Με απόφαση «βόμβα» που εξέδωσε το Μονομελές Εφετείο Δωδεκανήσου τίθενται πλέον εν αμφιβόλω οι ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου για το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ακινήτων της Μεγίστης.
Η Κτηματική Υπηρεσία του Δημοσίου ισχυρίζεται συγκεκριμένα ότι μετά το 1932, χρονολογία έναρξης εφαρμογής του Ιταλικού Αστικού Κώδικα, αναγνωρίζεται ο θεσμός της χρησικτησίας μετά από τριακονταετή συνεχή δημόσια ειρηνική και αναμφίβολη νομή του κτήματος ακόμη και για δημόσια ακίνητα από το 1947 και λόγω τροποποίησης του Ιταλικού Αστικού Κώδικα, ο ως άνω χρόνος περιορίζεται στην εικοσαετία υπέρ του νομέως ο διαδρομών χρόνος πριν την 01-01-1932 αφού στο Οθωμανικό κράτος δεν αναγνωριζόταν ο θεσμός της χρησικτησίας.
Η συμπεριφορά αυτή είχε καταγγελθεί ότι παραβιάζει τα όρια του Κράτους Δικαίου…
«Και ενώ εμείς οι κάτοικοι της περιοχής ζούμε ξεχασμένοι από το κοινωνικό κράτος δικαίου, με ρυθμούς ανάπτυξης ασύγκριτα πιο αργούς από την ηπειρωτική Ελλάδα και ιδιαίτερα τα αστικά κέντρα, η πολιτεία και οι υπηρεσίες της, μας θυμούνται ξαφνικά για να μας ενημερώσουν πως τα σπίτια μας και οι περιουσίες μας δεν μας ανήκουν αλλά είναι ιδιοκτησία του κράτους», είχε αναφέρει μεταξύ άλλων σε επιστολή διαμαρτυρίας του, στον πρώην πρωθυπουργό κ. Αντώνη Σαμαρά, ο δήμαρχος Μεγίστης κ. Π. Πανηγύρης, που τελεί σε αργία.
Με την υπ’ αρίθμ. 43/2016 τελεσίδικη απόφαση του το δικαστήριο έκρινε αφενός ότι επιτρέπεται η χρησικτησία ακινήτων του δημοσίου στην Μεγίστη εφόσον αποδεικνύεται ότι υπάρχει διαρκής νομή, κατοχή και εκμετάλλευση τους πριν το έτος 1949, όταν άρχισε να ισχύει ο νόμος περί προστασίας δημοσίων κτημάτων ενώ περαιτέρω δέχεται ότι στα ακίνητα εντός του οικισμού δεν έχει δικαιώματα το Ελληνικό Δημόσιο.
Το Ελληνικό Δημόσιο ισχυρίστηκε ότι στην νήσο (Μεγίστη), επειδή ο ιδιώτης δεν μπορεί να αποδείξει νόμιμα ότι έχει ιδιοκτησία, τεκμαίρεται ότι αυτή είναι ιδιοκτησία του Ελληνικού Δημοσίου.
Η θέση αυτή στηρίζεται σε ερμηνεία της Συνθήκης των Παρισίων, που επικυρώθηκε με το Ν.Δ. 423/1947 στο άρθρο 14 της οποίας ορίζεται ότι «Η Ιταλία εκχωρεί εις την Ελλάδα εν πλήρει κυριαρχία τας νήσους της Δωδεκανήσου τα κατωτέρω απαριθμούμενας, ήτοι: Αστυπάλαιαν, Καστελόριζον, ως και τας παρακείμενας νησίδας».
Το δικαστήριο έκρινε ωστόσο ότι η «πλήρης κυριαρχία» δεν ταυτίζεται με την έννοια της ιδιοκτησίας, επομένως το ενάγον με την παραπάνω συνθήκη δεν απέκτησε την κυριότητα επί ολοκλήρου του νησιού, αλλά σε συγκεκριμένα ακίνητα που αποτελούν την δημόσια και ιδιωτική του περιουσία, όπως αυτά αναφέρονται στο Παραρτημα της εν λόγω Συνθήκης, χωρίς να σχετίζεται αυτό με το εμπράγματο δικαίωμα της ιδιοκτησίας.
Διαφορετική θεώρηση της σχέσης μεταξύ των εννοιών αυτών (και απόπειρα ταύτισης τους) από την οποία εκκινεί εμμέσως πλην σαφώς το Ελληνικό Δημόσιο, θα είχε ως αποτέλεσμα το άτοπο να χάνεται η κυριαρχία του ελληνικού κράτους, σε περίπτωση που κάποιος αλλοδαπός αποκτήσει ακίνητο σε ελληνικό έδαφος, ο οποίος στη συνέχεια, επικαλούμενος την ιδιοκτησία του, θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι ελλείπουσας της κυριαρχίας του ελληνικού κράτους στο ακίνητο του, δεν δεσμεύεται λ,χ. από τις πολεοδομικές διατάξεις.
Η ερμηνεία συνεπώς της Συνθήκης, όπως έκρινε το δικαστήριο, δεν μπορεί, να είναι αυτή, στην πραγματικότητα δε, όταν τίθεται ζήτημα κυριότητας στη μη δορυάλωτη Δωδεκάνησο, δεν θα πρέπει να θεωρείται υφιστάμενο άνευ ετέρου το τεκμήριο κυριότητας του ελληνικού δημοσίου, για τους λόγους που αναφέρθηκαν, με την προϋπόθεση πάντως, να πρόκειται για ακίνητο επί του οποίου να μπορούν να ασκηθούν υλικές πράξεις.
Πηγή:www.dimokratiki.gr
Η Κτηματική Υπηρεσία του Δημοσίου ισχυρίζεται συγκεκριμένα ότι μετά το 1932, χρονολογία έναρξης εφαρμογής του Ιταλικού Αστικού Κώδικα, αναγνωρίζεται ο θεσμός της χρησικτησίας μετά από τριακονταετή συνεχή δημόσια ειρηνική και αναμφίβολη νομή του κτήματος ακόμη και για δημόσια ακίνητα από το 1947 και λόγω τροποποίησης του Ιταλικού Αστικού Κώδικα, ο ως άνω χρόνος περιορίζεται στην εικοσαετία υπέρ του νομέως ο διαδρομών χρόνος πριν την 01-01-1932 αφού στο Οθωμανικό κράτος δεν αναγνωριζόταν ο θεσμός της χρησικτησίας.
Η συμπεριφορά αυτή είχε καταγγελθεί ότι παραβιάζει τα όρια του Κράτους Δικαίου…
«Και ενώ εμείς οι κάτοικοι της περιοχής ζούμε ξεχασμένοι από το κοινωνικό κράτος δικαίου, με ρυθμούς ανάπτυξης ασύγκριτα πιο αργούς από την ηπειρωτική Ελλάδα και ιδιαίτερα τα αστικά κέντρα, η πολιτεία και οι υπηρεσίες της, μας θυμούνται ξαφνικά για να μας ενημερώσουν πως τα σπίτια μας και οι περιουσίες μας δεν μας ανήκουν αλλά είναι ιδιοκτησία του κράτους», είχε αναφέρει μεταξύ άλλων σε επιστολή διαμαρτυρίας του, στον πρώην πρωθυπουργό κ. Αντώνη Σαμαρά, ο δήμαρχος Μεγίστης κ. Π. Πανηγύρης, που τελεί σε αργία.
Με την υπ’ αρίθμ. 43/2016 τελεσίδικη απόφαση του το δικαστήριο έκρινε αφενός ότι επιτρέπεται η χρησικτησία ακινήτων του δημοσίου στην Μεγίστη εφόσον αποδεικνύεται ότι υπάρχει διαρκής νομή, κατοχή και εκμετάλλευση τους πριν το έτος 1949, όταν άρχισε να ισχύει ο νόμος περί προστασίας δημοσίων κτημάτων ενώ περαιτέρω δέχεται ότι στα ακίνητα εντός του οικισμού δεν έχει δικαιώματα το Ελληνικό Δημόσιο.
Το Ελληνικό Δημόσιο ισχυρίστηκε ότι στην νήσο (Μεγίστη), επειδή ο ιδιώτης δεν μπορεί να αποδείξει νόμιμα ότι έχει ιδιοκτησία, τεκμαίρεται ότι αυτή είναι ιδιοκτησία του Ελληνικού Δημοσίου.
Η θέση αυτή στηρίζεται σε ερμηνεία της Συνθήκης των Παρισίων, που επικυρώθηκε με το Ν.Δ. 423/1947 στο άρθρο 14 της οποίας ορίζεται ότι «Η Ιταλία εκχωρεί εις την Ελλάδα εν πλήρει κυριαρχία τας νήσους της Δωδεκανήσου τα κατωτέρω απαριθμούμενας, ήτοι: Αστυπάλαιαν, Καστελόριζον, ως και τας παρακείμενας νησίδας».
Το δικαστήριο έκρινε ωστόσο ότι η «πλήρης κυριαρχία» δεν ταυτίζεται με την έννοια της ιδιοκτησίας, επομένως το ενάγον με την παραπάνω συνθήκη δεν απέκτησε την κυριότητα επί ολοκλήρου του νησιού, αλλά σε συγκεκριμένα ακίνητα που αποτελούν την δημόσια και ιδιωτική του περιουσία, όπως αυτά αναφέρονται στο Παραρτημα της εν λόγω Συνθήκης, χωρίς να σχετίζεται αυτό με το εμπράγματο δικαίωμα της ιδιοκτησίας.
Διαφορετική θεώρηση της σχέσης μεταξύ των εννοιών αυτών (και απόπειρα ταύτισης τους) από την οποία εκκινεί εμμέσως πλην σαφώς το Ελληνικό Δημόσιο, θα είχε ως αποτέλεσμα το άτοπο να χάνεται η κυριαρχία του ελληνικού κράτους, σε περίπτωση που κάποιος αλλοδαπός αποκτήσει ακίνητο σε ελληνικό έδαφος, ο οποίος στη συνέχεια, επικαλούμενος την ιδιοκτησία του, θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι ελλείπουσας της κυριαρχίας του ελληνικού κράτους στο ακίνητο του, δεν δεσμεύεται λ,χ. από τις πολεοδομικές διατάξεις.
Η ερμηνεία συνεπώς της Συνθήκης, όπως έκρινε το δικαστήριο, δεν μπορεί, να είναι αυτή, στην πραγματικότητα δε, όταν τίθεται ζήτημα κυριότητας στη μη δορυάλωτη Δωδεκάνησο, δεν θα πρέπει να θεωρείται υφιστάμενο άνευ ετέρου το τεκμήριο κυριότητας του ελληνικού δημοσίου, για τους λόγους που αναφέρθηκαν, με την προϋπόθεση πάντως, να πρόκειται για ακίνητο επί του οποίου να μπορούν να ασκηθούν υλικές πράξεις.
Πηγή:www.dimokratiki.gr