεχθεί την εργασία, αλλά αρνείται συγχρόνως να εκπληρώσει τη δική του επί την αντιπαροχή (μισθό) υποχρέωση. Συνακόλουθα ο εργοδότης περιέρχεται σε υπερημερία, όταν ο εργαζόμενος προσφέρει πραγματικά, με τον προσήκοντα τρόπο την εργασία του και αυτός δεν τη δέχεται ή δηλώνει ότι δεν τη δέχεται, με συνέπεια να υποχρεούται στην καταβολή του μισθού σ’ αυτόν (μισθωτό). Υποχρέωση, εξάλλου, του εργοδότη, να καταβάλει τον μισθό υπάρχει και σε περίπτωση αδυναμίας του να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του μισθωτού, όταν η αδυναμία αυτή ανάγεται όχι μόνο σε πταίσμα του, αλλά και όταν οφείλεται σε τυχαία περιστατικά, που τον αφορούν και σχετίζονται με τη σφαίρα των συνθηκών, που μπορεί να ελέγχει ή τους γενικότερους ή ειδικότερους κινδύνους της πορείας και λειτουργίας της επιχειρήσεως και εκμεταλλεύσεως του. Ο εργοδότης απαλλάσσεται μόνον αν η αδυναμία του (για αποδοχή της εργασίας) οφείλεται σε ανωτέρα βία. IV. Από τις διατάξεις των άρθρων 167, 648, 669 Α.Κ., 1 και 3 του Ν. 2112/1920, 1, 3 παρ. 1, 5 του Β.Δ. από 16/7/1920 και 5 του Ν. 3198/1955 συνάγεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία που θεωρείται έγκυρη όταν γίνει εγγράφως και καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση. Η καταγγελία αναπτύσσει την άμεση διαπλαστική της ενέργεια, σε περίπτωση που ασκείται από τον εργοδότη, από τη στιγμή που λαμβάνει γνώση ο παραλήπτης της, εργαζόμενος, κατά το άρθρο 167 Α.Κ. Περαιτέρω η ακυρότητα της καταγγελίας μπορεί να οφείλεται είτε στη μη τήρηση των ως άνω προϋποθέσεων (έγγραφο και καταβολή αποζημίωσης), είτε στο ότι έγινε με καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση, δηλαδή καθ’ υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, οπότε η καταγγελία είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μην έγινε (180 Α.Κ.). Σε περίπτωση ακυρότητας, ο εργοδότης που αρνείται έκτοτε να αποδεχθεί την προσηκόντως προσφερόμενη εργασία του μισθωτού καθίσταται υπερήμερος (άρθρα 349, 350 Α.Κ.) και υποχρεούται στην πληρωμή του μισθού του. Ο μισθωτός αντίστοιχα δικαιούται είτε να εμμείνει στην ακυρότητα της καταγγελίας και να αξιώσει, κατά το άρθρο 656 Α.Κ., τους μισθούς του είτε, ενόψει του ότι η ακυρότητα της καταγγελίας τάσσεται υπέρ αυτού και είναι επομένως σχετική, να θεωρήσει την καταγγελία έγκυρη και να ζητήσει την προβλεπόμενη από το Ν. 2112/1920 ή από το Β.Δ. από 16-7-1920 αποζημίωση, δυνάμενος να ενώσει στο ίδιο δικόγραφο της αγωγής και τα δύο αιτήματα εφόσον το δεύτερο από αυτά προβάλλει επικουρικά (άρθρο 219 ΚΠολΔ), για την περίπτωση δηλαδή απορρίψεως του πρώτου. Περαιτέρω, από την παρ. 1 του άρθρου 6 ν. 3198/1955, όπως το δεύτερο εδάφιο αυτής προστέθηκε με το άρθρο 19 του Ν. 435/1976 ορίζεται ότι: “Πάσα αξίωσις μισθωτού πηγάζουσα εξ ακύρου καταγγελίας της σχέσεως εργασίας τυγχάνει απαράδεκτος, εφόσον η σχετική αγωγή δεν εκοινοποιήθη εντός τριμήνου ανατρεπτικής προθεσμίας από της λύσεως της σχέσεως εργασίας. Η διάταξις της παρούσης εφαρμόζεται μόνον επί καταγγελίας σχέσεων εξηρτημένης εργασίας” Η προθεσμία αυτή, η οποία είναι αποσβεστική (εφόσον ο νόμος τάσσει προθεσμία, μέσα στην οποία πρέπει ν’ ασκηθούν τα σχετικά δικαιώματα, άρθ. 279 ΑΚ), αποσκοπεί στην ταχεία άρση κάθε αβεβαιότητας σχετικά με το κύρος της καταγγελίας και στην εκκαθάριση εντός συντόμου χρονικού διαστήματος των αξιώσεων των εργαζομένων, που πηγάζουν από τυχόν άκυρη καταγγελία, ώστε να μην δημιουργούνται δυσβάστακτες συνέπειες για τον εργοδότη, όταν δε παρέλθει άπρακτη η αποσβεστική αυτή προθεσμία, επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος προσβολής της καταγγελίας για ακυρότητα (Ολ. ΑΠ 1338/1985, ΑΠ 705/2013, ΑΠ 404/2008). Οι ανωτέρω ελλείψεις, κατά την άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας δεν καθιστούν αυτή ανυπόστατη, αλλ’ αποτελούν (οι ελλείψεις) λόγους ακυρότητας της καταγγελίας, η επίκληση της οποίας (ακυρότητας), πρέπει να γίνει από τον εργαζόμενο με αγωγή μέσα στην τρίμηνη προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3198/1955, ή με ένσταση μέσα στην ίδια προθεσμία (Ολ. ΑΠ 1338/1985). Η προαναφερθείσα διάταξη έχει εφαρμογή σε κάθε καταγγελία της σχέσης εξηρτημένης εργασίας, είτε αορίστου είτε ορισμένου χρόνου είναι αυτή, και από οποιαδήποτε παράβαση και αν προέρχεται η ακυρότητα (ΑΠ 404/2008). Η καθιερουμένη ως άνω αποσβεστική προθεσμία, προσδιοριζόμενη σε μήνες, και όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 240, 241, 242 και 243 ΑΚ (βλ. και όμοιες διατάξεις των άρθ. 144 § 1 και 145 § 2 ΚΠολΔ) αρχίζει από την επομένη της ημέρας που έλαβε χώρα η λύση της σύμβασης, που αποτελεί το αφετήριο γεγονός αυτής, με την καταγγελία και την περιέλευσή της στον μισθωτό και λήγει με την παρέλευση ολόκληρης της ημέρας του τελευταίου μήνα, η οποία αντιστοιχεί σε αριθμό και ημέρα με εκείνη που άρχισε, αν δε αυτή (τελευταία ημέρα της προθεσμίας) είναι κατά νόμο εορτάσιμη (μη εργάσιμη), όταν περάσει ολόκληρη η επόμενη εργάσιμη ημέρα (πρβλ. ΑΠ 404/2008, ΑΠ 1938/2007). Η ως άνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθ. 6 παρ. 1 ν. 3198/1955, όπως ισχύει, για την έγερση (άσκηση) αγωγής περί ακυρότητας της καταγγελίας και απόληψης μισθών υπερημερίας, η οποία λαμβάνεται αυτεπάγγελτα υπόψη από το δικαστήριο (άρθ. 280 ΑΚ) καταλαμβάνει κάθε αξίωση του μισθωτού που πηγάζει από τη, για οποιονδήποτε λόγο ακυρότητα της καταγγελίας της αορίστου χρόνου εργασιακής σχέσης από τον εργοδότη (ΑΠ 705/2013). Στον ίδιο δε χρονικό περιορισμό υπόκειται και η ένσταση ή αντένσταση περί ακυρότητας της καταγγελίας ( Ολ. ΑΠ 1338/1985, ΑΠ 624/2008). Η μη κοινοποίηση δηλ. της αγωγής στον εργοδότη ή μη προβολή της ενστάσεως, μέσα στην παραπάνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία καθιερώνει ουσιαστικό απαράδεκτο, το οποίο κατά κύριο λόγο πλήττει το δικαίωμα της επίκλησης και προσβολής της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ως άκυρης και κατ’ ανάγκη τις συνεχόμενες με αυτό ουσιαστικές αξιώσεις, ως εκ τούτου δε αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, η καταγγελία αυτή καθίσταται έγκυρη (του εργαζομένου δικαιουμένου να ζητήσει μόνο την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης) και η σχετική αγωγή απορρίπτεται ως ουσιαστικά απαράδεκτη (ΑΠ 359/2015, ΑΠ 705/2013, ΑΠ 1619/2006). Η ως άνω αποσβεστική προθεσμία, διακόπτεται με την έγερση της αγωγής, είτε είναι καταψηφιστική είτε αναγνωριστική, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι στην αγωγή περιέχεται αίτημα για την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας. Η προθεσμία αυτή τάσσεται μόνο για την άσκηση των αξιώσεων που απορρέουν αμέσως από την άκυρη καταγγελία της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας. Δεν ισχύει δε, στις περιπτώσεις που οι αξιώσεις έχουν τις ίδιες συνέπειες με την άκυρη καταγγελία, αλλά δεν υπάρχει ή δε μπορεί να συναχθεί από το περιεχόμενο της αγωγής ότι υπάρχει καταγγελία, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των αποδοχών υπερημερίας που οφείλονται, κατά το άρθρο 656 του ΑΚ, στον μισθωτό, λόγω της αποκρούσεως των υπηρεσιών του από τον εργοδότη για λόγους που αφορούν τον ίδιο, αφού η ανωτέρω ακυρότητα της καταγγελίας είναι, ως εκτέθηκε, σχετική υπέρ του εργαζομένου. Εξάλλου, η εκ του άρθρου 656 ΑΚ αξίωση για μισθούς υπερημερίας, λόγω αρνήσεως του εργοδότη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού μετά την καταγγελία της συμβάσεως, την οποία ο τελευταίος θεωρεί άκυρη, στηρίζεται στη σύμβαση εργασίας και συνεπώς, για να είναι ορισμένη η αγωγή, πρέπει να εκτίθενται σε αυτή η κατάρτιση της σύμβασης, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός και η άρνηση του εργοδότη να αποδέχεται την προσηκόντως προσφερόμενη εργασία του μισθωτού. Αναφορά στην καταγγελία και την ακυρότητα της δεν απαιτείται. Στην περίπτωση αυτή η ακυρότητα της καταγγελίας δεν αποτελεί στοιχείο της βάσης τη αγωγής. Αν όμως ο εργοδότης, κατά τη συζήτηση της αγωγής, για να απαλλαγεί, επικαλεστεί κατ’ ένσταση έγκυρη καταγγελία της σύμβασης (και στη συνέχεια αποδείξει τούτο) και ανυπαρξία υπερημερίας του, ο ισχυρισμός του μισθωτού για την ακυρότητα της καταγγελίας αποτελεί αντένσταση που πρέπει να προβληθεί κατά νόμιμο και παραδεκτό τρόπο. Ο μισθωτός έχει βέβαια τη δυνατότητα να επικαλεστεί την ακυρότητα της καταγγελίας και τους λόγους που τη θεμελιώνουν με το δικόγραφο της αγωγής “καθ’ υποφοράν”, οπότε πρόκειται για εκ προοιμίου αντένσταση κατά της τυχόν ένστασης του εργοδότη περί καταγγελίας της σύμβασης. Έτσι, εφόσον και στην περίπτωση αυτή η ακυρότητα της καταγγελίας δεν αποτελεί στοιχείο της βάσης της αγωγής, ο εργαζόμενος έχει τη δυνατότητα να συμπληρώσει και να βελτιώνει τον ισχυρισμό του για ακυρότητα, επικαλούμενος νέους λόγους ακυρότητας ή διαφορετικούς από αυτούς που περιέχονται στην αγωγή, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο ή στον δεύτερο βαθμό, με τις προϋποθέσεις πάντοτε του άρθρου 527 ΚΠολΔ. Ο ισχυρισμός του, όμως, αυτός (ακυρότητας της καταγγελίας) που προβάλλεται (με ένσταση ή αντένσταση) προς απόκρουση του ισχυρισμού του εργοδότη, για είναι παραδεκτός, πρέπει, όπως και πιο πάνω αναφέρθηκε να προβάλλεται μέσα στην ανατρεπτική προθεσμία των τριών μηνών, από την περιέλευση στον μισθωτό της καταγγελίας (Ολ. ΑΠ 1338/1985 ΑΠ 624/2008). Τέλος, με το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ ιδρύονται, αντίστοιχα, λόγοι αναίρεσης, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου και αν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά δε το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ, επιτρέπεται αναίρεση, αν το δικαστήριο, παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από το δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός ιδρύεται, όταν η πλημμέλεια αναφέρεται σε ακυρότητα ή απαράδεκτο ή έκπτωση από το δικαίωμα, που προέρχεται από παράβαση δικονομικής διατάξεως. V. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., επισκόπηση της προσβαλλόμενης και των διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την αγωγή επί της οποίας η προσβαλλόμενη ο ενάγων ισχυρίσθηκε ότι δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήφθη με την πρώτη εναγομένη στις 1/11/2000, προσελήφθη από την τελευταία για να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως ηχολήπτης στην επιχείρηση της. Ότι σε εκτέλεση της ανωτέρω συμβάσεως, προσέφερε τις υπηρεσίες του αντί μηνιαίου μισθού, ο οποίος τον Μάιο 2010 έφθασε σε 2.256,25 ευρώ, ποσό το οποίο κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα εξακολουθούσε να του καταβάλλεται κάθε μήνα αν η πρώτη εναγομένη δεν αρνούνταν από 2-6-2010 “το μεν να αποδέχεται τις υπηρεσίες του, τις οποίες έχει πάντοτε στη διάθεση της, το δε να του καταβάλει τις συμφωνημένες αποδοχές του”. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησε, περιορίζοντας παραδεκτά το αίτημα του (άρθρο 223 ΚΠολΔ), να αναγνωριστεί ότι οφείλει η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 40.612,50 για οφειλόμενους μισθούς υπερημερίας που αφορούν το χρονικό διάστημα από Ιούλιο έτους 2010 έως και Δεκέμβριο έτους 2011, το ποσό των 2.075,75 ευρώ για υπόλοιπο αποδοχών Ιουνίου έτους 2010, και το ποσό των 7.836,88 ευρώ για οφειλόμενα δώρα εορτών και επιδόματος αδείας για το μετά την υπερημερία της εναγομένης χρονικό διάστημα, με τον νόμιμο τόκο. Ζήτησε επίσης να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 10.000 ευρώ με τον νόμιμο τόκο, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της, ήτοι της “παράνομης και αντισυμβατικής απόκρουσης των πραγματικώς και προσηκόντως προσφερομένων υπηρεσιών του και άρνησης να τον απασχολεί πραγματικά με την ίδια ειδικότητα και με τους ίδιους συμβατικούς όρους που τον απασχολούσε μέχρι τις 2-6-2010 και να του καταβάλει τις συμφωνημένες αποδοχές του”, προσβολής του δικαιώματος στην προσωπικότητα και του δικαιώματος στην εργασία, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να τον απασχολεί ως άνω, άλλως και σε περίπτωση μη συμμόρφωσης της, προς το διατακτικό της εκδοθησόμενης απόφασης, να επιβληθεί σε βάρος της χρηματική ποινή για κάθε παράβαση του. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, επί ασκηθείσας δε κατ’ αυτής εφέσεως του ενάγοντος η προσβαλλόμενη με την οποία η έφεση απορρίφθηκε κατ’ ουσία. Ειδικότερα το Εφετείο δέχτηκε τα ακόλουθα κρίσιμα, καθόσον αφορά τους ερευνώμενους αναιρετικούς λόγους: “Με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων στις 1-11-2000 ο ενάγων προσλήφθηκε από την εναγομένη ανώνυμη εταιρία για να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως ηχολήπτης στην επιχείρηση της τελευταίας και σε εκτέλεση της εργασιακής αυτής συμβάσεως εργάστηκε μέχρι τις 2-6-2010, οπότε η εναγομένη κατήγγειλε τη σύμβαση αυτή. Ο ενάγων με την από 6-8-2010 αγωγή του ισχυρίζεται ότι η εναγομένη αρνήθηκε από 2-6-2010 να αποδεχθεί τις υπηρεσίες που αυτός προσέφερε κατά προσήκοντα τρόπο και ζήτησε την επιδίκαση σ’ αυτόν μισθών υπερημερίας (μηνιαίων αποδοχών, επιδομάτων εορτών και αδείας), χωρίς όμως να υποβάλει αίτημα για να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας. Επομένως για την άσκηση της αγωγής αυτής δεν τίθεται θέμα παραδεκτού κατά το άρθρο 6 παρ. 1 ν. 3198/1955. Κατά τη συζήτηση της όμως ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στις 1-2-2011 η εναγομένη προέβαλε με ένσταση που καταχωρήθηκε στα πρακτικά τη λύση της εργασιακής σύμβασης με καταγγελία και ο ενάγων με αντένσταση (που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και περιέχεται και στις πρωτόδικες προτάσεις του) πρότεινε την ακυρότητα της καταγγελίας ως καταχρηστικής. Κατά συνέπεια πρέπει να ερευνηθεί αν η ακυρότητα αυτή προτάθηκε παραδεκτά. Η καταγγελία έγινε στις 2.6.2010 και ο ενάγων έλαβε γνώση αυτής αυθημερόν. Η τρίμηνη προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 1 ν. 3198/1955 άρχισε από την επόμενη ημέρα 3-6-2010 και έληξε την αντίστοιχη ημέρα του τρίτου μήνα (άρθρο 243 παρ. 2 ΑΚ), ήτοι στις 3-9-2010. Επομένως η αντένσταση του ενάγοντος (κατά τη δικάσιμο της 1-2-2011) δεν προβλήθηκε παραδεκτά και είναι εκ του λόγου αυτού απορριπτέα…Κατ’ ακολουθία των παραπάνω επήλθε στην προκειμένη περίπτωση απόσβεση του δικαιώματος του ενάγοντος περί προσβολής της καταγγελίας για ακυρότητα. Επομένως δεδομένου ότι η επίδικη σύμβαση εργασίας έχει λυθεί νόμιμα με καταγγελία, η αγωγή, καθόσον αφορά το κονδύλιο των μισθών υπερημερίας και των επιδομάτων Χριστουγέννων και Πάσχα και αδείας είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη..”. Με τις κρίσεις του αυτές το Εφετείο, με το να δεχτεί την ένσταση της αναιρεσίβλητης περί νομίμου λύσεως της ένδικης εργασιακής σύμβασης με καταγγελία αυτής κατά τη 2-6-2010, της οποίας έλαβε γνώση ο ενάγων αυθημερόν (και ελλείψεως εκ τούτου υπερημερίας της εναγομένης περί την αποδοχή της εργασίας του), με εντεύθεν συνέπεια την ουσιαστική αβασιμότητα των αιτουμένων αγωγικών κονδυλίων περί επιδικάσεως αποδοχών υπερημερίας (ήτοι μισθών, δώρων και επιδομάτων), θεμελιουμένων μόνο σε υπερημερία της εναγομένης ν’ αποδεχθεί την προσφερόμενη εργασία του και να του καταβάλει το μισθό του, κατ’ άρθρο 656 ΑΚ και όχι σε ακυρότητα καταγγελίας, ως και περί επελθούσας αποσβέσεως του δικαιώματος του ενάγοντος, να προβάλλει το πρώτον κατά την 1-2-2011, ήτοι μετά την παρέλευση της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 1 ν.3198/1955, την ακυρότητα της εν λόγω καταγγελίας και ν’ απορρίψει εκ τούτων την αγωγή, προέβη σε ορθή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών – που αναιρετικώς ανέλεγκτα έκρινε αποδεδειγμένα – στις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 3 εδ.α’ , 6 παρ. 1 ν.3198/1955, τις διαληφθείσες του ν. 2112/1920, ως και εκείνες των άρθρων 648 επ. 656 ΑΚ, τις οποίες και δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή. Διέλαβε δε στον υπαγωγικό συλλογισμό σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθότητα ή μη της εφαρμογής των νομικών αυτών κανόνων. Και τούτο διότι, καθόσον αφορά ειδικότερα την απόρριψη ως απαράδεκτης της αντένστασης του ενάγοντος περί ακυρότητας της γενομένης κατά την 2-6-2010 καταγγελίας της εργασιακής συμβάσεως, ως καταχρηστικής, από το παραδεκτώς κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., επισκοπηθέν άνω περιεχόμενο της αγωγής, δεν περιέχεται σ’ αυτό ούτε καθ’ υποφορά τέτοιος ισχυρισμός, αλλά μόνον περί αξιώσεως αποδοχών υπερημερίας οφειλομένων στον ενάγοντα, λόγω αποκρούσεως των υπηρεσιών του από την εργοδότρια και αρνήσεως της να του καταβάλλει το συμφωνηθέντα μισθό, για λόγους που αφορούν την ίδια. Έτσι η άσκηση της ένδικης αγωγής, δεν διέκοψε, όπως αβάσιμα υπολαμβάνει ο αναιρεσείων την ως άνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία, η πάροδος της οποίας είχε ως αποτέλεσμα την απόσβεση των αξιώσεων από άκυρη καταγγελία, κατά τα εκτεθέντα. Οι περαιτέρω αιτιάσεις αυτού, που περιέχονται στο αναιρετήριο, περί διακοπής και αναστολής, κατά τις διατάξεις του ΑΚ, της αποσβεστικής προθεσμίας στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση και είναι απορριπτέοι. Κατά συνέπεια, η προβολή του, κατ’ αντένσταση ισχυρισμού του, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης (1-2-2011), ότι η εκ μέρους της αναιρεσίβλητης επικαλούμενη καταγγελία της σύμβασης ήταν άκυρη ως καταχρηστική, προβληθείσα, μετά παρέλευση τριμήνου από της γνωστοποιήσεως (2-6-2010) σ’ αυτόν της καταγγελίας, ορθώς απορρίφθηκε ως απαράδεκτη. Συνακόλουθα, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη η εκ του άρθρου 559 αρ. 1, 19 και 14 Κ.Πολ.Δ., αναιρετικές πλημμέλειες είναι αβάσιμος. VI. Ως ανώτερη βία νοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός, είτε αντικειμενικό είτε σχετικό με το πρόσωπο του διαδίκου ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου, το οποίο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν μπορεί να αποτραπεί ακόμη και με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης. Αποτελεί δηλαδή η δικονομική ανώτερη βία έννοια ταυτιζόμενη κατά τον πυρήνα της με την ομώνυμη έννοια του ουσιαστικού δικαίου, διαφοροποιούμενη έναντι της τελευταίας μόνον κατά τις συνέπειες, ως συνεπαγόμενη τη δυνατότητα επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερα κατάσταση, με ανατροπή της κύρωσης από την παράβαση του δικονομικού βάρους, ενώ, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, λειτουργεί ως λόγος απαλλαγής του οφειλέτη, εμφανιζόμενη ως στενότερη έννοια έναντι του τυχηρού, όπου τούτο δημιουργεί ευθύνη του οφειλέτη. Κατά το περιεχόμενο της, επομένως, η δικονομική ανώτερη βία είναι η κατάσταση της, παρά την καταβολή εξιδιασμένης προσοχής και επιμέλειας εκ μέρους του διαδίκου και του πληρεξουσίου του, αδυναμίας αυτού να ανταποκριθεί σε δικονομικό βάρος του, συνεπεία της οποίας η διαδικαστική πράξη πάσχει ακυρότητα ή απαράδεκτο (ΑΠ 456/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε περαιτέρω τα ακόλουθα: “…Ο επικουρικά προβαλλόμενος με την έφεση ισχυρισμός του εκκαλούντος – ενάγοντος περί αναστολής της παραπάνω αποσβεστικής προθεσμίας για λόγους ανώτερης βίας… και συγκεκριμένα ότι, ενώ η απόλυση του έλαβε χώρα στις 2-6-2010, το δικαστήριο προσδιόρισε τη συζήτηση της κρινόμενης αγωγής του στις 26-10-2010 (ήτοι μετά την εκπνοή της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας) και ως εκ τούτου εμποδίστηκε από ανώτερη βία να προβάλλει εμπροθέσμως την αντένσταση του, είναι σε κάθε περίπτωση απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού τίποτα δεν εμπόδιζε τον ενάγοντα να ζητήσει στην εν λόγω ένδικη αγωγή του (που κοινοποιήθηκε στις 9-8-2010, ήτοι εντός της τρίμηνης ανατρεπτικής προθεσμίας) και την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης του. Κατ’ ακολουθία των παραπάνω επήλθε στην προκειμένη περίπτωση απόσβεση του δικαιώματος του ενάγοντος περί προσβολής της καταγγελίας για ακυρότητα..”. Με το δεύτερο λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη τις εκ του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ., αναιρετικές πλημμέλειες, με την αιτίαση ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 255 και 279 ΑΚ, επικουρικά δε εκείνες του άρθρου 6 παρ. 1 Ν. 2329/1953, σε κάθε δε περίπτωση ότι έχει ανεπαρκή αιτιολογία αναφορικά με το γιατί η αγωγή του δεν προσδιορίστηκε εντός των προθεσμιών του άρθρου 32 Ν1545/1985 έτσι ώστε και η παραπάνω αντένσταση του να έχει προβληθεί εντός τριμήνου από την απόλυση του, αλλά και ως προς το ότι δεν περιέλαβε στην αγωγή του αυτοτελές αίτημα περί αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας (αρθρ. 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ). Με τις ανωτέρω όμως παραδοχές το δικαστήριο της ουσίας, με την προσβαλλόμενη, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις παραπάνω διατάξεις και με επαρκή και σαφή αιτιολογία που καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, απέρριψε λόγω αβασιμότητας τον προβληθέντα ισχυρισμό περί συνδρομής στην προκειμένη περίπτωση ανώτερης βίας δικαιολογούσας την εκπρόθεσμη προβολή της εν λόγω αντένστασης, εξεταζόμενης αυτής (εκπροθέσμου προβολής) και αυτεπαγγέλτως και με την παραδοχή ότι: “… τίποτα δεν εμπόδιζε τον ενάγοντα να ζητήσει στην εν λόγω ένδικη αγωγή του (που κοινοποιήθηκε στις 9-8-2010, ήτοι εντός της τρίμηνης ανατρεπτικής προθεσμίας) και την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης του”, παρεχομένης σε κάθε περίπτωση δυνατότητας στον καθ’ υποφορά αντενιστάμενο να συμπληρώσει και βελτιώσει τον ισχυρισμό του, κατά τα εκτεθέντα. Συνεπώς ο δεύτερος λόγος της αίτησης εκ του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 Κ.ΠολΔ πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. VII. Κατά τη διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται: α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση, γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η έννοια της δημόσιας τάξης περιλαμβάνει τους κανόνες εκείνους με τους οποίους η Ελληνική Πολιτεία προστατεύει θεμελιώδεις αξίες και αντιλήψεις του έννομου βίου, πολιτειακές, ηθικές, οικονομικές ή κοινωνικές, η προσβολή των οποίων δεν είναι ανεκτή από την κρατούσα στη Χώρα γενική περί δικαίου συνείδηση (Ολ ΑΠ 15/2000, ΑΠ 20/2011, ΑΠ 4/2012). Με τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνεται ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Από τα ανωτέρω, συνάγεται ότι, το καθιερούμενο απαράδεκτο, αναφέρεται σε όλους τους λόγους αναίρεσης, του άρθρου 559 ΚΠολΔ, από δε το συσχετισμό της με τις διατάξεις των άρθρων 566 παρ.1 και 118 αρ. 4 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης, πρέπει να μνημονεύεται στο αναιρετήριο, ότι δεν πρόκειται για τις ως άνω εξαιρετικές περιπτώσεις, ότι ο ισχυρισμός αυτός, στον οποίο εκείνος στηρίζεται, είχε νόμιμα και παραδεκτά προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας και μάλιστα στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αν αυτού η απόφαση προσβάλλεται με την αναίρεση και συγκεκριμένα να αναφέρεται ο τρόπος προτάσεως του ισχυρισμού στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, καθώς και ο τρόπος επαναφοράς του στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και δη με λόγο εφέσεως ή με τις προτάσεις στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, η με τον τρόπο αυτό πρόταση επιτρέπεται (Ολ ΑΠ 43/1990, ΑΠ 356/2010). Το γεγονός εξ άλλου, ότι ο ισχυρισμός έπρεπε να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν έχει έννομη συνέπεια, διότι στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να ιδρυθεί ο λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο του αναιρετηρίου, προσάπτονται στην προσβαλλόμενη οι εκ του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ., αναιρετικές πλημμέλειες, κατά την προσήκουσα εκτίμηση του, με την αιτίαση ότι το Εφετείο με το να απορρίψει την εν λόγω αντένσταση ως εκπροθέσμως προβληθείσα παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 273 και 279 ΑΚ και διέλαβε στην απόφαση του ανεπαρκείς αιτιολογίες αναφορικά με το γιατί δεν έκρινε απαράγραπτη την αντένσταση κατ’ εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Με το περιεχόμενο αυτό ο τρίτος αναιρετικός λόγος είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, κατ’ άρθρο 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., καθόσον ο αναιρεσείων δεν επικαλείται με το αναιρετήριο παραδεκτή και νόμιμη προβολή αυτού ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και παραδεκτή επανυποβολή του ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, του οποίου η απόφαση προσβάλλεται, ούτε τέλος επικαλείται στο αναιρετήριο ότι αφορούν τυχόν οι εν λόγω αιτιάσεις του, τις άνω εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά τα εκτεθέντα στη προηγηθείσα μείζονα σκέψη, παρεκτός του ότι προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 273 ΑΚ, είναι μεταξύ άλλων να μην ορίζεται άλλως από το Νόμο, διότι διαφορετικά θα προσέκρουε στον επιδιωκόμενο με την αποσβεστική προθεσμία σκοπό. Κατ’ ακολουθία, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση στο σύνολο της και να συμψηφισθούν ολικά μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα, κατ’ άρθρο 179 εδαφ. τελ. σε συνδυασμό με άρθρο 183 ίδιου ΚΠολΔ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 28-7-2014 αίτηση για αναίρεση της με αριθμό 325/2013 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά. Συμψηφίζει ολικά μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 2 Φεβρουαρίου 2016. ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 21 Ιουνίου 2016. H ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή: http://www.taxheaven.gr
Από την παρ. 1 του άρθρου 6 ν. 3198/1955, όπως το δεύτερο εδάφιο αυτής προστέθηκε με το άρθρο 19 του Ν. 435/1976 ορίζεται ότι: “Πάσα αξίωσις μισθωτού πηγάζουσα εξ ακύρου καταγγελίας της σχέσεως εργασίας τυγχάνει απαράδεκτος, εφόσον η σχετική αγωγή δεν εκοινοποιήθη εντός τριμήνου ανατρεπτικής προθεσμίας από της λύσεως της σχέσεως εργασίας. Η διάταξις της παρούσης εφαρμόζεται μόνον επί καταγγελίας σχέσεων εξηρτημένης εργασίας” Η προθεσμία αυτή, η οποία είναι αποσβεστική (εφόσον ο νόμος τάσσει προθεσμία, μέσα στην οποία πρέπει ν’ ασκηθούν τα σχετικά δικαιώματα, άρθ. 279 ΑΚ), αποσκοπεί στην ταχεία άρση κάθε αβεβαιότητας σχετικά με το κύρος της καταγγελίας και στην εκκαθάριση εντός συντόμου χρονικού διαστήματος των αξιώσεων των εργαζομένων, που πηγάζουν από τυχόν άκυρη καταγγελία, ώστε να μην δημιουργούνται δυσβάστακτες συνέπειες για τον εργοδότη, όταν δε παρέλθει άπρακτη η αποσβεστική αυτή προθεσμία, επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος προσβολής της καταγγελίας για ακυρότητα (Ολ. ΑΠ 1338/1985, ΑΠ 705/2013, ΑΠ 404/2008). Οι ανωτέρω ελλείψεις, κατά την άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας δεν καθιστούν αυτή ανυπόστατη, αλλ’ αποτελούν (οι ελλείψεις) λόγους ακυρότητας της καταγγελίας, η επίκληση της οποίας (ακυρότητας), πρέπει να γίνει από τον εργαζόμενο με αγωγή μέσα στην τρίμηνη προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3198/1955, ή με ένσταση μέσα στην ίδια προθεσμία (Ολ. ΑΠ. 1338/1985). Η προαναφερθείσα διάταξη έχει εφαρμογή σε κάθε καταγγελία της σχέσης εξηρτημένης εργασίας, είτε αορίστου είτε ορισμένου χρόνου είναι αυτή, και από οποιαδήποτε παράβαση και αν προέρχεται η ακυρότητα (ΑΠ 404/2008). Η καθιερουμένη ως άνω αποσβεστική προθεσμία, προσδιοριζόμενη σε μήνες, και όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 240, 241, 242 και 243 ΑΚ (βλ. και όμοιες διατάξεις των άρθ. 144 § 1 και 145 § 2 ΚΠολΔ) αρχίζει από την επομένη της ημέρας που έλαβε χώρα η λύση της σύμβασης, που αποτελεί το αφετήριο γεγονός αυτής, με την καταγγελία και την περιέλευσή της στον μισθωτό και λήγει με την παρέλευση ολόκληρης της ημέρας του τελευταίου μήνα, η οποία αντιστοιχεί σε αριθμό και ημέρα με εκείνη που άρχισε, αν δε αυτή (τελευταία ημέρα της προθεσμίας) είναι κατά νόμο εορτάσιμη (μη εργάσιμη), όταν περάσει ολόκληρη η επόμενη εργάσιμη ημέρα (πρβλ. ΑΠ 404/2008,1938/2007). Η ως άνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθ. 6 παρ. 1 ν. 3198/1955, όπως ισχύει, για την έγερση (άσκηση) αγωγής περί ακυρότητας της καταγγελίας και απόληψης μισθών υπερημερίας, η οποία λαμβάνεται αυτεπάγγελτα υπόψη από το δικαστήριο (άρθ. 280 ΑΚ) καταλαμβάνει κάθε αξίωση του μισθωτού που πηγάζει από τη, για οποιονδήποτε λόγο ακυρότητα της καταγγελίας της αορίστου χρόνου εργασιακής σχέσης από τον εργοδότη (ΑΠ 705/2013). Στον ίδιο δε χρονικό περιορισμό υπόκειται και η ένσταση ή αντένσταση περί ακυρότητας της καταγγελίας ( Ολ. ΑΠ 1338/1985, ΑΠ 624/2008). Η μη κοινοποίηση δηλ. της αγωγής στον εργοδότη ή μη προβολή της ενστάσεως, μέσα στην παραπάνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία καθιερώνει ουσιαστικό απαράδεκτο, το οποίο κατά κύριο λόγο πλήττει το δικαίωμα της επίκλησης και προσβολής της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ως άκυρης και κατ’ ανάγκη τις συνεχόμενες με αυτό ουσιαστικές αξιώσεις, ως εκ τούτου δε αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, η καταγγελία αυτή καθίσταται έγκυρη (του εργαζομένου δικαιουμένου να ζητήσει μόνο την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης) και η σχετική αγωγή απορρίπτεται ως ουσιαστικά απαράδεκτη (ΑΠ 359/2015, ΑΠ 705/2013, 1619/2006). Η ως άνω αποσβεστική προθεσμία, διακόπτεται με την έγερση της αγωγής, είτε είναι καταψηφιστική είτε αναγνωριστική, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι στην αγωγή περιέχεται αίτημα για την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας. Η προθεσμία αυτή τάσσεται μόνο για την άσκηση των αξιώσεων που απορρέουν αμέσως από την άκυρη καταγγελία της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας. Δεν ισχύει δε, στις περιπτώσεις που οι αξιώσεις έχουν τις ίδιες συνέπειες με την άκυρη καταγγελία, αλλά δεν υπάρχει ή δε μπορεί να συναχθεί από το περιεχόμενο της αγωγής ότι υπάρχει καταγγελία, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των αποδοχών υπερημερίας που οφείλονται, κατά το άρθρο 656 του ΑΚ, στον μισθωτό, λόγω της αποκρούσεως των υπηρεσιών του από τον εργοδότη για λόγους που αφορούν τον ίδιο, αφού η ανωτέρω ακυρότητα της καταγγελίας είναι, ως εκτέθηκε, σχετική υπέρ του εργαζομένου. Εξάλλου, η εκ του άρθρου 656 ΑΚ αξίωση για μισθούς υπερημερίας, λόγω αρνήσεως του εργοδότη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού μετά την καταγγελία της συμβάσεως, την οποία ο τελευταίος θεωρεί άκυρη, στηρίζεται στη σύμβαση εργασίας και συνεπώς, για να είναι ορισμένη η αγωγή, πρέπει να εκτίθενται σε αυτή η κατάρτιση της σύμβασης, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός και η άρνηση του εργοδότη να αποδέχεται την προσηκόντως προσφερόμενη εργασία του μισθωτού. Αναφορά στην καταγγελία και την ακυρότητα της δεν απαιτείται. Στην περίπτωση αυτή η ακυρότητα της καταγγελίας δεν αποτελεί στοιχείο της βάσης τη αγωγής. Αν όμως ο εργοδότης, κατά τη συζήτηση της αγωγής, για να απαλλαγεί, επικαλεστεί κατ’ ένσταση έγκυρη καταγγελία της σύμβασης (και στη συνέχεια αποδείξει τούτο) και ανυπαρξία υπερημερίας του, ο ισχυρισμός του μισθωτού για την ακυρότητα της καταγγελίας αποτελεί αντένσταση που πρέπει να προβληθεί κατά νόμιμο και παραδεκτό τρόπο. Ο μισθωτός έχει βέβαια τη δυνατότητα να επικαλεστεί την ακυρότητα της καταγγελίας και τους λόγους που τη θεμελιώνουν με το δικόγραφο της αγωγής “καθ’ υποφοράν”, οπότε πρόκειται για εκ προοιμίου αντένσταση κατά της τυχόν ένστασης του εργοδότη περί καταγγελίας της σύμβασης. Έτσι, εφόσον και στην περίπτωση αυτή η ακυρότητα της καταγγελίας δεν αποτελεί στοιχείο της βάσης της αγωγής, ο εργαζόμενος έχει τη δυνατότητα να συμπληρώσει και να βελτιώνει τον ισχυρισμό του για ακυρότητα, επικαλούμενος νέους λόγους ακυρότητας ή διαφορετικούς από αυτούς που περιέχονται στην αγωγή, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο ή στον δεύτερο βαθμό, με τις προϋποθέσεις πάντοτε του άρθρου 527 ΚΠολΔ. Ο ισχυρισμός του, όμως, αυτός (ακυρότητας της καταγγελίας) που προβάλλεται (με ένσταση ή αντένσταση) προς απόκρουση του ισχυρισμού του εργοδότη, για είναι παραδεκτός, πρέπει, όπως και πιο πάνω αναφέρθηκε να προβάλλεται μέσα στην ανατρεπτική προθεσμία των τριών μηνών, από την περιέλευση στον μισθωτό της καταγγελίας (Ολ. ΑΠ 1338/1985 ΑΠ 624/2008). Αριθμός 429/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B1’ Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Στυλιανή Γιαννούκου, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Χαράλαμπο Μαχαίρα, Γεώργιο Αναστασάκο, Σοφία Καρυστηναίου και Μαρία Νικολακέα, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 6 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Σ. Η. του Θ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξιο Παπασταύρου και κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “…” που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Τριαντάφυλλο και κατέθεσε προτάσεις. ΣΥΓΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗ: Στην υπέρ της αναιρεσείουσας προσθέτως παρεμβάσασα συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία “…”, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6-8-2010 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:1889/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 325/2013 του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 28-7-2014 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χαράλαμπος Μαχαίρας ανέγνωσε την από 9-1-2015 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την υπηρεσία Αρεοπαγίτη Μιχαήλ Αυγουλέα, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως της υπ’ αριθ. 325/2013 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά μεν το άρθρο 82 εδαφ. γ’ ΚΠολΔ, αποφάσεις και δικόγραφα που επιδίδονται στους κύριους διαδίκους πρέπει να επιδίδονται και σ’ εκείνον που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση, κατά δε το άρθρο 81 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα ο παρεμβαίνων καλείται στις επόμενες διαδικαστικές πράξεις από το διάδικο που επισπεύδει τη δίκη. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι η κλήση για συζήτηση της αίτησης αναίρεσης πρέπει να επιδίδεται και σ’ εκείνον, που είχε στη δίκη επί της ουσίας, από την οποία προήλθε η προσβαλλόμενη απόφαση, την ιδιότητα του προσθέτως παρεμβαίνοντος, υπέρ κάποιου από τους κύριους διαδίκους, για να ενημερώνεται αυτός ως προς την εξέλιξη της δίκης που ανοίγεται με την άσκηση του ένδικου μέσου της αίτησης αναίρεσης και να ασκεί τα νόμιμα δικαιώματα του, διότι και αυτός είναι διάδικος. Στην αντίθετη περίπτωση δημιουργείται απαράδεκτο της συζητήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως, το οποίο, ως αναγόμενο στην προδικασία, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο (ΑΠ 1406/2010, ΑΠ 179/2012). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των διαδικαστικών εγγράφων, κατά τη συζήτηση της από 6-8-2010 αγωγής του ήδη αναιρεσείοντος ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της ήδη αναιρεσιβλήτου, παρενέβη προσθέτως υπέρ του ενάγοντος η πρωτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία “…”, η οποία κλήθηκε να παραστεί και ενώπιον του Εφετείου, κατά την εκδίκαση της από 3-9-2012 έφεσης που άσκησε ο ήδη αναιρεσείων, κατά της 1889/2011 απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, από τη σειρά του σχετικού πινακίου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, δεν εμφανίσθηκε η προσθέτως παρεμβαίνουσα. Πλην όμως, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη …3-11-2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, Α. Κ., η τελευταία κλήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα προκειμένου να παραστεί κατά την αρμοδίως ορισθείσα αρχική δικάσιμο της 20-1-2015, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε εκ του πινακίου για την ανωτέρω. Επομένως, κατά τα εκτεθέντα, πρέπει να προχωρήσει παραδεκτά η συζήτηση της αιτήσεως. II. Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την εργατική διαδικασία 325/2013 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, η οποία δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ’ ουσία την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (αρθρ. 552, 553, 556, 558, 564, 566§1 ΚΠολΔ), Είναι επομένως παραδεκτή (αρθρ. 577§1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω (αρθρ. 577§3 ΚΠολΔ). ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 656 εδαφ. α’ ΑΚ “Άν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας ή αν η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που τον αφορούν και δεν οφείλονται σε ανωτέρα βία, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να παράσχει την εργασία σε άλλο χρόνο”. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 349 και 350 ΑΚ, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υπερημερίας του εργοδότη περί την αποδοχή της εργασίας αποτελούν: α) η ύπαρξη έγκυρης σύμβασης εργασίας, β) η πραγματική και προσήκουσα προσφορά της εργασίας εκ μέρους του εργαζόμενου ή μη πραγματική αν ο εργοδότης δήλωσε ήδη ότι δεν δέχεται αυτήν, (το οποίο συμβαίνει ιδίως όταν κατήγγειλε τη σύμβαση) και γ) η μη αποδοχή αυτής από τον εργοδότη. Όπως επί κάθε ενοχής και ειδικότερα επί αμφοτεροβαρούς συμβάσεως, έτσι και επί της μισθώσεως εργασίας, ο εργοδότης, ο οποίος δεν είναι κατ’ αρχή υποχρεωμένος ν’ αποδεχθεί την προσφερόμενη εργασία, δικαιούται να την αποκρούσει και απαλλάσσεται των λοιπών συνεπειών της υπερημερίας καταβάλλοντος το μισθό. Κατ’ ακολουθία, η μη αποδοχή της εργασίας που καθιστά τον εργοδότη υπερήμερο ως δανειστή, έχει σημασία για την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 656 ΑΚ μόνον εφόσον αυτός δεν αρνείται απλώς να δεχθεί την εργασία, αλλά αρνείται συγχρόνως να εκπληρώσει τη δική του επί την αντιπαροχή (μισθό) υποχρέωση. Συνακόλουθα ο εργοδότης περιέρχεται σε υπερημερία, όταν ο εργαζόμενος προσφέρει πραγματικά, με τον προσήκοντα τρόπο την εργασία του και αυτός δεν τη δέχεται ή δηλώνει ότι δεν τη δέχεται, με συνέπεια να υποχρεούται στην καταβολή του μισθού σ’ αυτόν (μισθωτό). Υποχρέωση, εξάλλου, του εργοδότη, να καταβάλει τον μισθό υπάρχει και σε περίπτωση αδυναμίας του να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του μισθωτού, όταν η αδυναμία αυτή ανάγεται όχι μόνο σε πταίσμα του, αλλά και όταν οφείλεται σε τυχαία περιστατικά, που τον αφορούν και σχετίζονται με τη σφαίρα των συνθηκών, που μπορεί να ελέγχει ή τους γενικότερους ή ειδικότερους κινδύνους της πορείας και λειτουργίας της επιχειρήσεως και εκμεταλλεύσεως του. Ο εργοδότης απαλλάσσεται μόνον αν η αδυναμία του (για αποδοχή της εργασίας) οφείλεται σε ανωτέρα βία. IV. Από τις διατάξεις των άρθρων 167, 648, 669 Α.Κ., 1 και 3 του Ν. 2112/1920, 1, 3 παρ. 1, 5 του Β.Δ. από 16/7/1920 και 5 του Ν. 3198/1955 συνάγεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία που θεωρείται έγκυρη όταν γίνει εγγράφως και καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση. Η καταγγελία αναπτύσσει την άμεση διαπλαστική της ενέργεια, σε περίπτωση που ασκείται από τον εργοδότη, από τη στιγμή που λαμβάνει γνώση ο παραλήπτης της, εργαζόμενος, κατά το άρθρο 167 Α.Κ. Περαιτέρω η ακυρότητα της καταγγελίας μπορεί να οφείλεται είτε στη μη τήρηση των ως άνω προϋποθέσεων (έγγραφο και καταβολή αποζημίωσης), είτε στο ότι έγινε με καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση, δηλαδή καθ’ υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, οπότε η καταγγελία είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μην έγινε (180 Α.Κ.). Σε περίπτωση ακυρότητας, ο εργοδότης που αρνείται έκτοτε να αποδεχθεί την προσηκόντως προσφερόμενη εργασία του μισθωτού καθίσταται υπερήμερος (άρθρα 349, 350 Α.Κ.) και υποχρεούται στην πληρωμή του μισθού του. Ο μισθωτός αντίστοιχα δικαιούται είτε να εμμείνει στην ακυρότητα της καταγγελίας και να αξιώσει, κατά το άρθρο 656 Α.Κ., τους μισθούς του είτε, ενόψει του ότι η ακυρότητα της καταγγελίας τάσσεται υπέρ αυτού και είναι επομένως σχετική, να θεωρήσει την καταγγελία έγκυρη και να ζητήσει την προβλεπόμενη από το Ν. 2112/1920 ή από το Β.Δ. από 16-7-1920 αποζημίωση, δυνάμενος να ενώσει στο ίδιο δικόγραφο της αγωγής και τα δύο αιτήματα εφόσον το δεύτερο από αυτά προβάλλει επικουρικά (άρθρο 219 ΚΠολΔ), για την περίπτωση δηλαδή απορρίψεως του πρώτου. Περαιτέρω, από την παρ. 1 του άρθρου 6 ν. 3198/1955, όπως το δεύτερο εδάφιο αυτής προστέθηκε με το άρθρο 19 του Ν. 435/1976 ορίζεται ότι: “Πάσα αξίωσις μισθωτού πηγάζουσα εξ ακύρου καταγγελίας της σχέσεως εργασίας τυγχάνει απαράδεκτος, εφόσον η σχετική αγωγή δεν εκοινοποιήθη εντός τριμήνου ανατρεπτικής προθεσμίας από της λύσεως της σχέσεως εργασίας. Η διάταξις της παρούσης εφαρμόζεται μόνον επί καταγγελίας σχέσεων εξηρτημένης εργασίας” Η προθεσμία αυτή, η οποία είναι αποσβεστική (εφόσον ο νόμος τάσσει προθεσμία, μέσα στην οποία πρέπει ν’ ασκηθούν τα σχετικά δικαιώματα, άρθ. 279 ΑΚ), αποσκοπεί στην ταχεία άρση κάθε αβεβαιότητας σχετικά με το κύρος της καταγγελίας και στην εκκαθάριση εντός συντόμου χρονικού διαστήματος των αξιώσεων των εργαζομένων, που πηγάζουν από τυχόν άκυρη καταγγελία, ώστε να μην δημιουργούνται δυσβάστακτες συνέπειες για τον εργοδότη, όταν δε παρέλθει άπρακτη η αποσβεστική αυτή προθεσμία, επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος προσβολής της καταγγελίας για ακυρότητα (Ολ. ΑΠ 1338/1985, ΑΠ 705/2013, ΑΠ 404/2008). Οι ανωτέρω ελλείψεις, κατά την άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας δεν καθιστούν αυτή ανυπόστατη, αλλ’ αποτελούν (οι ελλείψεις) λόγους ακυρότητας της καταγγελίας, η επίκληση της οποίας (ακυρότητας), πρέπει να γίνει από τον εργαζόμενο με αγωγή μέσα στην τρίμηνη προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3198/1955, ή με ένσταση μέσα στην ίδια προθεσμία (Ολ. ΑΠ 1338/1985). Η προαναφερθείσα διάταξη έχει εφαρμογή σε κάθε καταγγελία της σχέσης εξηρτημένης εργασίας, είτε αορίστου είτε ορισμένου χρόνου είναι αυτή, και από οποιαδήποτε παράβαση και αν προέρχεται η ακυρότητα (ΑΠ 404/2008). Η καθιερουμένη ως άνω αποσβεστική προθεσμία, προσδιοριζόμενη σε μήνες, και όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 240, 241, 242 και 243 ΑΚ (βλ. και όμοιες διατάξεις των άρθ. 144 § 1 και 145 § 2 ΚΠολΔ) αρχίζει από την επομένη της ημέρας που έλαβε χώρα η λύση της σύμβασης, που αποτελεί το αφετήριο γεγονός αυτής, με την καταγγελία και την περιέλευσή της στον μισθωτό και λήγει με την παρέλευση ολόκληρης της ημέρας του τελευταίου μήνα, η οποία αντιστοιχεί σε αριθμό και ημέρα με εκείνη που άρχισε, αν δε αυτή (τελευταία ημέρα της προθεσμίας) είναι κατά νόμο εορτάσιμη (μη εργάσιμη), όταν περάσει ολόκληρη η επόμενη εργάσιμη ημέρα (πρβλ. ΑΠ 404/2008, ΑΠ 1938/2007). Η ως άνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθ. 6 παρ. 1 ν. 3198/1955, όπως ισχύει, για την έγερση (άσκηση) αγωγής περί ακυρότητας της καταγγελίας και απόληψης μισθών υπερημερίας, η οποία λαμβάνεται αυτεπάγγελτα υπόψη από το δικαστήριο (άρθ. 280 ΑΚ) καταλαμβάνει κάθε αξίωση του μισθωτού που πηγάζει από τη, για οποιονδήποτε λόγο ακυρότητα της καταγγελίας της αορίστου χρόνου εργασιακής σχέσης από τον εργοδότη (ΑΠ 705/2013). Στον ίδιο δε χρονικό περιορισμό υπόκειται και η ένσταση ή αντένσταση περί ακυρότητας της καταγγελίας ( Ολ. ΑΠ 1338/1985, ΑΠ 624/2008). Η μη κοινοποίηση δηλ. της αγωγής στον εργοδότη ή μη προβολή της ενστάσεως, μέσα στην παραπάνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία καθιερώνει ουσιαστικό απαράδεκτο, το οποίο κατά κύριο λόγο πλήττει το δικαίωμα της επίκλησης και προσβολής της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ως άκυρης και κατ’ ανάγκη τις συνεχόμενες με αυτό ουσιαστικές αξιώσεις, ως εκ τούτου δε αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, η καταγγελία αυτή καθίσταται έγκυρη (του εργαζομένου δικαιουμένου να ζητήσει μόνο την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης) και η σχετική αγωγή απορρίπτεται ως ουσιαστικά απαράδεκτη (ΑΠ 359/2015, ΑΠ 705/2013, ΑΠ 1619/2006). Η ως άνω αποσβεστική προθεσμία, διακόπτεται με την έγερση της αγωγής, είτε είναι καταψηφιστική είτε αναγνωριστική, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι στην αγωγή περιέχεται αίτημα για την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας. Η προθεσμία αυτή τάσσεται μόνο για την άσκηση των αξιώσεων που απορρέουν αμέσως από την άκυρη καταγγελία της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας. Δεν ισχύει δε, στις περιπτώσεις που οι αξιώσεις έχουν τις ίδιες συνέπειες με την άκυρη καταγγελία, αλλά δεν υπάρχει ή δε μπορεί να συναχθεί από το περιεχόμενο της αγωγής ότι υπάρχει καταγγελία, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των αποδοχών υπερημερίας που οφείλονται, κατά το άρθρο 656 του ΑΚ, στον μισθωτό, λόγω της αποκρούσεως των υπηρεσιών του από τον εργοδότη για λόγους που αφορούν τον ίδιο, αφού η ανωτέρω ακυρότητα της καταγγελίας είναι, ως εκτέθηκε, σχετική υπέρ του εργαζομένου. Εξάλλου, η εκ του άρθρου 656 ΑΚ αξίωση για μισθούς υπερημερίας, λόγω αρνήσεως του εργοδότη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού μετά την καταγγελία της συμβάσεως, την οποία ο τελευταίος θεωρεί άκυρη, στηρίζεται στη σύμβαση εργασίας και συνεπώς, για να είναι ορισμένη η αγωγή, πρέπει να εκτίθενται σε αυτή η κατάρτιση της σύμβασης, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός και η άρνηση του εργοδότη να αποδέχεται την προσηκόντως προσφερόμενη εργασία του μισθωτού. Αναφορά στην καταγγελία και την ακυρότητα της δεν απαιτείται. Στην περίπτωση αυτή η ακυρότητα της καταγγελίας δεν αποτελεί στοιχείο της βάσης τη αγωγής. Αν όμως ο εργοδότης, κατά τη συζήτηση της αγωγής, για να απαλλαγεί, επικαλεστεί κατ’ ένσταση έγκυρη καταγγελία της σύμβασης (και στη συνέχεια αποδείξει τούτο) και ανυπαρξία υπερημερίας του, ο ισχυρισμός του μισθωτού για την ακυρότητα της καταγγελίας αποτελεί αντένσταση που πρέπει να προβληθεί κατά νόμιμο και παραδεκτό τρόπο. Ο μισθωτός έχει βέβαια τη δυνατότητα να επικαλεστεί την ακυρότητα της καταγγελίας και τους λόγους που τη θεμελιώνουν με το δικόγραφο της αγωγής “καθ’ υποφοράν”, οπότε πρόκειται για εκ προοιμίου αντένσταση κατά της τυχόν ένστασης του εργοδότη περί καταγγελίας της σύμβασης. Έτσι, εφόσον και στην περίπτωση αυτή η ακυρότητα της καταγγελίας δεν αποτελεί στοιχείο της βάσης της αγωγής, ο εργαζόμενος έχει τη δυνατότητα να συμπληρώσει και να βελτιώνει τον ισχυρισμό του για ακυρότητα, επικαλούμενος νέους λόγους ακυρότητας ή διαφορετικούς από αυτούς που περιέχονται στην αγωγή, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο ή στον δεύτερο βαθμό, με τις προϋποθέσεις πάντοτε του άρθρου 527 ΚΠολΔ. Ο ισχυρισμός του, όμως, αυτός (ακυρότητας της καταγγελίας) που προβάλλεται (με ένσταση ή αντένσταση) προς απόκρουση του ισχυρισμού του εργοδότη, για είναι παραδεκτός, πρέπει, όπως και πιο πάνω αναφέρθηκε να προβάλλεται μέσα στην ανατρεπτική προθεσμία των τριών μηνών, από την περιέλευση στον μισθωτό της καταγγελίας (Ολ. ΑΠ 1338/1985 ΑΠ 624/2008). Τέλος, με το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ ιδρύονται, αντίστοιχα, λόγοι αναίρεσης, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου και αν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά δε το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ, επιτρέπεται αναίρεση, αν το δικαστήριο, παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από το δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός ιδρύεται, όταν η πλημμέλεια αναφέρεται σε ακυρότητα ή απαράδεκτο ή έκπτωση από το δικαίωμα, που προέρχεται από παράβαση δικονομικής διατάξεως. V. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., επισκόπηση της προσβαλλόμενης και των διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την αγωγή επί της οποίας η προσβαλλόμενη ο ενάγων ισχυρίσθηκε ότι δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήφθη με την πρώτη εναγομένη στις 1/11/2000, προσελήφθη από την τελευταία για να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως ηχολήπτης στην επιχείρηση της. Ότι σε εκτέλεση της ανωτέρω συμβάσεως, προσέφερε τις υπηρεσίες του αντί μηνιαίου μισθού, ο οποίος τον Μάιο 2010 έφθασε σε 2.256,25 ευρώ, ποσό το οποίο κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα εξακολουθούσε να του καταβάλλεται κάθε μήνα αν η πρώτη εναγομένη δεν αρνούνταν από 2-6-2010 “το μεν να αποδέχεται τις υπηρεσίες του, τις οποίες έχει πάντοτε στη διάθεση της, το δε να του καταβάλει τις συμφωνημένες αποδοχές του”. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησε, περιορίζοντας παραδεκτά το αίτημα του (άρθρο 223 ΚΠολΔ), να αναγνωριστεί ότι οφείλει η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 40.612,50 για οφειλόμενους μισθούς υπερημερίας που αφορούν το χρονικό διάστημα από Ιούλιο έτους 2010 έως και Δεκέμβριο έτους 2011, το ποσό των 2.075,75 ευρώ για υπόλοιπο αποδοχών Ιουνίου έτους 2010, και το ποσό των 7.836,88 ευρώ για οφειλόμενα δώρα εορτών και επιδόματος αδείας για το μετά την υπερημερία της εναγομένης χρονικό διάστημα, με τον νόμιμο τόκο. Ζήτησε επίσης να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 10.000 ευρώ με τον νόμιμο τόκο, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της, ήτοι της “παράνομης και αντισυμβατικής απόκρουσης των πραγματικώς και προσηκόντως προσφερομένων υπηρεσιών του και άρνησης να τον απασχολεί πραγματικά με την ίδια ειδικότητα και με τους ίδιους συμβατικούς όρους που τον απασχολούσε μέχρι τις 2-6-2010 και να του καταβάλει τις συμφωνημένες αποδοχές του”, προσβολής του δικαιώματος στην προσωπικότητα και του δικαιώματος στην εργασία, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να τον απασχολεί ως άνω, άλλως και σε περίπτωση μη συμμόρφωσης της, προς το διατακτικό της εκδοθησόμενης απόφασης, να επιβληθεί σε βάρος της χρηματική ποινή για κάθε παράβαση του. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, επί ασκηθείσας δε κατ’ αυτής εφέσεως του ενάγοντος η προσβαλλόμενη με την οποία η έφεση απορρίφθηκε κατ’ ουσία. Ειδικότερα το Εφετείο δέχτηκε τα ακόλουθα κρίσιμα, καθόσον αφορά τους ερευνώμενους αναιρετικούς λόγους: “Με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων στις 1-11-2000 ο ενάγων προσλήφθηκε από την εναγομένη ανώνυμη εταιρία για να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως ηχολήπτης στην επιχείρηση της τελευταίας και σε εκτέλεση της εργασιακής αυτής συμβάσεως εργάστηκε μέχρι τις 2-6-2010, οπότε η εναγομένη κατήγγειλε τη σύμβαση αυτή. Ο ενάγων με την από 6-8-2010 αγωγή του ισχυρίζεται ότι η εναγομένη αρνήθηκε από 2-6-2010 να αποδεχθεί τις υπηρεσίες που αυτός προσέφερε κατά προσήκοντα τρόπο και ζήτησε την επιδίκαση σ’ αυτόν μισθών υπερημερίας (μηνιαίων αποδοχών, επιδομάτων εορτών και αδείας), χωρίς όμως να υποβάλει αίτημα για να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας. Επομένως για την άσκηση της αγωγής αυτής δεν τίθεται θέμα παραδεκτού κατά το άρθρο 6 παρ. 1 ν. 3198/1955. Κατά τη συζήτηση της όμως ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στις 1-2-2011 η εναγομένη προέβαλε με ένσταση που καταχωρήθηκε στα πρακτικά τη λύση της εργασιακής σύμβασης με καταγγελία και ο ενάγων με αντένσταση (που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και περιέχεται και στις πρωτόδικες προτάσεις του) πρότεινε την ακυρότητα της καταγγελίας ως καταχρηστικής. Κατά συνέπεια πρέπει να ερευνηθεί αν η ακυρότητα αυτή προτάθηκε παραδεκτά. Η καταγγελία έγινε στις 2.6.2010 και ο ενάγων έλαβε γνώση αυτής αυθημερόν. Η τρίμηνη προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 1 ν. 3198/1955 άρχισε από την επόμενη ημέρα 3-6-2010 και έληξε την αντίστοιχη ημέρα του τρίτου μήνα (άρθρο 243 παρ. 2 ΑΚ), ήτοι στις 3-9-2010. Επομένως η αντένσταση του ενάγοντος (κατά τη δικάσιμο της 1-2-2011) δεν προβλήθηκε παραδεκτά και είναι εκ του λόγου αυτού απορριπτέα…Κατ’ ακολουθία των παραπάνω επήλθε στην προκειμένη περίπτωση απόσβεση του δικαιώματος του ενάγοντος περί προσβολής της καταγγελίας για ακυρότητα. Επομένως δεδομένου ότι η επίδικη σύμβαση εργασίας έχει λυθεί νόμιμα με καταγγελία, η αγωγή, καθόσον αφορά το κονδύλιο των μισθών υπερημερίας και των επιδομάτων Χριστουγέννων και Πάσχα και αδείας είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη..”. Με τις κρίσεις του αυτές το Εφετείο, με το να δεχτεί την ένσταση της αναιρεσίβλητης περί νομίμου λύσεως της ένδικης εργασιακής σύμβασης με καταγγελία αυτής κατά τη 2-6-2010, της οποίας έλαβε γνώση ο ενάγων αυθημερόν (και ελλείψεως εκ τούτου υπερημερίας της εναγομένης περί την αποδοχή της εργασίας του), με εντεύθεν συνέπεια την ουσιαστική αβασιμότητα των αιτουμένων αγωγικών κονδυλίων περί επιδικάσεως αποδοχών υπερημερίας (ήτοι μισθών, δώρων και επιδομάτων), θεμελιουμένων μόνο σε υπερημερία της εναγομένης ν’ αποδεχθεί την προσφερόμενη εργασία του και να του καταβάλει το μισθό του, κατ’ άρθρο 656 ΑΚ και όχι σε ακυρότητα καταγγελίας, ως και περί επελθούσας αποσβέσεως του δικαιώματος του ενάγοντος, να προβάλλει το πρώτον κατά την 1-2-2011, ήτοι μετά την παρέλευση της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 1 ν.3198/1955, την ακυρότητα της εν λόγω καταγγελίας και ν’ απορρίψει εκ τούτων την αγωγή, προέβη σε ορθή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών – που αναιρετικώς ανέλεγκτα έκρινε αποδεδειγμένα – στις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 3 εδ.α’ , 6 παρ. 1 ν.3198/1955, τις διαληφθείσες του ν. 2112/1920, ως και εκείνες των άρθρων 648 επ. 656 ΑΚ, τις οποίες και δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή. Διέλαβε δε στον υπαγωγικό συλλογισμό σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθότητα ή μη της εφαρμογής των νομικών αυτών κανόνων. Και τούτο διότι, καθόσον αφορά ειδικότερα την απόρριψη ως απαράδεκτης της αντένστασης του ενάγοντος περί ακυρότητας της γενομένης κατά την 2-6-2010 καταγγελίας της εργασιακής συμβάσεως, ως καταχρηστικής, από το παραδεκτώς κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., επισκοπηθέν άνω περιεχόμενο της αγωγής, δεν περιέχεται σ’ αυτό ούτε καθ’ υποφορά τέτοιος ισχυρισμός, αλλά μόνον περί αξιώσεως αποδοχών υπερημερίας οφειλομένων στον ενάγοντα, λόγω αποκρούσεως των υπηρεσιών του από την εργοδότρια και αρνήσεως της να του καταβάλλει το συμφωνηθέντα μισθό, για λόγους που αφορούν την ίδια. Έτσι η άσκηση της ένδικης αγωγής, δεν διέκοψε, όπως αβάσιμα υπολαμβάνει ο αναιρεσείων την ως άνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία, η πάροδος της οποίας είχε ως αποτέλεσμα την απόσβεση των αξιώσεων από άκυρη καταγγελία, κατά τα εκτεθέντα. Οι περαιτέρω αιτιάσεις αυτού, που περιέχονται στο αναιρετήριο, περί διακοπής και αναστολής, κατά τις διατάξεις του ΑΚ, της αποσβεστικής προθεσμίας στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση και είναι απορριπτέοι. Κατά συνέπεια, η προβολή του, κατ’ αντένσταση ισχυρισμού του, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης (1-2-2011), ότι η εκ μέρους της αναιρεσίβλητης επικαλούμενη καταγγελία της σύμβασης ήταν άκυρη ως καταχρηστική, προβληθείσα, μετά παρέλευση τριμήνου από της γνωστοποιήσεως (2-6-2010) σ’ αυτόν της καταγγελίας, ορθώς απορρίφθηκε ως απαράδεκτη. Συνακόλουθα, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη η εκ του άρθρου 559 αρ. 1, 19 και 14 Κ.Πολ.Δ., αναιρετικές πλημμέλειες είναι αβάσιμος. VI. Ως ανώτερη βία νοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός, είτε αντικειμενικό είτε σχετικό με το πρόσωπο του διαδίκου ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου, το οποίο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν μπορεί να αποτραπεί ακόμη και με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης. Αποτελεί δηλαδή η δικονομική ανώτερη βία έννοια ταυτιζόμενη κατά τον πυρήνα της με την ομώνυμη έννοια του ουσιαστικού δικαίου, διαφοροποιούμενη έναντι της τελευταίας μόνον κατά τις συνέπειες, ως συνεπαγόμενη τη δυνατότητα επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερα κατάσταση, με ανατροπή της κύρωσης από την παράβαση του δικονομικού βάρους, ενώ, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, λειτουργεί ως λόγος απαλλαγής του οφειλέτη, εμφανιζόμενη ως στενότερη έννοια έναντι του τυχηρού, όπου τούτο δημιουργεί ευθύνη του οφειλέτη. Κατά το περιεχόμενο της, επομένως, η δικονομική ανώτερη βία είναι η κατάσταση της, παρά την καταβολή εξιδιασμένης προσοχής και επιμέλειας εκ μέρους του διαδίκου και του πληρεξουσίου του, αδυναμίας αυτού να ανταποκριθεί σε δικονομικό βάρος του, συνεπεία της οποίας η διαδικαστική πράξη πάσχει ακυρότητα ή απαράδεκτο (ΑΠ 456/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε περαιτέρω τα ακόλουθα: “…Ο επικουρικά προβαλλόμενος με την έφεση ισχυρισμός του εκκαλούντος – ενάγοντος περί αναστολής της παραπάνω αποσβεστικής προθεσμίας για λόγους ανώτερης βίας… και συγκεκριμένα ότι, ενώ η απόλυση του έλαβε χώρα στις 2-6-2010, το δικαστήριο προσδιόρισε τη συζήτηση της κρινόμενης αγωγής του στις 26-10-2010 (ήτοι μετά την εκπνοή της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας) και ως εκ τούτου εμποδίστηκε από ανώτερη βία να προβάλλει εμπροθέσμως την αντένσταση του, είναι σε κάθε περίπτωση απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού τίποτα δεν εμπόδιζε τον ενάγοντα να ζητήσει στην εν λόγω ένδικη αγωγή του (που κοινοποιήθηκε στις 9-8-2010, ήτοι εντός της τρίμηνης ανατρεπτικής προθεσμίας) και την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης του. Κατ’ ακολουθία των παραπάνω επήλθε στην προκειμένη περίπτωση απόσβεση του δικαιώματος του ενάγοντος περί προσβολής της καταγγελίας για ακυρότητα..”. Με το δεύτερο λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη τις εκ του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ., αναιρετικές πλημμέλειες, με την αιτίαση ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 255 και 279 ΑΚ, επικουρικά δε εκείνες του άρθρου 6 παρ. 1 Ν. 2329/1953, σε κάθε δε περίπτωση ότι έχει ανεπαρκή αιτιολογία αναφορικά με το γιατί η αγωγή του δεν προσδιορίστηκε εντός των προθεσμιών του άρθρου 32 Ν1545/1985 έτσι ώστε και η παραπάνω αντένσταση του να έχει προβληθεί εντός τριμήνου από την απόλυση του, αλλά και ως προς το ότι δεν περιέλαβε στην αγωγή του αυτοτελές αίτημα περί αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας (αρθρ. 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ). Με τις ανωτέρω όμως παραδοχές το δικαστήριο της ουσίας, με την προσβαλλόμενη, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις παραπάνω διατάξεις και με επαρκή και σαφή αιτιολογία που καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, απέρριψε λόγω αβασιμότητας τον προβληθέντα ισχυρισμό περί συνδρομής στην προκειμένη περίπτωση ανώτερης βίας δικαιολογούσας την εκπρόθεσμη προβολή της εν λόγω αντένστασης, εξεταζόμενης αυτής (εκπροθέσμου προβολής) και αυτεπαγγέλτως και με την παραδοχή ότι: “… τίποτα δεν εμπόδιζε τον ενάγοντα να ζητήσει στην εν λόγω ένδικη αγωγή του (που κοινοποιήθηκε στις 9-8-2010, ήτοι εντός της τρίμηνης ανατρεπτικής προθεσμίας) και την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης του”, παρεχομένης σε κάθε περίπτωση δυνατότητας στον καθ’ υποφορά αντενιστάμενο να συμπληρώσει και βελτιώσει τον ισχυρισμό του, κατά τα εκτεθέντα. Συνεπώς ο δεύτερος λόγος της αίτησης εκ του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 Κ.ΠολΔ πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. VII. Κατά τη διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται: α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση, γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η έννοια της δημόσιας τάξης περιλαμβάνει τους κανόνες εκείνους με τους οποίους η Ελληνική Πολιτεία προστατεύει θεμελιώδεις αξίες και αντιλήψεις του έννομου βίου, πολιτειακές, ηθικές, οικονομικές ή κοινωνικές, η προσβολή των οποίων δεν είναι ανεκτή από την κρατούσα στη Χώρα γενική περί δικαίου συνείδηση (Ολ ΑΠ 15/2000, ΑΠ 20/2011, ΑΠ 4/2012). Με τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνεται ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Από τα ανωτέρω, συνάγεται ότι, το καθιερούμενο απαράδεκτο, αναφέρεται σε όλους τους λόγους αναίρεσης, του άρθρου 559 ΚΠολΔ, από δε το συσχετισμό της με τις διατάξεις των άρθρων 566 παρ.1 και 118 αρ. 4 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης, πρέπει να μνημονεύεται στο αναιρετήριο, ότι δεν πρόκειται για τις ως άνω εξαιρετικές περιπτώσεις, ότι ο ισχυρισμός αυτός, στον οποίο εκείνος στηρίζεται, είχε νόμιμα και παραδεκτά προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας και μάλιστα στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αν αυτού η απόφαση προσβάλλεται με την αναίρεση και συγκεκριμένα να αναφέρεται ο τρόπος προτάσεως του ισχυρισμού στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, καθώς και ο τρόπος επαναφοράς του στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και δη με λόγο εφέσεως ή με τις προτάσεις στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, η με τον τρόπο αυτό πρόταση επιτρέπεται (Ολ ΑΠ 43/1990, ΑΠ 356/2010). Το γεγονός εξ άλλου, ότι ο ισχυρισμός έπρεπε να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν έχει έννομη συνέπεια, διότι στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να ιδρυθεί ο λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο του αναιρετηρίου, προσάπτονται στην προσβαλλόμενη οι εκ του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ., αναιρετικές πλημμέλειες, κατά την προσήκουσα εκτίμηση του, με την αιτίαση ότι το Εφετείο με το να απορρίψει την εν λόγω αντένσταση ως εκπροθέσμως προβληθείσα παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 273 και 279 ΑΚ και διέλαβε στην απόφαση του ανεπαρκείς αιτιολογίες αναφορικά με το γιατί δεν έκρινε απαράγραπτη την αντένσταση κατ’ εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Με το περιεχόμενο αυτό ο τρίτος αναιρετικός λόγος είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, κατ’ άρθρο 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., καθόσον ο αναιρεσείων δεν επικαλείται με το αναιρετήριο παραδεκτή και νόμιμη προβολή αυτού ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και παραδεκτή επανυποβολή του ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, του οποίου η απόφαση προσβάλλεται, ούτε τέλος επικαλείται στο αναιρετήριο ότι αφορούν τυχόν οι εν λόγω αιτιάσεις του, τις άνω εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά τα εκτεθέντα στη προηγηθείσα μείζονα σκέψη, παρεκτός του ότι προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 273 ΑΚ, είναι μεταξύ άλλων να μην ορίζεται άλλως από το Νόμο, διότι διαφορετικά θα προσέκρουε στον επιδιωκόμενο με την αποσβεστική προθεσμία σκοπό. Κατ’ ακολουθία, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση στο σύνολο της και να συμψηφισθούν ολικά μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα, κατ’ άρθρο 179 εδαφ. τελ. σε συνδυασμό με άρθρο 183 ίδιου ΚΠολΔ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 28-7-2014 αίτηση για αναίρεση της με αριθμό 325/2013 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά. Συμψηφίζει ολικά μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 2 Φεβρουαρίου 2016. ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 21 Ιουνίου 2016. H ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή: http://www.taxheaven.gr