Το λουκέτο της ΛΑΡΚΟ είναι προ των πυλών και ο μόνος που έχει μείνει να στηρίζει την πάλαι ποτέ ισχυρή νικελοβιομηχανία είναι η ΔΕΗ, που λειτουργεί πλέον ως αιμοδότης, με «δανεικά και αγύριστα».
Χαρακτηριστική ήταν η δήλωση του αναπληρωτή διευθύνοντος συμβούλου της ΔΕΗ κ. Σταύρου Γούτσου, από το βήμα του Ελληνορωσικού Ενεργειακού Συνεδρίου την περασμένη Τετάρτη, ότι «η ΛΑΡΚΟ λειτουργεί με οφειλές προς την επιχείρηση πάνω από 250 εκατ. ευρώ, οι οποίες αυξάνονται 5 εκατ. κάθε μήνα»!
Περίπου δηλαδή 60 εκατ. ευρώ τον χρόνο. Οσα ζητούσε το σύνολο των ενεργοβόρων βιομηχανιών από την εφαρμογή της διακοψιμότητας που θα μείωνε το κόστος τους.
Ουσιαστικά δηλαδή οι υπόλοιπες ενεργοβόρες βιομηχανίες επιδοτούν τη ΛΑΡΚΟ πληρώνοντας ακριβό ηλεκτρικό ρεύμα για να καλύψει η ΔΕΗ τα φέσια της νικελοβιομηχανίας.
Ακόμα και μια συμφωνία για ένα καινούργιο πιο ευνοϊκό τιμολόγιο ρεύματος, δεν θα μπορούσε να αντιστρέψει την κατάσταση στη ΛΑΡΚΟ, και αυτό γιατί η εταιρεία εισπράττει λιγότερα σε σχέση με ό,τι παράγει. Οι διεθνείς τιμές του νικελίου παρουσιάζουν κάμψη, με αποτέλεσμα να πωλεί 10.000 δολάρια τον τόνο, όταν το κόστος παραγωγής είναι 16.000 δολάρια. Σε ημερήσια βάση καταγράφει ζημιές 300.000 ευρώ και περίπου 7-8 εκατ. τον μήνα.
Στους κόλπους της ΛΑΡΚΟ δείχνουν ότι όλα αυτά δεν τους αγγίζουν. Ακόμη και το μισθολογικό καθεστώς που επικρατεί (ιδιαίτερα στα υψηλά μισθολογικά κλιμάκια) δεν φαίνεται να έχει προσαρμοστεί στα χρόνια της κρίσης, ούτε καν στη δυσμενή θέση στην οποία έχει περιέλθει η ιστορική βιομηχανία.
«Κρατική ενίσχυση»
Αν και η απόφαση εκδόθηκε πριν από περίπου 9 μήνες, η κυβέρνηση δεν έχει απαντήσει και κάνει προσπάθειες να λύσει το θέμα διπλωματικά. Παρασκηνιακά όμως επεξεργάζεται την πώληση της εταιρείας.
Εχει αντιληφθεί ότι το θέμα της ΛΑΡΚΟ είναι μια βραδυφλεγής βόμβα που δεν θέλει να σκάσει στα χέρια της.
Αυτό όμως είναι μία πτυχή. Η εταιρεία για να ανακάμψει χρειάζεται άμεσα επενδύσεις τουλάχιστον 250 εκατ. ευρώ που μόνο ένας ιδιώτης επενδυτής μπορεί να καταβάλει. Ο σχεδιασμός, σύμφωνα με πληροφορίες, περιλαμβάνει διεθνή διαγωνισμό για την απόκτηση της ΛΑΡΚΟ ελεύθερη βαρών και με συμβολικό τίμημα (1 ευρώ), με τον πλειοδότη όμως να ανακηρύσσεται από το ύψος των επενδύσεων που είναι διατεθειμένος να κάνει μέσω αύξησης κεφαλαίου.
Επενδύσεις
Υπενθυµίζεται ότι το 2009 είχε επιχειρηθεί να πωληθεί η εταιρεία και στον διαγωνισµό που δεν ολοκληρώθηκε, λόγω των πρόωρων εκλογών, είχαν εκδηλώσει ενδιαφέρον εννέα όµιλοι, µεταξύ των οποίων η πολυεθνική Glencore, η ρωσική Solway, αλλά και οι ελληνικοί όµιλοι του Μυτιληναίου και του Ακτορα. Αλλη μια προσπάθεια έγινε το 2012, αλλά δεν ολοκληρώθηκε.
Μέχρι σήμερα η εταιρεία απολάμβανε ένα ιδιότυπο καθεστώς εύνοιας. «Δεν αγγίζουμε τη ΛΑΡΚΟ». Αυτή η φράση έχει ακουστεί από το στόμα πολλών κυβερνητικών στελεχών, όλων των πολιτικών αποχρώσεων τα τελευταία χρόνια. Ακόμη και η ΔΕΗ εξαντλεί την αυστηρότητά της τραβώντας την πρίζα από μικρομεσαίες επιχειρήσεις και νοικοκυριά αλλά όχι από τον μεγαλύτερό της οφειλέτη. Το πρόβλημα όμως πλέον με την παρασιτική λειτουργία της εταιρείας έχει διογκωθεί και οι επιλογές είναι δύο: αναστολή λειτουργίας, που όμως θα είναι επιζήμια για τους εκατοντάδες εργαζομένους και την ελληνική οικονομία, ή αξιόπιστος επενδυτής που θα βάλει λεφτά για να την «αναστήσει».
Οι παθογένειες την κρατούν καθηλωμένη
Χωνευτήρι προσλήψεων από όλες τις κυβερνήσεις
Η ΛΑΡΚΟ είναι μια εταιρεία µονοπωλιακού χαρακτήρα που θα µπορούσε να αφήνει υψηλά κέρδη στο κράτος, αλλά έπεσε θύµα µικροκοµµατικών συµφερόντων µε διοικήσεις που διορίστηκαν, όχι για να παράξουν έργο, αλλά για την αργοµισθία. Εγινε χωνευτήρι προσλήψεων από όλες τις κυβερνήσεις, οι οποίες µάλιστα δεν προχώρησαν στις απαραίτητες επενδύσεις, ώστε η επιχείρηση να καταστεί ανταγωνιστική σε σχέση µε τους διεθνείς ανταγωνιστές της. Τα τελευταία χρόνια συσσώρευε ζηµιές, τα εργατικά ατυχήµατα πλήθαιναν και το περιβάλλον «πληγωνόταν» καθηµερινά από τους αέριους ρύπους και τα υγρά απόβλητα.
Και όµως, η εταιρεία συγκεντρώνει σειρά πλεονεκτηµάτων που δύσκολα µπορεί να αγνοηθούν.
Κατ’ αρχάς, συγκαταλέγεται µεταξύ των πέντε µεγαλύτερων παραγωγών σιδηρονικελίου στον κόσµο (ελέγχει περίπου το 3% της ευρωπαϊκής αγοράς) και εξάγει το σύνολο της παραγωγής της.
Εχει καθετοποιηµένες εγκαταστάσεις (τέσσερα ορυχεία που βγάζουν το µετάλλευµα και εργοστάσιο όπου παράγεται το σιδηρονικέλιο), πολύ καλό όνοµα στην αγορά, αφού το νικέλιο που παράγει δεν έχει άνθρακα, όλη η παραγωγή της απορροφάται εύκολα από τους πελάτες στο εξωτερικό, και κυρίως έχει αποθέµατα µεταλλευµάτων 50 εκατ. τόνων που της δίνουν διάρκεια ζωής τουλάχιστον για άλλα 20 χρόνια. Ολοι οι παραγωγοί ανοξείδωτου χάλυβα, όπως οι: Thyssen-Krupp, Outokumpu OY & AB, Acerinox, Glencore, Avesrapolarit, χρησιμοποιούν στα εργοστάσιά τους κοκκοποιημένο σιδηρονικέλιο της ΛΑΡΚΟ.
Παράλληλα όµως η εταιρεία παρουσιάζει σειρά µειονεκτηµάτων.
Εχει υψηλό κόστος παραγωγής, αφού εκτός από τη χαµηλή περιεκτικότητα των µεταλλευµάτων σε νικέλιο, έχει και ακριβό ενεργειακό κόστος. Είναι χαρακτηριστικό ότι με βάση τις τρέχουσες τιμές του νικελίου, η βιομηχανία χάνει κάθε μήνα 8 εκατομμύρια ευρώ. Ουσιαστικά το 60% των εξόδων της είναι ανελαστικό, καθώς αφορά το ενεργειακό κόστος και τη µισθοδοσία. Παράλληλα, τα ίδια κεφάλαια είναι αρνητικά και χρειάζεται γενναία αύξηση κεφαλαίου για να «φτιάξει» ο ισολογισµός.
Η ΛΑΡΚΟ ήταν για πολλές δεκαετίες η «ναυαρχίδα» του οµίλου Μποδοσάκη και το νικέλιο, τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, εθεωρείτο ένας από τους «πυλώνες» της ελληνικής βιοµηχανίας. Η εταιρεία πέρασε στον Οργανισµό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (ΟΑΕ) στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Η νέα ΛΑΡΚΟ ιδρύθηκε το 1989, µετά την εκκαθάριση της παλαιάς εταιρείας, και σήµερα ελέγχεται από το Δηµόσιο κατά 55,2%, την Εθνική κατά 33,4% και τη ΔΕΗ κατά 11,4%.