Τα τελευταία έξι με επτά χρόνια, εταιρείες όπως η Airbnb και η Uber, τα τρομερά παιδιά της λεγόμενης «οικονομίας του διαμοιρασμού», ήταν ελεύθερες να
λειτουργήσουν με λίγους περιορισμούς από τις κανονιστικές αρχές. Σε αυτό το διάστημα οι δύο εταιρείες κατάφεραν να ανατρέψουν την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων στην αγορά των ξενοδοχείων και καταλυμάτων και στην αγορά ταξί, αντίστοιχα, να γιγαντωθούν και να κερδίσουν σημαντικό μερίδιο αγοράς. Πλέον, η κατάσταση έχει αρχίσει να αλλάζει.
Προ μερικών ημερών, η πολιτεία της Νέας Υόρκης ψήφισε νόμο που προβλέπει πρόστιμο 7.500 δολαρίων σε όσους κατοίκους της διαφημίζουν το ακίνητό τους στην πλατφόρμα βραχυπρόθεσμης ενοικίασης της Airbnb. H αμερικανική εταιρεία απάντησε με αγωγή κατά της πολιτείας, και οι δύο πλευρές προσπαθούν τις τελευταίες ημέρες να καταλήξουν σε εξωδικαστικό συμβιβασμό.
Η δικαστική διαμάχη μεταξύ Airbnb και Νέας Υόρκης έχει μεγάλη σημασία, διότι η πολιτεία αποτελεί τη μεγαλύτερη αγορά της εταιρείας στις ΗΠΑ. Ενδεχόμενη αρνητική έκβαση της υπόθεσης θα μπορούσε να πλήξει το κύρος της εταιρείας. Πολύ περισσότερο που ο νόμος της Νέας Υόρκης θα μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο και για άλλες αμερικανικές πολιτείες. Νομικής φύσεως διαφορές έχει η Airbnb και με τις Αρχές μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων, όπως το Αμστερνταμ και η Βαρκελώνη, οι οποίες απειλούν με πρόστιμα όσους ενοικιάζουν το ακίνητό τους μέσω της Airbnb. Η δημοτική αρχή του Βερολίνου απαγόρευσε προ μηνών τις περισσότερες βραχυπρόθεσμες ενοικιάσεις μέσω Airbnb.
«Η Νέα Υόρκη έχει κάνει ένα μεγάλο βήμα και ελπίζουμε ότι θα αποτελέσει πρότυπο και για την υπόλοιπη χώρα και για άλλες χώρες ανά τον κόσμο που αντιμετωπίζουν δυσκολίες εξαιτίας της επίπτωσης που έχει η Airbnb στο ύψος των ενοικίων», εξηγεί στους New York Times η κ. Λίντα Ρόζενταλ, βουλευτής της πολιτείας της Νέας Υόρκης με τους Δημοκρατικούς και εισηγήτρια του σχετικού νόμου. Οντως, σε πολλές πόλεις, όπως στη Βαρκελώνη, το Βερολίνο και τη Νέα Υόρκη, η παρουσία της Airbnb έχει οδηγήσει σε αύξηση του κόστους ενοικίασης και γενικότερα του κόστους διαβίωσης, ιδίως σε γειτονιές όπου υπάρχει έντονη παρουσία της εταιρείας. Η Νέα Υόρκη έχει απαγορεύσει από το 2010 την ενοικίαση κατοικιών για διάστημα μικρότερο από 30 ημέρες. Ωστόσο, ορισμένοι ιδιοκτήτες κατοικιών έχουν επιλέξει να αγνοήσουν τη νομοθεσία και εξακολουθούν να ενοικιάζουν το διαμέρισμά τους μέσω Airbnb. Η εταιρεία, της οποίας η αξία έχει σχεδόν τριπλασιαστεί τα τελευταία δύο χρόνια, φθάνοντας τα 30 δισ. δολάρια, μάχεται σκληρά εναντίον όποιου νόμου περιορίζει τον αριθμό ιδιοκτητών ακινήτων που διαθέτουν τα διαμερίσματά της μέσω της πλατφόρμας της. Ο λόγος είναι ότι η Airbnb χρειάζεται ολοένα και περισσότερους, ώστε να εξακολουθήσει να γιγαντώνεται. Παράλληλα, τα έσοδά της εξαρτώνται από τον αριθμό ενοικιάσεων που γίνονται μέσω της διαδικτυακής πλατφόρμας της και είναι βάσιμη η ανησυχία ότι θα αρχίσει να χάνει χρήματα αν γενικευτεί η απαγόρευση βραχυπρόθεσμης ενοικίασης. Η Airbnb λαμβάνει ως προμήθεια ποσοστό από κάθε ενοικίαση που γίνεται μέσω αυτής, και από αυτόν που νοικιάζει και από τον ιδιοκτήτη. Στην περίπτωση της Νέας Υόρκης, οι ενοικιάσεις μέσω Airbnb απέφεραν έσοδα 1 δισ. δολαρίων το 2015 και η εταιρεία είχε λάβει μερίδιο από αυτά.
Διαπραγματεύσεις
Εν τω μεταξύ, από την περασμένη Δευτέρα η πολιτεία της Νέας Υόρκης και η Airbnb βρίσκονται σε διαπραγματεύσεις ώστε να επιλυθεί εξωδικαστικά η αγωγή που έχει καταθέσει η εταιρεία. Η Airbnb υποστηρίζει ότι ο νόμος θα μπορούσε να την εκθέσει σε μεγάλο οικονομικό πρόστιμο και ότι δεν είναι υπεύθυνη αν ορισμένοι ιδιοκτήτες κατοικιών χρησιμοποιούν την πλατφόρμα της για να διαφημίσουν παράνομα τα σπίτια τους.
Σύμφωνα με πληροφορίες των New York Times, δικαστής του Μανχάταν ακύρωσε τη Δευτέρα ακρόαση για την υπόθεση, ώστε οι δύο πλευρές να «μπορέσουν να καταλήξουν σε συναινετική λύση». Η Airbnb έχει καταθέσει παρόμοια αγωγή κατά του Δήμου του Σαν Φρανσίσκο, ώστε να ακυρωθεί κανονισμός που προβλέπει ότι η εταιρεία πρέπει να απορρίπτει προμήθειες από ιδιοκτήτες που δεν έχουν καταγραφεί στο σχετικό μητρώο που έχει δημιουργηθεί.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ