Κατηγορία: Εργατικά – Απασχόληση
Περίληψη
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 8 εδ. α’ του ν. 3198/1955, “μισθωτοί συνδεόμενοι διά σχέσεως εργασίας αορίστου διαρκείας, συμπληρώσαντες δεκαπενταετή υπηρεσίαν παρά τω αυτώ εργοδότη, υπό την έννοιαν της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν.2112/1920 ή το υπό του οικείου ασφαλιστικού οργανισμού προβλεπόμενο όριο ηλικίας, εν ελλείψει δε τοιούτου το 65ον έτος της ηλικίας των, αποχωρούντες της υπηρεσίας τη συγκαταθέσει του εργοδότου δικαιούνται του ημίσεως της υπό του ν. 2112, ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως, βάσει του β.δ. της 16/18.7.1920 οριζόμενης αποζημιώσεως διά την περίπτωσιν απροειδοποίητου καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας υπολογιζόμενης βάσει των παρ. 1 και 2 του άρθρου 5 του παρόντος”. Προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως αυτής, η οποία συνεχίζει να ισχύει είναι: α) σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας, β) συμπλήρωση δεκαπενταετούς υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη ή συμπλήρωση του προβλεπομένου από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό ορίου ηλικίας και σε περίπτωση ελλείψεως τέτοιου του 65ου έτους της ηλικίας και γ) αποχώρηση από την υπηρεσία με την συγκατάθεση του εργοδότη. Εφ’ όσον συντρέξουν οι προϋποθέσεις αυτές, ο μισθωτός δικαιούται το ήμισυ της αποζημιώσεως, του ν.2112/1920 ή του β.δ. του 1920 (βλ. ΑΠ 1314/2008, ΑΠ 1804/2008). Από τις εν λόγω διατάξεις συνάγεται ότι προϋπόθεση για την εφαρμογή τους είναι-μεταξύ άλλων-και η συγκατάθεση του εργοδότη στην αποχώρηση του μισθωτού από την εργασία του. Η συγκατάθεση αυτή πρέπει να παρέχεται πριν από την αποχώρηση του μισθωτού δύναται δε να είναι έγγραφη ή προφορική, ρητή ή σιωπηρή, δηλαδή συναγόμενη εμμέσως από την συμπεριφορά του εργοδότη εν όψει και των πραγματικών περιστατικών συγκεκριμένης περιπτώσεως αρκεί στην τελευταία περίπτωση να είναι σαφής και αναμφίβολη (ΑΠ 262.2011, 290/2015, 1318/2015). Έτσι η συγκατάθεση του εργοδότη μπορεί να δοθεί εγγράφως ή προφορικώς, ακόμη και σιωπηρώς, εφ’ όσον προκύπτει σαφώς, πράγμα που συμβαίνει όταν αυτός (εργοδότης) δεν εναντιωθεί στην αποχώρηση του μισθωτού και αντιθέτως του παράσχει τις ζητηθείσες βεβαιώσεις για την συνταξιοδότησή του. Αριθμός 426/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1’ Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Στυλιανή Γιαννούκου, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Χαράλαμπο Μαχαίρα, Γεώργιο Αναστασάκο, Σοφία Καρυστηναίου και Μαρία Νικολακέα, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 6 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ι. Λ. του Λ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Γιαννόπουλο και κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσιβλήτου: Ομόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία “…” που εδρεύει στον Πειραιά, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Άννα Κούπα, και κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14-7-2010 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5503/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 808/2013 του Μον/λους Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 28-7-2014 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης, Μαρία Νικολακέα, ανέγνωσε την από 7-1-2015 έκθεση του κωλυομένου να συμμετάσχει στην σύνθεση Αρεοπαγίτη Χρήστου Βρυνιώτη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, η πληρεξούσια της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 8 εδ. α’ του ν. 3198/1955, “μισθωτοί συνδεόμενοι διά σχέσεως εργασίας αορίστου διαρκείας, συμπληρώσαντες δεκαπενταετή υπηρεσίαν παρά τω αυτώ εργοδότη, υπό την έννοιαν της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν.2112/1920 ή το υπό του οικείου ασφαλιστικού οργανισμού προβλεπόμενο όριο ηλικίας, εν ελλείψει δε τοιούτου το 65ον έτος της ηλικίας των, αποχωρούντες της υπηρεσίας τη συγκαταθέσει του εργοδότου δικαιούνται του ημίσεως της υπό του ν. 2112, ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως, βάσει του β.δ. της 16/18.7.1920 οριζόμενης αποζημιώσεως διά την περίπτωσιν απροειδοποίητου καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας υπολογιζόμενης βάσει των παρ. 1 και 2 του άρθρου 5 του παρόντος”. Προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως αυτής, η οποία συνεχίζει να ισχύει είναι: α) σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας, β) συμπλήρωση δεκαπενταετούς υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη ή συμπλήρωση του προβλεπομένου από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό ορίου ηλικίας και σε περίπτωση ελλείψεως τέτοιου του 65ου έτους της ηλικίας και γ) αποχώρηση από την υπηρεσία με την συγκατάθεση του εργοδότη. Εφ’ όσον συντρέξουν οι προϋποθέσεις αυτές, ο μισθωτός δικαιούται το ήμισυ της αποζημιώσεως, του ν.2112/1920 ή του β.δ. του 1920 (βλ. ΑΠ 1314/2008, ΑΠ 1804/2008). Από τις εν λόγω διατάξεις συνάγεται ότι προϋπόθεση για την εφαρμογή τους είναι-μεταξύ άλλων-και η συγκατάθεση του εργοδότη στην αποχώρηση του μισθωτού από την εργασία του. Η συγκατάθεση αυτή πρέπει να παρέχεται πριν από την αποχώρηση του μισθωτού δύναται δε να είναι έγγραφη ή προφορική, ρητή ή σιωπηρή, δηλαδή συναγόμενη εμμέσως από την συμπεριφορά του εργοδότη εν όψει και των πραγματικών περιστατικών συγκεκριμένης περιπτώσεως αρκεί στην τελευταία περίπτωση να είναι σαφής και αναμφίβολη (ΑΠ 262.2011, 290/2015, 1318/2015). Έτσι η συγκατάθεση του εργοδότη μπορεί να δοθεί εγγράφως ή προφορικώς, ακόμη και σιωπηρώς, εφ’ όσον προκύπτει σαφώς, πράγμα που συμβαίνει όταν αυτός (εργοδότης) δεν εναντιωθεί στην αποχώρηση του μισθωτού και αντιθέτως του παράσχει τις ζητηθείσες βεβαιώσεις για την συνταξιοδότησή του. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 559 αρ. 20 και 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι ο θεσπιζόμενος με την πρώτη των διατάξεων αυτών, λόγος αναιρέσεως για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου, ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας, υποπίπτει σε διαγνωστικό σφάλμα (λάθος στην ανάγνωση του κειμένου του εγγράφου), όταν δηλαδή αποδίδει σε αποδεικτικό, κατά την έννοια των άρθρων 339 και 432-465 Κ.Πολ.Δ., έγγραφο, περιεχόμενο καταδήλως διαφορετικό από εκείνο που πράγματι έχει, ακολούθως δε, καταλήγει, στηριζόμενο σε τούτο μόνον, ή κυρίως σε αυτό, σε περίπτωση συνεκτιμήσεως του με άλλα αποδεικτικά μέσα, σε επιζήμιο για το διάδικο – αναιρεσείοντα αποδεικτικό πόρισμα, ως προς πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1001/2008). Δεν περιλαμβάνει όμως και την περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένως καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο, που θεωρεί ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση η οποία είναι σχετική με την εκτίμηση των πραγμάτων, που δεν ελέγχεται από τον ‘ Αρειο Πάγο. Στην προκειμένη υπόθεση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς περί τα πράγματα κρίση του τα ακόλουθα ουσιώδη: “Ο ενάγων προσελήφθη από την εναγομένη ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία “…” την 28.9.1989, με την ειδικότητα του ηλεκτροσυγκολλητή μεταλλικών επίπλων. Προσέφερε δε τις υπηρεσίες του υπό την ως άνω ειδικότητα στην εναγομένη εργαζόμενος με πλήρες ωράριο, από ώρα 7:30 έως 15:30, από Δευτέρα έως Παρασκευή …. Περί τις αρχές Μαρτίου του έτους 2010, όπως καταθέτει ανωμοτί ο ίδιος ο ενάγων, ενημέρωσε τους εκπροσώπους της εναγομένης ότι προτίθεται να αποχωρήση από την εργασία του, λαμβάνοντας πρόωρη σύνταξη. Οι τελευταίοι δεν συμφώνησαν σε αυτή την προοπτική, κυρίως εν σχέσει προς την επιλογή του χρόνου, άνοιξη και επερχόμενο Πάσχα, αφού ο ενάγων ως έμπειρος ηλεκτροσυγκολλητής (με τουλάχιστον είκοσι έτη προϋπηρεσία) ήταν πολύτιμος για την επιχείρηση της εναγομένης εν όψει της συγκεκριμένης περιόδου κατά την οποία υπήρχε, όπως κάθε χρόνο, αύξηση των παραγγελιών για τα εμπορεύματά της, ήτοι μεταλλικά έπιπλα, κατασκευασμένα από την ίδια, ενώ τυχόν στοκ προϊόντων της από προηγούμενη χρονιά δεν θα εξυπηρετούσε, δοθέντος ότι τουλάχιστον οι δύο μεγάλες παραγγελίες που η διαπραγμάτευσή τους ήταν εν εξελίξει κατά την συγκεκριμένη περίοδο από τις εταιρείες …. (χρόνος καταρτίσεως της συμφωνίας με την εναγομένη η 18.3.2010) και ……. αφορούσαν καινούργια και αποκλειστικά σχέδια μεταλλικών επίπλων, που να μην έχουν δηλαδή κυκλοφορήσει σε άλλα καταστήματα στην ελληνική αγορά και τα οποία θα διετίθεντο αποκλειστικώς στα καταστήματα τους. Ο ενάγων, παρ’ όλ’ αυτά, και χωρίς να επανέλθη στο ζήτημα αυτό, απεχώρησε από την εργασία του στις 26 Μαρτίου 2010 ημέρα Παρασκευή προ της Μεγάλης Εβδομάδας, χωρίς να υπογράψη την ίδια εκείνη ημέρα ούτε κάποιο έγγραφο καταγγελίας συμβάσεως λόγω συνταξιοδοτήσεως ούτε το έγγραφο οικειοθελούς αποχωρήσεώς του, έγγραφα τα οποία θα υποδηλούσαν την συναίνεση της εναγομένης προ της αποχωρήσεώς του. Αντιθέτως η τελευταία υπέγραψε εκ των υστέρων έγγραφο οικειοθελούς αποχωρήσεώς του, ήτοι την 6.4.2010, όταν επανήλθε αμέσως μετά το Πάσχα ο ενάγων στα γραφεία της επιχειρήσεως και ζήτησε να καταθέση στο ΙΚΑ τα διάφορα απαραίτητα έγγραφα περί του χρονικού διαστήματος που τον απησχόλησε αυτή καθώς και περί διακοπής της εργασίας του, η οποία όμως είχε συντελεσθή προηγουμένως, όπως προελέχθη, δίχως την συναίνεση της εργοδότριας εναγομένης. Από κανένα δε αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι υπήρξε συγκατάθεση ή συναίνεση της εναγομένης στην οικειοθελή αποχώρηση του ενάγοντος. Το ως άνω δε έγγραφο που υπέγραψε η τελευταία και το απηύθυνε στον ΟΑΕΔ (περί αναγγελίας οικειοθελούς αποχωρήσεως) ουδόλως συνιστά ρητή έγγραφη συγκατάθεσή της στην αποχώρηση του ενάγοντος, αφού αυτό (έγγραφο αναγγελίας) αποτελεί υποχρέωση του εργοδότη, να ανακοίνωση δηλαδή στον ΟΑΕΔ την αποχώρηση του εργαζομένου και μάλιστα σε τασσόμενη αποκλειστική προθεσμία, ακόμη δε και χωρίς την υπογραφή του εργαζομένου, όπως και εν προκειμένω συνέβη. Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε, και τα λοιπά έγγραφα (βεβαιώσεις), τα οποία χορήγησε προς τον ενάγοντα, κατόπιν αιτήσεώς του και ενώ είχε ήδη αυτός αποχωρήσει από την εργασία του δεν αποδεικνύουν την συγκατάθεση αυτής για την εν λόγω αποχώρηση, αλλ’ απλώς υποδηλώνουν την εκ μέρους της (εναγομένης) αποδοχή πλέον του ήδη τετελεσμένου γεγονότος της αποχωρήσεώς του, ήτοι αφού αυτή είχε συντελεσθή. Εν όψει των ανωτέρω παραδοχών, δεν πληρούνται οι εκ του άρθρου 8 εδ. α’ του ν. 3298/1955 προϋποθέσεις προκειμένου ο ενάγων να δικαιούται την αιτηθείσα αποζημίωση, αφού δεν αποδείχθηκε και το Δικαστήριο δεν πείσθηκε ότι η εναγομένη εργοδότρια, διά των νομίμων εκπροσώπων της, έδωσε έστω και σιωπηρώς την συγκατάθεσή της πριν την αποχώρηση του ενάγοντος εργαζομένου της. Επομένως, θα πρέπει να απορριφθή ως αβάσιμο το σχετικό αγωγικό κονδύλιο. Κατά συνέπειαν, το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκανε δεκτό αυτό, έσφαλε στην κρίση του και θα πρέπει, κατά παραδοχή της εφέσεως της εναγομένης, να εξαφανισθή η εκκαλουμένη, να κρατηθή η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και στην συνέχεια, δικάζοντας επί της αγωγής, να απορριφθή το εν λόγω αγωγικό κονδύλιο, ως ουσία αβάσιμο …”. Ο αναιρεσείων με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως, αποδίδει στο Εφετείο την, από το άρθρο 559 αρ. 20 του Κ.Πολ.Δ. αναιρετική πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση παραμόρφωσε το περιεχόμενο των αναφερομένων εγγράφων και συγκεκριμένα της από 6-4-2010 υπεύθυνης δήλωσης εργοδότη και της επίσης από 6-4-2010 δήλωσης εργοδότη, στις οποίες αναφέρεται ως χρόνος απασχόλησης του αναιρεσείοντος στην επιχείρηση της αναιρεσίβλητης το χρονικό διάστημα από 28-9-1989 έως 6-4-2010. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι από το παρατιθέμενο στο αναιρετήριο περιεχόμενο αυτών σε αντιπαραβολή με εκείνο που δέχθηκε το Εφετείο καθίσταται εμφανές ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέπεσε σε διαγνωστικό σφάλμα με την εκτεθείσα στην αρχή έννοια, αλλά εκτίμησε και αξιολόγησε ορθά το αληθινό περιεχόμενό τους προς το οποίο ταυτίζονται τα αντιπαραβαλλόμενα κείμενα ως προς το κρίσιμο στοιχείο του περιεχομένου τους ότι τα έγγραφα αυτά και ο αναφερόμενος σ’ αυτά χρόνος απασχόλησης του αναιρεσείοντος στην επιχείρηση της αναιρεσίβλητης δεν συνιστούν οποιασδήποτε μορφής (ρητή ή σιωπηρή, έγγραφη ή προφορική) συγκατάθεση της τελευταίας στην αποχώρηση του ενάγοντος. Αντίθετα υποδηλώνουν την εκ μέρους της εναγομένης αναιρεσίβλητης αποδοχή του γεγονότος της αποχωρήσεως του ενάγοντος, με δική του πρωτοβουλία και χωρίς τη συγκατάθεσή της (εναγομένης), περί του τελευταίου από τα οποία, υπάρχει σαφής και επαναλαμβανόμενη παραδοχή. Με τις λοιπές δε διαλαμβανόμενες στον λόγο αυτό αιτιάσεις ότι ο χρόνος αποχωρήσεως του ενάγοντος συνιστά και συγκατάθεση της εναγομένης στο γεγονός αυτό και υπό την επίφαση της ρηθείσας αναιρετικής πλημμέλειας πλήττεται απαραδέκτως η προσβαλλόμενη για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση των πραγμάτων. Ο λόγος αναίρεσης του αριθ.8 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν, ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής “πράγματα” θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, ή λόγου έφεσης, όχι δε οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων αλλά ούτε και οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί (Ολ.ΑΠ 3/1997, ΑΠ 1933/2006). Εξ άλλου, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αναίρεσης όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό (πράγμα) και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ.ΑΠ 12/1997), αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (Ολ.ΑΠ 11/1996, ΑΠ 178/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον δεύτερο λόγο της αίτησης προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την εκ του άρθρου 559 αρ. 8 Κ.Πολ.Δ., αναιρετική πλημμέλεια, αιτιώμενος, κατά την επιτρεπτή νοηματική του απόδοση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπ’ οψιν τον αγωγικό ισχυρισμό και την εκ των ως άνω δηλώσεων άμεση απόδειξη του περί απασχολήσεως του ενάγοντος στην επιχείρηση της αναιρεσίβλητης μέχρι την 6-4-2010, διότι άλλως θα έκρινε ως προφανή την συγκατάθεση αυτής για την αποχώρηση του λόγω συνταξιοδοτήσεως. Με το ως άνω περιεχόμενο ο αναιρετικός αυτός λόγος, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη η ρηθείσα αναιρετική πλημμέλεια, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι το Εφετείο έλαβε υπ’ οψιν του τον ισχυρισμό αυτό και τον απέρριψε με τις αντίθετες περί τούτου προαναφερθείσες παραδοχές του. Κατόπιν αυτών πρέπει η ένδικη αίτηση να απορριφθεί και να συμψηφισθεί ολικά μεταξύ των διαδίκων η δικαστική δαπάνη κατ’ άρθρο 179 εδαφ. τελευτ. σε συνδυασμό με άρθρο 183 εδαφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 28-7-2014 αίτηση του Ι. Λ. του Λ. για αναίρεση της υπ’ αριθ. 808/2013 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Και Συμψηφίζει ολικά μεταξύ των διαδίκων την εκατέρωθεν δικαστική δαπάνη. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 2 Φεβρουαρίου 2016. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 14 Ιουνίου 2016. H ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή: http://www.taxheaven.gr
Πηγή: http://www.taxheaven.gr